ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Ξενόπουλος, Γρηγόριος
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΙΓΑΛΟΣ (απόσπασμα)
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΙΓΑΛΟΣΙΒ΄Ἦσαν πρὸ μικροῦ συνηγμένοι οἱ φοιτηταὶ ἐν τῇ αἰθούσῃ τῆς Νομικῆς σχολῆς, ὅτε εἰσῆλθεν ὁ κλητὴρ καὶ ἀνήγγειλεν ὅτι δὲν ἤθελε διδάξει ὁ καθηγητὴς ἀσθενῶν. Ζωηραὶ ἐπευφημίαι ἐγείρονται δι' ὅλης τῆς αἰθούσης καὶ παμπληθεῖς οἱ φοιτηταὶ ἐξέρχονται, πληροῦντες τοὺς διαδρόμους καὶ ἐκχυνόμενοι ἀνὰ τὰ προπύλαια. Ὁμοιάζει πρὸς βόμβον σμήνους μελισσῶν ὁ θόρυβος τὸν ὁποῖον ἀναδίδουσιν. Ἀντηχοῦσιν αἱ ἐπιφωνήσεις, οἱ διάλογοι, οἱ ψίθυροι, οἱ γέλωτες, ὁ κρότος τῶν συρομένων βημάτων ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ δαπέδου. Ἄλλοι ἵστανται καὶ συνομιλοῦσι μεμονωμένοι. Εἶνε ζωηρὰ καὶ εὔθυμος καὶ εὐφυὴς ἡ χρυσῆ ἐκείνη νεότης. Οἱ συνήθεις περιπατηταὶ τῆς ὁδοῦ Σταδίου, οἱ καλλωπισταὶ τῶν αἰθουσῶν, οἱ ἥρωες τῶν χορῶν, οἱ ὀργανωταὶ τῶν συλλόγων, τῶν ἑταιριῶν καὶ τῶν ὁμίλων, οἱ δόκιμοι τῆς ποιήσεως, τέκνα καλῶν οἰκογενειῶν, ἀποτελοῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὴν ἁβρὰν καὶ μεμυρωμένην στρατιὰν τῶν κυπτόντων ἐπὶ τῶν σελίδων τοῦ Ρ. Δικαίου. Βασιλεύει ὁ συρμὸς ἐν τῇ περιβολῇ των, οἱ κομψοὶ τρόποι ἐν τῇ συμπεριφορᾷ των, ἡ εὐφυολογία ἐν τῇ ὁμιλίᾳ των. Οἱ μεταξὺ αὐτῶν σκαιοὶ καὶ ἀτημέλητοι, ἀποτελοῦντες ἐξαίρεσιν, φαίνονται ὡς ἀνήκοντες εἰς ἄλλας σχολάς. Ἔξω βρέχει μετὰ πατάγου καὶ ὁρμῆς. Τὰ νέφη εἶνε πυκνά, μελανά, χαμηλωμένα, ἄνευ ἐλπίδος σκεδασμοῦ. Ἓν ἐπίμηκες, κατάμαυρον, φαίνεται ἐπικρεμάμενον καὶ ὡσεὶ ἐφαπτόμενον τῆς στέγης τοῦ Ὑπουργείου τῶν Οἰκονομικῶν, μὲ τὴν ὑποκίτρινον πρόσοψιν, ἀμαυρὰν ἐκ τοῦ ὕδατος. Τὰ πέριξ καὶ μακρὰν ἀντικείμενα φαίνονται τεφρά, τεθολωμένα, μὲ συγχεόμενα ὅρια ἐν μέσῳ τοῦ κατακλυσμοῦ. Κάμπτεται ὑπὸ τοὺς χειμάρρους ἐκείνου ἡ πρασιὰ τοῦ μικροῦ κήπου τῶν προπυλαίων. Ὀλίγοι τολμηροὶ διαβάται, ὑπὸ τὴν ἀνωφελῆ σκέπην τοῦ ἀλεξιβροχίου, παρέρχονται δρομαῖοι, ὡς μελανὰ στίγματα ἐν τῇ καταχλύσει καὶ τῇ πλημμύρᾳ τῶν ὁδῶν. Ἅμαξαί τινες ἐλαύνουσι μετὰ κρότου, καὶ ὁ ἁμαξηλάτης μὲ τὸν ἀδιάβροχον μανδύαν μαστίζει τοὺς ἵππους. Ἡ ἅμαξα τοῦ ἱπποσιδηροδρόμου ἐσταμάτησε πρὸ τοῦ Πανεπιστημίου. Μία κυρία, ἀποστάζουσα οἰκτρῶς, τρέχει καὶ καταφεύγει ἐντὸς αὐτῆς, ὡς εἰς λιμένα σωτηρίας. Ἓν παράθυρον τῆς ἀπέναντι οἰκίας εἶνε ἀνοικτόν, πλησίον τοῦ ὁποίου ἵσταται νέος τις, κατατερπόμενος εἰς τὸ θέαμα. Καὶ οἱ φοιτηταὶ περιμένουσι καὶ γελῶσι καὶ φλυαροῦσι. «Τὴν βροχὴν φαίνεται ἐφοβήθη ὁ κύριος καθηγητής!» λέγει εἷς τις. «Ἆ μπᾶ! εἶνε ἄρρωστος, τὸ ἤξευρα ἐγώ» διαβεβαιοῖ ἄλλος. «Τέλος πάντων, πότε ἄρρωστος, πότε βροχή, πότε χιόνια, πότε κηδεία, πότε γάμος… οὔτε δέκα μαθήματα τὸν χρόνο δὲν κάνουμε μὲ κάθε καθηγητή·» παραπονεῖται τρίτος. «Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε, ἔχετε ἄδικον» ἐπεμβαίνει τέταρτος. «Ἀπὸ τοὺς καθηγητάς μας δὲν ἔχει κανεὶς νὰ παραπονεθῇ· εἶνε οἱ πειὸ τακτικοὶ ἀπὸ ὅλας τὰς Σχολάς… − Φαντάζομαι λοιπὸν τί χάος θὰ βασιλεύῃ εἰς τὰς ἄλλας τὰς Σχολάς, ἀφ' οὗ οἱ δικοί μας, οἱ καλλίτεροι, εἶνε τέτοιοι… − Μὰ πῶς εἶνε οἱ δικοὶ μας; Κύριε, εἶσθε πολὺ δύσκολος. − Ἂν δὲν σᾶς ἐγνώριζα, θὰ ἔλεγα ὅτι εἶσθε πρωτοετής… Ἐλογαριάσατε ποτὲ πόσα μαθήματα γίνονται τὸ χρόνο;… − Ἐγὼ νά σας πῶ»! προβαίνει εἷς νέος. «Τὴν θερινὴν ἑξαμηνίαν μὴν τὴν λογαριάζετε… εἶνε στὸ χαρτὶ μονάχα ὅπως τὰ πλεῖστα ἐν Ἑλλάδι. Ἡ χειμερινὴ εἶνε τὸ πᾶν… ἕξη μῆνες ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο… Ὑπολογίσατε τόρα…» Καὶ ὁ νέος κύριος ὑπολογίζει καὶ ἐξαιρεῖ, ἐξαιρεῖ, καὶ ἔρχεται εἰς συμπεράσματα ἀπελπιστικώτατα. Ἄλλος ἀντικρούει. Καὶ γενικεύεται οὕτω καὶ ζωηρεύεται ἡ συνομιλία, καὶ ὑψοῦνται ἀπότομοι φωναί, καὶ ὁμοιάζει πρὸς ἔριδα ἡ συζήτησις, ἀντηχοῦσα ἐν τῷ μέσῳ τοῦ κρότου τῆς βροχῆς. Ἐν τούτοις φοιτηταί τινες εἰσέρχονται εἰς ἄλλας αἰθούσας παραδόσεων· ἄλλοι ἀνέρχονται πρὸς τὸ ἀναγνωστήριον τῆς βιβλιοθήκης· ἄλλοι τρέχουσι πρὸς τὸν Ἱπποσιδηρόδρομον· ὀλίγοι ἄφοβοι διαστέλλουσι τἀλεξιβρόχια καὶ ρίπτονται ἀποφασιστικῶς εἰς τὴν ὁδόν, κατὰ τὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος Λυκίδου. «Κ' ἐμεῖς τί γινόμαστε τόρα;» λέγει ὁ Γιάγκος Ἀντωνόπουλος πρὸς τὸν Τάκην Γαβριήλ, ἅμα ἀπεχώρησαν δύο−τρεῖς φίλοι, μεθ' ὧν ἀπετέλουν ἰδιαίτερον κύκλον. «Ξεύρω κ' ἐγὼ μ' αὐτὸ τὸν κατακλυσμό, ποῦ διάβολο μπορεῖ νὰ πάῃ κανείς;… Μοῦ φαίνεται πῶς ἔτσι θὰ ἔβρεχε καὶ ἐπὶ Νῶε… − Βροχὲς ἐφέτος· θἄχουμε πάλι καμμιὰ πλημμύρα στὴ Βάθη. − Καὶ νέαν συνεισφορὰν τοῦ κὺρ Νικόλα. − Τόρα δύσκολα… αὐτὲς τῂς ἡμέρες ὁ κακομοίρης εἶνε πνιγμένος στὰ ἔξοδα. Ἔκαμε δευτέραν ἔκδοσιν τοῦ Βυζαντίου διωρθομένην καὶ ἐπηυξημένην… − Τὰ εἶδα, τὰ εἶδα… διὰ τὸν φόβον τοῦ ἀντικρυνοῦ… Μὰ ἐπὶ τέλους ἐδῶ θὰ στεκόμεθα; Πᾶμε στὸ ζαχαροπλαστεῖον ἀπέναντι νὰ πάρουμε τίποτα, νὰ διαβάσουμε ἐφημερίδας… − Καὶ νὰ βραχοῦμε;… ἆ, μπᾶ. Νὰ περνοῦσε κανένα ἁμάξι… − Ἀπὸ τὰ προπύλαια θὰ περάσῃ ἁμάξι; ἀμ δὲν τὸ ξέρουν πῶς περιμένεις!… Ἔλα, ἔλα· θὰ πᾶμε στοῦ θειοῦ Ροδάλη νὰ παίξουμε λιγάκι· δύο βήματα εἶνε. − Βέβαια! δὲν εἶνε κακὸ νἀνεβάσουμε στὸ ξένο σπίτι ὅλες τῂς λάσπες τοῦ δρόμου… − Λοιπόν;… Πᾶμε νἀκούσουμε κανένα μάθημα στὸ ἀμφιθέατρο; Καθόμαστε ψηλά−ψηλά, καὶ ἂν δέν μας ἀρέσῃ ὁ καθηγητής, τὸ στρόνουμε στὴν κουβέντα… πᾶμε; ὡς ποῦ νὰ περάσῃ ἡ βροχὴ θὰ τελειώσῃ καὶ τὸ μάθημα. − Δὲν εἶνε ἄσχημο… ἄλλως τε εἶνε τὸ μόνον καταφύγιον… − Ἔλα πᾶμε, ἢ φυσικῆς μάθημα θὰ ᾖνε ἢ ἰατρικῆς· πάντα τερπνόν· πᾶμε…» Καὶ ἔβησαν πρὸς τὸ ἀμφιθέατρον. Διὰ τῶν εὐρέων του παραθύρων ἐξέβαλλεν ὁ θόρυβος τῶν συνηγμένων φοιτητῶν. Ἐπλησίασαν τὴν μικρὰν θύραν καὶ εἶδον. Ἦτο ἡ αἴθουσα σχεδὸν πλήρης. Ὁ ἠλεκτρικὸς κωδωνίσκος ἤχει τὴν ὥραν τοῦ μαθήματος, κατισχύων τοῦ θορύβου. Εἰσῆλθον. Ὁ ὅμιλος ἐξερράγη αἰφνιδίως εἰς ποδοκροτήματα, εἰς ἀνάρθρους φωνάς, εἰς ποππύσματα, εἰς συριγμούς. Οἱ φοιτηταὶ τῆς ἰατρικῆς ἐξεπλάγησαν ἐπὶ τῇ ἀήθει ἐκείνῃ ἐπισκέψει. Τί ἐζήτουν αὐτοὶ οἱ ἁβροί, οἱ κομψευόμενοι, οἱ τρυφεροί, ἐν μέσῳ τῶν ἀπεσκληρυμένων ἐκείνων ἐργατῶν τῆς σμίλης καὶ τῶν πτωμάτων; Γνώριμοί τινες τῶν νέων κροτοῦσι διὰ τῶν ραβδίων καὶ φωνάζουσιν: «− Ἔξω οἱ δικηγόροι! ἔξω οἱ δικηγόροι! − Ἔξω! ἔξω!» ἀποκρίνονται οἱ ἄλλοι ἐν ἀλαλαγμῷ. Ὁ Γιάγκος προχωρεῖ καταπόρφυρος, ἀλλὰ μετ' ἀξιοπρεπείας, ὡσεὶ ἀναίσθητος τοῦ θορύβου. Ὁ Τακῇς γελᾷ ὄπισθέν του, γελᾷ καὶ ἀπειλεῖ διὰ τοῦ ἀλεξιβροχίου τοὺς γνωρίμους. Ἀνέρχονται ἐπὶ τέλους μίαν τῶν τριῶν κλιμάκων, τῶν ὁδηγουσῶν εἰς τὰ ἀμφιθεατρικὰ βάθρα, καὶ κάθηνται ὑψηλὰ−ὑψηλὰ παρὰ τὴν ὀροφήν, μόνοι οἱ δύο. Τότε παύει ὁ θόρυβος. Καὶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς ἐρευνῶσι τὴν αἴθουσαν ὅλην. Εἶνε μᾶλλον σοβαραὶ αἱ ὄψεις τῶν ὑποψηφίων ἰατρῶν. Ἀπὸ τοῦδε συναισθάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὴν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς πόλεως ἢ τοῦ χωρίου ἀποστολήν των, καὶ δὲν παρορῶσι τὴν ἰδιάζουσαν ἐμβρίθειαν καὶ ὑπεροψίαν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἐπαγγέλλωνται. Λάμπουσι πού καί που διόπτραι δοκτορικαὶ μὲ πλατὺ σειρήτιον, ἐπὶ ὀφθαλμῶν καμμυόντων· προκύπτουσι πώγωνες ἐξυρισμένοι μεταξὺ παραγναθίδων· διακρίνονται αἱ ἐπίσημοι ἐπιγονατίδες, μακραὶ πλὴν τετριμμέναι ὀλίγον ἢ κηλιδωμέναι· πλειονοψηφοῦσι σήμερον τἀλεξιβρόχια, ἀλλ' ἀναφαίνονται ἔνια χαρακτηριστικὰ ραβδία, χονδρά, ἄκαμπτα, μὲ λευκὰς ὀστεΐνους λαβάς. Ἀπὸ πολλῶν εὐρέων θυλάκων ἐκφεύγουσιν αἱ ἄκραι μολυβδίδων καὶ ὀγκωδῶν σημειωματαρίων. Οἱ νεώτεροι, ἀμύητοι ἔτι εἰς τὰ μυστήρια τῆς ἀγυρτείας, εἶνε ἀφελέστεροι, παιδικώτεροι, μὲ περισσοτέραν κομψότητα ἐνδεδυμένοι, μὲ μεγαλητέραν ζέσιν θορυβοῦντες. Εἶνε ἐλεεινὴ ὑπὸ ἔποψιν καθαριότητος ἡ αἴθουσα. Ὁ κονιορτὸς ἐγείρεται ὡς νέφος ὑπὸ τὰ ποδοκροτήματα. Τὰ γραφεῖα, τὰ πρὸ τῶν καθισμάτων, ἐφ' ὧν πατοῦσιν ἀνερχόμενοι καὶ κατερχόμενοι, ὅσοι ἀνάγωγοι βαρύνωνται νὰ εὕρωσι τὰς κλίμακας, εἶνε κατερρυπωμένα. Ἔχουσι ἡπλωμένας ἐπ' αὐτῶν ἐφημερίδας μὲ ἀνεστραμμένους τίτλους, ὅσοι θέλουσι νὰ κρατήσωσι σημειώσεις. Μόνον λευκάζουσιν αἱ πλευραὶ τῶν ὑπερκειμένων γραφείων, αἵτινες χρησιμεύουσιν ὡς ἐρεισίνωτα εἰς τοὺς κάτωθεν καθημένους. Ἐντὸς τοῦ ἡμικυκλικοῦ χώρου, κεχωρισμένου διὰ ξυλίνων κιγκλίδων, παράκειται ἠκρωτηριασμένη ἡ εὐρύνωτος καθέδρα τοῦ καθηγητοῦ, ἐνώπιον τῆς μεγάλης τετραγώνου τραπέζης. Κάτωθεν τοῦ ἀπέναντι παραθύρου, ὁ ἐπιμήκης μαυροπίναξ, ὑπόλευκος πού καί που ἐκ νεφῶν κιμωλίας, ἐπιδεικνύει σχήματά τινα γεωμετρικὰ ἡμίσβεστα, πλησίον τῶν ὁποίων ἐζωγράφισέ τις χονδροειδῆ γελοιογραφίαν ἑνός τῶν καθηγητῶν, διεγείρουσαν ἄφθονον γέλωτα. Διὰ τῶν ὁλανοίκτων παραθύρων εἰσέρχεται τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς ἡμέρας. Φαίνεται ἔξω ἡ τετράγωνος αὐλή, ἔρημος ὑπὸ τὴν βροχήν, μὲ τοὺς δύο φανούς, πλημμυροῦσα ὕδατος, καὶ γύρω−γύρω τὸ ὑψηλὸν τεφρὸν οἰκοδόμημα, ἀποφράσσον τὴν θέαν τοὐρανοῦ. Ὑπὸ τοὺς ὑποστέγους διαδρόμους βαδίζουσι μὲ συρόμενα βήματα, συνωθούμενοι, συναντώμενοι, φοιτηταὶ καὶ κλητῆρες. Ἄνω ἐπὶ τοῦ μακροῦ σιδηροφράκτου ἐξώστου τῆς Βιβλιοθήκης, ἐλησμονήθη μία φορητὴ κλίμαξ καὶ εἷς τάπης, βρεχόμενα πλησίον μιᾶς τῶν μαρμαρίνων προτομῶν. Εἰσέρχονται ὁλοὲν οἱ φοιτηταὶ καὶ πληροῦσι τὸ ἀμφιθέατρον. Ἡ βροχὴ ἐπιτείνει τὴν συρροήν. Δὲν ὑπάρχει πλέον θέσις. Ἵστανται ὄρθιοι ἐπὶ τῶν βαθμίδων τῶν κλιμάκων, περὶ τὰς κιγκλίδας τὰς πρὸ τῆς ἕδρας. Μάζα τις συμπαγὴς βραδυνάντων σχηματίζεται παρὰ τὴν εἴσοδον, ἀνακινουμένη, συμπιεζομένη, στενοχωρουμένη. Ἀκούονται φωναί: «Ἐμπρός! ἐμπρός!» Ὅστις, λυτρούμενος τῆς συμπιέσεως, κατορθοῖ νἀποσπασθῇ καὶ νὰ προχωρήσῃ ἐντὸς τῆς αἰθούσης, γίνεται δεκτὸς δι' ἀλαλαγμοῦ ὑπὸ τῶν καθημένων. Καὶ ἀντηχοῦσιν εὐφυολογίαι καὶ ἐπιφωνήσεις μετὰ κρότων: «Ἔξω ὁ παπᾶς!… ἔξω ὁ δάσκαλος!… μπρρρρρ!… − Ἔξω!… − Μὲ τὰ γυαλιὰ ἔξω… μπρρρρρ! − Ἔξω!…» Καὶ ὅταν κανεὶς ἐπιτυγχάνῃ νὰ εὕρῃ θέσιν ἀναρριχώμενος ὑψηλά, ἐκρήγνυνται παρ' ὅλων ἐν χορῷ εἰρωνικαὶ ἐπιδοκιμασίαι: «Μπράβο… μπράβο!» Οἱ δὲ δύο φίλοι, καθήμενοι ἐκεῖ ἐπάνω, μεμονωμένοι, ἀόρατοι σχεδόν, συνομιλοῦσι, σχολιάζουσι, γελῶσι, χωρὶς νὰ κινῶσι πλέον κανενὸς τὴν προσοχήν. Ὁ Τάκης πρὸ πάντων εἶνε φαιδρότατος· ἂν καὶ χωρὶς νὰ λαμβάνῃ μέρος, ἐκτιμᾷ ὅμως τοὺς χαριεντισμοὺς τῶν ἰατρῶν. «Βρὲ ὄρεξι πού την ἔχουν πρωῒ−πρωΐ» λέγει πρὸς τὸν Γιάγκον. «Ἐνόμιζα πῶς ἐμεῖς οἱ Νομικοὶ ἔχουμε τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν πᾶν 'πίσω. Τὰ λένε τόσῳ νόστιμα!… Ἔπειτα ἐδῶ−μέσα ἐπικρατεῖ πλήρης ἐλευθερία κινήσεων… ἐμεῖς λιγάκι νὰ κάνουμε πῶς θὰ κινηθοῦμε, ὤ, πάει τὸ φωκόλ, πάει ὁ λαιμοδέτης, πάει τὸ καπέλλο… Αὐτοί, βρὲ παιδί, πλέουν μέσ' τὴ σκόνη καὶ τρίβουνται μεσ' τὴ λάσπη, μὲ τὴν μεγαλητέραν ἀφέλειαν. Γιὰ 'δὲς χάλι τὸ καπέλλο αὐτουνοῦ τοῦ κυρίου ἀπέναντι… − Γιατροὶ ἄνθρωποι τόρα καὶ θὰ ξεσπασθοῦν ἀπὸ τέτοια!… Πῆγες ποτὲ στὸ Ἀνατομεῖο ποῦ ἐργάζονται; − Πῆγα μιὰ μέρα μὲ τὸν κύριον Καλλιβωκᾶ…» Ἐν τῷ μεταξὺ εἰσῆλθε μετὰ κόπου εἷς κλητήρ, ὁ πρόδρομος τοῦ καθηγητοῦ, φέρων ποτήριον ὕδατος ἐπὶ ὑποκρατηρίου, τὸ ὁποῖον ἀπέθηκε χυμένον κατὰ τὸ ἥμισυ ἐπὶ τῆς τραπέζης. Ἐφόρει τὸ τετριμμένον κυανοῦν ἀμπέχονον μὲ τὰ κίτρινα σειράδια, μὲ τ' ἀκαθάριστα κομβία, μὲ δύο γλαῦκας ἐπὶ τοῦ ἐπιτραχηλίου. Ἀκατάσχετοι ἀντήχησαν πάλιν αἱ ἐπιφωνήσεις: «Μπράβο! μπράβο!…» Ἔκπληκτος ὁ γέρων κλητὴρ ἀνέκοψε τὸ βῆμα, ἀνήγειρε τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ἠτένισε διὰ τοιούτου ἤθους, ὥστε γέλως παταγώδης διέδραμε τὸ ἀμφιθέατρον ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω. «Δὲν ἐντρέπεσθε! σεῖς οἱ μεγαλήτεροι ποῦ θὰ δώσετε τὸ παράδειγμα!» ἀνέκραξεν ὀργίλος, διὰ τρεμούσης φωνῆς. «Μπράβο!… μπράβο!… − Τόρα ἐγὼ πηγαίνω εἰς τὸν κύριον Πρύτανιν καὶ βλέπετε σεῖς! − Μπράβο! μπράβο!…» Καὶ ἔφυγεν ἐν μέσῳ χαλάζης ποδοκροτημάτων, γελώτων. Καὶ ἀνήρχετο τὸ αἷμα εἰς τὰς κεφαλάς, καὶ ἐφοίνισσε βαθμηδὸν τὰ ὠχρὰ πρόσωπα, καὶ ἐξετοπίζοντο οἱ λαιμοδέται ἀπὸ τῶν περιλαιμίων, καὶ ἠτάκτουν αἱ τρίχες τῶν κομῶν ἐκ τῆς ζωηρότητος, ἐκ τῶν κινήσεων, καὶ ἐκορυφοῦτο ἡ πρωϊνὴ φαιδρότης ἐν τῇ πολυπληθεῖ ὁμηγύρει. Καὶ ἔξω ἔβρεχεν ἀκόμη ραγδαίως, καὶ κατέπιπτον μετὰ κρότου οἱ κρουνοὶ τοῦ ὕδατος ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς αὐλῆς. Σιγμὸς παρατεταμένος ἀνήγγειλε τὴν εἴσοδον τοῦ καθηγητοῦ. Πολιὸς γέρων, σεβαστός, μὲ κύλινδρον χειρογράφων εἰς τὴν χεῖρα, προὐχώρησε καὶ κατέλαβε τὴν ἕδραν, μὲ ἦθος ταπεινόν, μετριοφρόνως. Ἐπὶ τοῦ ἀπερίττου μελανοῦ αὐτοῦ ἐνδύματος, ὡς καὶ ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ πίλου, τὸν ὁποῖον ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς τραπέζης, διεκρίνοντο σταγόνες τινὲς ὕδατος. Ἡ ὄψις του ἐφαίνετο ἀπηυδηκυῖα, καταβεβλημένη, παρὰ τὸ εὐσταλὲς νεανικὸν σῶμα. Μόνον οἱ ὀφθαλμοί του ἔλαμπον ἐξ ἀσυνήθους πυρός, ἐν τῷ μέσῳ τῆς χιόνος τοῦ πώγωνος καὶ τῆς κόμης. Ἠκούσθησαν ὄπισθεν ὀλίγα «ἀπ' ἐμπρός, ἀπ' ἐμπρός» πρὸς τοὺς κυκλώσαντας τὴν ἕδραν καὶ ἀποφράξαντας τὴν θέαν, ἀλλὰ εἰς ἓν νεῦμα τοῦ καθηγητοῦ ἐπεκράτησεν ἀπόλυτος σιγή. Διέκοψαν τὴν συνομιλίαν των καὶ οἱ δύο φίλοι ἐπάνω, καὶ ἔτεινον τὸ οὖς. «Εἴπομεν, κύριοι, εἰς τὸ προηγούμενον μάθημα,» ἔλεγεν ὁ καθηγητὴς ἀργά, μετὰ φωνῆς ἠρέμου, κατά τι ἐρρίνου, συμμιγνυομένης πρὸς τὸν θόρυβον τῆς βροχῆς, «ὅτι… εἰς τὸ οὖρον δυνάμεθα νὰ παρατηρήσωμεν μεγάλην τινὰ ποικιλίαν χρωμάτων,… προερχομένων ὑπὸ πολλῶν καὶ διαφόρων αἰτιῶν, νόσων, ἀποχωρήσεων, μίξεων, ὀποῦ καρπῶν καὶ καθεξῆς… ἀπὸ τοῦ ὠχροῦ ἀχυρίνου, μέχρι τοῦ ἐρυθροῦ, τοῦ κυανοῦ καὶ τοῦ μέλανος. Τόρα πρόκειται νὰ συμπληρώσωμεν ὀλίγα τινὰ ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου… καὶ νὰ μεταβῶμεν κατόπιν… Καὶ προέφερε διακεκομμένας τὰς φράσεις του καὶ ἔκριζον αἱ μολυβδίδες καὶ αἱ γραφίδες ἐπὶ τῶν τετραδίων καὶ συνεῖχον ὅλοι τὰ στόματα, καὶ ὁ καθηγητὴς ὡμίλει, ὡμίλει… «Διάβολε, ποῦ μπλέξαμε!… δὲν πρόκειται περὶ εὐώδους πράγματος, Γιάγκο!…» εἶπε χαμηλοφώνως ὁ Τάκης πρὸς τὸν φίλον του. «Καὶ νὰ δοξάζῃς τὸ Θεό!» ἀπήντησεν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόνου ὁ Γιάγκος· «ἐδῶ−μέσα 'μποροῦσε νἀκούσουμε καὶ γιὰ πειὸ χειρότερα πράγματα. Ἔρχου εἰς τὰ μαθήματα τῆς ἰατρικῆς νὰ συχαθῇς μιὰν ὥρ' ἀρχήτερα τὴν Ἀδέλα σου… − Αἴ, καὶ τί θὰ κάνουμε πρὸς τὸ παρόν; − Τὴν κουβέντα μας σιγὰ−σιγὰ καὶ δὲν πειράζει. Ψηλὰ ποῦ εἴμαστε κανένα δὲν ἐνοχλοῦμε… − Συνήθως τὸ ἀρτίως ἐκκενωθὲν οὖρον εἶνε καθαρόν!» ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ καθηγητοῦ, ὑψουμένη βαθμηδόν. «Μᾶς ἐφώτισεν… εἴμεθα ὑπόχρεοι!» εἶπεν ὁ Τάκης. Ἆχ; τί μοὔκαμες, Γιάγκο, ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τὤβρῃς. Καὶ κἄποιος ἀπὸ κάτου μυρίζει φανικὸν ὀξύ, ποῦ κοντεύω νὰ σκάσω, πούφ! − Ἕνας μοναχά;… Ἔννοια σου, ἔρχου ἐδῶ συχνά, θὰ ὠφεληθῇς… Θὰ μάθῃς τοὐλάχιστον ἀπὸ τί βρωμοπράγματα συνίσταται ἐκεῖνο τὸ λευκὸ σωματάκι ποῦ λατρεύεις… καὶ τόσον καιρό, ὥστε νὰ καταντᾷς γελοῖος εἰς τὰ μάτια οἱουδήποτε ἰατροῦ, ἔστω καὶ τοῦ ἐλαχίστου… − Ὁ ἐλάχιστος θὰ ᾖνε βέβαια ἐκεῖνος ὁ νανοειδής, ποῦ κάθεται ἐκεῖ−κάτου… ἀς ᾖνε. Ὥστε κατὰ σὲ οἱ ἰατροὶ δὲν ἀγαποῦν τὰς γυναῖκας; οἱ κακόμοιροι!… − Τῂς ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἐπὶ τέλους δὲν τῃς λατρεύουν! μιὰ−δυό, ἐτελείωσε… μιὰ φορὰ νὰ πάῃ στὸ νοσοκομεῖο καὶ νὰ ἰδῇ, τοῦ φθάνει… ἐκλείπει ἡ ὄρεξις τοῦ κρέατος καὶ βρασμένου καὶ ὠμοῦ… Ποῦ τὸ κακὸ τὸ δικό σου!… Ἕνας μῆνας κοντεύει καὶ ἀκόμη δὲν βαρέθηκες τὴν Ἀδέλα. − Μὰ εἶνε νὰ τὸ βαρεθῇ κανεὶς ἐκεῖνο τὸ πλασματάκι; − Ὡραῖο πλασματάκι… καὶ ἀθῶο τὸ καϋμένο, μὰ τὴν ἀλήθεια… Μιὰ ἀπ' αὐτὴ ἐκεῖ… πρώτης τάξεως… Τῂς προάλλες ἦλθε νὰ προσκαλέσῃ τὸ Μελέτη… γιὰ νά της χαρίσῃ τὸ λογαριασμὸ τῶν σιγαρέττων… − Αὐτή; μπᾶ, ὄχι! ἡ μητέρα της… αὐτή, ξέρεις εἶνε πολὺ κερδοσκόπος γυναῖκα, καὶ ἐσκέφθη τῷ ὄντι ἕνα τέτοιο σχέδιο, σὰν ἔμαθε τὴν ἱστορία τοῦ io t' amo. Ἀλλὰ ἡ Ἀδέλα ἠρνεῖτο μὲ μεγάλην ἐπιμονήν, ὡς ποῦ μού το εἶπεν ἐμένα, ἐπλήρωσα τὸ λογαριασμὸ καὶ τέλειωσε τὸ ζήτημα. − Σὺ ὁ ἴδιος ἐπλήρωσες τὸ Μελέτη; − Ναί· ἕνα βράδυ στὸ καφενεῖο. − Καὶ μὲ τί ὕφος ἐδέχθηκε ἀπὸ σὲ αὐτὰ τὰ χρήματα; − Ψυχρότατα, ἀπαθέστατα… Μήπως ἤξευρεν ὅτι ἔγεινε λόγος περὶ αὐτοῦ; − Τὸ ἤξευρε! − Τὸ ἤξευρε;!» ἀνέκραξεν ὅσον ἐδύνατο ἐκεῖ ὑψηλοφώνως ὁ Τάκης, μετ' ἐκπλήξεως ἐντρόμου. «… τὴν ποσοτικὴν ἀνάλυσιν τοῦ οὔρου, τὴν γενομένην ὑπὸ τοῦ Βερζελίου…» ἔλεγεν ὁ καθηγητής. «Μάλιστα, ἤξευρε ὅτι τοῦ κατέστρεφες τὴν εὐτυχίαν του!» ἐπανέλαβεν ὁ Γιάγκος. «Καὶ σὺ πῶς τὸ ἔμαθες αὐτό, αἴ; − Τὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸν κὺρ Νικόλα. − Πάλιν αὐτός! πάλιν ὁ κυρ Νικόλας στὴ μέση! Μὰ τί καταδίκη ἔχουν αὐτοὶ οἱ κουρεῖς… ζιζάνια, σκάνδαλα!… − Ἔχεις ἄδικον· ὁ κυρ Νικόλας δὲν ἀνακατεύθηκε καθόλου. Πρέπει νὰ ξεύρῃς ὅτι ὁ Μελέτης εἶνε φίλος του καὶ πελάτης του… Τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπομεσήμερο, ποῦ πήγαν ὡς ἔξω στὰ Πατήσια, τοῦ διηγήθηκε ὅλην αὐτὴ τὴν ἱστορία. Καὶ ἰδού πῶς ἔτρεξε. Ἡ κυρία Βαλλότη τοῦ τὸ εἶπε τοῦ Μελέτη πρῶτα… δηλαδὴ τοῦ ἐπρότεινε τὸ σχέδιό της, χωρὶς νὰ 'πῇ ς' ἐσᾶς τίποτα. − Τού το εἶπε… − Βέβαια τού το εἶπε. Καὶ ὅταν τὸ εἶπε στὴν Ἀδέλα εὕρηκε, φαίνεται, τὸ πρόσκομμα· καὶ ἡ Ἀδέλα σού το εἶπε σέ, καὶ σύ τον ἐπλήρωσες, διὰ νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε του ἀξίωσι, τὴ στιγμὴ ποῦ 'περίμενε νὰ γίνῃ ὁ εὐτυχέστερος τοῦ κόσμου. − Τί λές! ἀμ αὐτὸς θὰ μ' ἔχῃ στοῦ διαβόλου τὸ κατάστιχο… − Ἀπὸ αὐτὸ μόνον; Αὐτὸς σὲ μισεῖ θανασίμως ἀπὸ τὴ βραδυὰ ποῦ πάτησε τὸ πόδι σου στὸ καφέ−σαντάν… Εἶσαι ἀνόητος, καϋμένε Τάκη… Θέλεις νά μας κάνῃς τόρα τὸν ἐρωτευμένο… Ἀμ δέν τον ἄφινες κ' ἐκεῖνον, ἐγωϊστά, νὰ ἱκανοποιήσῃ μιὰ φορὰ τὸν ἔρωτά του;… τί ἤθελε νὰ πάθῃς;… Τὴν ἡμέρα αὐτός, τὴν νύκτα πάλι ἐσύ· σάματις ἤθελε νά της πάρῃ τὴν ἐμμορφιὰ μαζί του; − Καλὰ λές! ποῦ τἄξευρα 'γὼ αὐτά!… Δὲν ἔπρεπε νὰ φανῶ τόσῳ σκληρός, καὶ εἰς ἐποχὴν μάλιστα πού την μισοβαρέθηκα… γιατὶ στην ἀρχή, δέν σου λέγω, μποροῦσε νὰ ἦμαι ἐγωϊστής… ἀλλὰ τόρα πειά, τί νομίζεις;… Ἔπρεπε νὰ φοβηθῶ περισσότερο τὸν ἔρωτά του, τὸ μῖσός του, τὴ ζηλοτυπία του, τὴν ἀπελπισιά του… Πρὸ πάντων δὲ ἂν ἤξευρα ὅτι τοῦ ἔγεινε λόγος… Τοῦ ἔβαλαν τὸ χουλιάρι στὸ στόμα, καὶ ἐγὼ ἔτρεξα καὶ τού το πῆρα… − Ἕνα τέτοιο ἀπάνου κάτου τοῦ ἔκαμες, καὶ τὸ ξέρει αὐτὸς πολὺ καλά… Ἤ νομίζεις πῶς δὲν θά σε ἐκδικηθῇ; Πλανᾶσαι… Τί; τὸν περιφρονεῖς;… Σύχασε, ἢ μᾶλλον, ἀνησύχησε, γιατὶ τὸ μάτι του καὶ τὸ πρόσωπό του μοῦ λέγουν πολλά. Ἀληθινὴ ἐπανάστασις συμβαίνει μέσα του. − Ἂν τὸ ἤξευρα εἰμποροῦσε νά του φανῶ καλός, νά τον λυπηθῶ. Ἀλλὰ τὰς ἐπαναστάσεις του δέν τας φοβοῦμαι… − Ναί, ἀλλὰ εἶσαι ὁ τύραννός του καὶ θὰ σὲ ἀνατρέψῃ.» Ἔμειναν ἐπ' ὀλίγα λεπτὰ σιωπηλοί. Ὁ Τάκης ἐσκέπτετο. Ἡ βροχὴ ἀντήχει ρυθμικώτερον ἐπὶ τοῦ πλακοστρώτου· ὁ καθηγητὴς ἐξηκολούθει μὲ ζωηρὰν φωνήν, μὲ τρέχουσαν ἤδη φράσιν: «… τὸ οὐρικὸν ὀξύ, τὸ περιεχόμενον κατ' ἀναλογίαν ἑνὸς ἐπὶ τῆς χιλίοις… δὲν εἶνε συνήθως ἴσον κατὰ ποσὸν παρὰ τῷ αὐτῷ ἀτόμῳ καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχήν… Ἐπίσης ἡ ποσότης τοῦ ὕδατος ἐξαρτᾶται… ἐξαρτᾶται λέγομεν… − Καὶ νὰ ἰδῆς ποῦ τόρα τὸ σκέπτομαι» ἤρχισε πάλιν ὁ Τάκης. «Ἡ ματιές του κ' ἐμένα δὲν μ' ἀρέσουν… καὶ νὰ ἰδῆς καμμιὰ φορὰ πού με παρακολουθεῖ στὸ δρόμο. Προχθὲς μὲ πῆγε ὡς τὸ σπίτι… ποιὸς ξέρει τί θέλει… Μὴν ἐτρελάθηκε ἀπὸ ἔρωτα; − Πρόσεξε μήν του μιλήσῃς ποτέ, Τάκη. − Χά, χά, χά, τὸν φοβᾶσαι; − Σὺ ξέρεις ἂν φοβοῦμαι ἢ ὄχι… ἀλλὰ γιὰ φαντάσου τί χάρι ποῦ ἔχει νὰ κάνῃ κανεὶς καυγάδες μὲ τὸ Μελέτη!… καὶ αὐτὸς ἀφορμὴ θὰ γυρεύῃ… − Δὲν ντρέπεσαι, τὸ ψοφῆμι! Μιὰ νὰ γυρίσω νά τον ἰδῶ, πάει, ἔφυγε… Ἀλλὰ 'σύχασε… πολὺ γρήγορα θά του ἀφήσω ἐλεύθερον τὸ πεδίον… εἰμπορεῖς νά με συγχαρῇς ἀπὸ τόρα διὰ τὸν διάδοχόν μου. Φθάνει νὰ ξαναϊδῇ ἡ κυρία Βαλλότη κανένα io t' amo ἀπάνου στὸ κουτὶ τοῦ καπνοῦ… Ἐγὼ δίδω τὴν παραίτησί μου ἀμέσως… − Μπά! μὰ πῶς ἔτσι ἔξαφνα; − Στὸ διάβολο! κἄτι πού την βαρέθηκα… κἄτι ποῦ λυποῦμαι καὶ τὸν πατέρα μου… − Τὸ ἔμαθεν ἐπὶ τέλους; − Ἦτο δυνατόν; ὅλα! Δυστυχῶς εἶνε ἄνθρωπος πολὺ πρακτικός… Καθὼς φαίνεται ἔκαμε τὰ στραβὰ μάτια καί μου παρέχει κάθε εὐκολίαν… Αἴ, σὺ ξέρεις τὸ χαρακτῆρά μου… μὲ τέτοια συγκατάβασι μπορεῖ ἐγὼ νὰ ἐξακολουθήσω ν' ἀσωτεύω; Ἡ καλωσύνη του γιὰ μὲ εἶνε ἀποτελεσματικωτέρα ἀπὸ χίλιες αὐστηρότητες… − Καλά· καὶ ἡ μητέρα σου; − Ἐκείνη πάλι ἄλλου εἴδους ἄνθρωπος. Δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβω ἂν τὸ ξέρῃ ἢ ὄχι· οἱ ὑπαινιγμοί της εἶνε τόσον ἀόριστοι, ὥστε εἰμπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς πάρῃ γιὰ τυχαίους… Στοῦ θειοῦ δὰ τοῦ Ροδάλη, οὔτε ἰδέα… οὔτε ἰδέα… − Ναὶ μὲ τὸ νοῦ σου πάντα… Ἡ κυρία Ροδάλη ὅλα τὰ ὑποπτεύεται… − Τὸ ὑποπτεύεται ἴσως, ἀλλὰ δὲν ἔμαθε τίποτε ὁριστικόν.» Ἐσιώπησαν πάλιν. «…καὶ ποῖος παραδείγματος χάριν,» ἔλεγε πάντοτε ὁ καθηγητής, «δύναται νὰ ἐπίσχῃ τὰ ἄφθονα οὖρα ἐν καιρῷ χειμῶνος ἀττικοῦ, καί… μετὰ κραιπάλην ὁλονύκτιον ἐν τῷ ζυθοπωλείω Μπερνιουδάκη;…» Γελῶσι θορυβωδῶς οἱ ἀκροαταί. Οὕτως ἐξακολουθεῖ ἡ παράδοσις, ἀρτυομένη πολλαχοῦ ἐν οἴστρῳ διὰ χαριτολογημάτων καὶ παρεκβάσεων. Μετὰ τοῦ κριγμοῦ δὲ τῶν γραφίδων καὶ τοῦ ρυθμικοῦ κρότου τῆς βροχῆς, ἀντηχεῖ διὰ τῆς αἰθούσης συχνότατα καὶ ὁ γέλως, φαιδρός, ὁλόψυχος. Μετὰ τὴν ἐξέτασιν τοῦ οὔρου ὁ καθηγητὴς εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἱδρῶτος. «Καὶ πότε θἀρθῇ ὁ πατέρας σου;» ἠρώτησε πάλιν ὁ Τάκης, ὅταν ἐβαρύνθη τοὺς χημικοὺς ὅρους. «Ὡς τὴν ἄλλην ἑβδομάδα μοῦ γράφει… − Ἆ, σού 'γραψε; − Ναί· θά μου τηλεγραφήσῃ νὰ καταιβῶ στὸν Πειραιά. − Αἴ,… νὰ τόρα περίστασις νὰ πληρωθοῦν οἱ πόθοι σου, νὰ παύσουν οἱ παλμοί σου, ποῦ λέει… Ὁ πατέρας μπορεῖ νὰ σοῦ κάμῃ τὸ γάμο μὲ τὴν Ἑλένη… − Γάμο, χά, χά. Γιὰ γάμο νά του 'πῶ τοῦ πατέρα μου;… Ἔπειτα, ἀρκεῖ νὰ θέλω… μπορεῖ νὰ πληρωθοῦν οἱ πόθοι μου καὶ χωρὶς αὐτόν. − Δὲν λέγω ὄχι· καὶ μόνος σοῦ εἰμπορεῖς νά την πάρῃς. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νά σε βοηθήσῃ κανείς… − Δὲν ἐννοῶ αὐτό… − Ἀλλὰ τί; − Δὲν εἶνε καιρὸς νά σου 'πῶ τόρα… Ὅταν ἀγαπᾶται κανεὶς ὅπως ἀγαπῶμαι ἐγώ…» Καὶ διεκόπη ὑπὸ νέου γέλωτος. «…μίαν παρέκβασιν, κύριοι!» ἔλεγεν ὁ καθηγητής. «Σᾶς παρακαλῶ πολὺ νὰ τραβηχθῆτε λιγάκι παρὰ κάτω, ἐσᾶς τοὺς πέριξ… Τὸ νὰ ἦμαι ἔτσι ἱδρωμένος, δὲν εἶνε λόγος ὅτι θά σας ὁμιλήσω καλλίτερα περὶ ἱδρῶτος… ναί… Ἔλεγον λοιπὸν ὅτι ὁ ἱδρὼς σπανίως εἶνε κεχρωματισμένος… μόνον εἴς τινας ἐξαιρετικὰς περιπτώσεις δύναται νἀναφανῇ ὑπόχλωρος ἢ καὶ αἱματώδης… − Ἀς ᾖνε· τὴ δουλειά μας ἐμεῖς… Δέν μου λὲς πῶς τὰ πᾷς τόρα μὲ τὴν Ἑλένη; − Ἐξαίρετα… − Αὐτὸ τὸ βλέπω· ἕνα ἄλλο ἤθελα νὰ σ' ἐρωτήσω. Πρόσεξε νά μου ἀπαντήσῃς μὲ εἰλικρίνειαν, γιατὶ μοῦ ἦλθε ἔξαφνα ὄρεξις νὰ ψυχολογήσω. Ὅπως ἀγαποῦσες τὴν Ἑλένην πρίν, μὲ τὰ νάζια της, τὴν ἀγαπᾷς τόρα ποῦ εἶνε τόσον ἐνδοτική; Εἰς τὴν ἀγρίαν της κατάστασιν σοῦ ἤρεσε περισσότερον, ἢ τόρα ποῦ εἶνε μέχρις ἀηδίας ἐξημερωμένη;» Ὁ Γιάγκος ἔβαλε μικρόν τινα στεναγμὸν καὶ ἀπέτρεψε τὸ πρόσωπον. Ἦτο ὕπωχρος τὴν πρωΐαν ἐκείνην. Ὑγροὶ ἦσαν οἱ μεγάλοι γαλανοὶ ὀφθαλμοί του, ὡς ἐὰν ἐπεπόλαζον ἐντός των δύο δάκρυα, ἕτοιμα νὰ καταρρεύσωσιν. Ἀπέπνεεν εὐωδίαν τινὰ ἁγνότητος καὶ διήγειρε τὴν ἰδέαν ἄνθους δροσορρύτου πρωϊνοῦ. «Ὄχι» ἀπήντησεν «ὄχι!… δὲν εἰμπορῶ νὰ τὸ κρύψω… Μυστήριον εἶνε ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου… − Σιωπή, μή σ' ἀκούσουν οἱ γιατροί. − Καλά, ἀς 'ποῦν ὅ,τι θέλουν… Καὶ πρὸ πάντων ἡ δική μου. Δὲν αἰσθάνομαι πλέον διὰ τὴν Ἑλένην, ὅ,τι αἰσθανόμουν ἄλλην φοράν, αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια. Τόρα μοῦ ἀπασχολεῖ ὀλιγωτέρας στιγμάς… Ἐκείνη ἡ ἀνησυχία, ἡ ζηλοτυπία, ὁ φόβος, ἡ ἐλπίς, ἔτρεφεν ἄλλην φορὰν τὸν ἔρωτά μου μὲ τόσην ἀφθονίαν, σὰ νὰ ἔτρωγε κάθε μέρα στὸ καφὲ−ρεστωράν τῆς Εὐρώπης. Ἡ τωρινὴ εὐτυχία ὅμως… τί νά σου 'πῶ… δὲν εἶνε καλὴ τροφοδότις… τοὐναντίον ὁ ἔρως μου μένει ἀδύνατος, ἀτροφικός… πολὺ καλλίτερα τρώγει ὁ Πλάτων Λυκίδης… − Χμ!… ἔχεις καὶ χάριν, βλέπω, εἰς τὴν ὁμολογίαν τοῦ κακουργήματός σου… Γιὰ πές μου ὅμως, ὅταν σοῦ τἄλεγα ἐγώ… ὅταν σοῦ ἔλεγα ὅτι ᾑ γυναῖκες ξέρουν καὶ λογαριάζουν… Καὶ ἀμφέβαλλες ποτὲ περὶ τοῦ ἔρωτος τῆς Ἑλένης; Τὸ καϋμένο τὸ κορίτσι! πῶς ἤξευρε τὴν ἀστασίαν τῶν ἀνδρῶν… − Τὸ ἁψίκορον νὰ λέγῃς… − Τὸ ἁψίκορον, τὸν ἐγωϊσμόν, τὴν αἰσχρότητα, ὅ,τι θέλῃς… Πόσον καλὰ ἐπροσποιεῖτο. Ἀλλὰ τόρα… ποιὸς ξέρει ποιὸς τὴν ἔπεισε περὶ τῆς καλωσύνης σου, καὶ τὴν ἔπαθε τὸ δυστυχισμένο… Καὶ οὔτε δυὸ μῆνες δὲν πέρασαν ἀκόμα… Ἔρως κατὰ τῆς ἀδιαφορίας εἰς τὴν ἀρχή, ἀδιαφορία κατὰ τοῦ ἔρωτος εἰς τὸ τέλος… Νά, ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ πάθους σου. Ἆ, ὄχι ἀδιαφορία, ἔχεις λάθος. Τὴν ἀγαπῶ ἀκόμη, τὴν ἀγαπῶ. Εἰμπορεῖ κανεὶς εὔκολα νἀδιαφορήσῃ πρὸς τὴν Ἑλένην; − Ὁ ἔρως σου μένει ὅμως ἀτροφικός. − Ναί, δὲν ἔχει τὰς προτέρας συγκινήσεις. − Αἴ, θἀποθάνῃ… − Θἀποθάνῃ;» Ὁ Τάκης δὲν ἀπήντησεν ἄλλο. Προσέσχεν ἐπ' ὀλίγον εἰς τὸν καθηγητήν, ὅστις ἐξηκολούθει: «…καὶ ἅμα ἡ θερμοκρασία τοῦ περιέχοντος ἐξισῶται ἢ ὑπερτερῇ τὴν συνήθη φυσιολογικὴν θερμοκρασίαν τοῦ σώματος, τότε κυρίως ἐκκρίνεται ἐκ τῶν ἀδένων καὶ περιρρέει τὸ σῶμα καὶ ἐξατμίζεται ὁ ἱδρώς, ὅστις, μετὰ τῆς πνευμονικῆς διαπνοῆς, διατηρεῖ τὸ σῶμα… τὸ διατηρεῖ εἰς τὴν σταθερὰν αὐτοῦ θερμοκρασίαν. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐν καιρῷ μεγάλης θερμότητος, ἐπὶ σωματικῶν κόπων καὶ ἐπί τινων ἀσθενειῶν, καλύπτεται τὸ δέρμα ἀφθόνως ὑπὸ θρόμβων ἱδρῶτος, τοὺς ὁποίους δυνάμεθα νὰ ὑποβάλλωμεν ὑπὸ χημικὴν ἐξέτασιν… ἐὰν θέλωμεν βέβαια. Καὶ θέλομεν παρατηρήσει πρῶτον ὅτι… − Τί τα θέλεις! ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνῃ» ἐπανήρχισεν ὁ Τάκης, ἅμα ὁ καθηγητὴς εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἀνάλυσιν. «Ἐγὼ τὸ εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή: δὲν εἶσθε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, τελείωσε! Εἰμπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν ἰδικόν σου ἔρωτα κόρη σὰν τὴν Ἑλένη; Νά τα λέμε τόρα θέλεις; ἢ μήπως σοῦ κολακεύει αὐτὴ ἡ ἐρωμένη κανένα εἶδος φιλοτιμίας, φιλαυτίας;… Ἡ Ἑλένη εἶνε ἄλλου κύκλου ἄνθρωπος, ἄλλων νέων ἐρωμένη, ἄλλου ἀνδρὸς σύζυγος… Δὲν εἶνε καθόλου σύμφωνος μὲ τὴν θέσιν, μὲ τὸν χαρακτῆρα, μὲ τὰς ἕξεις τὰς ἰδικάς σου… Ἂν βγάλῃς παραδείγματος χάριν, τὸν ἔρωτα τὸν ὁποῖον μπορεῖ τόρα νὰ αἰσθάνεται πρὸς ἐσέ, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ βγῇ μιὰ μέρα… τί μένει, σὲ παρακαλῶ ἀπὸ τὴν Ἑλένη;… − Πολλὰ πράγματα. − Ποιά; αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ βαρεθῇς σὲ λίγο καιρό. Ἄκουγέ με, γιατὶ ς' αὐτὰ ἔχω περισσοτέραν πεῖραν ἀπὸ σέ. Μιὰ−δυὸ φορὲς νὰ μείνετε μόνοι καὶ πάει… Δὲν ξέρω μάλιστα ἄν τα ἐκτιμᾷς τόσῳ πολύ, ἀφ' ὅτου συνεφιλιώθητε καὶ συναντᾶσθε εἰς τοῦ θειοῦ Ροδάλη… − Ἆ, ἴσα−ἴσα πού την ἀποφεύγω πολὺ ἐκεῖ−μέσα. Σὲ τέτοιο σπίτι νὰ κάμνω ἐγὼ ἔρωτες… μοῦ φαίνεται, πῶς νά σου 'πῶ, σὰν βεβήλωσις, σὰν ἱεροσυλία. Καὶ νομίζω πῶς δέν θα ξαναπατήσω πειά…» Ὁ Τάκης προσήλωσε τὸ βλέμμα διὰ τοῦ ὁλανοίκτου παραθύρου ἔξω εἰς τὴν αὐλήν. Ἡ βροχὴ εἶχε κοπάσει σχεδόν. Σταγόνες τινὲς κατέπιπτον πού καί που ἐπὶ τοῦ πλημμυροῦς, στιλπνοῦ πλακοστρώτου, ἐφ' οὗ ἀντανεκλῶντο συγκεχυμένως καὶ ἀναστρόφως οἱ πράσινοι στύλοι τῶν φανῶν καὶ αἱ τεφραὶ προσόψεις τοῦ κτιρίου. Διεσταυροῦντο φοιτηταί τινες μὲ ἀνοικτὰ ἀλεξιβρόχια, βαδίζοντες μετὰ προσοχῆς ἐπὶ τοῦ ὀλισθηροῦ ἐδάφους, μὲ τὰς ἀντίποδας αὐτῶν σκιάς. Τὰ ἔβλεπεν ὅλα ὁ Τάκης ρεμβός, ὡσεὶ μυρία στρέφων κατὰ νοῦν. «Ναί» εἶπε μετ' ὀλίγον, «κ' ἐγὼ συμφωνῶ… ἐδῶ δὲν μπορῶ νὰ φανῶ ὅσον θέλω καὶ ὅσον εἶμαι πρακτικός. Τὸ σπίτι τοῦ θειοῦ μου, δὲν εἶνε ὅπως τὰ ἄλλα σπίτια… ἀποτελεῖ ἐξαίρεσιν, σὲ βεβαιῶ… Ὅλοι τους ἐκεῖ μέσα εἶνε ἄγγελοι, ἁγνοί, ἠθικοὶ μέχρι σεμνοτυφίας. Δὲν τὸ πιστεύει κανείς… Τοὺς λυποῦμαι διὰ τὴν ἁπλότητά τους, διὰ τὴν ἀθωότητα… Μέσα σὲ τέτοιαν οἰκογένεια νὰ ζητᾷς εὐκαιρία νὰ μείνῃς μόνος μὲ μιὰν Ἑλένην Φωτίου, νὰ τῆς μιλήσῃς κρυφά, νά την φιλήσῃς… εἶνε βέβαια πολὺ ἀνάρμοστον πρᾶγμα. Ἀς μὴν ᾖνε βεβήλωσις ἢ ἱεροσυλία… ἐγὼ λέγω κατάχρησις, ἀπρέπεια… − Τὸ ἐσκέφθηκα. Ἕνας τίμιος ἄνθρωπος σεβόμενος τὴν θέσιν του, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ὑποπέσῃ εἰς τὸ λάθος μου. Δὲν θὰ ξαναπάγω πειά… − Ἀλλὰ δὲν πταῖς πολὺ καὶ σύ, ἀφ' οὗ ἀνέχονται στὸ σπίτι τους τὴν Ἑλένη… Ἕνα τέτοιο κορίτσι ἔπρεπε νὰ βρεθῇ, γιὰ νὰ παραλείψῃς καὶ σὺ τὸ ὀφειλόμενο σέβας… Ἀλλ' ἀς ᾖνε. Νὰ σοῦ δώσω καὶ μιὰν ἄλλη συμβουλή: τῆς Ἑλένης ἔμπα της· εἶνε αὐτοῦ τοῦ φυράματος· πολλὲς ἰδανικότητες δὲν σηκόνει… νὰ ποῦ στὸ λέγω. Εἴσοδο στὸ σπίτι της ἔχεις ὅ,τι ὥρα θέλῃς. Πήγαινε εἰς τὸ ἑξῆς τακτικά… κανένα πρόσκομμα δὲν θὰ βρῇς. Μιὰ θἀνάψῃ ὁ ἔρως σου καὶ μιὰ θὰ σβυσθῇ… κίνδυνο δὲν ἔχεις κανένα νὰ τρέξῃς… καὶ ἔπειτα…» Ὁ νέος ἔμεινεν αἴφνης μὲ μισὴν λέξιν. Κατάπληξις συνεῖχε τὸ ἀμφιθέατρον. Δὲν ἔκριζον πλέον αἱ γραφίδες. Δὲν ἠκούετο ἀναπνοὴ μεταξὺ τοῦ πολυπληθοῦς ἀκροατηρίου. Μόνον ἡ γλῶσσα τοῦ καθηγητοῦ ἔτρεχεν, ἔτρεχε γοργή, ὁρμητικὴ ὡς χείμαρρος. Ἡ φυσιογνωμία τοῦ πρεσβύτου ἐνεψυχοῦτο· ἐχρωματίζοντο αἱ παρειαὶ του· ἀνέλαμπον οἱ ὀφθαλμοί του μ' ἐνθουσιώδη ἔκφρασιν, ἐπὶ τοῦ χιονοστεφοῦς του προσώπου· τὸ εὐσταλές του σῶμα ἀνεδείκνυτο εἰς κινήσεις ζωηράς. Καὶ ἡ φωνή του βαθμηδὸν ὑψοῦτο, καὶ ἀντήχει παλλομένη, γλυκεῖα, πληροῦσα διὰ τοῦ μελῳδικοῦ αὐτῆς τόνου τὴν αἴθουσαν ὅλην: «…δεν εἶνε ταῦτα μόνα» ἔλεγεν, «ὅσα ἔχομεν νὰ παρατηρήσωμεν περὶ τοῦ ἱδρῶτος. Ἐὰν ᾖνε ἀληθὲς ὅτι δὲν εἴμεθα μόνον ἰατροί, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι τὸν κόσμον οἰκοῦντες, μᾶς ἐπιτρέπεται… τί λέγω; ἔχομεν χρέος νὰ ἐγκαταλείψωμεν πρὸς στιγμὴν τὴν φυσιολογίαν καὶ τὴν χημείαν. Τί μᾶς ἐνδιαφέρει, κύριοι, ἐὰν ὁ ἱδρὼς ᾖνε ἄχρους ἢ ὑπόχλωρος, ἐὰν ἀντιδρᾷ ὀξέως ἢ ἀλκαλικῶς, ἂν καταλείπῃ κρυστάλλους κατὰ τὴν ἐξάτμισιν, ἂν περιέχῃ ὕδωρ, ἐκχυλίσματα, ἅλατα ἢ ὀξέα, ἀφ' οὗ ᾖνε ἡ σημαντικωτέρα τῶν ἐκκρίσεων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὥς τις σημαία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, ὥς τι σύμβολον τῆς ἐργασίας του; Ἀφ' ἧς ὁ Δημιουργὸς εἶπε πρὸς τὸν πρωτόπλαστον ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ὁ ἱδρώς, −αὐτὰ τὰ ἐκχυλίσματα, τὰ ἅλατα καὶ τὰ ὀξέα, − εἶνε τὸ ἔμβλημα τῆς ἀπ' αἰώνων προόδου ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ ἱδρώς!… Καὶ ποῖος, κύριοι, εἰς τὴν θέαν τῶν μεγαλοπρεπῶν κατορθωμάτων τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως καὶ περινοίας, τῶν κατακτήσεων τῆς Ἐπιστήμης, τῆς Τέχνης, τῆς Ἐλευθερίας, δὲν ἐφαντάσθη ἑκατομμύρια μετώπων εὐγενῶν, ὑπερύθρων ἐκ τοῦ καμάτου, περιρρύτων ἐξ ἱδρῶτος, εἴτε κυπτόντων ἐπὶ τοῦ ἄκμονος, εἴτε κλινόντων ἐπὶ τοῦ βιβλίου, εἴτε ἀγερώχων πρὸ τοῦ ξίφους, εἴτε ἀνυψουμένων πρὸς τὸ στερέωμα, εἴτε καὶ στρεφομένων πρὸς τὸ ἀκροατήριον εὔελπι, διψῶν παιδεύσεως ἀγαθῆς, ὡς εἶνε τὸ ἰδικόν μου;… Ἀς εἴπωμεν, χωρὶς νὰ φανῇ παράτολμος ἡ παρομοίωσίς μας, ὅτι ὁ ἱδρὼς εἶνε ὥς τι ἔλαιον, δι' οὗ ἐπαλείφεται ἡ γιγαντιαία, ἡ πελωρία μηχανὴ τῆς ἀνθρωπότητος, ἥτις κατεργάζεται τὸν πολιτισμὸν καὶ τὴν πρόοδον, ὑπὸ τὸν χειρισμὸν πνεύματος ὑπερτέρου. Τί εὐγενέστερον τῆς ἐργασίας, τί τιμιώτερον τοῦ ἱδρῶτος τούτου, τοῦ χυνομένου ὑπὲρ τῆς εὐημερίας τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν!… Καὶ ὅμως ὁ ἱδρὼς δὲν εἶνε πάντοτε τίμιος· ὅλαι αἱ ἐργασίαι δὲν ἄγουσι πρὸς τὸ αὐτὸ ἅγιον τέλος… Δέν μας ἀποκαλύπτει τίποτε τὸ μικροσκόπιον καὶ ἡ χημικὴ ἀνάλυσις, πλὴν ὑπάρχει καὶ ἄτιμος ἱδρώς, μεθ' ὅλην τὴν ὁμοιότητα τῆς ὑλικῆς συστάσεως. Ἄτιμος εἶνε, −τὸ εἰξεύρετε, − ὁ ἱδρὼς τῆς ἑταίρας, ὁ ἱδρὼς τοῦ δημίου, ὁ ἱδρὼς τοῦ κακούργου, ὁ ἱδρὼς τοῦ δολοφόνου… Ἀλλ' ὄχι μόνον τούτων! Ἄτιμος εἶνε ἐπίσης ὁ ἱδρὼς τοῦ τυράννου, τοῦ πιέζοντος τὰ πλήθη, ὑφ' οἱονδήποτε πρόσχημα· τοῦ σοφοῦ, τοῦ διαδίδοντος ἰδέας βλαβεράς· τοῦ μοχθηροῦ, τοῦ καταστρώνοντος σχέδια ἐκδικήσεως· ὅλων τῶν ἐργαζομένων εἰς τὸ σκότος, ὅλων τῶν δράσεων τῶν μετ' ἐλαστικῆς συνειδήσεως… Λέγουσι συνήθως καθαρὸν μέτωπον. Ἐὰν ἡ φράσις δὲν ἔχῃ ἴσως ἄλλην σημασίαν, ἀφορῶσαν εἰδικῶς εἰς τοὺς συζύγους, νομίζω ὅτι καθαρὸν μέτωπον εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἐκηλιδώθη ὑπὸ ἀτίμου ἱδρῶτος. Μίαν συμβουλὴν θά σας δώσω. Εἶσθε νέοι. Τόρ' ἀκόμη ἐπὶ τῶν βάθρων τούτων, σχηματίζετε τὰς ἀρχὰς τοῦ κατόπιν κοινωνικοῦ σας βίου. Ἀς ᾖνε οἱαιδήποτε. Εἶσθε ἐλεύθεροι νὰ ἐκλέξητε ἀρχὰς ἢ καὶ νὰ νομοθετήσετε ἰδίας εἰς ἑαυτούς. Ζήσατε συμφώνως μὲ τὴν συνείδησίν σας −ἀλλ' εἰς τὴν ἐλαχίστην παλινῳδίαν, εἰς τὴν ἐλαχίστην διατάραξιν τῆς ἁρμονίας ταύτης, σκέφθητε ἀμέσως ὅτι τὸ μέτωπόν σας πρέπει νὰ ᾖνε πάντοτε καθαρόν, καὶ ὁ ἱδρώς σας πάντοτε τίμιος… τίμιος!» |
Γ. Ξενόπουλος, Νικόλας Σιγαλός, εισ.−επιμ. Ε. Αμιλήτου, Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α, 2002, σσ. 295−312