ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ηλιόπουλος Πάνος Δ.

«Ο κιθαρωδός. Αθηναϊκή σκηνή»

Ο ΚΙΘΑΡῼΔΟΣ.

ΑΘΗΝΑÏΚΗ ΣΚΗΝΗ.

Εἰς ἀπόκεντρόν τινα συνοικίαν τῶν Ἀθηνῶν, εἰς μικρόν τι δωμάτιον, τοῦ ὁποίου τὸ μοναδικὸν παράθυρον, εἰς ὕψος κείμενον ἀπὸ τοῦ ἐδάφους ἴσον ἀνθρωπίνου ἀναστήματος, ἔβλεπεν εἰς σκοτεινὴν ὁπωσοῦν αὐλὴν, κατῴκει φοιτητής τις τοῦ Πανεπιστημίου, καλούμενος Ὑάκινθος, πτωχὸς μὲν μαθητὴς ἴσως, διότι ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐφαίνετο τοιοῦτος, ἀλλὰ μαθητὴς τόσον φιλόκαλος καὶ πρόσχαρος, ὥστε τὰ πλεονεκτήματα ταῦτα εἶχον μεταδοθῆ καὶ εἰς τὸ ἐξωτερικὸν τοῦ δωματίου του. Ἦτο τακτικώτατος εἰς τὰς φοιτήσεις του ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ, εἰς τὰς μελέτας του, εἰς τὰ τετράδιά του, καὶ, ὅταν δὲν εἶχέ τι νὰ κάμῃ πλέον, ἢ ἔκαμνε τὸν περίπατόν του, ἢ ἔπαιζε τὴν κιθάραν του, τὸ ὁποῖον συνέβαινε καθ' ἑσπέραν, διὸ καὶ ἡ γειτονία τὸν ἐκάλεσε Κιθαρῳδόν. Αὐτὸς ὅμως μὲ τὴν γειτονίαν δὲν ἤθελε νὰ ἔχῃ γνωριμίας, εἰμὴ μὲ ἕνα μόνον νέον, ὅστις ἦτο καὶ αὐτὸς φοιτητὴς εἰς τὸ Πανεπιστήμιον, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον πολλάκις ἐπήγαινε καὶ διήρχετο στιγμάς τινας λεσχηνεύων, πολλὰ σπανίως ὅμως, διότι ἐπροτίμα τῆς κιθάρας του τὴν διασκέδασιν. Κατὰ τὴν ἑσπέραν μετὰ τοὺς κόπους ἀλλὰ κόπους διὰ τὰ μαθήματά του ἔψαλλεν ὅσα ᾄσματα ἐσυμφώνουν ὁπωσοῦν μὲ τὴν εὐτυχῆ κατάστασίν του. Ἰδοὺ π.χ. καὶ ἓν ᾆσμα, τὸ ὁποῖον ἔψαλλε˙

Γλυκειὰ νυχτιὰ 'ς τοὺς κόλπους σου εὑρίσκομαι πῶς χαίρω!
Πάντοτε σὺ μοῦ 'δίωξες τοὺς πόνους τῆς ψυχῆς,
Ὁπόταν κόπους ὀχληροὺς ἐκ τῆς ἡμέρας φέρω,
Ὁπόταν ἡ διάνοια πληροῦται ταραχῆς…
Ὁ κόσμος εἶναι βάσανα, μὲ σὲ δὲν τἀνθυμοῦμαι,
Σὺ νὺξ μοῦ δίδεις ἄνεσιν, σὺ εὐτυχῆ ζωὴν,
Ζῶ, κ' ἡ χαρὰ μὲ σπαρταρεῖ, οὐδόλως συλλογοῦμαι,
Κ' αἰσθάνομαι τὴν μαγικὴν τοῦ κόλπου σου πνοήν!

Ἐδῶ μὲ τὴν κιθάραν μου κανένα δὲν ταράττω,
Ἡ εὐτυχία ἱλαρὰ τὸ μέλλον μου πληροῖ,
Πρὸς τί τὰ πλούτη τ' ἄμετρα νὰ τρέχω ἄνω κάτω,
Κ' ἡ δόξα, φθόνου πρόξενος, δὲν μὲ παρηγορεῖ.

Ἡ ζωὴ ὄντως τοῦ φοιτητοῦ καὶ ἐν γένει τοῦ μαθητοῦ, ὁπόσον εἶναι ὡραία, ὅλοι ὅσοι ὑπήρξαμεν τοιοῦτοι τὸ ὡμολογοῦμεν.

Ἐν τούτοις ἡμέραν τινὰ ὁ ἥρως ἡμῶν, ἐπιστρέψας ἀπὸ τοῦ Πανεπιστημίου εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ ἀνοίξας τὸ δρύφρακτον τοῦ παραθύρου του, παρατηρεῖ ὅτι ἓν ἐπιστολίδιον εἶχε τεθῆ δι' αὐτὸν εἰς τὸ σανίδωμα αὐτοῦ. Τὸ ἐπιστολίδιον τοῦτο λαμβάνει κατ' ἀρχὰς ἀδιαφόρως καὶ νομίζει ὅτι συμφοιτητής τού τις τοῦ τὸ ἔῤῥιψεν, ζητῶν ἴσως παρ' αὐτοῦ κἀνὲν τετράδιον ἢ εἰδοποιῶν αὐτὸν περί τινος ἐκδρομῆς· πλὴν ἀνοίξας αὐτὸ, εὑρέθη εἰς μεγάλην περιέργειαν, διότι ὡς ὑπογραφὴν εἶδεν ὄνομα γυναικεῖον· ἡ ὑπογραφὴ ἔφερε ὄνομα: Ἀσπασία Β.

- Ἀσπασία! παράξενον! ποία Ἀσπασία;…

Μηχανικῶς δ' ἔῤῥιψε τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ περιεχόμενον καὶ ἀνέγνωσε˙

"Κύριε Ὑάκινθε,

Συγχωρήσατε εἰς μίαν, ἄγνωστόν σας ἴσως, νέαν, λαμβάνουσαν τὴν τόλμην νὰ σᾶς γράψῃ. Ἂν καὶ πολλάκις μὲ εἴδετε, ἀλλὰ μὲ βλέπετε μὲ τόσην ἀδιαφορίαν, ὥστε βεβαίως δὲν μὲ γνωρίζετε, ἂν καὶ εἶμαι γειτόνισσά σας…"

- Πᾶ! γειτόνισσά μου μὲ γράφει! διάβολε! διάβολε!… καὶ ὀνομάζεται Ἀσπασία… καὶ ὁ πατήρ της ἔχει τὸ ὄνομα ἀπὸ Β ἀρχόμενον! δὲν γνωρίζω τῇ ἀληθείᾳ τίποτε ἀπ' αὐτά!…

Ὁ Ὑάκινθος σχεδὸν διενοήθη μόνον τὸ ἀνωτέρω καὶ εἰς μίαν μόνην στιγμὴν, οὐδὲ διεκόπη τῆς ἀναγνώσεως, διότι ἡ περιέργεια δὲν τὸν ἄφινε νὰ διακοπῇ ἐπὶ πολύ.

Καὶ ἐξηκολούθησεν˙

"… Καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ἴσως θέλω συγχωρηθῆ γράφουσα πρὸς ὑμᾶς… Δὲν θέλω ἄλλο νὰ σᾶς εἰπῶ, εἰμὴ νὰ σᾶς ἐκφράσω τὴν ἄπειρον εὐχαρίστησιν, τὴν ὁποίαν δοκιμάζω ἀκούουσα ὑμᾶς ἐνίοτε τραγουδοῦντα… Πολλάκις ἡ εὐτυχία τῆς ψυχῆς σας μεταδίδεται καὶ εἰς ἐμέ… Ὅταν σᾶς ἀκούω, αἰσθάνομαι παλμοὺς εὐτυχίας… Δὲν ἡξεύρω ἂν οἱ παλμοὶ γίνονται διότι σᾶς ἀκούω μόνον· ἀλλὰ τοὺς αὐτοὺς αἰσθάνομαι καὶ ὅταν σᾶς βλέπω… Διατὶ ὄχι; θὰ σᾶς τὸ ἐκφράσω ἐλευθέρως· ἡ γλυκύτης τοῦ προσώπου σας…"

- Διάβολε! διέκοψεν ὁ νέος, ἢ μὲ περιπαίζει ἢ εἶναι κουτὴ· ἀλλ' ὁ καθρέπτης μου μοὶ λέγει τὸ πρῶτον· ὁ καθρέπτης μου λέγει ὅτι εἶμαι ἄσχημος καὶ αὐτὴ ὅτι θέλγεται… ὤ˙ αὐτὸ εἶναι περίεργον. Ἂς ἴδωμεν.

"… Ἡ γλυκύτης τοῦ προσώπου σας, ἡ εὐαισθησία σας, ἡ εὐγενὴς συμπεριφορά σας, τὰς ὁποίας παραμονεύω, καταθέλγουσι παραδόξως καὶ τὸν μᾶλλον ἀδιάφορον. Θελήσατε, κύριε Ὑάκινθε, νὰ μὲ συγχωρήσητε διὰ τὴν τόλμην μου ταύτην, προερχομένην ἀπὸ αἴσθημα εὐγνωμοσύνης πρὸς ὑμᾶς. Θελήσατε νὰ μὲ συγχωρήσητε καὶ νὰ μοὶ γράψητε περὶ τούτου, ὥστε νὰ ἡσυχάσω, ὥστε νὰ μὴ μετανοήσω ὅτι σᾶς ἔγραψα… ἐλπίζουσα, ὑποσημειοῦμαι εἰλικρινεστάτη.

ΑΣΠΑΣΙΑ Β."

Ὁ Ὑάκινθος δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ δυνατὰ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν.

- Ἄ! εἶπε τέλος, ἔχομεν καὶ ἐρωμένην! μίαν γειτονοποῦλάν μου μάλιστα, τὴν ὁποίαν ἔθελξεν ἡ γλυκεῖά μου φωνὴ καὶ τὸ γλυκύ μου πρόσωπον. Εὖγέ σας, κυρία εὐαίσθητος! Μά τὴν ἀλήθειαν, κυρία, ἢ μᾶλλον mademoiselle Aspasie B, ἂν δὲν εἶσαι πλαστὴ Ἀσπασία, δηλ. δὲν εἶσαι φαντασία κἀνενὸς φίλου μου, ὁ ὁποῖος ἴσως θέλει νὰ χορατεύσῃ, ἢ κανενὸς ἐχθροῦ μου, ἐπειδὴ τίς ἠξεύρει, ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχῃ πάντοτε καὶ ἐχθρὸν, ὅστις θαῤῥεῖ πῶς θὰ μ' ἐμπλέξῃ… εἶσαι μία κουτή… ὅλως διόλου. Ἐγὼ δὲν σὲ εἶδα ποτὲ, λέγεις, δὲν σὲ γνωρίζω, κ' ἐσὺ μὲ γνωρίζεις; σὺ θέλγεσαι καὶ… ὅμως ἀληθὴς ἂν ἦσαι, μά τὴν ἀλήθειαν, ἕνα λεπτὸν δὲν θὰ δώσω διὰ σέ… ἐγὼ δὲν σκοτίζομαι! εἶδες ἐκεῖ;… τί κουτὸς ποὺ εἶμαι κ' ἐγὼ νὰ τὴν ἀναγνώσω.

Καὶ λαβὼν μὲ ὁρμὴν τὴν ἐπιστολὴν τὴν ἔσχισεν εἰς ὅσον ἠδυνήθη μικρότερα τεμάχια.

Εἶτα ἤρχισε νὰ ψάλλῃ ᾆσμά τι προδίδων ἀληθῶς ἀφροντισίαν νεανικήν· πλὴν τὸ ἀσύνηθες αὐτὸ περιστατικὸν, περιστατικὸν κολακεῦον τὴν φιλοτιμίαν του, δὲν τὸν ἄφησεν ἥσυχον.

- Ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθω, ἀνεφώνησε τέλος, πρέπει νὰ μάθω τέλος πάντων πόθεν προέκυψεν αὐτὴ ἡ ἐπιστολή… Ὁ γείτων μου, ὁ φίλος Ἀντώνιος θὰ ἠξεύρει…

Καὶ ὁ νέος ἔσπευσεν εἰς τοῦ γείτονος φίλου του.

Εἰπέ μοι, τῷ λέγει, ὑπάρχει καμμία γειτόνισσά μας νὰ ὀνομάζεται Ἀσπασία;

- Ἀσπασία; αἲ δὰ!… αὐτὴν τὴν Ἀλεποῦ… νὰ μὴν γνωρίζω; πῶς ἐσὺ δὲν τὴν γνωρίζεις ἐνῷ πλησιέστερά σου κάθεται;

- Ἀληθινὰ, καὶ πῶς λέγουν τὸν πατέρα της;

- Τὸν πατέρα της; Βαρκύζην.

- Βαρκύζην; τί ὄνομα εἶν' αὐτό; αὐτὸς θὰ εἶναι ξένος· λοιπὸν ἡ νέα ὁλόκληρη θὰ καλεῖται Ἀσπασία Βαρκύζη! χαρά 'ς το.

- Βέβαια· διατί; κἄτι θὰ ἠξεύρῃς δι' αὐτήν.

- Ὄχι· πλὴν κἄτι μ' εἶπον… Εἶν' ὡραία;

- Ὤ! ὅσον διὰ τοῦτο, εἶναι ἄγγελος… ἀλλὰ πῶς; δὲν ἔτυχε νὰ τὴν ἰδῇς ποτέ; ἀπὸ τὸ παράθυρόν σου φαίνεται τὸ δῶμα τῆς οἰκίας της εἰς τὸ ὁποῖον πολλάκις τὴν εἶδον.

- Πιθανὸν νὰ τὴν εἶδον, πλὴν δὲν ἐπρόσεξα.

- Εὖγέ σου! καὶ εἶναι δυνατόν; νὰ μὴν ἐπρόσεξαν οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς τοιοῦτον ἄγγελον; καὶ τόσον ἐργολάβον;

- Διάβολε! τῷ ὄντι θὰ εἶμαι πολὺ ζῶον νὰ μὴν γνωρίζω αὐτὴν τὴν νέαν… θὰ διασκεδάζω ἐνίοτε, τοιούτου εἴδους διασκεδάσεις κ' ἐγώ!

- Θέλεις νὰ τὴν ἰδῇς; μοὶ φαίνεται νὰ εἶναι εἰς τὸ δῶμά της, καὶ ἀπὸ τὸ δῶμα τῆς οἰκίας μας θὰ τὴν ἰδῶμεν ἐξαίρετα…

- Ἄ! τώρα ὄχι· διότι δὲν ἔχω καιρὸν, ἀκολούθως, ἔχομεν καιρὸν νὰ γελάσωμεν καὶ ὀλίγον.

- Ἀλλὰ διατὶ ὅλα ταῦτα; κᾄτι θὰ τρέχει;

- Τίποτε ἢ μᾶλλον κᾄτι· πλὴν τὤρα εἶναι καιρὸς τῆς παραδόσεως τοῦ μαθήματος τοῦ Κυρίου Μητσοπούλου εἰς τὸ Πανεπιστήμιον καὶ δὲν ἔχω καιρόν. Ἄλλοτε.

- Κρατῶ τὸν λόγον σου, καὶ τὸ ἑσπέρας θὰ ἔλθω νὰ σ' ἐπισκεφθῶ.

Τὸ ἑσπέρας ὅμως δὲν ἦλθεν ὁ Ἀντώνιος εἰς τὸν οἶκον, δηλ. εἰς τὸ δωμάτιον, τοῦ Ὑακίνθου, ἀλλ' ὁ τελευταῖος εἰς τὸ τοῦ Ἀντωνίου.

- Bon soir, mon cher.

- Oh! bon soir, καὶ καλὰ ἔκαμες καὶ ἦλθες σύ· διότι ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα ἐνθυμηθῆ. Ἄλλως τε πιστεύω νὰ ἰδῇς καλλίτερα τὴν Ἀσπασίαν διὰ νὰ μοὶ διηγηθῇς καὶ τὴν περὶ αὐτῆς ἱστορίαν σου.

- Θέλω νὰ μάθω ὅμως ἀκριβῶς ἂν εἶν' αὐτή.

- Ὑπάγωμεν λοιπὸν ἐπάνω.

Οἱ νέοι ἀνέβησαν εἰς τὸ ἄνδηρον (ταράτσαν). Εἰς ἀπόστασιν δὲ ἱκανὴν, ἐπὶ ἑτέρου οἰκίας ἀνδήρου δύω νεάνιδες ἐπεριπάτουν.

- Νάτην, Ὑάκινθε· εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα ἐξ αὐτῶν…

- Εἶν' αὐτή; ὤ τὴν ἀχρείαν ἐφώνησεν ὁ Ὑάκινθος… εἶναι τόσον ὡραία καὶ νὰ… οὔχ! κρῖμα… εἶναι νόστιμον, ὦ φίλε μου θὰ σὲ διηγηθῶ μίαν ἱστορίαν, πλὴν τὴν ἱστορίαν αὐτὴν δὲν θὰ τὴν ἀκούσῃς, θὰ τὴν ἰδῇς!… θὰ γελᾷς!

- Διατί;…

- Ἐγὼ θὰ κάμω τὸν ἐραστήν… καὶ ἐκείνη τὴν ἐρωμένην… θὰ προκύψῃ μία ἀξιόλογος κωμῳδία, διότι θὰ παρασταθῇ εἰς τὴν φύσιν της.

- Ἂν τὸ πρᾶγμα ἔχει οὕτω, φοβοῦμαι μὴ χάσῃς σὺ μᾶλλον ἢ αὐτή.

- Διατί;

- Διότι ἐκείνη δὲν ἔχει καμμίαν ἐντροπὴν, κάμνει ὅσους εἰμπορέσῃ ἐργολάβους, ἐνῷ σύ…

- Ἔλα δὰ, τί διάβολον· δὲν θὰ διασκεδάσωμεν ὀλίγον;

- Ὅμως βέβαια ἡ κωμῳδία δὲν θ' ἀρχίσῃ ἀπὸ τὤρα διότι τὴν βλέπω καὶ φεύγει.

Πραγματικῶς αἱ δύω νεάνιδες, τὰς ὁποίας οἱ φίλοι ἔβλεπον, ὑποκρι­θεῖ­σαι κατ' ἀρχὰς ἐντελεστάτην ἀδιαφορίαν, ἐννόησαν δῆθεν ἔπειτα ὅτι ἐγίνοντο ἀντικείμενον συνομιλίας· διὸ ἐξηλείφθησαν τοῦ ἀνδήρου.

- Ἔστω ἀπὸ αὔριον˙ πρέπει ὅμως, καθὼς ἐννοῶ, νὰ μὴ εἶσαι σὺ φανερὸς θεατὴς, διότι ἡ κωμῳδία αὕτη εἶναι ἐξ ἐκείνων, αἵτινες ἐπιτυγχάνουν ἐκ τῆς σπάνεος τῶν θεατῶν… καὶ πιστεύω ἀθέατος νὰ τὴν βλέπῃς ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ταύτης, εἰς τὴν ἀπάντησιν ὅπου θὰ τῆς κάμω.

- Πῶς; ἔλαβες ἐπιστολήν της;

- Ἐννοεῖται! καὶ πηγαίνω εὐθὺς τώρα νὰ σχεδιάσω τὴν ἀπάντησιν.

Καὶ ὁ Ὑάκινθος κατῆλθε παρευθὺς, ἀφήσας τὸν Ἀντώνιον εἰς τὸ ἄνδηρον ἔτι.

Ὁ Ὑάκινθος ἐλθὼν εἰς τὸ δωμάτιόν του ἐπῆγε κατ' εὐθεῖαν εἰς τὸ παράθυρον. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἑσπερινὸν λυκαυγὲς δὲν εἶχεν εἰσέτι συγχωνευθῆ εἰς τὰ σκότη τῆς νυκτὸς, ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τὰ πρὸς τὸ ἄνδηρον τῆς οἰκίας τῆς Ἀσπασίας.

Πλὴν δὲν εἶδεν τίποτε· ἐστάθη δὲ παρατηρῶν ὑπὲρ τὴν ἡμίσειαν ὥραν καὶ διελογίζετο, ὅτε ἀφήσας τὴν θέσιν του ἔκλεισε τὸ παράθυρον, ἤναψε φῶς καὶ ἐκάθισεν εἰς τὸν κλιντῆρά του. Πρέπει νὰ εἴπωμεν δὲ πρὸς ἔπαινον τοῦ νέου αὐτοῦ ὅτι ἡ διάθεσις τοῦ νὰ ἀστεϊσθῇ μετὰ νεάνιδος, νὰ παραστήσῃ ὡς εἶπεν ὁ ἴδιος κωμῳδίαν μετ' αὐτῆς, ὑπῆρξε στιγμιαία. Τὸ αἴσθημα τοῦ καθήκοντος ὑπερίσχυσεν.

"Τῇ ἀληθείᾳ, εἶπε, φέρομαι ὡς παιδί· ἆρά γε εἶν' ἀληθὲς ὅτι μ' ἔγραψεν αὐτὴ, ἢ μήπως εἶναι δελέασμα κανενὸς ἐχθροῦ; Ἡ νέα ἐκείνη φαίνεται σώφρων· πιθανὸν νὰ εἶν' ἐργολάβισσα. Σωστὰ μάλιστα ἂν εἶναι τοιαύτη θὰ ἐκίνησα τὴν ὑποψίαν καὶ ἐγὼ κανενὸς φίλου της, ὅστις ὑπέθεσεν ὅτι ἐγὼ π.χ. ἐνίοτε παίζω τὴν κιθάραν μου δι' αὐτήν".

Ἐστάθη ἀκόμη μερικὰς στιγμὰς συλλογιζόμενος· εἶτα ἐξῆλθε τοῦ δωματίου του, ἵνα περιπατήσῃ.

Ἐξερχόμενος ὤφειλε νὰ διέλθῃ κάτωθεν δύω παραθύρων τῆς οἰκίας τῆς Ἀσπασίας, τὴν ὁποίαν ὁ Ὑάκινθος διέκρινε σχεδὸν ἔν τινι τούτων μόλις διακρινομένην ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός· συγχρόνως δὲ ἤκουσε σχεδὸν τὰς λέξεις˙

- Τόση ὑπερηφάνεια!!

Ὁ νέος ἐστάθη ν' ἀκροασθῇ καλλίτερον, πλὴν ἡ νεᾶνις δὲν ὑπῆρχε πλέον.

- Ἄ, ἐψιθύρισεν, ἀναμφιβόλως αὐτὴ μοὶ ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴν, καὶ τώρα μὲ λέγει ὑπερήφανον, διότι νομίζει ὅτι δὲν κατεδέχθην νὰ ἀπαντήσω! Δίκαιον ἔχει! Μὰ τὴν ἀλήθειαν, δὲν εἶναι κακὸν ν' ἀπαντήσω! ἡ μονοτονία τῆς ζωῆς μου ἀπὸ τώρα θὰ διακοπῇ… δὲν πρέπει ν' ἀμφιβάλλω!

Καὶ ὁ νέος ἐπιστρέψας εἰς τὸ δωμάτιόν του ἔγραψε τὴν ἀκόλουθον ἐπιστολήν˙

"Κυρία,

Μὲ πολλὴν περιέργειαν τῇ ἀληθείᾳ εὗρον ἐπιστολήν τινα εἰς τὸ παράθυρον τοῦ δωματίου μου, καὶ ὑπογεγραμμένην μὲ τὸ ὄνομά σας!… κατ' ἀρχὰς τοσοῦτον ἀμφίβαλλον περὶ τῆς γνησιότητός της ὥστε, πιστεύσας αὐτὴν δόλωμα ἐχθρικὸν τὴν ἔσχισα εἰς χίλια κομμάτια… Θέλετε μὲ κατηγορήσει, διότι ἔπραξα αὐτὴν τὴν ἱεροσυλίαν;… Ἄ! κυρία! δὲν ἐπίστευα ποτὲ ὅτι εὐτυχία τόσον μεγάλη ἠδύνατο νὰ μὲ περιμένῃ…

Ὤ, κυρία, ἐνισχύσατε τοὺς πόθους μου! ἐπαναλάβετε τὰς ὡραίας ἐκείνας λέξεις σας… αἰσθάνομαι τῳόντι ὅτι δύναμαι νὰ σᾶς ἀγαπήσω μὲ τὸν τρυφερώτερον ἔρωτα… ἀλλὰ θέλω νὰ μάθω ἂν τῳόντι σεῖς μ' ἐγράψατε τὴν ἐπιστολὴν ἐκείνην.

ΥΑΚΙΝΘΟΣ"

Καὶ παρακατιὸν προσέθηκεν˙

"Υ.Γ. Δὲν θέλω ἆρά γε δικαιωθῆ τρέφων τὴν ἀπεριόριστον ἐλπίδα τῆς ταχείας ἀπαντήσεώς σας, τὴν ὁποίαν καὶ ὑμεῖς ἐξεφράζετε;…

Υ."

Τελειώσας οὕτω τὴν ἐπιστολήν του καὶ σφραγίσας αὐτὴν, ἐπίστευεν ὅτι δὲν θὰ εὕρισκε μεγάλην δυσκολίαν νὰ τὴν δώσῃ, ἀφ' οὗ τόσον εὐκόλως ἔλαβε τοιαύτην.

Καὶ πραγματικῶς· μόλις ἐπλησίασε καὶ ἡ αὐτὴ μορφὴ νεάνιδος διεγράφη εἰς τὸ παράθυρον ἐν τῷ σκότει τοῦ θαλάμου.

Ἡ νέα δὲν ἐξηλείφθη ἐκ τῆς θέσεώς της ὡς πρότερον· ἐστάθη μάλιστα, ὡς νὰ εἶχεν αὐτομάτως ἐννοήσει ὅτι ὁ νέος ἐπῆγε νὰ ἑτοιμάσῃ ἐπιστολὴν καὶ τὸν ἐπερίμενεν.

Ὁ Ὑάκινθος ἐστάθη κάτωθεν καὶ ὀλίγον μακρὰν τοῦ παραθύρου. Πρὸ ὀφθαλμῶν δὲ τῆς νεάνιδος ἔῤῥιψε τὴν ἐπιστολήν του κάτωθεν τοῦ παραθύρου, μὲ τρόπον ὥστε νὰ γίνῃ παρ' αὐτῆς ὁρατὴ ἡ πρᾶξίς του. Ἤκουσε τότε τὴν γλυκεῖαν τῆς νεάνιδος φωνὴν μὲ δειλίαν προφέρουσαν ἓν "Εὐχαριστῶ." καὶ συγχρόνως εἶδεν ὑπηρέτριαν ἐκ τῆς θύρας τῆς αὐτῆς οἰκίας ἐξελθοῦσαν, εἰς ἣν ἐδόθη διαταγὴ νὰ λάβῃ τὴν ῥιφθεῖσαν ἐπιστολήν.

Ὁ νέος προέβλεπε τοῦτο. ᾘσθάνθη δὲ ταραχήν τινα ἄγνωστον αὐτῷ τέως. Ἡ ταραχὴ αὕτη δὲν ἦτο παλμοῦ ἐρωτικοῦ, ἄπαγε!, ἦν μυστικὴ καὶ ἀόριστος εὐχαρίστησις, προερχομένη ἐξ ἱκανοποιήσεως τῆς ἐμφύτου εἰς πάντα σχεδὸν ἄνθρωπον καὶ μάλιστα εἰς νέον φιλαυτίας! Νεᾶνις τόσον ὡραία, καὶ πλουσία μάλιστα, ἐπεθύμει νὰ τὸν ἀποκτήσῃ ἐρωμένον, ἐπεθύμει νὰ ἐλάμβανεν ἐπιστολήν του· ἔκαμνεν ὅλην ἐκείνην τὴν παραμόνευσιν, καὶ διέθεσε τὴν ὑπηρέτριάν της χάριν αὐτοῦ! πῶς τοῦτο νὰ μὴ τὸν φέρῃ εἰς συναίσθησιν ὅτι κἄτι τι ἤξιζεν!…

Καὶ ἰδοὺ ἡ ταραχὴ τοῦ νέου, ἥτις βεβαιότατα δὲν ἠδύνατο νὰ λογισθῇ ἐξ ἔρωτος προκύπτουσα! τί λέγομεν ἔρωτος; ἡ ἰδέα μάλιστα τῶν θυσιῶν αὐτῶν τῆς νεάνιδος οὐδὲ νὰ τὸν καταστήσῃ ἐραστὴν ἠδύνατο καὶ ἂν ἤθελεν. Τίς ἀγαπᾷ τὸν ὑποκύπτοντα ἡμῖν; Ἄλλως τε ὁ ἔρως δὲν γεννᾶται ἐκ στιγμῆς! ᾘσθάνθη λοιπὸν ταραχὴν προερχομένην ἐκ τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς φιλαυτίας του. Ταύτην διὰ νὰ κορέσῃ μάλιστα, ἀντὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν περίπατόν του, διευθύνθη πρὸς τὸν φίλον του Ἀντώνιον.

- Ἄ! τῷ λέγει, φίλτατε· σὲ προέτρεψα νὰ βλέπῃς τὴν κωμῳδίαν κρυφίως, χωρὶς νὰ προλογίσω ὅτι ὤφειλον καὶ ἐγκαίρως νὰ σὲ προειδοποιῶ. Πρέπει λοιπὸν νὰ λαμβάνω τώρα τὴν φροντίδα νὰ σοὶ διηγοῦμαι τὰ μεταξὺ ἐλλείποντα, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ ἰδῇς.

- Τῇ ἀληθείᾳ, μ' ἀρέσκει ἡ διήγησις· τί τρέχει;

- Ἔγραψα τὴν ἐπιστολήν· σᾶς βεβαιῶ δὲν εἶχα ἀποφασίσει, διότι ὑπώπτευσα, μήπως ἦτο κἀμμία ἀπάτη· πλὴν εἶδον ὅτι σχεδὸν μὲ τὴν ἐζήτησαν… Ἦτον κατεπείγουσα καὶ δὲν εὗρον καιρὸν νὰ σᾶς τὴν δείξω· καὶ καλά, ἡ νέα αὐτὴ ἤθελεν ἀπάντησιν…

- Πῶς! σὲ τὸ εἶπε;

- Διὰ τοῦ ἰδίου της στόματος σχεδόν. Περνῶν ἀπὸ τὸ παράθυρόν της, ἤκουσα νὰ μὲ καλῇ ὑπερήφανον, ὡς να μ' ἔλεγε: δὲν καταδέχεσαι νὰ μ' ἀπαντήσῃς!

- Τὴν ἐπιστολὴν, ἣν τῆς ἔγραψες, ἐνθυμεῖσαι καθόλου;

- Ὦ! φίλε μου, κωμῳδία σωστή!… τί σ' ἔλεγον; Τῇ ἀληθείᾳ· χωρὶς νὰ τὴν ἰδῶ, παρὰ δύο στιγμὰς, ἄλλο δὲν ἔμεινε παρὰ ν' ἀποθάνω δι' αὐτήν… διότι σχεδὸν περὶ τούτου τῆς ἔγραφον.

- Λοιπὸν ἀπόψε διὰ τῆς κιθάρας θέλεις τὸ δείξει εἰς αὐτὴν· δὲν εἶν' ἔτσι;

- Πραγματικῶς· ἔχω καὶ πολλὴν ὄρεξιν· καὶ ἁρμόζει. Μέχρι τοῦδε ἔψαλλον εὔθυμα ᾄσματα· πλὴν χωρὶς αἴσθημα… τώρα θέλω δειχθῆ αἰσθηματίας, ἕως οὗ ἐννοήσῃ ὅτι τὴν περιπαίζω.

Ἦτον ὄντως παράδοξος ἡ διάθεσις τοῦ νέου αὐτοῦ! ἀλλ' ἂς μὴ κατηγορηθῇ ὑπὸ τῆς ἀναγνωστρίας μου, ἢ κἂν ἂς μὴ κατηγορήσῃ αὕτη ἐμὲ ὅτι παρουσιάζω τοιοῦτον χαρακτῆρα, ὀλίγον σεβόμενον νεάνιδα καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν ἰδεῶν μου. Βεβαίως ὅμως ἡ ἐνάρετος ἀναγνώστριά μου δὲν θέλει ἐπιδοκιμάσει καθ' ὁλοκληρίαν καὶ τὴν διαγωγὴν τῆς κόρης Ἀσπασίας, δι' ἣν ἐγένετο ἡ ἀλαζωνικὴ ἐκείνη ἔκφρασις τοῦ πρωτοπείρου νέου.

Τὸ ἑσπέρας ἀληθῶς ἠκούσθη ἐν μέσῳ τῆς γαληνιαίας νυκτὸς ἦχος ἁρμονικὸς κιθάρας συνοδευούσης ᾆσμα τοῦ γλυκοφώνου νέου… Τὸ ᾆσμα ἦν τόσον γλυκὺ ἐν μέσῳ τῆς σιγῆς τῆς παρεληλυθυίας ὥρας, ὥστε ἡ προσοχὴ ἀπέπτη ἀπὸ τῶν συνεκφερομένων λέξεων! Τῇ ἀληθείᾳ· ἡ νεᾶνις, χάριν τῆς ὁποίας ἐγένετο ἡ ἐρωτικὴ αὕτη ἐκφώνησις, εἶχε δίκαιον νὰ θελχθῇ καὶ ἴσως εἶχε δίκαιον νὰ κάμῃ ὅ,τι ἔκαμεν.

Δὲν πρέπει δὲ νὰ παραλείψωμεν ὅτι καὶ ὁ νέος μὲ ἀληθὲς αἴσθημα ἔψαλλεν. Ὁ νέος δὲν εἶχε γνωρίσει ἄλλοτε αἴσθημα, τὸ ὁποῖον ἴσως πάντες οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ νεότητί των ἅπαξ ἢ καὶ δὶς κατὰ τὴν ποσότητα τῆς αἰσθηματικότητός των διέρχονται ἐν τῇ νεαρᾷ ἡλικίᾳ των, πρὶν κοινωνικαὶ περιστάσεις τὸ διαφθείρωσι. Δὲν ἠδύνατο λοιπὸν νὰ αἰσθάνεται κλονισμόν τινα εἰς τὴν καρδιακὴν ταύτην ὤθησιν, ἀφοῦ ἐπροκλήθη;

Ἔψαλεν· ἐτελείωσε τὸ ᾆσμά του, καὶ ἀφοῦ ἰδιαιτέρως μὲ τὸν φίλον του ἐλεσχήνευσεν, ἐκοιμήθη· ἀλλ' ἐκοιμήθη ἆρά γε ὡς πᾶς τις μετὰ διασκέδασιν πλήρη; Διατὶ δὲ ἡ ἀνάμνησις τῆς σκηνῆς δὲν ἦτο ἀρκούντως ἐλαφρὰ ὥστε νὰ λησμονηθῇ ταχέως, ἅμα τούτου κατακλιθέντος; Ἦτον ἆρά γε ἡ ἀνάμνησις αὕτη φυσικὴ συνέπεια τοῦ νὰ θέλῃ νὰ εὑρίσκῃ αἰτίαν διασκεδάσεως κωμικῆς;

Ὅταν ἐξύπνησεν ἐπῆγεν εἰς τὸ παράθυρον νὰ ἰδῇ τὴν νεάνιδα· βεβαίως ἴσως διὰ ν' ἀστεϊσθῇ καὶ πάλιν· πλὴν δὲν τὴν εἶδεν· ἐπερίμενεν ὀλίγον, ἔφυγεν, ἐπανῆλθε· πλὴν ἐκείνη δὲν ἐφάνη! ἐπερίμενε μίαν ἢ καὶ δύω ἴσως ὥρας, πλὴν δὲν ἐφάνη! ἐνθυμηθεὶς ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰς παραδόσεις του, παρῄτησε τὴν γελοίαν αὐτὴν ἐπιμονὴν καὶ ἐπῆγε νὰ ἐκπληρώσῃ τὰς ὑποχρεώσεις του.

Ἀλλ' ἐπιστρέψας μετὰ δύω ὥρας, διεύθυνεν αὖθις τὰ βλέμματά του, ἐκ περιεργείας βεβαίως, εἰς τὸ ἄνδηρον τῆς νεάνιδος· δὲν εἶδε τίποτε. Τὸ ἑσπέρας ἐπανέλαβε τὰς παρατηρήσεις του, πλὴν ἡ νέα δὲν ἐφάνη!… ἡ νὺξ σχεδὸν ἐπῆλθε· καὶ ὁ καιρὸς καθ' ὃν ἤλπιζε νὰ τὴν ἰδῇ παρῆλθε· τέλος πάντων παρῆλθε καὶ ἡ νὺξ καὶ ἡ νέα δὲν ἐφάνη.

Τοὐλάχιστον τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἤθελε φανῆ! ὁ νέος ἤθελε νὰ τὴν ἰδῇ· διατί; ἴσως εἶναι ἄγνωστον ἔτι. Ἦλθεν ὅμως τὸ ἑσπέριον λυκαυγὲς, ἐπῆλθε τὸ σκότος τῆς ἑσπέρας, ἐπῆλθεν ἡ νύξ! ἀλλ' ἡ νέα δὲν ἐφάνη!

- Μήπως εἶναι δυσηρεστημένη; εἶπεν ὁ Ὑάκινθος, τότε πρῶτον φροντίσας περὶ τῆς δυσαρεσκείας της.

- Ἄ, ἐξηκολούθησε, βέβαια· ὑπῆρξα τῳόντι τόσον ὑπερήφανος! ἢ μᾶλλον ἀνόητος! ὁ τρόπος μου δικαίως τὴν προσέβαλε! τί παιδίον ποὺ ὑπῆρξα κ' ἐγώ… Ὅμως εἶναι καιρὸς νὰ διορθώσω τὸ λάθος μου!, ἐξηκολούθησεν ὁ Ὑάκινθος, ἐνθυμούμενος τὴν προτέραν διαγωγήν του! βέβαια, βέβαια· ἀφοῦ ἔκαμα ἓν σφᾶλμα πρέπει νὰ τὸ διορθώσω.

Καὶ καθίσας παρὰ τὴν τράπεζάν του ἔγραψε τὴν ἑξῆς νέαν ἐπιστολήν˙

«Κυρία Α

Ὁμολογῶ πρὸς ὑμᾶς σφᾶλμά τι… ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἠδυνήθην ἀκριβῶς νὰ διακρίνω· ὑποθέτω δὲ, ὅτι ὑμεῖς τὸ γνωρίζετε· ὢ, σᾶς παρακαλῶ, εἰπεῖτέ μοί το… κυρία, καὶ θέλω τὸ διορθώσει… Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ὑπὸ τὸ βάρος πικροῦ ἐλέγχου.

Πιστεύσατε δὲ, κυρία, ὅτι ἡ ἐπιστολή σας ἐκείνη τὴν ὁποίαν μ' ἐδώσατε μ' ἐπροξένησε τὴν μεγαλειτέραν αἴσθησιν! ᾐσθάνθην ὅτι χάριν ὑμῶν ὢφειλον νὰ θυσιασθῶ καὶ οὐχὶ νὰ σᾶς δυσαρεστήσω. Ὢ! νὰ ἐλπίζω λοιπὸν ὅτι θέλετε μοὶ εἰπεῖ τὸ λάθος μου, τὸ ὁποῖον, πιστεύσατε, ἐξ ἀπροσεξίας ἔπραξα; εὐδοκήσατε, κυρία, καὶ θέλω εἶσθαι διὰ παντὸς ἀφωσιωμένος.

ΥΑΚΙΝΘΟΣ"

Ὁ νέος ἐπίστευεν ὅτι εἶχεν ἁμαρτήσει καὶ ἤθελε νὰ συγχωρηθῇ! δὲν ἐπίστευεν ὅτι ἤρχιζε νὰ ἐρᾶται μὲ τὸν ἁγνότερον ἔρωτα, ὅστις ἦτο κατὰ τοσοῦτον δεινὸς καθόσον περιεφρόνησε κατ' ἀρχὰς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὤφειλε νὰ ἑλκύσῃ δι' εὐγενοῦς διαγωγῆς. Δὲν ἐγνώριζεν ἐπίσης, ὅτι ἡ νέα, ἡ ἀποφασίσασα νὰ τῷ ρίψῃ ἐπιστολὴν, δυνατὸν νὰ ἦτον ἐξ ἐκείνων, αἵτινες ἤθελον νὰ ἱκανοποιήσωσι τὴν φαντασιοπληξίαν των καὶ μάλιστα τὴν φιλαυτίαν, μετὰ δὲ τὴν ἱκανοποίησιν ταύτην δυνατὸν νὰ ἐκουράζοντο πλέον καὶ ν' ἀηδίαζον διὰ τὸ παιγνίδιον.

Μ' ὅλον τοῦτο ὁ Ὑάκινθος, ἀφ' οὗ ἐτελείωσε τὴν ἐπιστολήν του, ᾐσθάνθη ἀνακού­φι­σιν, καὶ, ὡς νὰ ἐξεπλήρωσε χρέος τι, ἐξῆλθεν ὅπως δυνηθῇ νὰ πέμψῃ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν.

Παρετήρησεν ὅτι τὸ παράθυρον, ὅπερ πρὸ ὀλίγου ἦν κλειστὸν, ἦτον ἀνοικτὸν ἤδη, καίτοι τοῦ σκότους πληροῦντος τὸ δωμάτιον. Ἠδύνατο νὰ ἐκσφενδονίσῃ τὸ ἐπιστολίδιόν του ἐντός· οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ἤθελεν ὑπάγει τοῦτο εἰς τὸν πρὸς ὃν ὅρον του, πλὴν πῶς ἠδύνατο τὸ ἐλαφρὸν χαρτίον, ὡς αἱ ἐν αὐτῷ ἰδέαι, νὰ διασχίσῃ τὴν ἀντίστασιν τοῦ ἀέρος; Ἄλλο δὲν ἔβλεπε μέσον ἀσφαλέστερον εἰμὴ νὰ ματαιώσῃ τὴν δύναμιν ταύτην τῆς ἀντιστάσεως τοῦ ἀέρος, καὶ λαβὼν λιθάριον ἐβύθισεν αὐτὸ εἰς τὸ ἐπιστολίδιόν του καὶ τὸ ἐσφενδόνισεν εἰς τὸ παράθυρον.

Ὁ κρότος τοῦ πίπτοντος λιθίνου αὐτοῦ γραμματοκομιστοῦ ἤχησε σφοδρότερον παρ' ὅ,τι ἤλπιζεν ὁ ἐραστής, ὅστις πιστεύων ἤδη ἔνοχον ἑαυτὸν ὠπισθοδρόμησε πάραυτα.

Καθ' ὃν ὅμως καιρὸν ἔμελλε νὰ ὑπερβῇ τὸ κατώφλιον τῆς θύρας του, τῷ ἐφάνη νὰ διέκρινε τὴν Ἀσπασίαν παρατηροῦσαν αὐτόν.

Τῷ ἐφάνη ὅτι ἡ νέα δὲν εἶχεν ἐκ τύχης φανῇ ἐκεῖ, ἀλλ' ὅτι θὰ ἐπερίμενε τὴν ἐπιστολήν του.

Ὁ νέος κατ' ἀρχὰς ὡς νὰ εὐχαριστήθη διὰ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν (καὶ ὁμιλοῦμεν πάντοτε μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ εὐσυνείδητου αὐτοῦ νέου) ἐνόμισεν εἰς ἑαυτὸν ὀλιγωτέραν ἐνοχὴν, ἀπεσύρθη ὀλιγώτερον μεριμνῶν διὰ τὴν πρᾶξίν του· τὴν πρωΐαν ὅμως δὲν εἴξευρε διατὶ ἐδίσταζε νὰ φανῇ ἐλευθέρως ὡς ἄλλοτε· διευθύνθη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον, ἀλλὰ δι' ἀντιθέτου ὁδοῦ. Πλὴν ὅταν ἔμελλε νὰ ἐπιστρέψῃ δὲν ἐφρόντισε νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ τοῦ αὐτοῦ δρόμου· ἄλλως τε εὖρεν ἤδη καὶ συνοδοιπόρον του, τὸν φίλον του Ἀντώνιον, πρὸς ὃν ἐπρότεινε νὰ ἔλθωσιν εἰς τὸ δωμάτιόν του ἵνα τῷ διακοινώσῃ τὰ κατ' αὐτὸν νέα, καὶ ἐδέησε νὰ περάσωσι ἀπὸ τὴν συνήθη ὁδόν των.

Μόλις δ' ἔφθασαν ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς οἰκίας τῆς Ἀσπασίας καὶ ὑπηρέτριά τις τοῦ κ. Βαρκύζη, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε εἶχεν ἰδεῖ διαταχθεῖσαν νὰ λάβῃ τὴν ἐπιστολήν του, ὅταν αὐτὴν εἶχε ῥίψῃ πλησίον που ἄλλοτε, ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ὑάκινθον κρατοῦσα ἐπιστολήν˙

- Κύριε, τῷ λέγει, λάβετε ὀπίσω τὸ γράμμα σας, ποῦ χθὲς τὸ βράδυ ἐῤῥίψατε ἀπὸ τὸ παράθυρον εἰς τὴν κυρίαν μου! Ἡ κυρία μου δὲν δέχεται τοιαύτας ἐπιστολάς· προσέξατε καλῶς νὰ μὴ τολμήσετε ἄλλοτε αὐτὸ ποῦ κάμνετε… διότι θὰ σᾶς τρίψουν τὴν ῥάχιν…

- Πῶς;!, εἶπεν ὁ Ὑάκινθος κάτωχρος γενόμενος. Τί λέγεις; ἐγὼ δὲν ἔγραψα τίποτε· λάθος ἔχεις καὶ σὺ καὶ ἡ κυρία σου.

Καὶ ὁ νέος ἐδόθη σχεδὸν εἰς φυγὴν, σπεύδων τὸ βῆμά του.

Ἡ ὑπηρέτρια τὸν ἠκολούθησε μὴ εἰξεύρουσα πῶς νὰ διαθέσῃ τὴν ἀπαράδεκτον ἐπιστολήν.

Ὁ Ἀντώνιος ἐρχόμενος βραδύτερον ἔγεινε περίεργος καὶ ἐζήτησε τὴν ἐπιστολὴν ἀπὸ τὴν ὑπηρέτριαν.

- Δός μοι την νὰ τὴν δώσω ἐγὼ, εἶπεν· ἄ! θὰ ἔχω νὰ γελάσω λοιπόν.

Καὶ ἁρπάσας τὴν ἐπιστολὴν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῆς ὑπηρετρίας εἰσῆλθεν εἰς τοῦ φίλου του· ἡ δὲ ὑπηρέτρια ἔμεινε τεταραγμένη μὴ εἰξεύρουσα ἂν καλῶς ἐξεπλήρωσε τὴν διαταγὴν τῆς κυρίας της.

Ἐνῷ δ' ὁ Ὑάκινθος εἰσήρχετο πλήρης ψυχικῆς ὀδύνης ὁ Ἀντώνιος εἰσῆλθεν εἰς τὸν θάλαμον τοῦ φίλου του ἐκρηγνύμενος εἰς γέλωτα.

- Ὦ διάβολε! νόστιμο παιγνίδι· πλὴν δὲν φαίνεσαι πῶς ἔχεις δύναμιν νὰ παραστήσῃς καλῶς τὸ μέρος σου. Πῶς, ὢ Θεέ μου, ἔγεινες! ἀλλὰ σὺ ἐφοβήθης βλέπω ἢ μά τὴν ἀλήθειαν ἤρχησες νὰ τὰ χάνῃς.

- Τίποτε, δὲν ἔχω τίποτε˙ ἐπρόφερεν ὁ Ὑάκινθος προσπαθῶν νὰ κατευνάσῃ τὴν μεγίστην ταραχήν του.

- Ἄ, φίλε! εἶσαι τῇ ἀληθείᾳ παιδί· οὕτω λοιπὸν θέλεις νὰ παραστήσῃς τὴν κωμῳδίαν, ποὺ ἐσχεδίαζες; βάλλω στοίχημα ὅτι ἐρωτεύθης.

- Νὰ ἐρωτευθῶ!, εἶπεν ὁ Ὑάκινθος καμύων μετ' ἀγανακτήσεως τοὺς ὀφθαλμούς.

- Βέβαια. Ἰδὲ ἀνανδρία!

Ἐξηκολούθησεν ὁ φίλος τοῦ Ὑακίνθου προσέ­χων μᾶλλον εἰς τὴν ἔμπνευσίν του ἢ εἰς τὴν ἀπόκρισιν.

- Ἰδὲ ἀνανδρία! ὑπῆγες νὰ ἐρωτευθῇς· ἰδὲ τώρα, τὸ πρόκοψες! Περιφρόνησέ την φίλε μου αὐτὴν τὴν νέαν, ὅλος ὁ κόσμος τὴν καλεῖ ἐργολάβισσαν καὶ τοιαύτη γυνὴ θέλει μόνον ν' ἀγαπᾶται, καὶ παρ' ὅλων ἂν ἦτο δυνατὸν χωρὶς κανένα ν' ἀγαπήσῃ· τὸ καύχημά της νὰ περιπαίζῃ εἶναι· καὶ πρέπει νὰ εἰξεύρῃς ὡς γενικὸν κανόνα ὅτι ὅστις δὲν ἐκτιμᾷ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀνάξιος τιμῆς· τοιαύτην νέαν πρέπει τις ν' ἀποφεύγῃ, διότι, ἂν δὲν εἶναι φίλαυτος ὡς αὐτὴ διὰ νὰ τὴν περιπαίζῃ ἐπίσης, τὴν παθαίνει ἐξαίρετα.

- Ἔχεις δίκαιον, εἶπεν ὁ Ὑάκινθος συνελθὼν εἰς ἑαυτόν· πλὴν σὲ βεβαιῶ δὲν τὴν ἀγαπῶ· ἴσως ἤρχιζα νὰ τὴν ἠγάπων, πλὴν ἤδη τὴν μισῶ! ἐταράχθην διότι μὲ προσέλαβε, καὶ θέλω ἐκδικηθῆ!

- Νὰ τὴν ἐκδικηθῇς; λοιπὸν ἡ κωμῳδία θὰ μετατραπῇ εἰς τραγῳδίαν, εἶπεν ὁ Ἀντώνιος, προσπαθῶν δι' ἀστειότητός τινος νὰ κατευνάσῃ τὴν ὀργὴν τοῦ εὐαισθήτου νέου. Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι ἕκαστος τὸ εἶδός του ἐπιζητεῖ διὰ νὰ ἐπιτύχῃ.

- Ὤ! φίλε μου, ἄφες με ἥσυχον· τώρα ἔχω ἀνάγκην ἡσυχίας.

- Ἡσύχασον, εἶπεν ὁ Ἀντώνιος ἀναχωρῶν, ἔχων ἀνάγκην ἀναπαύσεως καὶ αὐτὸς μετὰ τὸ μάθημά του.

Ὁ Ὑάκινθος, μείνας μόνος, ᾐσθάνθη καθ' ὅλην τὴν ζωηρότητά των τοὺς ψυχικοὺς ἐλέγχους. Εὐαίσθητος καὶ ὑπερήφανος ὅσον καὶ ἡ νεᾶνις ἀναίσθητος καὶ φίλαυτος, δὲν ἠδύνατο εἰμὴ νὰ ὑποθέσῃ τὴν διαγωγήν της ὡς χλεύη καθαρὰν καὶ περιφρόνησιν ἀδικαιολόγητον, καὶ ὅλη ἐκείνη ἡ ἁγνότης τοῦ αἰσθήματος, ἣν ἤρχισε νὰ αἰσθάνηται μετὰ τὴν πρώτην ἐντύπωσιν, μετεβλήθη εἰς μῖσος ἄσπονδον, καὶ παρεδόθη εἰς σκληροτάτας ἀναφωνήσεις.

Ἂν καὶ ὁ νέος αὐτὸς δυνατὸν νὰ εἶχε κατά τι δίκαιον, δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ τὸν δικαιολογήσωμεν ἐξ ὁλοκλήρου. Τῇ ἀληθείᾳ, ὡς πρωτόπειρος ἴσως, ὁ Ὑάκινθος δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ ὅτι εἰς πάντα, καὶ εἰς τὰ αἰσθήματα, πρόκειται πάντοτε συμφέρον τι ἠθικὸν ἢ ὑλικὸν, ὁποῖον ἕκαστος τὸ σχεδιάσῃ· δὲν ἐννόησεν ὅτι ἡ νέα ἐκείνη εἶχε π.χ. συμφέρον νὰ μὴ παρορᾶται (καὶ τοῦτο συμφέρον εἶναι) ἀπὸ τὸν γλυκύφωνον αὐτὸν νέον· ἤθελε νὰ γίνεται λόγος δι' αὐτὴν ὁπωσδήποτε (καὶ ὁμιλοῦμεν, πιστεύομεν, κατὰ τὰς διαθέσεις τῆς νέας ἐκείνης), εἶχε τέλος πάντων συμφέρον ν' ἀγαπηθῇ, διότι εἶχεν ἔμφυτον αὐτὴν τὴν διάθεσιν, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ν' ἀγαπήσῃ, διότι τὸ αἴσθημα τοῦτο, τὸ διεμοίραζεν ὑπὲρ πολλῶν. Τοῦ δὲ νέου τὸ συμφέρον, ἂν καλῶς τὸ ἐκρίναμεν, ὑπῆρχεν εὐγενέστερον ἴσως, τὸ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ἐκ γνησίου καὶ καθαροῦ ἔρωτος εὐτυχίαν. Ἤθελεν (ὁ φίλαυτος) ν' ἀπολαύσῃ τῆς εὐτυχίας ν' ἀγαπηθῇ καὶ αὐτὸς ὑπὸ νεάνιδος ὡραιοτάτης καὶ ἀρκετὰ, ὡς ἔμαθε, πλουσίας.

Ὁ νέος ὑπῆρξε κυρίως κατακριτέος, διότι δὲν ἠδύνατο νὰ κατανοήσῃ τὰς ἰδιοτροπίας τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας, ὥστε καὶ νὰ γνωρίζῃ ὅτι, ὅταν τις ταπεινοῦται ἐνώπιον ἐρωμένου προσώπου, ἐπιζητῶν διὰ τῆς ταπεινώσεως ἔρωτα, ἥκιστα ἐπιτυγχάνει, ἐὰν δὲν ἐπιτυγχάνῃ τὸ ἐναντίον. Μάλιστα ἐὰν τοῦτο ἐγίνωσκεν ἤθελεν ἐννοήσῃ διὰ τί μετὰ τὴν ἐπιστολήν του παρηκολού­θη­σεν ἡ ἀφάνεια τῆς Ἀσπασίας· ὀρθῶς ἐννόησε μὲν ὅτι ἔπραξε σφάλμα, ἀλλὰ τὸ ἐννόησεν ἐξ ἐμφύτου εὐαισθησίας καὶ τρυφερότητος, χωρὶς ὅμως νὰ ἐννοήσῃ τὸ ἀληθὲς σφάλμα του. Οὐδ' ἐγνώρισε τοὐλάχιστον ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἐκείνη ἀφροντισία καὶ ἡ ὑπεροχή του τὸν εἶχον καταστήσει ἀγαπητὸν καὶ περισπούδαστον.

Ζητοῦντες συγγνώμην διὰ τὴν παρέκβασιν ταύτην, διὰ τὴν ὁποῖαν ὅμως κυρίως ἐγράψαμεν τὸ παρὸν διήγημα, ὀφείλομεν ἐνταῦθα νὰ σημειώσωμεν ὅτι ἐκ καρδιακοῦ, εἰ δυνατὸν εἰπεῖν, συμφέροντος, ἡ Ἀσπασία κινήσασα πᾶσαν τὴν χορδὴν ἐκείνην ᾐσθάνθη ἀνακούφισιν ὅταν εἶδε πλήρη τὴν ἐπιτυχίαν της, καὶ μάλιστα πέραν τῶν προσδοκιῶν της. ᾘσθάνθη μάλιστα καὶ τὴν ἀηδίαν τῆς ἀτοπίας της, τῆς ὁποίας εὐτυχῶς τὸ ἴχνος, τοὐτέστιν ἡ ἐπιστολή της, εἶχε καταστραφῆ.

Ἴσως θὰ ἦτο ἀξιέπαινος ἂν τοῦτο τὸ ἔκαμνεν ἐκ καθαροῦ αἰσθήματος, καὶ ἂν δὲν ἐπέστρεφε τοιουτοτρόπως τὴν ἐπιστολήν. Ἀλλ' ἐκείνη ἔδειξε τοσαύτην πλειοτέραν ἀτοπίαν εἰς τὴν μετάνοιάν της, ὥστε δὲν δυνάμεθα νὰ κατηγορήσωμεν τὸν Ὑάκινθον ἐκραγέντα εἰς μανίαν καὶ μῖσος ἄσπονδον κατ' αὐτῆς.

Ὁ νέος ἔμεινε τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἡμέρας κατάκλειστος εἰς τὸ δωμάτιόν του. Πρώτην φορὰν ᾐσθάνθη ἡ εὐαίσθητος καρδία του ψυχικοὺς πόνους καὶ παρεδόθη εἰς τὰς σκληροτέρας ἀναφωνήσεις· ἔπειτα ἔθραυσεν ὅλα τὰ ξύλα τοῦ παραθύρου δι' ὧν ὑπέθετεν ὅτι τῷ ἐκομίσθη ἡ ἐπιστολὴ τῆς νεάνιδος, καὶ ἐπὶ τέλους, διὰ ν' ἀποφύγωμεν τὰ παράξενα, περὶ τὴν ἑσπέραν ἐφάνη μὲ ἥσυχον πρόσωπον ὁπωσοῦν, βασανίζων μόνον τὸ ἔδαφος τοῦ δωματίου του μὲ τὰ ὑποδήματά του, καὶ ἐφαίνετο ὅτι σχέδιόν τι ἀποφασιστικὸν εἶχε τακτοποιήσει τὸ πνεῦμά του.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Ὑάκινθος δὲν ἐξῆλθε παντάπασι. Τὸ παράθυρόν του ἔμεινε κλειστὸν ἀπὸ μεσημβρίας, καὶ ἑπομένως ἡ νὺξ ταχύτερον ἐπῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιόν του, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφαίνετο ἐνασμενιζόμενος. Περὶ τὴν δεκάτην δὲ ὥραν ἐνδυθεὶς ἐνδύματα ὁμοιόχροα ἐξέρχεται τοῦ δωματίου του, καὶ, πλησιάσας εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας τοῦ κυρίου Βαρκίζη, ἀναβαίνει τὴν κλίμακα, ἄνευ τῆς παραμικροτέρας δειλίας. Καὶ μόλον ὅτι εἰς τοὺς πόδας ἐφόρει λεπτὰ ὑποδήματα, ἐπεριπάτησεν ἀκροποδητὶ καὶ εἰσεχώρησε ὅπου ἠδύνατο. Ἐπλησίασεν εἰς θύραν τινὰ θαλάμου καὶ ἤκουσεν ἔσωθεν ὁμιλίαν ἀνθρώπου, ἔπειτα διευθύνθη ἀλλοῦ καὶ ἐφαίνετο κατασκοπεύων τὴν οἰκίαν· τί σχέδιον εἶχεν; ἀγνοοῦμεν.

Ἡ οἰκία ἦτο τοιουτοτρόπως διακεχωρισμένη ὥστε δι' ἑνὸς παραθύρου ὑελοφράκτου ἠδύνατο νὰ ἴδῃ ἀθεώρητος τὸ ἐσωτερικὸν κοιτῶνος φωτιζομένου τὴν στιγμὴν ἐκείνην.

Εἰς τὸν θάλαμον αὐτὸν εἶδε τὴν ὑπηρέτριαν ἥτις τόσον σκληρὰ πρὸς αὐτὸν ἐξετέλεσε τὴν διαταγὴν τῆς μικρᾶς κυρίας της καὶ ᾐσθάνθη ταραχήν. Ἀλλ' ᾐσθάνθη ἔτι μείζονα ὅταν ἐκ θύρας ἀπέναντι τοῦ παραθύρου κειμένης καὶ ἀνοιγείσης τὴν στιγμὴν ἐκείνην βλέπῃ τὴν Ἀσπασίαν, μὲ νυκτικὰ ἐνδύματα ἐισελθοῦσαν.

- Μαρία λέγει πρὸς τὴν ὑπηρέτριαν, ἑτοίμασον γρήγορα νὰ κοιμηθῶ, φέρε τὸ ζαχαρόνερόν μου καὶ ἔλα καὶ σὺ νὰ μὲ συντροφεύσῃς ὀλίγον, ἕως ὅτου νὰ μὲ πάρῃ ὁ ὕπνος διότι ἀπόψε εὔκολα δὲν θὰ κοιμηθῶ.

- Μὴ θέλετε νὰ πέσητε τόσον ὀγλίγωρα.

- Ἐπιθυμῶ, καϋμένη, νὰ ὁμιλήσωμεν μὲ ἡσυχίαν καὶ νὰ γελάσωμεν ὀλίγον μὲ ἐκεῖνον τὸν ἀνόητον ἐργολάβον… νὰ μοῦ διηγηθῇς καὶ τὸν τρόπον του ὅταν τοῦ ἐπέστρεφες τὴν ἐπιστολήν.

- Ἄ! ναί.

Καὶ ἡ νέα ἀνεχώρησεν· ἡ δὲ ὑπηρέτρια ἔμεινεν ἐξακολουθοῦσα τὴν ὑπηρεσίαν της.

Τοῦ Ὑακίνθου ἡ προτέρα ταραχὴ μετεβλήθη εἰς ἔτι μείζονα ὀργὴν διὰ τὴν περιφρονητικὴν φράσιν τῆς Ἀσπασίας πρὸς τὴν Μαρίαν.

Ἡ ὑπηρέτρια ἐντὸς ὀλίγου ἀνεχώρησε καὶ ἐπανῆλθε φέρουσα ποτήριον πλῆρες ὕδατος κιτρινωποῦ, τοῦ ὁποίου βεβαίως τὸ χρῶμα προήρχετο ἐκ τῆς ἀναμίξεως σιροπίου καὶ πάλιν ἀνεχώρησεν.

Ὁ Ὑάκινθος οὔτε στιγμὴν δὲν ἐδίστασε. Φαίνεται ὅτι σχέδιόν τι, τὸ ὁποῖον διελογίζετο καὶ κατεσκόπει πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ τὸ ἐκτελέσῃ, καθίστατο λίαν εὐκατόρθωτον ταύτην τὴν στιγμήν. Τὸ παράθυρον ἀνοίγεται εἰς τὴν βίαν του μὲ εὐκολίαν, αὐτὸς δὲ εἰσέρχεται ταχέως, ῥίπτει κόνιν τινὰ λευκόφαιον καὶ ὀπισθοχωρεῖ. Μόλις ἔφερεν εἰς τὴν θέσιν του τὸ ὑάλινον φράγμα τοῦ παραθύρου, καὶ ἡ Ἀσπασία εἰσέρχεται αὖθις συνωδευομένη ὑπὸ τῆς Μαρίας, δράττει τὸ πλῆρες ἐκεῖνο ποτήριον καὶ χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ παρατηρήσῃ οὔτε αὐτὴ οὐδὲ ἡ Μαρία, τὸ κατέπιεν εὐχαρίστως.

Ὁ Ὑάκινθος ἐδοκίμασε κατ' ἀρχὰς ἄφατον σχεδὸν εὐχαρίστησιν.

- Ἀληθινὰ, Μαρία, τὸν εἶδες νὰ κιτρινίσῃ; εἶπεν ἡ Ἀσπασία μετὰ τὴν τελευταίαν κατάποσιν τοῦ ὕδατος καὶ τὴν τρίψιν τῆς ὑποτιθεμένης ζακχάρεως ἐπὶ τῆς γλώσσης της. Νόστιμον θὰ ἦτο νὰ τὸν ἔβλεπα καὶ ἐγὼ εἰς τὴν ταραχήν.

- Δὲν εἴξευρα σὲ βεβαιῶ, Ἀσπασία μου, δὲν εἴξευρα τί νὰ κάμω ὅταν δὲν ἐδέχθη τὸ γράμμα του, ἤθελα νὰ τὸ ῥίψω εἰς τὰ μοῦτρα του, ἀλλ' ἐφοβήθην μήπως λιγοθυμήσῃ.

Ἡ Ἀσπασία ἐδόθη εἰς γέλωτα καὶ προσέθηκε:

- Λοιπὸν ἀφοῦ τὸν ἐλυπήθης σὺ, πρέπει τώρα νὰ τὸν λυπηθῶ κ' ἐγώ· φαίνεται ὁ καϋμένος ὅτι μὲ ἐρωτεύθη καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτευθῶ καὶ ἐγώ; δὲν εἶναι ἁμαρτία;

Καὶ ἐξηκολούθησε τοὺς γέλωτάς της.

- Ὅ,τι θέλετε κάμετε, κυρία Ἀσπασία. Ἀλλ' ἐγὼ θὰ λυπηθῶ πολὺ ἂν μὲ βάλετε εἰς ὁμοίαν θέσιν.

- Σὰν νὰ μὲ λές, Μαρία, ὅτι ἂν ἤσουν εἰς τὴν θέσιν μου θὰ τὸν ἐρωτεύεσο.

- Μά τὴν ἀλήθειαν, διὰ τί ὄχι;

- Λοιπὸν σὲ βεβαιῶ κ' ἐγὼ ἀπὸ αὔριον θ' ἀρχήσω νὰ τὸν ἐρωτεύωμαι.

- Δηλαδὴ νὰ τὸν περιπαίζετε.

- Ὄχι, σὲ βεβαιῶ. Αἰσθάνομαι ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐρωτευόμην μὲ τὰ σωστά μου αὐτὸν τὸν νέον.

Εἰς τὰς λέξεις ταύτας, τὰς ὁποίας ὁ Ὑάκινθος ἤκουσε καθαρότατα, ᾐσθάνθη ταραχὴν ἴσως προερχομένην ἐκ τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς φιλαυτίας του, ἢ διότι ἐνθυμήθη τὴν τολμηροτάτην καὶ κακοῦργον πρᾶξίν του. Μ' ὅλον τοῦτο «Ναί, κυρία, ἐψιθύρισεν, ἀπὸ αὔριον ἂν δύνασθε εἰμπορεῖτε νὰ ἐξακολου­θῆτε τὸν περιπαιγμόν σας εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.»

Καὶ διὰ τῆς αὐτῆς τῆς μεθόδου, δι' ἧς εἰσεχώρησεν εἰς τὸ μέρος τοῦτο, ἐξῆλθεν ἐν ταχύτητι καὶ διευθύνθη εἰς τὸ δωμάτιόν του.

Τὴν πρωΐαν δὲν ἐξῆλθε τοῦ δωματίου του. Ἐν αὐτῷ ὅμως εὑρισκόμενος ἤκουσε πολλὰς ταραχὰς εἰς τὴν γειτονίαν, ἡ καρδία του ἤρχισε νὰ πάλλῃ ἐκ μετανοίας, ὅτε αἴφνης βλέπει γυναῖκα τινὰ εἰσελθοῦσαν καὶ ἄγνωστον αὐτῷ.

- Βέβαια, βέβαια· ἐξ αἰτίας σας ἀπέθανε, ἡ Ἀσπασία! ἀναφωνεῖ ἐν θλιβερᾷ φωνῇ… Ὤ κύριε, ἐλᾶτε τοὐλάχιστον εἰς τὸ λείψανον.

- Ἐξ αἰτίας μου; εἶπεν ὁ Ὑάκινθος ἐν ταραχῇ τινι, λανθάνεσθε! πταίει αὐτὴ, τί θέλω ἐγώ;!

- Πταίει αὐτή; διατὶ πταίει; ἀφ' οὗ ἡ ἀγάπη ὁποῦ ἔλαβε δι' ἐσᾶς τῆς ἦλθε χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ; ἔ;

- Ἡ ἀγάπη; εἶπεν ὁ Ὑάκινθος αἰσθανόμενος μεγαλειτέραν ἔτι ταραχήν… Δὲν λέγετε καλλίτερα ὁ περιπαιγμός…

- Αὐτή, καλέ μου κύριε, εἶχε κἀμμιὰ φορὰ τοιαύτην διάθεσιν, πλὴν ἐσᾶς σᾶς ἠγάπησε καὶ ἐξ αἰτίας σας ἔπιε φαρμάκι.

- Ἔπιε φαρμάκι; ἔκαμεν ὁ νέος ἐλαφρυνθείς, βεβαίως διότι ἐμάνθανεν ἤδη ὅτι δὲν ἀπέθνησκεν ἐξ αἰτίας του, ὡς ἐξ ἀρχῆς τῷ εἶπεν ἡ γυνή.

- Καὶ πῶς ἀπέθανε δὲν τὸ εἰξεύρετε;

- Ναί· τὴν δυστυχῆ! ἤκουσα ὅτι ἀπέθανεν, οὐχὶ ὅμως ὅτι ἔπιε φαρμάκι.

- Ἄχ ! ναὶ, κύριέ μου, ναὶ, ναί· ἔπιε τὸ φαρμάκι· χθὲς τὸ ἑσπέρας ὡμιλοῦσε μὲ τὴν δοῦλάν των, καὶ ὅλον δι' ἐσᾶς ἔλεγον· πρώτην φορὰν ἔλεγε ἡ νέα τόσα λόγια… σᾶς εἶχεν κάμει μίαν προσβολὴν καὶ ἔλεγε πῶς μετενόησε πολύ.

- Πιστεύω νὰ μετενόησεν! ἐψιθύρισεν ὁ Ὑάκινθος θέλων φανῇ ἀτάραχος.

- Ἐζήτησε νὰ ὑπάγῃ χθὲς βράδυ ἐνωρίτερον εἰς τὴν κάμαράν της νὰ ἀναπαυθῇ, ἐζήτησε σακχαρόνερον, ὁποῦ μόνη της ἔβαλε τὸ φαρμάκι, βέβαια· ἤρχισε νὰ ἐξομολογῆται εἰς τὴν δοῦλάν της· ὅτι σᾶς ἀγαπᾷ καὶ ὅτι θ' ἀποθάνῃ… Τὴν νύκτα ἐσήκωσαν τὴν δοῦλαν ἔξαφνα, ἡ ὁποία δὲν εἶχε νοήσει τίποτε ἡ δυστυχὴς, καὶ εὗρε τὴν κυρίαν της ἀποθαμμένην. Οἱ γονεῖς της εἶναι ἀπαρηγόρητοι! Σᾶς ἠγάπα!

- Εἶπεν ὅτι μ' ἠγάπα;

- Τὸ εἶπε· ἡ Μαρία ἐνθυμεῖτο ὅλα τὰ λόγια της· ἡ Μαρία ποτὲ δὲν ἐνθυμεῖτο τὴν μικρὰν κυρίαν της νὰ τῆς ὁμιλήσῃ μὲ τόσην ζωηρότητα. Ἄχ! ἂν τὴν ἀγαπήσατε καὶ σεῖς ποτέ… συγχωρήσατέ την τώρα· ἐλᾶτε, ἐλᾶτε. Οἱ γονεῖς της θὰ σᾶς θεωροῦν ὡς υἱόν των καὶ σᾶς παρακαλοῦν νὰ ἔλθητε.

Ὁ Ὑάκινθος ᾐσθάνθη μείζονα ταραχὴν παρ' ἐὰν ἀνεκαλύπτετο ὡς φονεύς.

Τὸν περίπατον τῆς ἀνησυχίας τὸν ὁποῖον ἔκαμνεν ἕως τώρα ἔπαυσε διὰ μιᾶς, ῥιφθεὶς εἰς τὸν κλιντῆρά του, καὶ ἔκρυψε τὸ πρόσωπόν του. Ἀναμφιβόλως θὰ ᾐσθάνθη δάκρυα θλίψεως ἢ μετανοίας.

Ἡ γυνὴ ἐκείνη ὡς ἐκ συμπαθητικῆς δυνάμεως ἤρχισε νὰ κλαίῃ καὶ αὐτή.

- Ἄ! κύριε, κλαίετε καὶ σεῖς; ἔχετε δίκαιον πάντοτε εἶσθε καλὸς νέος μὴ ὅμως κλαίετε… τώρα πρέπει νὰ παρηγορήσητε τὴν δυστυχῆ μητέρα της… ἐλᾶτε παρακαλῶ.

Ἀλλ' ὁ νέος δὲν ἀπήντησε, παντελῶς ἡ καρδία του εἶχε συντριβῆ, ὁ νοῦς του εἶχε σκοτισθῆ καὶ εἶχεν ἀνάγκην νὰ κλαύσῃ διὰ νὰ γαληνιάσῃ τὴν μεγίστην τῆς καρδίας του ταραχήν.

…………………………………………………………………………………………………

Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἀνεγινώσκετο εἴς τινα μικρὰν ἐφημερίδα ἡ ἑξῆς ἀγγελία:

«Νεᾶνίς τις κατοικοῦσα εἰς τὴν συνοικίαν*** ἀπέθανεν αἰφνιδίως καὶ ὡς εἰκάζεται ἑκουσίως, μὴ δυναμένη ν' ἀντισταθῇ εἰς πάθος νεανικόν. Ἡ ἀγωνία της ὑπῆρξε δίωρος καὶ ἐν ἀγνοίᾳ δυστυχῶς, τῶν γονέων, μακρὰν τοῦ δωματίου της κοιμωμένων. Περὶ τὸ μεσονύκτιον χθὲς ἀνεπαύθη. Τὸ λείψανόν της ἐνταφιάσθη μεθ' ὅλης τῆς εὐπρεπείας. Λέγουσιν ὅμως ὅτι τὸ φέρετρον ἐκράτει καὶ ὁ αἴτιος τοῦ ἑκουσίου αὐτῆς θανάτου… Καὶ ἔπειτα λέγουσιν ὅτι δὲν τηροῦνται οἱ ἐκκλησιαστικοὶ τύποι…! Ἡ ἁρμοδία ἀρχὴ ὤφειλε νὰ ἐπιστήσῃ τὴν προσοχήν της, ἵνα γίνῃ παραδειγματισμός· ἄλλως μά τὴν ἀλήθειαν ἤθελον εὑρεθῆ πολλοὶ νὰ συγχωνεύσωσι τὰ ἄνοστα παθητικά των αἰσθήματα μετὰ τῶν ἐκκλησιαστικῶν τελετῶν

…………………………………………………………………………………………………»

Ἡ αὐτὴ ἐφημερὶς ἐδημοσίευσε μετά τινα καιρὸν καὶ τὰ ἑπόμενα.

«Νέος τις, φοιτητὴς τοῦ Πανεπιστημίου, ἐγένετο αἴφνης ἄφαντος ἀπὸ τὸ δωμάτιόν του. Ὁ νέος λίαν φιλότιμος, ἐσχάτως εἶχεν ὡς λέγουσι παραδοθῆ εἰς μεγάλην θλῖψιν, ἐπειδὴ σκοπῶν νὰ δώσῃ τὰς ἐξετάσεις, ἀπελπίσθη ὅτι ἠδύνατο νὰ δώσῃ αὐτάς. Ἡ ἀναζήτησις ἐγένετο σύντονος πρὸ καιροῦ, πλὴν μόλις πρό τινων ἡμερῶν ἀνεκαλύφθησαν ἴχνη τινὰ λυπηρᾶς καὶ φρενητιώδους αὐτοχει­ρίας. Ποιμήν τις εὗρε τὰ ἐσώτερα ἐνδύματά του καὶ τὰ σανδάλια πλησίον ἀκτῆς τινος τοῦ Φαλήρου, ἡ δὲ ἀστυνομία ἀνεκάλυψε μανδύλιον μὲ ἴχνη αἵματος μακρὰν τῆς θέσεως ταύτης. Ὑπάρχει ὅμως μεγίστη ἀβεβαιότης ἂν ὁ νέος οὗτος αὐτοχειριάσθη διότι ὁ βίος του ὑπῆρξεν ὅλος πρόσχαρος τοσοῦτον ὥστε καί τινες τὸν ἐκάλουν Κιθαρῳδόν.»

…………………………………………………………………………………………………