ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Γαβριηλίδης, Βλάσσης
Αι γυναίκες
(απόσπασμα)
ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣΑ΄.Ἡ ὄντως ἔξοχος μελέτη τοῦ κ. Ἐ. Ροΐδου περὶ τῶν γραφουσῶν Ἑλληνίδων, τὴν ὁποίαν ἐδημοσίευσεν ἡ «Ἀκρόπολις», ἐξεκόλαψε καὶ ἐμοῦ μερικὰς σκέψεις, τὰς ὁποίας λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ καθυποβάλω ἐνταῦθα. Ὑπὸ φιλολογικὴν ἔποψιν οὐδὲν ἔχω ν' ἀντείπω. Οὐδὲ διαθέτω δυνάμεις διὰ νὰ τὰς ἀντιμετρήσω πρὸς τὰς ἀκαταμετρήτους του διακεκριμένου μελιτογράφου. Οὔτε δίδω μεγάλην σημασίαν εἰς τὸ ἂν αἱ Ἑλληνίδες γράφουν καὶ τί γράφουν καὶ πῶς γράφουν. Ἀφοῦ δὲν θεωρῶ μεγάλης προσοχῆς ἄξιον ἀκόμη τὸ πῶς οἱ ἄρρενες Ἕλληνες ἐκπληροῦμεν τὴν ἐργασίαν αὐτήν. Διότι εἰς τοὺς χρόνους ὁποῦ ἐφθάσαμεν πολὺ σπουδαιοτέραν ὑπολαμβάνω τὴν ἐξέτασιν τοῦ πῶς χειριζόμεθα ἄνδρες καὶ γυναῖκες τὸ ἄροτρον καὶ τὴν ἀξίνην. Ἀγὼν γὰρ ζωῆς εἰς ὅλους ὑπόκειται. Καὶ ἡ πένα πολὺ ὀλίγους τροφοδοτεῖ. Οὔτε χρειάζονται περισσότεροι ἀφοῦ ὅλοι ἐπάνω κάτω γράφομεν τὰ ἴδια. Δι' ἐμὲ ἡ μελέτη τοῦ κ. Ἐ. Ροΐδου ταύτην εἶχε τὴν μεγάλην ἔννοιαν, ὅτι ἐπανέφερεν εἰς τὸ μέσον τὸ μέγα ζήτημα τῆς γυναικὸς ὑπὸ τὴν κοινωνικήν του ἔποψιν. Ὅπερ εἶνε τοῦτο κατ' ἐμέ: Ἡ γυνὴ εἶνε μόνον γυνὴ ἢ καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως; Ἐνῷ φυσιολογικῶς διαφέρει ὡς πρὸς τὸ γένος ἀπὸ τὸν ἄνδρα, συγχρόνως πάλιν φυσιολογικῶς καὶ ἀνθρωπολογικῶς καὶ φρενολογικῶς δὲν ἔχει πλείστας ὅσας ὁμοιότητας πρὸς αὐτόν; Εἶνει λοιπὸν σωστὸν τὸ λεγόμενον καὶ μασσώμενον ὑπὸ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅτι ἡ γυνὴ εἶνε μόνον μήτηρ καὶ μόνον σύζυγος καὶ μόνον ἀδελφὴ καὶ μόνον οἰκοκυρὰ καὶ τίποτε ἄλλο; Εἶνε σωστὸν ὅτι ἄλλως αἰσθάνεται ἡ γυνὴ καὶ ἄλλως ὁ ἀνήρ; Ὅτι ἡ γυνὴ σκεπτομένη καὶ γράφουσα ὡς ἀνήρ, παραβιάζει τὸ εἶδός της, κατὰ τὸ λέγειν τοῦ κ. Ἐ. Ροΐδου γίνεται ἀνδρογυναῖκα; Ὅτι κάθ' ὅλα πρέπει νὰ εἶνε αὐτὴ λεπτοτέρα, λειοτέρα, τρυφερωτέρα, καὶ τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν περίπου τὴν μεταξὺ λύκου ἢ τσακαλίου καὶ δορκάδος ἢ πέρδικος ἢ μεταξὺ πετρελαίου καὶ μέλιτος, οὔζου καὶ ἀνθοσμίου; Αὐτὰ φαίνονται φρονοῦντες οἱ πλεῖστοι καὶ αἱ πλεῖσται τῶν συγχρόνων μου Ἑλλήνων καὶ Ἑλληνίδων, τὰ ὁποῖα, μὴ συμμεριζόμενος, τολμῶ νὰ ἐξηγήσω ἐνταῦθα τὸ διατί. Β΄Νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ περὶ γυναικὸς ὡς ἰδιαιτέρου ὅλως διόλου ὄντος μηδὲν κοινὸν ἔχοντος μὲ τὸν ἄνδρα, ἀφῃρημένη ἰδέα εἶνε μία ἐκ τῶν πολλῶν προλήψεων, ὑπὸ τὰς ὁποίας μαστίζεται τὸ κακόμοιρον ἀνθρώπινον γένος, χωρὶς νὰ θέλῃ ἕνεκα τῆς φυσιολογικῆς καὶ νευρικῆς αὐτοῦ πτωχείας. Ἀλλ' ἡ φύσις, ἡ πραγματικότης, ἡ ἱστορία ἀπορρίπτουν τὴν πρόληψιν, ὡς ἡ μηχανὴ ἡ καθαρίζουσα τὸν σῖτον ἀπορρίπτει τὰ σκύβαλα. Ὑπὸ τὸ κράτος τῆς προλήψεως αὐτῆς, δυὸ εἶνε τὰ περὶ γυναικὸς κρατοῦντα ρεύματα: Τὸ ἓν φαινομενικῶς μόνον ὑπὲρ αὐτῆς, τὸ ἄλλο πραγματικῶς ἐναντίον της. Ἀφοῦ ἡ γυνὴ δὲν εἶνε ἴση ἢ ὅμοια πρὸς τὸν ἄνδρα, ἑξαιρουμένης τῆς φυσιολογικῆς ποικιλίας, ὅπως ἐβάπτισε τὴν γεννετήσιον διαφορὰν ὁ εὐφυέστατος γελοιογράφος Καρανδᾶς, ἐξ ἀνάγκης καθίσταται ἀνωτέρα ἢ κατωτέρα αὐτοῦ. Διότι ἐπὶ τέλους τὸ ὅτι εἶνε ἄνθρωπος καὶ ἡ γυνὴ κατὰ τὸν ζωολογικὸν τοὐλάχιστον ὁρισμὸν οὐδεὶς τὸ ἀρνεῖται. Ἄνθρωπος καὶ ἄνθρωπος λοιπόν. Ποῖος ὑπερβαίνει τὸν ἄλλον; Ποῖος ὁ ἀνώτερος; Ποῖος ὁ κατώτερος; Κατὰ τὰς κυριευούσας προλήψεις καὶ κατὰ τὰς περιστάσεις ἀμφότεροι εἶνε καὶ ἀνώτεροι καὶ κατώτεροι. Διότι τάξεις μέν τινες θεωροῦσι τὴν γυναῖκα κατώτερον ὄν, ἑπομένως ἐπιδεκτικὸν κηδεμονίας, ὀφεῖλον ὑπακοὴν εἰς τὸν ἄνδρα. Ἄλλαι πάλιν τάξεις τὴν νομίζουν ὑπέρτερον ὄν· αἰθεριώτερον τοὐλάχιστον καὶ ἰδανικώτερον. Ἐνίοτε συμβαίνει οἱ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τὴν θεωροῦν ἀνώτερον ὂν νὰ τὴν θεωροῦν συγχρόνως καὶ κατώτερον. Ὁ σύζυγος, φερ' εἰπείν, ὅστις ὡς λακὲς εἰς δημοσίους περιπάτους κρατεῖ εἰς χείρας τὸ ἐπανωφόριον τῆς Κυρίας, αὐτὸς ὅστις σπεύδει νὰ κατέλθῃ ἐκ τῆς ἁμάξης πρῶτος διὰ νὰ τὴν παραλάβῃ πάλιν ὡς λακὲς ἐκ τῆς χειρὸς καὶ νὰ τὴν βοηθήσῃ νὰ ἐξέλθῃ, ὡς ἐὰν εἶχε πάθει παραλυσίαν τῶν ἄκρων, ἐπιστρέφων οὗτος εἰς τὸν οἶκον ξαπλώνεται εἰς τὴν πολυθρόναν καὶ διατάσσει τὴν πρὸ μιᾶς στιγμῆς βασίλισσάν του ἁπλούστατα νὰ τοῦ φέρῃ νὰ πλυθῇ, ἢ νὰ τοῦ δώσῃ τὸ νυκτικὸν νὰ φορέσῃ, ἢ νὰ τοῦ δέσῃ τὸν λαιμοδέτην, ἢ νὰ τοῦ ὑποδέσῃ τὰ σκαρπίνια. Ἡ πρὸς τὴν γυναῖκα θεραπεία μοιάζει κατὰ πολὺ τὰς θωπείας, τὰς ὁποίας πολλοὶ ἐπιδαψιλεύομεν εἰς τοὺς σκύλους μας, ὀλίγα δευτερόλεπα πρὶν τοὺς καταφέρωμεν τὴν κλωτσιάν. Κατ' οὐσίαν ἡ συμπεριφορὰ τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν γυναῖκα εἶνε ὡς πρὸς ὑποδεεστέραν ἡμῶν. Οὔτε ἦτο δυνατὸν νὰ εἶνε ἄλλως, ἀφοῦ αἱ δυὸ μεγάλαι πηγαὶ τῶν νομικῶν καὶ κοινωνικῶν σχέσεων, τὸ Ρωμαϊκὸν δίκαιον καὶ ὁ χριστιανισμός, παραδέχονται περίπου δούλην τοῦ ἀνδρὸς τὴν γυναῖκα. Διὰ νὰ εἴμεθα λοιπὸν ἐν τῇ ἀληθείᾳ, ὀφείλομεν νὰ σύρωμεν ἐκ τῶν ἀνωτέρω τὸ ἑξῆς πόρισμα: Ὁ ἀνὴρ εἰλικρινῶς μὲν θεωρεῖ τὴν γυναῖκα κατωτέραν του, ὑποκριτικῶς δὲ μόνον καὶ ἐπιδεικτικῶς ἢ εἰς ἐξαιρετικὰς περιστάσεις, ὡς εἰς τὸν ὀργασμὸν ἢ τὸν ἔρωτα, ὡς ἀνωτέραν του. Τὴν ἐκλαμβάνει, φερ' εἰπεῖν, ἄστρον, ἄνθος, ὄνειρον, νέφος, οὐρανόν, ἄγγελον, καθ' ὅλην τὴν περίοδον τοῦ μὴ σαρκικῶς ἢ τοῦ μὴ ἀρκετῶς ἱκανοποιηθέντος ἔρωτος. Ἀλλὰ μὴ ὁ περιοδεύων ὑποψήφιος βουλευτὴς δὲν φέρεται πρὸς ὅλους τους ψηφοφόρους του ὡς πρὸς αὐθέντας καὶ κυρίους του, ἕως ὅτου ἀποκτήσῃ τὴν ψῆφόν των; Μεταβάλλεται ἐπίσης εἰς αὐλικὸν ἐνώπιόν της ὅταν πρόκειται νὰ βάλῃ στὸ χέρι τὴν προῖκά της, ὅταν ὅλον τὸ πῦρ τῆς ἐρωτικῆς ἐργολαβίας του στρέφεται, καθὼς λέγουν οἱ Γάλλοι, aux beaux yeux de la cassette (εἰς τὰ γλυκὰ μάτια τοῦ πεθερικοῦ χρηματοκιβωτίου). Ἀλλὰ μήπως δὲν κολακεύομεν τὸν ἰδιοκτήτην μας ὁσάκις θέλομεν νὰ τοῦ καταβιβάσωμεν τὸ μίσθωμα ἢ νὰ τοῦ ἀναβάλωμεν τὴν πληρωμήν; Ἢ μήπως ὅταν ἀσθενοῦμεν δὲν περιποιούμεθα τὴν νοσοκόμον θεραπαινίδα, ὅταν ἐννοοῦμεν ὅτι ἔχομεν τὴν ἀνάγκην της, αὐτὴν ἐκείνην τὴν ὁποίαν ὑγιεῖς ἐσκυλοβρίζομεν; Τὰς ἄλλας πάλιν περιποιήσεις τὰς τυπικάς, κουβάλημα τῶν περιττῶν ρούχων τῆς κυρίας, προσφορὰν τῶν καλῶν θέσεων ἐντὸς τῆς ἁμάξης, βοήθειαν ὅπως κατέλθῃ ἐξ αὐτῆς, γινομένην ἐνίοτε ὑπὸ γηραιοῦ ἱππότου μὲ τρέμοντα τὰ ἄκρα πρὸς εὔρωστον καὶ στιβαρὰν ἀμαζόνα, ἀφόρητοι καὶ γελοῖαι περιποιήσεις κατὰ τὰ δεῖπνα, ἀποφυγὴ πάσης ἀντιρρήσεως καὶ παραδοχὴ πάσης ἀνοησίας ὑπὸ γυναικὸς ἐκφερομένης, ὡς ὑπὸ ὄντος δῆθεν ἀνυπολογίστου, καὶ τὰ ἄλλα ἐκεῖνα τῆς κινεζοευρωπαϊκῆς ἐθιμοτυπίας, τὰ βδελυρὰ καὶ σαχλὰ καὶ βλακώδη, οἶον τὰ δι' ὑποκλίσεων κουτσομεσιάματα, αἱ βίαιαι συσπάσεις τῶν ποδῶν, αἱ ἀποκαλύψεις τῆς κεφαλῆς, οἱ χειροασπασμοί, αἱ χειραψίαι ἐν ὀρθοστασίᾳ, ἐκείνης ἁπλωμένης ἐπὶ διβανίου, ὅλα αὐτὰ τὰ σιχαμερὰ γίνονται ἐκ μέρους τοῦ ἀνδρός, ὄχι διότι αἰσθάνεται σεβασμόν τινα πρὸς τὸ ὂν, πρὸς τὸ ὁποῖον προσφέρονται τὰ ἀνούσια θυμιάματα, ἀλλὰ ἐκ καθαροῦ ἐγωϊσμοῦ, διὰ νὰ δείξῃ ὁ ταῦτα ποιῶν ὅτι ἠξεύρει νὰ φέρεται, ὅτι εἶνε ἐν γνώσει τῶν κανόνων τῆς ἰπποσύνης καὶ ὅτι δικαίως δύναται νὰ καταλέγεται μεταξὺ τῶν καθὼς πρέπει ἀνθρώπων, τῶν κυρίων κομιλφόδων, ὡς ὀνομάσθησαν ὑπὸ εὐφυοῦς φίλου μου. Γ΄Κερδίζει τίποτε ἐξ ὅλων τούτων ἡ γυνή; Οὐ μόνον κατ' ἐμὲ οὐδέν, ἀλλὰ καὶ ἀποδεχομένη αὐτὰ τὰ δῆθεν προνόμια πηγνύει βαθύτερον τὰ καρφιὰ τῆς ἠθικῆς, τῆς οἰκονομικῆς, τῆς πνευματικῆς της δουλείας. Ἡ γυνὴ ὀφείλει νὰ ἐννοήσῃ ἐὰν δὲν εἶνε βλάξ, ὅτι ὅλαι αὐταὶ αἱ ψευδοπροτιμήσεις, αἱ ψευδοεύνοιαι, τὰ ψευδοκομπλιμέντα, τῶν ὁποίων γίνεται ὑποκείμενον ἐκ μέρους τοῦ ἀνδρός, δὲν γίνονται δι' αὐτὴν ὡς πρὸς ἠθικὸν πρόσωπον, ἀλλ' ἔχουν ὡς ἀντικείμενον τὴν σφριγηλὴν καὶ ροδαλὴν ἢ σιτόχρουν σάρκα, ἢ ἀποτείνονται πρὸς τὴν κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον στρογγυλήν της προῖκα. Ἐὰν ἐνεῖχον ἀλήθειαν, οὐσίαν, διατὶ ὁ γονυπετῶν πρὸ αὐτῆς κομιλφὸ κύριος, ὁ περιερχόμενος εἰς ἔκστασιν διὰ τὴν μελανήν της κόμην, ἢ τοὺς γλαυκούς της ὀφθαλμούς, δὲν σπεύδει νὰ ἐξασφαλίσῃ ταῦτα πάντα διὰ παντὸς εἰς ἑαυτόν, ἐρχόμενος εἰς γάμου κοινωνίαν μετ' αὐτῆς, ἀλλ' ἐρωτᾷ προηγουμένως: − Ἔχει προῖκα; Καὶ πόσην; Εἰς δὲ τὰς ὀλίγας ἐκείνας ἐξαιρέσεις κατὰ τὰς ὁποίας ἀνὴρ πλούσιος ἐρᾶται καὶ νυμφεύεται κόρην πτωχήν, πάλιν ἡ θυσία δὲν γίνεται πρὸς τὸν ἐν τῇ γυναικὶ ἄνθρωπον, ἀλλὰ πρὸς τὸ ἐν τῇ γυναικὶ σαρκικὸν φίλτρον, δι' οὗ περιετυλίχθη εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε νὰ νομίζῃ ὅτι δὲν δύναται νὰ ζήσῃ ἄνευ αὐτοῦ. Καὶ αὐταὶ αἱ λέξεις αἱ ἐρμηνεύουσαι τὴν ἡρωϊκὴν ἀπόφασιν εἶνε χαρακτηριστικώταται. Τὴν πέρνω! Δηλαδὴ τὴν ἀγοράζω. Ὡς θ' ἀπεκτᾶτο ἀντὶ χρήματος ὑπὸ τοῦ ἰδίου περικαλλὴς ἔπαυλις ἢ ὡς θὰ ἐξηγοράζετο πάλιν ὑπ' αὐτοῦ δαπανηροτάτη ἑσπερὶς διασήμου ὀρχηστρίδος, ἢ περιβλέπτου διὰ τὸ κάλλος τῆς ἀοιδοῦ τοῦ θεάτρου. Καὶ ἐὰν τύχῃ, ἡ τοιαύτης τύχης ἀξιωθεῖσα κόρη − πτωχὴ αὐτὴ νὰ λάβῃ ἄνδρα πλούσιον − νὰ μὴ ἀνταποκρίνεται εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ συζύγου ἢ νὰ περιπέσῃ εἰς ἀπιστίαν − τὸ παράπονον τὸ ἐκ μέρους τοῦ ἀνδρὸς δὲν διατυποῦται ὡς παράπονον διὰ τὴν παραβίασιν τῶν ἐνώπιον τοῦ Εὐαγγελίου ὑπεσχημένων, ἀλλὰ περιβάλλεται χρηματιστικώτερον τύπον, εἶδος ἐμπορικῆς ἐκπλήξεως κἄτι τι σωματεμπορικοῦ δικαίου. «Φαντάσου, λέγει, τὴν πῆρα μὲ τὸ πουκάμισο καὶ αὐτὴ ἔστρεφε τὰ βλέμματά της ἀλλοῦ». Ὡς νὰ διατείνεται ὅτι, ἐνῷ ἀγόρασε τοῖς μετρητοῖς τὴν καρδίαν της, τὰ νεῦρά της, τὸν νοῦν της, τὸ αἴσθημά της, αἴφνης ὅλα αὐτὰ −τὰ πράγματά του− τὰ ηὗρε ἕνα πρωῒ κλεμμένα ὑπό τινος κακούργου καὶ δοσμένα ἀλλοῦ. Τὸ κυριώτερον δὲ τὸ ὁποῖον ὑπεδείξαμεν καὶ ἀνωτέρω, ἐπαναλαμβάνομεν καὶ τώρα: Ὅλαι αὐταὶ αἱ ἱπποτικαὶ ἐκδηλώσεις πρὸς τὴν γυναῖκα εἶνε καθαρῶς ἐξωτερικαί. Εἶδος βερνικίου ποῦ βερνικώνομεν τὰ ὑποδήματά μας· ἀρώματος ποῦ ἐπιπάσσομεν μερικὰ γλυκύσματα· ἐπανωφορίου ποῦ ἅμα εἰσέλθωμεν εἰς τὴν οἰκίαν ἀποβάλλομεν. Ἐκεῖ ἀντιμετωπιζόμεθα ὁποῖοι πράγματι ἐσμέν. Ὁ ἀνὴρ ἀρχηγός, στρατηγός, κυριάρχης· ἡ γυνὴ ὀπαδός, στρατιώτης, ὑπήκοος. Δὲν λέγομεν ὅτι εἰς μερικά του οἴκου ἡ γυνὴ δὲν ἔχει τὸν πρῶτον λόγον· ἀλλὰ πῶς; Τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν τὴν παραχωροῦμεν ἠμεῖς, διὰ νὰ βγοῦμεν ἀπὸ τὰς φροντίδας. Τὸ τί φαγητὸν θὰ μαγειρευθῇ, τὸ τί ἔπιπλον θ' ἀγορασθῇ, τὸ τί μάγειρον ἢ μαγείρισσαν θὰ ἔχωμεν, τὸ τί θὰ φοροῦν τὰ παιδιά, ὅλα αὐτὰ εἰς τὰς ἀνωτέρας τάξεις εἶνε τῆς δικαιοδοσίας τῆς Κυρίας. Ἀλλὰ πῶς; Ἡ κυρία πολλάκις ἔφερε μεγάλην προῖκα καὶ τί διάβολο, πρέπει νὰ κάμῃ καὶ αὐτὴ τὸ γοῦστό της. Εἶνε ὅμως ὂν ψυχολογικῶς αὐτοδιοικούμενον, αὐτενεργόν, αὐτεξούσιον; Ἢ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε καὶ ἐν μέσῳ τῆς μεγάλης οἰκιακῆς ἐλευθερίας, τὴν ὁποίαν αἱ πλούσιαι τάξεις ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ διὰ τὸν κρατοῦντα συρμὸν ἐπιτρέπουν εἰς τὴν Κυρίαν, σκλάβα ὑπηρετουμένη, θεραπευομένη, ὑπακουομένη ὑπὸ πολλῶν ὑπηρετῶν καὶ ὑπηρετριῶν καὶ θαλαμηπόλων κ' ἐπιστατῶν κ' ἐπιστρατιῶν καὶ τροφῶν καὶ παιδαγωγῶν, καὶ ὑπὸ τοῦ συζύγου ἀκόμη, ἀλλὰ σκλάβα; (αναδημοσίευση από την Ακρόπολη 1896) |
Β. Γαβριηλίδης, Αι γυναίκες, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921, σ.σ. 1−9