ΕΙΣ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ (ALBUM)
ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ.
1.
Ἐξέμαθαν τὰ χείλη μου γλυκὰ νὰ τραγουδοῦνε,
Ἐθάμπωσαν τὰ μάτια μου τὸν ἥλιο νὰ 'θωροῦνε·
Εἰς τῶν χεριῶν μου τὸν σπασμὸ 'συντρίφτει τὸ κονδύλι
Ποῦ τὴν χαρὰ 'ζωγράφιζε μὲ ζαχαρένια χείλη.
Στὴν νύχτα τὴν ἀφώτιστη βογκῶ 'σὰν φάντασμά της,
Εἶμαι τοῦ σκότους σύντροφος, τῶν ἄστρων ἀποστάτης.
Ἐκεῖ ποῦ τρίζουν κόκκαλα καὶ θαμποφέγγουν λύχνοι
Κάποιο χέρι ἀόρατο κρυφὴ χαρὰ μοῦ δείχνει·
Καὶ ἂν κάμω κατὰ τὴν ζωὴ τὸ μάτι μου νὰ στρίψω,
Μιὰ βλασφημία δὲν μπορῶ ἀφ' τὸν Θεὸ νὰ κρύψω.
Ἀνάθεμά τον πὤπλασε τὸν ἥλιο καὶ τ' ἀστέρια
Νὰ δείχνουνε τῶν δυνατῶν Κακούργων τὰ λιμέρια,
Καὶ τροχισμένα σίδερα καὶ θρόνους ματωμένους
Καὶ μὲ στεφάνια 'στὰ μαλλιὰ Φονιάδες θρονιασμένους.
Καὶ ταφιασμένη ἄσπλαχνα τὴν δάφνη 'στῇς τσικνῆδες
Καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ Πλάσματα γυρμένα σ' ἀλυσσίδες·
Ὁ ἄνθρωπος 'στὰ σίδερα εἶναι Θεὸς δεμένος,
Καὶ σκλάβος… εἶναι ὁ Θεὸς κακὰ προσκυνημένος·
Ὦ! φίλε, πάλι ἀρχίνησα νὰ βλαστημῶ, καὶ πάλι
Ἀφ' τὴν καρδιά μου ἀνέβηκε τὸ αἷμα 'στὸ κεφάλι·
Ἀνάθεμά τον ποῦ μπορεῖ 'σὰν ζῶο νὰ ὑποφέρῃ
Νὰ σκύφτῃ ὁλόκληρος λαὸς 'ς ἑνὸς δηλοῦ μαχαίρι·
Ἀνάθεμά τον ποῦ μπορεῖ μία στιγμὴ νὰ ζήσῃ,
Καὶ ἀπουκάτου ἀφ' τὸν Θεὸ χωρὶς νὰ βλασφημήσῃ·
Ἡ Ἐλευθερία μ' ἔπλασεν! ἐκείνην προσκυνάω!
Καὶ ἂν ἄλλος εἶναι ὁ Θεὸς, οὔτε Θεὸν ψοφάω!
2.
Ποῦ εἶν' ἡ δάφνη ποῦ ἄνθιζε πολεμικὰ λουλούδια;
Ποῦ εἶν' τ' ἀηδόνι πὤψελλνε λεβέντικα τραγούδια;
Ἔπεσε ἡ δάφνη, ἐτρίφτικε 'στὸ βουλιασμένο χῶμα·
'Σπαρτάρισε τὸ ἀηδόνι μας 'στοῦ Γερακιοῦ τὸ στόμα·
Ποῦ εἶν' ἡ Αὐγὴ ποῦ ἔβγενε ξανθομαλλοῦσα τότε!
Νὰ ἰδῇ πῶς πέφτουν 'στὴν φωτιὰ οἱ Ἅγιοι Στρατιῶται;
Ποῦ εἶν' ὁ Ἥλιος πὤβγαινε 'στὰ χιόνια ν' ἀγναντέψῃ
Τὸν Διάκο καὶ ὠμορφήτερος νὰ πάῃ νὰ βασιλέψῃ;
Ἔγυραν 'στὸ βασίλεμα Ἥλιος, Αὐγή, Φεγγάρι
Νὰ μὴ θωροῦν τοῦ Γένους μας τὴν σκλαβομένη χάρη·
Ὁρτίκι στοῦ Ταΐγετου τὴν Δάφνη ἀναστημένο,
Ἔλα 'στὸ κυπαρίσι μου τὸ δακρυποτισμένο·
Ἔλα! καὶ ἂν ζοῦμε ὅταν θὰ ζῇ τῆς λευθεριᾶς ἡ Πλάση,
Κι' ἐμεῖς ἀητοὶ γενόμαστε, ἀφίνουμε τὰ δάση,
Ἀφίνουμε τῇς ἐρημιαῖς καὶ ἀφ' τῆς σκλαβιᾶς τὸ μνῆμνα
Πετᾶμε εἰς τοῦ Εὔξεινου τὸ ἀφροισμένο κῦμα.
|