ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Καρκαβίτσας, Ανδρέας
Η Λυγερή (απόσπασμα)
Δ΄ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΗΓΑΔΙΤώρα κεῖται παρημελημένον μὲ σκορπισμένα χείλη, κατεστραμμένα σκαλοπάτια, γεμᾶτον ἀπὸ ξύλα καὶ πέτρες, ὡς πηγὴ κατηραμένη. Οἱ βρύσες, χύνουσαι κατὰ συνοικίας ἄφθονον καὶ ὑγιεινὸν νερόν, ἐστέρησαν αὐτὸ καὶ τοῦ τίτλου, τὸν ὁποῖον εὐγνωμόνως τοῦ ἀπέδιδον οἱ κάτοικοι· ὁ δ' ἐπαρχιακὸς δρόμος, διελθὼν ἀπὸ πλησίον, ἐγύμνωσεν αὐτὸ τοῦ μυστηρίου, ἐφυγάδευσε τὸν προστάτην θεόν του καὶ τὸ ἐξέθεσεν εἰς τὰς κακοβούλους διαθέσεις τῶν διαβατῶν. Τὰ παλληκάρια τοῦ τόπου δὲν συγκινοῦνται πλέον εἰς τὴν ὄψιν του καὶ οἱ λυγερὲς οὐδ' ἐνθυμοῦνται κἄν τὴν ὕπαρξίν του. Ἐρωτήσατε ὅμως τοὺς πρὸ εἴκοσι, πρὸ εἰκοσιπέντε ἐτῶν νέους, ὁποίας στιγμὰς τοῦ βίου των ὀφείλουν εἰς αὐτό· ἴδετε τὰς μαραμμένας ὄψεις τῶν γραιῶν, πῶς ζωηρεύονται, ὅταν προφέρουν τ' ὄνομά του. Ὁ γυμνὸς ἐκεῖνος χῶρος ἀνακαλεῖ εἰς αὐτοὺς ἐποχὴν ὁλόκληρον, ὅπως ἡ ὄψις τάφου ἐπαναφέρει εἰς τὴν μνήμην μὲ ὅλας τὰς συνηθείας τῆς ζωῆς του προσφιλῆ νεκρόν. Ἐπανευρίσκουν μυστικὰς χαρὰς ἐκεῖ κατασπαρείσας· ἐκφραστικὰ βλέμματα ἐκεῖ ἀφεθέντα· λόγους ἀγάπης, κρύφια ἐναγκαλίσματα, διακοπέντα αἴφνης ἀπὸ τὸ βῆμα διαβάτου καὶ μὴ ἐπαναληφθέντα ποτὲ πλέον· πόθους ἐκεῖ ἀναφανέντας κι ἐκεῖ μείναντας ὡς φυτὸν μαρανθὲν κατὰ τὴν βλάστησίν του. Ὅλος ἐκεῖνος ὁ βίος τῆς νεότητος ὁ μυστικός, ὁ ἀφανής, ὁ κρύφιος, ὁ διαρρέων λάθρα διὰ τῆς καρδίας καὶ τῆς ψυχῆς, πλανᾶται ἀκόμη δι' αὐτοὺς ἐκεῖ, τοὺς ψηλαφᾷ γλυκύτατα, τοὺς προσμειδιᾷ κι εὑρίσκουν οἱ ἀπόμαχοι οὗτοι τῆς νεότητος τὴν δρόσον, τὴν εὐεργετικὴν δύναμιν τοῦ ἀπομάχου πλέον ἐκείνου ποτισῶνος. Διότι τὸ Καλὸ Πηγάδι ἦτο ὁ μόνος ποτισὼν τῆς κωμοπόλεως τότε. Ἀκόμη ἀπὸ τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας το νερὸν ἐσπάνιζεν ἐκεῖ . Καὶ ὄχι διότι ἐστερεῖτο ὁ τόπος πηγαδίων. Ἀλλ' ὅλα ἦσαν «ἄτυχα», εἶχον γλυκὺ εἴτε ὑφάλμυρον νερόν, ὅλως ἀκατάλληλον πρὸς πόσιν. Πρῶτος ὁ Χασὰν Ἀλῆς κι ἔπειτα ὁ Σιμὰν ἀγᾶς, πλούσιοι Τοῦρκοι, ἤνοιξαν δύο μεγάλα πηγάδια, μετὰ τὸν Τζαφέρην, τὸν γεφυρώσαντα τὸν Στρεμμένον, εὐεργετήσαντες κατὰ πολὺ τοὺς κατοίκους. Ἀλλ' ὁ Σιμὰν ἀγᾶς ὑπῆρξεν εὐτυχέστερος εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ ἐδάφους. Οἱ νεράϊδες, αἱ ἔφοροι τῶν πηγῶν, ἐπλούτισαν τὸ πηγάδι του μὲ ὅλα τὰ δῶρά των. Ἔκαμαν τὸ νερόν του διαυγές, ψυχρὸν, εὐκολοχώνευτον καὶ νόστιμον, ὥστε ὅλοι οἱ κάτοικοι ἀπὸ αὐτὸ νὰ ὑδρεύωνται. Κι ἐπήγαιναν καθ' ἡμέραν, ἀπὸ τὰς πρώτας μεταμεσημβρινὰς ὥρας μέχρι βαθείας νυκτός, αἱ γυναῖκες κι αἱ παρθένοι νὰ γεμίσουν τὶς στάμνες των, ἔφερον οἱ νέοι νὰ ποτίσουν τ' ἄλογά των, ἤρχετο καὶ ὁ γέρων νεροκουβαλητὴς μὲ τὸ γαϊδουράκι νὰ γεμίσῃ τὰ μικρά του βαρέλια. Ἔτσι συνηντᾶτο ἐκεῖ ποικιλία χαρακτήρων καὶ παρήγετο ποικιλία γεγονότων. Ἡ γυναικεία φλυαρία ἐπετείνετο εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον, τὰ νέα τῆς ἡμέρας συνεζητοῦντο καὶ ἀνελύοντο μετ' ἀκριβολογίας περισσῆς· ἡ κακολογία, ἡ ὁποία εἰς τὰ μικρὰς κοινωνίας ἐμπλέκει, ὅπως ἡ ἀράχνη τὰ ζωΰφια εἰς ἀσφυκτικὸν ἱστόν, ὀνόματά τινα ἐπίφθονα καὶ οἰκογενείας, εὕρισκεν ἐκεῖ ἐλεύθερον στάδιον ἐνεργείας. Ἀλλ' εὕρισκεν ἐλεύθερον στάδιον ἐνεργείας ἐκεῖ καὶ ὁ ἔρως ἀπὸ παρθένους ἁπλοϊκὰς καὶ ἀφελεῖς, ὅπως ἡ Ρεβέκκα, τὴν ὁποίαν συνήντησεν ὁ ταμίας τοῦ Ἀβραάμ εἰς τὴν πηγὴν τοῦ Ναχώρ· ἡ συζυγικὴ πίστις ἀπὸ γυναῖκας, ὅπως ἡ Πηνελόπη τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἡ ποτίζουσα τον μαῦρον τοῦ ξένου χωρὶς νὰ τὸν ἀτενίζῃ εἰς τὰ μάτια· ἡ φιλία ἀπὸ νέους μὲ ρωμαλέα καὶ ἀνδροπρεπῆ αἰσθήματα. Καὶ αὐτὴν τὴν ἑσπέραν ἡ ἰδία εἰκὼν ἐφαίνετο εἰς τὸ Καλὸ Πηγάδι. Ὅλος ὁ πέριξ τόπος κατείχετο ὑπὸ συμμιγοῦς καὶ ἀδιακόπου θορύβου. Ὅμιλοι γυναικῶν ἤρχοντο καὶ ὅμιλοι ἀπήρχοντο μὲ τὶς στάμνες γεμάτες εἰς τὴν κεφαλὴν ἤ τὰς χεῖρας ἤ ἐπὶ τῶν ὤμων· χαιρετισμοὶ ἀντηλλάσοντο κατὰ διαφόρους ἐκφράσεις· γέλωτες κι ἐπικλήσεις καὶ φωναὶ συνήχουν μὲ τοὺς κωφοὺς κτύπους τῶν ἀγγείων καὶ τοὺς ὀξεῖς ἤχους τῶν σίκλων· βλέμματα πονηρὰ διεσταυροῦντο καὶ κραυγαὶ ἐκπλήξεως μετὰ μορφασμῶν καὶ μειδιαμάτων ὑπόπτων ἐκυκλοφόρουν. Ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν χειλέων τοῦ πηγαδιοῦ καὶ κάτω ἐπὶ τοῦ πετρίνου ἁλωνίου σμῆνος ὁλόκληρον ἐχειρονόμει κι ἐφλυάρει καὶ ὑδρεύετο ἐναλλάξ. Πέντε−δέκα σίκλοι ἀνέβαινον διὰ μίαν στιγμὴν ἀπὸ τὰ ἔγκατά του· δέκα−εἴκοσι χεῖρες τοὺς ἥρπαζον εὐθὺς καὶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς ἐκένουν ἐντὸς τῶν χασκόντων ἀγγείων. Ἐκ τῆς σπουδῆς τῆς ὑδρεύσεως καὶ ἐκ τῆς ἁμίλλης, ὅπως μὴ ὑστερήσῃ ἡ μία τῆς ἄλλης, παρήγετο σύγχυσις περισσοτέρα. Τὰ σχοινία τῶν σίκλων περιεπλέκοντο· αἱ γεμάται στάμναι ἐκενοῦντο κρυφίως εἰς ἄλλας ὑπό τινος πονηρᾶς, βιαζομένης, εἴτ' ἐχύνοντο κατὰ γῆς ὑπὸ ἄλλης σκανδαλιάρας εἴτ' ἐξηφανίζοντο καθόλου εἴτ' ἐθραύοντο πολλάκις ἐξ ἀλληλοσυγκρούσεως. Τότε ἤρχιζον οἱ διαπληκτισμοί, αἱ κατάραι, εἰς τὰς ὁποίας ἐγέλων κι ἐφώναζον ἐμπαικτικῶς αἱ κάτω ἀναμένουσαι τὴν σειρὰν των γυναῖκες. − Νὰ τί σοῦ κάνει ἡ Κεβή· −τὴν βλέπεις! − Καὶ δὲν ἀκοῦς γλῶσσα ποὺ σὤβγαλε! − Σὰν δὲν παίρνεις νὰ τῆς σπάσῃς τὴ βσίκα 'ς τὸ κεφάλι!.. Εἶχον κουρασθῆ νὰ περιμένουν τόσην ὥραν μὲ τὲς στάμνες πρὸ τῶν ποδῶν καὶ τὰς χεῖρας σταυρωμένας καὶ προσεπάθουν νὰ διασκεδάσουν ἐξανάπτουσαι τὴν ἔριν διὰ τῶν λόγων. Παρέκει δύο γραῖαι, ἀφοῦ διὰ συναξαρίου εὐχῶν ἔπεισαν μίαν παιδίσκην νὰ γεμίσῃ τοὺς σίκλους των, προσεστραμμέναι πλησίον ἐβλέποντο καὶ «ψί… ψί…» συνωμίλουν στόμα μὲ στόμα περὶ σπουδαίας δῆθεν ὑποθέσεως. Πλησίον δ' ἐκεῖ δύσμορφος καὶ ἀστεῖος νεανίας ἔφερεν ὑπερήφανον ἄλογον νὰ ποτίσῃ κι ἐζήτει ἕνα σίκλον. Ἀλλ' αἱ γυναῖκες ὅλαι ἠρνοῦντο νὰ τοῦ δώσουν καὶ ὁ νέος ἐσνενοχωρεῖτο καὶ παρεκάλει χαριτολογῶν: − Μωρ' δόστε μου, νὰ μὲ ἰδήτε καλὸ γαμπρό!… Αἱ γυναῖκες ἐγέλων διὰ τοῦτο κι αἱ παρθένοι ἐξεκαρδίζοντο. Μὰ τί νόστιμα ποὺ τὰ λέει ὁ Φωτάκης!… Ἀλλ' ὁ νέος ἐβιάζετο· ἐβαρύνθη μόνον νὰ λέγῃ κι αἴφνης ἥρπασεν ἕνα σίκλον, ἀνασυρθέντα ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ παρὰ τὰς φωνὰς τῆς ἀντλούσης κοντούλας γεροντοκόρης ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὸ στόμα τοῦ ζῴου του. − Ἔτσι νὰ δροσίσω κι ἐγὼ ἐσένα, κυρά μου! εἶπε μὲ ἱλαρότητα ὁ νέος. Γέλως θορυβώδης ἐξερράγη ἀπὸ τους λόγους αὐτούς. Ἀλλ' ἡ μία τῶν γραιῶν ἐμόρφασε δυσαρέστως. − Τί ξετσιποσιές, ἀδερφή! εἶπε. − Ἀμ δὲν ἄκουσες τὰ χθεσινά; Μπᾶ, ποὺ δὲν ξέρει πιὰ πῶς νὰ μᾶς βαστάξῃ ὁ Θεός!… ἐπρόσθεσεν ἡ ἄλλη. Καὶ ἤρχισαν τὰ δύο λαδικὰ νὰ σχολιάζουν διὰ λόγων κλαυθμηρῶν, μετὰ ψευδευλαβείας περισσῆς τὴν χθὲς ἐμπρὸς εἰς τὸ σπίτι τοῦ Καινούριου σκηνήν. Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι οὔτε ἡ μία οὔτε ἡ ἄλλη ἦσαν ἐκεῖ. Ἤκουσαν τὸ γεγονὸς λεγόμενον εἰς τὰ μακρινὰς γειτονίας των καθεμία καὶ τώρα, ἀφοῦ συνηντήθησαν, ἔκριναν ἀναγκαῖον ν' ἀσχοληθοῦν ὀλίγον καὶ περὶ αὐτοῦ… Ἀκοῦς, καλέ, νὰ μένῃ αὐτὴ καρφωμένη εἰς τὴν ταράτσα κι ἐκεῖνος ἀπὸ κάτω νὰ τῆς δίδῃ τὴν κουλούρα ἐμπρὸς σὲ τόσον κόσμο! Ποὺ ἠκούσθη ἄλλοτε τέτοιο πρᾶγμα… Ἔ, τί νὰ εἰπῇ! Δὲν τὸ ἐπερίμενε ποτὲ αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἀνθὴ ἡ γριὰ Κωνσταντινιά· τὴν ἤξευρε τόσο φρόνιμη!… Ἀλλ' ἡ γριὰ Βαγγελιὼ ἐβεβαίωνε, ὅτι δὲν εἶνε νὰ πιστεύῃ κανεὶς οὔτε τὰ ἴδια του τὰ μάτια. Ἀπ' τὸ σιγαλὸ ποτάμι νὰ φοβᾶσαι. Ἄ! ἐκείνη πάντα τὸ ἔλεγε, πῶς χρήματα ἠμπορεῖ ν' ἀπόκτησεν ὁ Στριμμένος, μὰ φρόνιμο κορίτσι δὲν ἀπόκτησε! Μπᾶ, Παναγία μου· δὲν πᾶνε νὰ κάμουν τοὐλάχιστον κρυφὰ ὅ,τι κάνουν παρὰ φανερὰ ἐβγῆκαν εἰς τοὺς δρόμους σὰν τὰ σκυλιά! Κι ἐξήφθησαν μικρὸν κατὰ μικρὸν αἱ στρεβλαὶ ψυχαὶ τῶν λαδικῶν κ' ἔγιναν οἱ λόγοι των ἀκουστοὶ πέριξ, ὥστε νὰ προσελκύσουν καὶ ἄλλας γυναῖκας. Κύκλος ἐσχηματίσθη γύρω των ἀπὸ μεσοκόπους, ἀπὸ παρθένους καὶ παιδίσκας ἀκόμη. Καὶ ὅλαι ἦσαν κατὰ πάντα σύμφωνοι μὲ τὰς γραίας. Οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε τὸ νεάζον πνεῦμα οὐδ' αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἡ ἀκμάζουσα οὔτε τὰ ἴδια συναισθήματα ἤρχοντο νὰ ὑπερασπίσυν τοὺς δύο ἐραστάς. Τοὐναντίον καθεμία ἐφρόντιζε πῶς νὰ σωρεύσῃ περισσοτέρας κατηγορίας ἐναντίον των, πῶς νὰ φανῇ ὅτι ἀποδοκιμάζει τοιαῦτα κινήματα. Ἐκοκκίνιζον τὰ πρόσωπα τῶν μεσοκόπων, σκανδαλιζομένων ὑπὸ τοῦ πειρασμοῦ· ἐφοβοῦντο αἱ μητέρες, μήπως αἱ τοιαῦται σκηναὶ προσβάλουν τὴν ἠθικὴν τῶν θυγατέρων των, τοῦ χωρίου ὁλοκλήρου, κι ἐκόπτοντο τώρα καὶ ἀνεθεμάτιζον σχεδὸν τὴν κυρὰ Παναγιώταινα, ποὺ δέχεται τὰς τοιαύτας παρεκτροπὰς τῆς θυγατρός της. − Ἐγώ, ἄν μὤκανε τέτοια τὸ κορίτσι μου, τό σφαζα στὸ κατῶφλι τῆς πόρτας μου· εἶπε τραγικῶς χειρονομοῦσα εὔσωμος γυνή. − Κακομοῖρα μάνα, θεός σχωρέσ' την! τὤλεγε πάντα· «ὁ κόσμος, μωρὲ παιδιά μου, χάλασε· ἔτσι ποὺ πᾶμε θὰ μᾶς ἔρθῃ κι ἄλλη νεροποντή!» ἐπρόσθεσε ἡ γριὰ Βαγγελιὼ μὲ τόνον θρηνώδη ἐνθυμουμένη τὰς περὶ νέου κατακλυσμοῦ προφητείας τῆς μητρός της. − Ἀμ σώπα, καλότυχη! στὸν καιρὸ τὸ δικό μας, ποὺ νὰ γένουν τέτοια πράμματα!… ἀντέκρουσε μωρόσοφον γραΐδιον. − Ἐγὼ νά, ἐγώ μωρές, μὲ βλέπετ' ἐμένα; ἔκραξεν ἀράθυμη ἡ γριὰ Κωνσταντινιά. Ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν πῆρα τὸ συχωρεμένο Κωνσταντῆ, δὲν τὸν εἶδα στὰ μάτια… Ἅμα καταλάβαινα πὼς ἐρχόταν φράστ! ἐγὼ ἔφευγα στοὺς γειτόνους νὰ κρυφτῶ ὡς ποὺ νὰ φύγῃ… − Ὄχι, σὰν τώρα κἄνε, ποὺ μ' ὅποιον βρεθοῦν στέκουν καὶ μιλοῦν στοὺς δρόμους!… Ἡ συνομιλία τῶν γυναικῶν ἐλάμβανε διαφόρους φάσεις κι ἐζωηρεύετο. Ἐν τούτοις ἐπὶ τοῦ πηγαδίου διεξήγετο ἀκόμη θορυβώδης ὁ περὶ τῆς ὑδρεύσεως ἀγὼν καὶ ἐξηκολούθουν ἀκόμη νὰ πηγαινοέρχωνται αἱ χωρικαὶ ἀπὸ τὰ μονοπάτια. − Γιὰ ἰδέστε, πῶς ἔρχεται, ἡ σιγαλοπαπαδιά! εἶπεν αἴφνης μία γυνὴ δεικνύουσα πρὸς τὴν εἴσοδον τοῦ χλοεροῦ δρομίσκου, τοῦ φέροντος ἀπὸ τῆς κωμοπόλεως εἰς τὸ πηγάδι. Αἱ γυναῖκες διέκοψαν τὴν συνομιλίαν των καὶ ἠτένισαν ὅλαι μὲ μειδίαμα χλευαστικὸν τὴν Ἀνθήν. Ἤρχετο ἡ λυγερὴ κρατοῦσα τὴν στάμναν ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου καὶ ἄλλην διὰ τῆς χειρὸς ἀκολουθουμένη ὑπὸ μικρᾶς ἀνυποδήτου παιδίσκης, φερούσης τὸν σίκλον. Δὲν εἶχε τίποτε τὸ προσποιητὸν ἐπάνω της, ὅπως ἤθελον νὰ φανερώσουν διὰ τοῦ ἐπωνύμου σιγαλοπαπαδιᾶς αἱ κακολογοῦσαι γυναῖκες. Ἐπὶ τοῦ προσώπου, ἐπὶ τοῦ βαδίσματος καὶ ἐφ' ὅλου αὐτῆς τοῦ ἀτόμου ὑπῆρχε θλῖψίς τις, ἡ ἰσχυρὰ ἐκείνη θλῖψις καὶ κόπωσις, ἡ ἀπαντωμένη μόνον εἰς τοὺς γνωρίσαντας τὴν ἀληθινὴν δυστυχίαν. Τὰ μάτια τῆς παρθένου διετήρουν βεβαίως τὴν γλυκεῖαν αὑτῶν καὶ μαγικὴν διαύγειαν· ἀλλ' ὑπόμαυροι στεφάναι διαγραφόμεναι κύκλῳ καὶ τριανταφυλλένια ἐρυθρότης ἐπὶ τῶν ἀκροβλεφάρων ἐπρόδιδον ὅτι πολλὰ ἔχυσαν δάκρυα· σπασμώδης δέ τις τρόμος τοῦ κάτω χείλους, ὑπόχρως πελιδνοῦ, καὶ ἡ νωθρότης τοῦ σώματος ἐμαρτύρουν ἀρκετὰ τὴν δοκιμασίαν τῆς ψυχῆς της. Τῷ ὄντι ἡ λυγερὴ ὑπέφερε πάρα πολύ. Ἐκτὸς τοῦ κλονισμοῦ, τὸν ὁποῖον ᾐσθάνθη ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Κυρὰ Παγώνας καὶ τῶν διαθέσεων τὼν γονέων της περὶ συνοικεσίου, ἡ χθεσινὴ ἐμπρὸς εἰς τὸ σπίτι τοῦ Καινούριου σκηνὴ πολὺ τὴν ἐλύπησε. Πρῶτον ὅτι κατεντροπιάσθη ἐμπρὸς τόσου πλήθους, φανερωθέντος πλέον τοῦ πρὸς τὸν Γιώργην ἔρωτός της, καὶ δεύτερον δυσηρέστησεν αὐτὸν ἀρνηθεῖσα νὰ λάβῃ τὸ προσφερόμενον κομμάτι τῆς κουλούρας. Καὶ ἐνῷ ἀποσυρθεῖσα τὴς ταράτσας ἀνελύετο εἰς δάκρυα καὶ λυγμούς, δὲν ἠδύνατο κανεὶς νὰ εἴπῃ ἀσφαλῶς, ἄν ἔκαιεν ἀπὸ τὸν θυμόν, διότι ἐδόθη τ' ὄνομά της ἕρμαιον τῆς κακολογίας τῶν χωρικῶν ἤ ἀπὸ θυμὸν ἐναντίον της, διότι δὲν ἔλαβε τοῦ νέου τὸ δῶρον. Ἀλλ' ἐκ τῆς συχνοτέρας προσηλώσεως τοῦ νοῦ τῆς λυγερῆς εἰς ἕν καὶ μόνον σημεῖον τῆς σκηνῆς ἐκείνης, εἰς τὴν πικραμένη ὄψιν καὶ τ' ὀργίλον ἦθος τοῦ Βρανᾶ, μόλις εἶδε τὴν ἄρνησίν της, ἔκαμνε καθένα νὰ πιστεύσῃ ὅτι περισσότερον ἐστενοχωρεῖτο διὰ τὸ δεύτερον. Ναί, ἐκάκιζε τώρα τὸν ἑαυτόν της ἡ Ἀνθή, διότι ἐδείχθη τόσον ὑπερήφανος καὶ ἀσυγκίνητος εἰς τὸν ἔρωτά της. Τί ἠθέλησε τάχα νὰ κάμῃ μὲ αὐτό; Νὰ φράξῃ τὰ κακὰ στόματα; Εἰς ἐκεῖνα ἀρκεῖ ὅτι εἶδον κάτι· δὲν εἶχον ἀνάγκην νὰ ἰδοῦν περισσότερα. Αἱ κακαὶ γλῶσσαι ἔχουν τὴν καλωσύνην νὰ συμπληρώνουν μόναι των τὰ κενά. Ἄν εὐχαρίστει τοὐλάχιστον τὸν Γιώργην· ἄν ἐδέχετο τὴν προσφοράν του, θὰ εἶχε κἄν αὐτόν· δὲν θὰ τὸν ἠνάγκαζε νὰ φύγῃ εὐθὺς μακράν, μακρύτερον ὅσον τὸ δυνατόν, καταπληγώνων μὲ τὰ σπιρούνια τὸ ἄλογόν του, μὴ θέλων ν' ἀκούσῃ οὐδὲ τοὺς συντρόφους του. − Ἔπρεπε νὰ τὸ πάρω κι ἄς χανόταν ὁ κόσμος· ἔλεγεν ἀποφασιστικῶς. Ἀλλ' εὐθὺς ἤρχετο δριμὺς ἔλεγχος τῆς ἀποφάσεώς της αὐτῆς τὸ παρθενικὸν κοκκινάδι ἐπὶ τοῦ προσώπου καὶ σχεδὸν τὴν ἀπέπνιγε. Τί νὰ κάμῃ; Νὰ τὸ δεχθῆ ἐκεῖ, ἐμπρὸς τόσου κόσμου· νὰ προδώσῃ μόνη τὸ αἶσχός της· νὰ λησμονήσῃ τοὺς γονεῖς, τ' ὄνομά της! Ὄχι ποτέ! ἄς ἐχάνετο καλλίτερα ἡ ἀγάπη… Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν τὸ εὕρισκε καλὸν τοῦτο. Πῶς νὰ χάσῃ τὴν ἀγάπην της, διὰ τὴν ὁποίαν ἔπαθε τόσα πολλά; Πῶς ν' ἀφήσῃ νὰ τῆς φύγῃ δυσηρεστημένος ὁ Γιώργης, διὰ τὸν ὁποῖον καθ' ἡμέραν τόσας ἐπιπλήξεις ἐδέχετο παρὰ τῶν οἰκείων της; Πῶς νὰ τὸν ὑποφέρῃ ξένον καὶ ἀδιάφορον, ἀφοῦ συνήθισε νὰ τὸν θεωρῇ ἀφωσιωμένον πλέον σύντροφον; Ὤ, ὄχι! Θὰ κάμῃ τ' ἀδύνατα δυνατὰ νὰ τὸν συναντήσῃ· νὰ τοῦ εἴπῃ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἔλαβε τὴν προσφοράν του: «μὴ μοῦ χολιᾶς, Γιωργάκη μου, γι' αὐτό… δὲν μὲ θὲς νὰ εἶμαι φρόνιμη;» καὶ νὰ τοῦ διηγηθῇ τὴν νέαν, τὴν μεγάλην συμφοράν, ἡ ὁποία τοὺς ἠπείλει. Ἔτσι ἡ λυγερὴ σκεπτομένη ἔφθασεν εἰς τὸ σπίτι της. − Ἄμ ἔλα, περπέσα· συμμαζέψου πιά! εἶπεν ἡ κυρὰ Παναγιώταινα, μόλις εἶδε τὴν θυγατέρα της, μὲ μαλακήν, δῆθεν ἐπιπλήττουσαν φωνήν. − Δὲν ἤμουν πουθενά· 'ς τὴ Βασιλικὴ ἤμουν· εἶπε δειλῶς ἡ Ἀνθὴ φοβουμένη μήπως ἔμαθε τίποτε ἡ μήτηρ της. − Ἐσὺ γυρίζεις κι ἡ μοῖρά σου δουλεύει, καλότυχη! Ἔλα, πιάσε μου γιατὶ θἄχωμε τὸ γαμπρὸ ἀπόψε. − Ποιό γαμπρό; − Ἔλα δά, καλομοῖρα· καὶ τὸν ξέρεις καὶ τὸν ξέρω· σώπα!… Ἡ Ἀνθὴ ἀνετριχίασεν ὅλη. Δὲν ἤξευρε διατί, δὲν ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ πῶς, ἀλλὰ πάντοτε, ὁσάκις ἐπρόκειτο περὶ σπουδαίου τινὸς γεγονότος τῆς ζωῆς της, τὸ πρῶτον πρᾶγμα, ποὺ ἔβανε κατὰ νοῦν, ἦτο ὁ Νικολὸς Πικόπουλος. Ἀπὸ τῆς ἡμέρας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ὅτε μετὰ τὸ βγάλσιμο τῶν ριζικαρίων ἐξήρχετο μὲ γεμᾶτον ἀμίλητου νεροῦ τὸ στόμα εἰς τοὺς δρόμους, διὰ ν' ἀκούσῃ τ' ὄνομα ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ κάμῃ σύζυγον, μέχρι τῆς μεταμεσημβρινῆς ὥρας τοῦ Τριημέρου, ὅτε ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴν τῆς ἁλμυροκουλούρας ὠνειρεύετο, ὁ Νικολὸς ἐπρωτοστάτει κι ἐν τῷ ὕπνῳ κι ἐν τῇ ἐγρηγόρσει τῆς παρθένου. Ὁ Γιώργης Βρανᾶς δὲν ἐφανερώνετο ἔτσι ἐνώπιόν της· ὄχι. Ἔπρεπε ν' ἀγωνισθῇ ἡ ἰδία, νὰ τὸν κράξῃ σχεδὸν διὰ τοῦ νοῦ καὶ τότε νὰ προσέλθῃ. Ἐνῷ ὁ Νικολὸς ἤρχετο εὐθὺς καὶ αὐτόκλητος. Ἡ λυγερὴ ἐλυπεῖτο, ἐστενοχωρεῖτο διὰ τοῦτο καὶ τὸν ἀπέπεμπε μὲ πεῖσμα, ὅπως ἀποδιώκει κανεὶς σκύλον ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μὲ πεῖσμα ἐπανήρχετο. Ἔτσι καὶ τώρα εἰς τοὺς πρώτους λόγους τῆς μητρός της, ὁ Νικολὸς ἐφάνη μὲ ὅλην του τὴν συχαμερὴν παράστασιν εἰς τὸν νοῦν τῆς λυγερῆς. − Σὰν τὸ διάτανο φανερώνεται μπροστά μου! ἐσκέφθη. Καὶ εἶχε τὴν ἔκφρασιν ἀδίκως ταλανιζομένης ὑπάρξεως. Ὄχι, δὲν τὸν ἤθελε τὸν Νικολὸν. Ἐκεῖνα τὰ μικρὰ καὶ πονηρὰ μάτια του, τὰ προσηλούμενα ἄπληστα καὶ ἁρπακτικὰ παντοῦ, ὅπου ἠτένιζον· ἐκείνη ἡ βάναυσος συμπεριφορά του· ἡ σπουδὴ του εἰς ὁποῖον δήποτε μέρος καὶ ἄν ἦτο, καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀκόμη, νὰ ὁμιλῇ περὶ χρημάτων καὶ συμφέροντος, δὲν ἦσαν ἱκανὰ προσόντα διὰ νὰ κινήσουν εἰς συμπάθειαν τὴν νεαρὰν ψυχὴν τῆς παρθένου. − Γρήγορα, γρήγορα! Τὸ φαγὶ στὸ τραπέζι! ἠκούσθη αἴφνης κι ἐφάνη εἰς τὴν θύραν ὁ κὺρ Παναγιώτης. Καὶ ὀπίσω του ἤρχετο ὁ βαρὺς ὄγκος τοῦ Νικολοῦ Πικοπούλου. Οἱ συνέταιροι ἐφαίνοντο εὔθυμοι πολύ, ὡς νὰ ἐτελείωσαν καμμίαν ἐπικερδῆ ὑπόθεσιν. Τοῦτο ἐμάντευσε μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα ἡ κυρὰ Παναγιώταινα καὶ πλήρης χαρᾶς ἦλθε κι ἐφίλησε τὸν Νικολὸν. Ἦτο τοῦτο ὁμολογία φανερά, ἀπόδειξις τοῦ τρυφεροῦ συνδέσμου, ὁ ὁποῖος ἔσμιγε τώρα καὶ τὰς τέσσαρας ἐκείνας ὑπάρξεις εἰς ἕν· ὅτι ὁ Νικολὸς Πικόπουλος, ὁ παμπόνηρος Διβριώτης, ἀπετέλει πλέον ἀναπόσπαστον μέλος τῆς οἰκογενείας τοῦ ἀφέντη του. Τὰ φιλήματα δὲν δίδονται εὔκολα εἰς τὰ χωρία. Ἡ Ἀνθὴ τὸ ἐγνώριζεν· ἀπελπισία τὴν κατέλαβεν εὐθὺς καὶ ἦτο ἑτοίμη ν' ἀποσυρθῇ εἰς τὸ μαγειρεῖον διὰ νὰ κλαύσῃ. Ἀλλὰ πρὶν προφθάσῃ νὰ κάμῃ βῆμα, δύο χεῖρες τὴν ἐνηγκαλίσθησαν καὶ φίλημα ἐτέθη ἐπὶ τοῦ παρθενικοῦ μετώπου της. − Νύφη ποὺ θὰ σοῦ γένῃ, ἔ!… Ὁ γέρων ἔμπορος κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας τὴν θυγατέρα του ἐπεδείκνυεν αὐτὴν εἰς τὸν Νικολὸν μετά τινος ὑπερηφανίας, ὅπως ἔκαμνεν, ὅταν ἐδείκνυε τὸ ἐμπόρευμά του εἰς κανένα ἀγοραστήν. Ὁ παλαιὸς ὑπηρέτης ἔστεκε χάσκων μὲ τὰ μικρὰ μάτια του προσηλωμένα μετ' ὀρέξεως ἐπὶ τῆς παρθένου, ὡς ἐπὶ θηράματος. Δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ, πῶς νὰ φερθῇ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν τῆς νέας θέσεώς του, ὡς γαμπρὸς ἀνεγνωρισμένος τοῦ ἀφέντη του. Ἐσκέπτετο, ἄν δὲν ἥρμοζε νὰ ὑπάγῃ καὶ αὐτὸς ν' ἀποθέσῃ φίλημα ἐπὶ τῆς μελλούσης γυναικός του. Βέβαια ἔπρεπε· πῶς τὴν φιλεῖ τάχα ὁ ἀφέντης του; Αὐτὸς ἦτο ὁ γαμβρὸς καὶ αυτὴ ἦτο ἡ γυναῖκα του!… Καὶ ἀποφασίσας ἐβάδισε πρὸς τὴν παρθένον μὲ τὴν φρικίασιν ἐκείνην τὴς προσδοκίας τοῦ φιλήματος, μὲ τὴν ταραχὴν τῶν πρωτοπείρων ἐραστῶν. Ἀλλὰ τὸ φίλημα ἔμεινεν εἰς τὰ χείλη τοῦ Νικολοῦ. Ἡ κόρη ἐλευθερωθεῖσα τῆς πατρικῆς ἀγκάλης, ἔρριψεν ἀστραπηβόλον βλέμμα εἰς τὸν ἀτυχῆ νυμφίον κι ἔφυγε μακράν. Τὴν ἑπομένην ἡ κεντητὴ ἀνδρομίδα ἐκινεῖτο ἀμελῶς ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ παραθύρου τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Στριμμένου. Καὶ ἠδύνατο νὰ κάμῃ τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἐβάλθη παρὰ τῆς Ἀνθῆς ἐκεῖ, καὶ κάθε ἄλλο, μία σινδόνη λόγου χάριν μ' ἕνα κόμβον εἰς τὴν μέσην· ἕνα χρωματιστὸν μαντήλι δεμένον ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ· ἀλλ' οἱ διαβάται καὶ αἱ γειτόνισσαι ἔμπαιναν εἰς πειρασμὸν καὶ θὰ ἐβασανίζοντο, μέχρις οὗ ἀνακαλύψουν τὴν αἰτίαν. Ἕνας κόμβος τόσος δὰ εἰς τὸ σεντόνι! ἄ, κἄτι τρέχει ἀφεύκτως… Διὰ τὴν ἀνδρομίδα ὅμως ἐγνώριζον ὅλοι, ὅτι ἦτο τὸ ἀγαπητὸν κατόρθωμα τῆς παρθένου. Ὅτι ἐπὶ ἐξάμηνον εἰργάσθη ἐπ' αὐτῆς χωρὶς νὰ σηκώσῃ κεφάλι, μετὰ φιλοπονίας καὶ ζήλου, κι ἐκέντησε διὰ πολυχρώμων νημάτων πουλιὰ καὶ ψάρια ἐπὶ κατακοκκίνου οὐρανοῦ μετὰ λεπτοτέχνου ἁβρότητος, ὥστε νὰ εἶνε αὕτη τὸ καλλίτερον ἀπὸ τὰ προικιά της. Δὲν θὰ εἶχον λοιπὸν ἄλλο νὰ τὴν κατηγορήσουν παρὰ πῶς εἶνε ἐπιδεικτική. − Κάθε τρεῖς καὶ λίγο μᾶς τὴν κρεμᾷ τάχα νὰ ἰδοῦμε τὴν προκοπή της!… Ἀπὸ αὐτὰ ἄς λέγουν ὅσα θέλουν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ μὴ λέγουν ἤθελεν ἡ λυγερή. Νὰ μὴν ἠξεύρουν δηλαδὴ ὅτι ἡ ἀνδρομίδα ἐκείνη, τῆς ὁποίας τὸ πολύχρωμον ζωηρὸν μαλλὶ ἐσπινθηροβόλει μέχρις ἀποτυφλώσεως ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἐπληροφόρει τὸν Γιώργη Βρανᾶν διὰ τὴν ἀγωνίαν της, τὴν σπουδήν, τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ νὰ ἴδῃ αὐτὸν καὶ τοῦ ὁμιλήσῃ. Αἱ λυγεραὶ τῶν χωρίων δὲν ἤξευρον ἀκόμη τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθέων. Αἱ συνεννοήσεις των, σπάνιαι ἄλλως τε, διότι ἡ αὐστηρὰ ἠθικὴ ἐθεώρει ὡς καταισχύνην τὸν ἔρωτα, ἐγίνοντο εἰς τὰς κοινὰς συναθροίσεις διὰ τῶν βλεμμάτων, ἱκανῶν ἀπὸ κάθε ἄλλο μέσον, νὰ ἐκφράσουν τὰ αἰσθήματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐζωογονοῦντο. Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως, ἄν ὑπῆρχεν ἄμεσος ἀνάγκη συνεννοήσεως, ἄν ἀπειλουμένη καταστροφὴ ἔρωτος ἠνάγκαζε τὰς παρθένους νὰ ἐξέλθουν τῆς αὐστηρᾶς ἐπιφυλακτικότητος, δὲν ἔλειπον καὶ αἱ γραῖαι αἱ παμπόνηροι ἤ τὰ μικρὰ παιδία, τὰ ὁποῖα πολλάκις δι' ἀφελῶν ψελλισμάτων μετέφερον τὰ φλογερὰ αἰσθήματά των εἰς τοὺς λεβέντες. Ἀλλὰ καὶ τὸ βεργολύγισμα, ὁ ἀκκισμὸς, τὸ μισόκλειστον μάτι εἰς τὸν δρόμον ἦσαν ἀρκετὰ μέσα συνεννοήσεως. Ἡ κεντητὴ ἀνδρομίδα τῆς Ἀνθῆς πρὸ ἀρκετοῦ καιροῦ ἐχρησίμευεν ὡς ὁ εὐγλωττότερος μαντατοφόρος τῶν αἰσθημάτων της εἰς τὸν Γιώργην Βρανᾶν. Αἱ θλίψεις εἴτ' αἱ χαραὶ τῆς λυγερῆς, οἱ φόβοι εἴτ' αἱ ἐπείγουσαι ἀποφάσεις της ἐκρύπτοντο ἀφανεῖς εἰς τὰς πτυχάς της καὶ ἔφθανον μέχρι τοῦ νεανίου, ὁ ὁποῖος τὴν ἡμέραν δ' ἑνὸς βλέμματος εἴτε τὴν νύκτα δι' ἑνὸς δίστιχου, ἀφελῶς δῆθεν ψαλλομένου, καὶ κάποτε ναί, ὑπὸ τὸν ζόφον τῆς νυκτός, ὑπὸ τὴν βαρεῖαν τῆς σκάλας σκιάν, τὰ ἐδιόρθωνεν ὅλα… Ἀλλ' αὐτό; Πῶς νὰ διορθωθῇ αὐτό; Πῶς ν' ἀποσοβηθῇ ὁ κίνδυνος ὁ μέγας, ποὺ ἠπείλει τώρα τοὺς δύο ἐραστάς; Ἡ Ἀνθὴ ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἦτο εἰς ἀδιάκοπον ταραχήν. Ὁποιανδήποτε ἐργασίαν καὶ ἄν ἤρχιζεν, ἦτο ἀνίκανη νὰ τὴν τελειώσῃ. Δύο τρεῖς βελονιὲς εἰς τὸ κέντημά της, δύο τρεῖς σαρωματιὲς εἰς τὸ σπίτι καὶ πάλιν ἔτρεχεν εἰς τὸ παράθυρον κι ἐκοίταζε μή που φανῇ ὁ ἀγαπημένος της. Καὶ πάλιν ἡ ἀνησυχία καὶ πάλιν ὁ δισταγμὸς κατέτρωγε τὴν ψυχήν της. Θὰ περάσῃ − δὲν θὰ περάσῃ!… Ναί, δὲν θὰ περάσῃ σήμερον ὁ Γιώργης ἀπὸ πεῖσμα, διότι δὲν ἐδέχθη τὸ δῶρόν του. Ὤ, τὸν εἶδεν αὐτὴ πῶς ὠργίσθη! Ἐνθυμεῖται ποίαν ἔκφρασιν ἔλαβεν ἡ ὄψις του καὶ ποίαν ὀδύνην τὸ βλέμμα του, ἐνῷ ἔφευγε. Σπανίως τὸν εἶδε κατὰ τὸ πολυχρόνιον διάστημα τοῦ ἔρωτός των ὠργισμένον· ἀλλ' ὁσάκις τὸν εἶδεν, ἐνεθυμεῖτο μετὰ ρίγους ὅτι ἔχυσε πολλά, πάρα πολλὰ δάκρυα μετανοίας ἡ ἀτυχής. Ὄχι, δὲν θὰ περάσῃ!… Ἀλλ' ἐπέρασε· ναί. Κατὰ τὸ ἀπόγευμα ὁ Βρανᾶς ἐπέρασε κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι ἀργὰ βηματίζων, κατηφής, μὲ κεφαλὴν σκυμμένην, ὡς νὰ ἐμέτρει τὸ μῆκος τῶν παπουτσιῶν του. Ἡ λυγερὴ περιχαρὴς ὥρμησεν εἰς τὸ παράθυρον, ἐκρεμάσθη σχεδὸν ὅλη ἔξω κι ἐφώναξεν ἀποτεινόμενη δῆθεν εἰς τὴν ἀποῦσαν παιδίσκην: − Μωρὴ Γκόλφω!… κάμε, μωρή, γλήγορα κι ἔχουμε νὰ πᾶμε 'ς τὸ πηγάδι!… Ὁ Βρανᾶς δὲν ἐκινήθη, δὲν ἐσήκωσε μάτια ν' ἀτενίσῃ τὸ ἀγγελικὸν πρόσωπον, τὸ ὁποῖον μετὰ φόβου καὶ ἀφοσιώσεως τὸν προσέβλεπε δὲν ἔκαμε κανὲν κίνημα παραδοχῆς ἤ ἀρνήσεως εἰς τοὺς λόγους τῆς λυγερῆς, ἀλλὰ παρῆλθεν ἐξακολουθῶν νὰ μετρᾷ τὸ μῆκος τῶν παπουτσιῶν του πάντοτε… Ὤ, ἦτο φοβερὰ ὠργισμένος!… Καὶ τώρα, εἰς τὴν τοιαύτην τοῦ Βρανᾶ εἰκόνα, ὠφείλετο κατὰ μέγα μέρος ἡ κατήφεια καὶ ἡ ταραχὴ τῆς λυγερῆς. Ηὔχετο, ὅταν φθάσῃ εἰς τὸ Καλὸ Πηγάδι, νὰ εὕρη ὀλίγας γυναῖκας, νὰ μείνῃ τελευταία καὶ μόνη ἐκεῖ, διὰ νὰ μὴ ἐνοχληθῇ εἰς τὴν μετὰ τοῦ Γιώργη συνάντησίν της. Ἀφοῦ ὅμως εἶδε τόσον πλῆθος ἀκόμη, κατελήφθη ὑπὸ ἀθυμίας. Ὅλα στραβὰ λοιπὸν πηγαίνουν σήμερα!… Ἐπλησίασεν ἀργὰ εἰς τὸ πηγάδι, ἀπίθωσεν εἰς μίαν ἄκραν τὶς στάμνες καὶ ἀδιάφορος εἰς τὸν θόρυβον καὶ τὰς φωνὰς τῶν ὑδρευομένων ἀνέμενε τὸ βλέμμα πλανῶσα ρεμβῶδες εἰς τὴν σκιὰν τῆς ἀμπελοφύτου πεδιάδος. Ποία μελαγχολία εἰς τὴν φύσιν πέριξ! Ὑπέθετε κανεὶς ὅτι ἦτο πιστὴ εἰκὼν τῶν θλιβερῶν συναισθημάτων τῆς παρθένου. Κάτω πρὸς τὴν θάλασσαν ὕπωχρος οὐρανὸς μὲ ἀνταυγείας κοκκινωπὰς ἐδῶ κι ἐκεῖ ὡς τζανφές. Ἐπάνω πρὸς τὰ βουνὰ τῆς ἀνατολῆς οὐρανὸς βαθυγάλανος μὲ ὀλίγους ἀστέρας καὶ πρὸς τὴν δύσιν μίγμα λευκοπρασίνου καὶ ἀργυροῦ αἰθέρος φωτεινοῦ, στίλβοντος, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐλούετο μέγας, λαμποκοπῶν ὁ Ἀποσπερίτης. Ἡ γαλήνη αὕτη τοῦ αἰθέρος ἐκούραζε τὴν λυγερήν· αἱ σκιαὶ τῶν πουλιῶν, πετώντων εἰς τὰς φωλεάς των, ἀντενακλῶντο μαῦραι, ὡς πένθιμοι στοχασμοὶ εἰς τὸ βλέμμα της. Αἱ ἀγριάμπελοι καταβαίνουσαι εἰς ξανθὰς περιπλοκάδας ἀπὸ τῶν ἐλαιῶν εἰς τὰ βάτους· αἱ βάτοι αὐτὰι αἱ ἀνθισμέναι, αἱ ὁποῖαι περιέφρασσον ὡς κατάχλωμον φωλεὰν τὸ Καλὸ Πηγάδι· τὰ ἐπὶ τοῦ αὔλακος νανοφυῆ χόρτα, τὰ κάρδαμα καὶ οἱ ἐρυθροὶ κῶνοι τὴς δρακοντιᾶς πλέοντες εἰς τὰ θολὰ νερά· τὸ χόρτον τὸ σμαραγδοῦν κατὰ δισκάρια γύρω εἰς τὸ ἁλῶνι καὶ τὰ βελούδινα φύλλα τῆς κυκλαμιᾶς, μόλις προέχοντα εἰς τὰς σχισμάδας τῶν πετρῶν, ναί, ὅλα δὲν ἔκαμνον ἄλλο παρὰ νὰ κλαίουν τὴν θλιβερὰν τύχην τοῦ ἔρωτός της, αὐτὴν τὴν Μοῖράν της… Ἡ καϋμένη ἡ λυγερή, ἄδικα ποὺ θὰ χαθῇ!… Καὶ εἰς τὴν ἰδέαν αὐτὴν τῆς συμπαθείας τῶν ἀψύχων καὶ εὐτελῶν πραγμάτων ἡ Ἀνθή περισσότερον συνεκινεῖτο, ᾐσθάνετο τὴν καρδίαν της συντριβομένην, εἶχε διάθεσιν νὰ κλαύσῃ!… − Ἔλα· γιόμισε τώρα νὰ πᾶμε καὶ θὰ μᾶς μαλώσ' ἡ κυρά!… Ἡ Ἀνθὴ συνῆλθεν. Ἦτο μόνη μὲ τὴν παιδίσκην, ἡ ὁποία τὴν ἐβίαζε νὰ πάρουν νερὸ καὶ νὰ φύγουν. Ἡ λυγερὴ ἔσπευσεν, ἀνέβη εἰς τὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ καὶ μετὰ ταχύτητος ἀνεβάζουσα καὶ κατεβάζουσα τὸν σίκλον ἐγέμισε τὰς στάμνας. Ἤρχισε τώρα ν' ἀδημονῇ, διότι ὁ Γιώργης δὲν ἐφαίνετο. Ἐσυλλογίζετο μετὰ τρόμου μήπως ὁ Βρανᾶς κρατήσῃ τὴν ὀργήν του καὶ δὲν ἔλθῃ νὰ τὴν συναντήσῃ. Τώρα, ὅτε εἶχον ὅλην τὴν ἀνάγκην τῆς συμπνοίας καὶ ἀγάπης των, διὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ ἀπομακρύνουν τὴν συμφοράν, τώρα εὑρέθη καὶ αὐτὸς νὰ εἶνε χολιασμένος. Ἄχ, καλὰ τὴν λέγουν τὴν ἀγάπη ψυχοβγάλτρα!… Ἡ λυγερὴ παρέβαλλε μετὰ θλίψεως τὴν γαλήνην τῆς ψυχῆς της, τὴν ὁποίαν εἶχε πρὶν ἀγαπήσῃ, μὲ τὸ καθημερινὸν τώρα βάσανον. Τί καλὰ ποὺ ἦτο τότε! δίχως φόβους, δίχως σκέψεις, χωρὶς ὄνειρα τὴν νύκτα, χωρὶς φροντίδας τὴν ἡμέραν! Ἡ ἀγάπη της ἡπλοῦτο κι ἐμοιράζετο εἰς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συγγενεῖς της· εἰς τ' ἄνθη καὶ τὰς φίλας της, εἰς τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια. Τώρα ὅλα τὰ ἐλησμόνησεν· ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἐσήκωσε τὴν ἀγάπην της καὶ τὴν ἔρριξεν ὅλην εἰς ἕνα καὶ μόνον ἄνθρωπον. Τότε ἡ ἀγάπη της ἦτο ἐλαφρὰ κι εὔθυμος, ὡς δρόσος μαργαριτώδης, ποὺ κάθηται εἰς ὅλα τὰ φύλλα τῆς τριανταφυλλιᾶς· ἐνῷ τώρα ἐκάθητο βαρεῖα ἐπὶ τῆς καρδίας της ὡς μολύβι καὶ τὴν κατέθλιβε καὶ τὴν ἐλιποψύχει… Καὶ μήπως τοὐλάχιστον εἶχε τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐκέρδιζεν ἐπὶ τέλους τὴν ἀγάπην της! Ὅλα τὰ περὶ αὐτὴν ἀπό τινων ἡμερῶν ἐφαίνοντο ὅτι συνεμάχησαν ἐναντίον τοῦ πόθου της. Καὶ ὁ Βρανᾶς αὐτὸς ἀκόμη συνεμάχει ἐναντίον της. Νὰ ποὺ δὲν ἤρχετο, παρὰ τὴν ἄφινε μόνην ν' ἀντιμετωπίσῃ τὸν κίνδυνον… Ἔτσι μεμψιμοιροῦσα καὶ μισοκλαίουσα ἔλαβε τὶς στάμνες κι ἐγύριζεν ἀπὸ τὸ σπίτι ἀπηλπισμένη. Αἴφνης εἰς τὴν καμπὴν τῶν βάτων διέκρινε μακρόθεν τὸν Βρανᾶν, ἐρχόμενον μετὰ τοῦ ἀλόγου του ἀπὸ τὴν ἐξοχὴν. Δόξα σοι ὁ Θεός! − Τράβα μπροστὰ κι ἔφθασα· εἶπεν εἰς τὴν παιδίσκην. Καὶ στρέψασα γύρω ἐρευνητικὸν βλέμμα ἐκρύβη σπεύδουσα κάτω ἀπὸ τὴν συκιὰ τοῦ Πλεύρου. Ἡ συκιὰ ἐφυτεύθη πρὸ ἀμνημονεύτων ἐτῶν. Εἶνε γιγαντιαία μὲ κλάδους πίπτοντας κάτω μέχρι τοῦ ἐδάφους καὶ σχηματίζοντας πυκνὸν θόλον, κάτω τοῦ ὁποίου δύναται ἀσφαλῶς νὰ κρυβοῦν δέκα ἄνδρες. Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὸν ὄγκον αὑτῆς κάμνει καρποὺς μικροτάτους, σχεδὸν ὡς λεπτοκάρυα, μετατρέποντας τὸ βαθυπράσινον χρῶμα των εἰς κεχριμπαρένιον κατὰ τὸν Νοέμβριον καὶ Δεκέμβριον. Ἀλλ' οὔτε ὁ σπάνιος καρπὸς οὔτε ἡ βαθεῖα σκιά της εἶνε ἱκανὰ νὰ σηκώσουν τὸν φόβον τῶν χωρικῶν. Διότι ἡ συκιὰ εἶνε στοιχειωμένη. Πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ἐπὶ τουρκοκρατίας ἀκόμη, γραῖά τις ἔρριψεν εἰς τὴν ρίζαν της μικρὸν ἀβάπτισον παιδί, καρπὸν ἀθεμίτου ἔρωτος. Τὸ παιδὶ ἀπέθανε μετ' ὀλίγον ἐκεῖ ὑπὸ τοῦ ψύχους καὶ τῆς πείνης· οἱ σκύλοι δὲ καὶ οἱ χοῖροι τῆς γειτονιᾶς ἐνήργησαν καταλλήλως τὴν ταφήν του. Ἔκτοτε ὅμως μέχρι σήμερον ἀκούονται ἐκεῖ κατὰ τὰς νύκτας καὶ τὰς μεσημβρινὰς ὥρας τῶν καλοκαιρίων κλαψίματ' ἀδιάκοπα. Οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι λέγουν ὅτι συναντῶσι συχνάκις μικρὸν βρέφος ἐν σπαργάνοις εἴτε μικρὸν τουρκόπουλον γυμνὸν μὲ φεσάκι εἰς τὴν κεφαλὴν ἤ σπιθαμιαῖον ἀράπην μὲ φωσφορίζοντα μάτια καὶ λευκοὺς ὀδόντας μεταξὺ ἐβενόχρου μορφῆς. Εἶνε τὸ στοιχειὸ τοῦ παιδιοῦ. Διὰ τοῦτο οἱ χωρικοὶ ἀποφεύγουν τὴν συκιὰν καὶ ἀφίνουν τοὺς καρπούς της, ὡς φθοροποιούς. Καὶ ἡ Ἀνθὴ δὲν θὰ ἐπήγαινε ποτὲ ἐκεῖ δι' ὅλον τὸν κόσμον. Ἡ ἀνάγκη ὅμως νὰ ἴδῃ καὶ ὁμιλήσῃ εἰς τὸν Γιώργην καὶ ὁ φόβος μήπως φωραθῇ ὑπό τινος ἔσπρωξαν αὐτὴν ὑπὸ τοὺς σκοτεινοὺς κλάδους, ὅπου ἀνέμενε τρέμουσα, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ ἐραστής της. − Νὰ μὴ σ' εἶδε κανείς; ἠρώτησεν, εὐθὺς μόλις τὸν εἶδε, κατάχλωμη. − Ὄχι· ποιὸς θὲς νὰ μὲ ἰδῇ; Ὁ Βρανᾶς ἀπήντησε συνωφρυωμένος μὴ θέλων νὰ τὴν ἀτενίσῃ εἰς τὰ μάτια. Ἔφερε βαρεῖαν τὴν προσβολὴν τῆς προτεραίας ὁ νέος. Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι ἐγνώριζε τὸν ἔλεγχον, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπόκεινται ὅλοι εἰς τὰς μικρὰς κοινωνίας, γυναῖκες καὶ ἄνδρες· ἀλλ' ἐθεώρει ὅτι διὰ κάθε ἄλλον ἦτο οὗτος παρὰ διὰ τὸν ἑαυτὸν του. Τὸ ἀλογάκι καὶ τὸ κάρρον του τὰ εἶχε· τὴν μανούλα του τὴν εἶχεν· εἶχεν ἕνα σπιτάκι πατρικὸν διὰ νὰ μένῃ, στιβαροὺς βραχίονας νὰ δουλεύῃ καὶ δὲν εἶχε χρέος οὐδὲ πεντάραν. Τίμιος ἦτο· εἰλικρινὴς ἦτο, ὥστε νὰ βασίζωνται ὅλοι εἰς τὸν λόγον του καὶ ὄχι εἰς τὰ κακολογίας τῶν ἄλλων. Εἶχεν ἀκόμη καὶ τὴν ἀγάπην του, ἁγνήν, ἀληθινὴν ἀγάπην, περὶ τῆς εἰλικρινείας τῆς ὁποίας δὲν ἀμφέβαλλεν αὐτὸς καὶ δὲν ἔδιδε τὸ δικαίωμα ν' ἀμφιβάλλῃ καὶ κανεὶς ἄλλος. Εἶχε τὴν πεποίθησιν ὅτι μίαν ἡμέραν, μὲ τὸν κατάλληλον καιρόν, ὁ κὺρ Παναγιώτης Στριμμένος θὰ τὸν ἔκραζε νὰ τὸν κάμῃ γαμβρόν του. Ναί· διατί τάχα; Ποῖος θὰ ἐτόλμα νὰ εἴπῃ ὅτι δὲν ἦτο κατάλληλος διὰ τοῦτο; Ποῖος θὰ ἦτο τόσον ἀναιδὴς ψεύστης; Τάχα πὼς δὲν ἦτο πλούσιος; Μπά· ἡ Ἀνθὴ τὸν ἠγάπα τόσον καὶ αὐτὸς ἠγάπα τόσον τὴν Ἀνθήν!… Ὁ Βρανᾶς ἔτσι ἔμενεν ἀδιάφορος εἰς τὸν κόσμον, ἥσυχος εἰς τὸν ἔρωτά του καὶ τίποτε ἄλλο. Οἱ καρρολόγοι δὲν ζητοῦν καὶ πολλὰ πράγματα. Ἀρκετὴν ἐργασίαν, ὀλίγον κρασί, κάμποσα τραγούδια καὶ πολὺν ἔρωτα. Ὁ Βρανᾶς δὲν ἀνεπαύετο μόνον, ὁσάκις ἤκουε κακολογίαν τινὰ περὶ τῆς Ἀνθῆς. Τότε ἐξεγείρετο ὠργισμένος καὶ ἀπεστόμωνεν ὅλους. Ἄ! ἡ Ἀνθὴ ἦτο γυνή, ἀδύνατον πλάσμα καὶ εἶχε καθῆκον αὐτὸς νὰ προφυλάξῃ τ' ὄνομά της. Καὶ τὸ ἔκαμνε πάντοτε. Ἄν ὅμως καμμίαν φορὰν παρέβλεπε τὸν ἔλεγχον τοῦ κόσμου, ἄν ἐπεριφρόνει τὰ κακὰ στόματα, εἶχε τὴν ἀπαίτησιν ἡ ἀπόφασίς του νὰ μὴν ἀντικρούεται ὑπὸ τῆς παρθένου. Ἐνόμιζε τότε ὅτι εὕρισκεν εἰς αὐτὴν ἔρωτα ἁγνὸν καὶ ἀφωσιωμένον, μὴ ὀπισθοδρομοῦντα πρὸ τῶν κοινωνικῶν ἐμποδίων. Πολλάκις ἐδοκίμασε τοῦτο καὶ πολλάκις ἡ λυγερὴ ἠκολούθησεν αὐτὸν τυφλή, ἀμέριμνος διὰ τὸν κόσμον τὸν ὁποῖον ἐγνώριζεν ἕτοιμον νὰ τὴν λιθοβολήσῃ, ὁδηγουμένη ἀπὸ τὴν σκέψιν ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ δίχως ἐκεῖνον. Ὁ νέος τότε βλέπων τὴν ἄμετρον αὐτῆς ἀγάπην μετενόει, διότι ἀπῄτει πολλὰς θυσίας καὶ ἔκλαιε διὰ τὴν τόσην ἀφοσίωσιν. − Εἶνε ἀγγελοῦδι … ἀγγελουδάκι!… ἔλεγεν ἐνθουσιασμένος. Ἤρκει ὅμως εἰς τὴν εὐκολοσάλευτον καρδίαν τοῦ Βρανᾶ μία καὶ μόνη ἄρνησις τῆς παρθένου νὰ μεταβάλῃ ὅλας τὰς πεποιθήσεις του. «Δὲν μ' ἀγαπᾷ, ὄχι· δὲν μ' ἀγαπᾷ!… Γιατί τάχα δὲν κάνει αὐτὸ ποὺ τῆς εἶπα!…» Κι εὐθὺς ὁ ἔρως του μετέπιπτεν εἰς μανίαν. Ἡ Ἀνθὴ ἦτο προδότις καὶ αὐτὸς ἦτο ἐπὶ πολὺν καιρὸν τὸ παίγνιον!… Εἰς τοιαύτην σύγχυσιν σκέψεων καὶ αἰσθημάτων εὑρίσκετο ὁ νέος ἀπὸ χθές, ἀφ' ἧς ὥρας ἡ νεᾶνις ἠρνήθη νὰ δεχθῇ τὸ δῶρόν του. Κάποτε εἶχε διαλείψεις σωφροσύνης τὸ πνεῦμά του· καὶ τότε μόνος του ὡμολόγει ὅτι ἡ ἀπαίτησίς του ἐκείνη ἦτο παράλογος καὶ ὅτι ἡ Ἀνθὴ καλὰ ἔκαμε διὰ μίαν στιγμὴν νὰ παραβλέψῃ τὸν ἔρωτα χάριν τοῦ ὀνόματός της. Ἀλλ' αἱ διαλείψεις αὗται ἦσαν βραχεῖαι. Ὁ πυρετὸς πάλιν ἐπανήρχετο, τὰ νεῦρά του ἐταράσσοντο καὶ ἐσκέπτετο ἄρρητ' ἀθέμιτα περὶ ἔρωτος καὶ ἀφοσιώσεως. Ναί, δι' αὐτόν, τὸν Γιώργην Βρανᾶν, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ παραβλέψῃ ἡ λυγερή! Εἶχε τάχα ἄλλον καλύτερον;… Καὶ ὡρκίζετο νὰ μὴ τὴν ἴδῃ πλέον, νὰ μὴ τῆς ὁμιλήσῃ. Ἐπέμενεν εἰς τὸν ὅρκον του ὁ Βρανᾶς μέχρι τῆς μεσημβρίας τῆς ἑπομένης. Αἴφνης ὅμως θαυμάσας καὶ αὐτὸς διὰ τὴν σταθερότητά του, μεταμελόμενος διὰ τὴν τόσην σκληρότητα, ἡ ὁποία ἐφαντάζετο ριγῶν ὅτι ἦτο ἱκανὴ καὶ νὰ θανατώσῃ τὴν Ἀνθήν, ἀπεφάσισε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι της. Ἤκουσε τότε τὴν πρόσκλησιν τῆς παρθένου· ἐγνώρισε τὸν παλμώδη καὶ παρακλητικὸν τόνον τῆς φωνῆς της καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ πρὸς συνάντησίν της. Ἀλλὰ νὰ ὑπάγῃ σοβαρός, συνωφρυωμένος, ὡς δικαστὴς διὰ νὰ ζητήσῃ λόγον τῶν πράξεών της. Κι ἔμενε τώρα ὄρθιος, ἄκαμπτος, τὸ σῶμα στηρίζων ἐπὶ τοῦ κορμοῦ τῆς συκῆς, ὀλίγον προσεστραμμένην κρατῶν τὴν κεφαλὴν ἀντιθέτως τῆς λυγερῆς καὶ διὰ τοῦ βλέμματος ἀκολουθῶν τὰς κινήσεις ἑνὸς φυλλαρίου, τὸ ὁποῖον παρέφερεν ὁ ἄνεμος. Ἡ Ἀνθὴ ἔμενε καὶ αὐτὴ σιωπηλή, μὲ ἀμφίβολον ἔκφρασιν ἐπὶ τῆς μορφῆς καὶ παρηκολούθει τὰς κινήσεις τοῦ φυλλαρίου ματαίως προσπαθοῦσα νὰ συναντήσῃ τὸ βλέμμα τοῦ φίλου της. − Γιατί μὲ κάνεις ἔτσι; ἐψιθύρισεν αἴφνης· γιατί μὲ κάνεις ἔτσι; Τί σὤκαμα;… Καὶ ἐξερράγη εἰς λυγμοὺς καὶ δάκρυα. Ὁ Γιώργης τὴν ἠτένισε μικρόν· συνεκινήθη ἐμαλάχθη… Ἄ! τὸν ἀγαπᾷ· ναί, τον ἀγαπᾷ ἀκόμη! Ἠμπορεῖ νὰ πιστεύσῃ ὅτι δὲν τὸν ἀγαπᾷ ἡ μαυρομμάτα του; − Σώπα, καϋμένη κι ἐσύ… μὴν κάνεις ἔτσι! Τὴν ἐνηγκαλίσθη καὶ τὴν ἐφίλησεν εἰς τὰ μάτια. Ἡ λυγερὴ ἐγέλα μεταξὺ τῶν δακρύων καὶ τῶν παραπόνων της. Ἀστεῖα τάχα εἶνε αὐτά; νὰ φορτώνῃς τὴν καρδιὰ κανενὸς χολή! Κι ἐκεῖνος ἐγέλα εὐτυχής, διότι ἐχαροποιήθη ἐκείνη, διότι ἐξαστέρωσε πάλιν ὁ οὐρανός, ὁ ὁποῖος ἔχυνε πρὶν ὄμβρους! Οὔ, κλαψιάρα!… Ἡ λυγερὴ ἐν τῇ εὐδαιμονίᾳ της ἐλησμόνει πλέον τὴν αἰτίαν τῆς συναντήσεώς των, τὸν ἀπειλοῦντα αὐτοὺς κίνδυνον. Ποῖος συλλογίζεται τέτοιαν ὥρα Νικολὸν καὶ γονεῖς!… Ἐπὶ τέλους ἡ λυγερὴ ἐξεστόμισε τὸ φοβερὸν μυστικόν. Εἰς τὰς ἀρχὰς ἐπεριφρόνει τοὺς λόγους τῆς Κυρὰ Παγώνας. Ἀλλὰ χθὲς οἱ γονεῖς της ὥρισαν ὀρθὰ−κοφτά, ὅτι θὰ τὴν ἔδιδαν τοῦ Νικολοῦ. Μάλιστα κἄπως ἤρχισαν κι ἔξω νὰ τὸ διαδίδουν… Ἐφ' ὅσον ἡ λυγερὴ ὡμίλει, ὁ Γιώργης ἤκουε καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν ἐχαλάρωνε τοὺς βραχίονας ἀπ' ἐπάνω της καὶ αἴφνης τοὺς ἀφῆκε νὰ πέσουν. Ὅταν ἤκουσε τ' ὄνομα τοῦ γαμβροῦ, μειδίαμα χλεύης ἐφάνη ἐπὶ τῶν χειλέων του. Ἐπέμενεν ὅμως νὰ τὴν βλέπῃ κατάμματα μὲ ὕπωχρα τὰ χείλη, μὲ τὸν πόνον αὐξάνοντα εἰς τὴν καρδίαν ξηροκαταπίνων ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ὡς νὰ ἐπνίγετο. − Καὶ σὺ τί λές; τὴν ἠρώτησεν αἴφνης. Ἡ λυγερὴ τὸν ἠτένισε καλὰ εἰς τὰ μάτια· ἔπειτα ἔκλινε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω. − Τί νὰ εἰπῶ, ἐγώ; ἐψιθύρισε διπλώνουσα τ' ἄκρα τῆς ποδιᾶς της ἀπὸ ἀδημονίαν. − Θὰ τὸν πάρῃς αὐτὸν ποῦ σοῦ δίνουν; Ἡ λυγερὴ ἔκρυψε τὸ πρόσωπον εἰς τὴν ποδιάν της καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ ἡσύχως. Ὁ Βρανᾶς ἤρχισε ν' ἀφαρπάζεται ὑπὸ τοῦ συνήθους πυρετοῦ του. Αἱ πεποιθήσεις του ἐκλονίζοντο. Ἡ δυσπιστία ἤρχισε πάλιν ν' ἀναφαίνεται καὶ νὰ τὸν δαγκώνῃ, ἁπαλὰ εἶνε ἀληθὲς ἀκόμη, πονετικὰ ὅμως… − Ἔ, θὰ τὸν πάρῃς; ἐπανέλαβε μὲ αὐστηρὸν τόνον· Πές,ναὶ ἤ όχι; − Τί θὲς νὰ κάμω; ᾐρώτησεν ἀπελπισμένη ἐκείνη. − Τί νὰ κάμῃς; Νὰ μὴν ἀφήσῃς νὰ σὲ δώσουν εἰς ὅποιον θέλουν! … δὲν εἶσαι θρεφτάρι − εἶσαι ἄνθρωπος. Ἡ Ἀνθὴ ἐπανέλαβε τὸ κλάψιμόν της δυνατώτερον. Ἄνθρωπος ναί, ἦτο ἄνθρωπος, ἀλλὰ παρθένος. Εἶχε γονεῖς καὶ οἱ γονεῖς δίδουν εἰς ὅποιον θέλουν τὴν θυγατέρα των. Δὲν τὴν ἐρωτοῦν ποῖον θέλει καὶ ποῖον δὲν θέλει. Εἶνε ἱκανοὶ νὰ κρίνουν καλλίτερον ἐκείνης, ποῖον εἶνε τὸ ἀληθινὸν καλὸν της καὶ μίαν ἡμέραν τῆς παρουσιάζουν ἕνα ἄνδρα καὶ τῆς λέγουν: −Νά, αὐτὸν θὰ πάρῃς. Καὶ ἡ κόρη τὸν παίρνει χωρὶς ἀντιλογίαν· πείθεται εἰς τὴν προσταγήν των, ἀκολουθεῖ τὴν νέαν της τύχην καὶ ὅπου τὴν φέρει. Πῶς θ' ἀντέλεγε λοιπὸν τώρα ἡ Ἀνθή; − Τί 'μπορῶ νὰ 'πῶ 'ς τοὺς γονέους μου; ὠλόλυξεν. Ὁ νέος ἐστράφη ἀποτόμως καὶ παρετήρησεν αὐτὴν κατάματα. Ὁ πυρετός του ηὔξανε· σπασμοὶ ἐφαίνοντο ἐπὶ τοῦ προσώπου του· τὸ αἷμα ἔβραζε μέσα του. Ὁ δαίμων τῆς δυσπιστίας ἀνέθορε πάνοπλος εἰς τὴν καρδίαν του μὲ τὸ εἰρωνικὸν μειδίαμα, μὲ τὸ χλευαστικὸν του βλέμμα· μὲ τὴν ἀπαισίαν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου ἐκείνην, ἡ ὁποία παραφέρει μέχρις αὐτοθυσίας τὸν ἄνθρωπον· μὲ τὸ ποικιλόχρουν ἱμάτιόν του τὸ θαμπόνον τὰ μάτια, ὥστε νὰ μὴ βλέπῃ καὶ αὐτὰ τὰ χειροπιαστὰ ἀκόμη· μὲ τὴν ἐξ ἐρυθροκόκκων ζώνην, εἰς τῆς ὁποίας τοὺς θορυβώδεις ἤχους χάνοντ' αἱ λέξεις εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως, ἐγκαρδίων ὅρκων, βασίμων πληροφοριῶν· μὲ τὴν θροοῦσαν λοφιὰν τῆς φοβερᾶς περικεφαλαίας του, τὴν ἐξεγείρουσαν τὴν ἀπόγνωσιν. Ἔβραζε κι ἐφούσκωνε μέσα του ἡ ὑποψία καὶ διεκλαδίζετο ὡς ρευστὸν καθ' ὅλον του τὸ σῶμα. Ὁρίστε το ἔρριψεν εἰς τὰ δάκρυα ἡ ψευτοπαναγιά!… Καὶ νομίζει ὅτι μ' αὐτὰ θ' ἀπατήσῃ τὸν Βρανᾶν. Ἄμ' τὰ ξεύρει δὰ αὐτά σου τὰ δάκρυα τῶν γυναικῶν! Ποιὸς ἠξεύρει τώρα εἰς τοὺς ἀναστεναγμούς της τί νὰ συλλογίζεται ἡ Ἀνθή; Ἴσως τὸν γάμον της· τὸν Νικολὸν ἴσως!… Ὤ βέβαια, αὐτὸν πρῶτ' ἀπ' ὅλα!… Κι ἔπρεπε αὐτός, ἄν εἶχε νοῦν νὰ τὸ σκεφθῇ προτήτερα. Ὑπηρέτης τοῦ πατρός της, ἀδερφέ! Ἔζησαν μαζί· ἀνετράφησαν, ἔφαγαν ψωμὶ κι ἁλάτι μαζί. Ἠμποροῦν νὰ μὴν ἔχουν κάποιαν συμπάθειαν μεταξύ των; Τ' ἄχυρα καὶ ἡ φωτιὰ μαζὶ ἠμποροῦν νὰ μὴν ἀνάψουν; Καλὰ τοῦ τὸ ἔλεγε πρὸ καιροῦ ὁ Δημήτρης ὁ φίλος του: − Αυτὰ τὰ συχνομπάσματα τοῦ Νικολοῦ δὲ μ' ἀρέσουν, Γιωργάκη! Καὶ αὐτὸς ἀπήντα: −Σώπα, καϋμένε· μὴν εἶσαι κουτός! Ποῖος τώρα ἦτο κουτός, ἔ; Αἴφνης παράδοξος ἰδέα ἐγεννήθη εἰς τὸ πνεῦμά του. − Ὀρέ, μ' ἀγαπᾶς; ἠρώτησε τὴν νέαν ἀποτόμως. Αὕτη ἐχύθη καὶ τὸν ἔκλεισεν εἰς τὰς ἀγκάλας της ἐν ἀφοσιώσει ἐξάλλῳ. − Μώρ' τὰ ξέρω 'γὼ αὐτὰ τὰ γυναικοκαμώματα. Μ' ἀγαπᾶς; −πές μου· ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος προσπαθῶν ν' ἀπαλλαγῇ. − Ἄν σ' ἀγαπῶ τὸ ξέρεις… − Καὶ δὲν τον θὲς τὸν Νικολό; − Ὄχι!… ὄχι!… − Τὸ λοιπὸν πᾶμε νὰ φύγουμε. Σὲ κρατῶ δύο−τρεῖς ἡμέρας 'ς τὸ σπίτι μου κι ἔπειτα: γειά σας κι ἤρθαμε! − Τί θὰ κάμουν τότε οἱ γερόντοι; Ὁ Βρανᾶς ὡμίλει ἀποφασιστικῶς. Ἔλεγε περὶ ἀπαγωγῆς εἰς τὴν νεανίδα, ὡς νὰ ἔλεγε περὶ τοῦ ἁπλουστέρου πράγματος. Καὶ τῷ ὄντι εἰς αὐτὸν ἐφαίνετο ἁπλούστατον τοῦτο. Εἰς τὰ χωρία ὁ Πάρις καὶ ἡ Ἑλένη ἔχουν ἀρκετοὺς μιμητάς. Ὄχι σπανίως οἱ ἀτυχεῖς γονεῖς ἐξυπνοῦν καὶ δὲν εὑρίσκουν τὴν θυγατέρα των εἰς τὸ σπίτι. Τρομάζουν, τὴν ἀναζητοῦν παντοῦ, ἐρευνοῦν τὰ πηγάδια, μήπως ἔπεσε τὴν νύκτα κι ἐπνίγη· ἐρωτοῦν τὰς συγγενικὰς οἰκογενείας, μήπως τὴν εἶδον πουθενά, ὑποπτεύονται πολλά, μέχρις οὗ μάθουν ὅτι τὸ μόνον, ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποπτευθοῦν ἐξ ἀρχῆς, ἦτο ὅτι ἡ κόρη των ἐκλάπη, ὅπως μία προβατίνα τοῦ ποιμνίου των, ἀπὸ τὸν δεῖνα λεβέντην τοῦ χωρίου. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι γίνονται καὶ βιαῖαι κλοπαί· ἀπαγωγαὶ ἐναντίον τῆς θελήσεως τῶν παρθένων καὶ ἀκολουθοῦν τότε ἀντεκδικήσεις καὶ διωγμοὶ καὶ φόνοι μεταξὺ τῶν ἐνδιαφερομένων συγγενῶν. Συχνότερον ὅμως αἱ ἀπαγωγαὶ εἶνει θεληματικαί. Τρυφερὸν ὅσον καὶ συγκινητικὸν εἰδύλλιον συνδέει τοὺς ἀλληλοκλαπέντας καὶ τότε μετὰ δύο−τρεῖς ἡμέρας οὗτοι φανερώνονται μόνοι των εἰς τὸ σπίτι τῶν γονέων καὶ ζητοῦν τὰς εὐλογίας των. Οἱ συγγενεῖς φροντίζουν πῶς νὰ συμβιβασθῇ τὸ γεγονός. Ὁ πατήρ, ἀφοῦ ὑβρίσῃ καὶ ξυλοκοπήσῃ πρῶτον τὴν κόρην του, σκέπτεται πρακτικώτερον ἔπειτα καὶ τὴν ἐρωτᾷ, ἄν δέχεται νὰ λάβῃ ἄνδρα της τὸν ἀπαγωγέα. Κι ἐκείνη, μὴ τολμῶσα ν' ἀτενίσῃ τὸν γεννήτορα ἐκ τῆς ἐντροπῆς, χαμηλώνει τὴν κεφαλὴν καὶ μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια ὑποψιθυρίζει δῆθεν διστάζουσα: − «Ξέρω κι ἐγώ … τώρα… καθὼς μ' ἔκαμε…» Καὶ τελειώνουν ὅλα μ' ἕνα «Ἡσαΐα, χόρευε…». Ἔτσι ἐσκέπτετο τώρα ὁ Βρανᾶς ὅτι ἔπρεπε νὰ τελειώσουν καὶ τὰ ἰδικά των βάσανα. −Ἔλα, σὲ κλέφτω! εἶπεν δράττων τὴν χεῖρα τῆς Ἀνθῆς. Ἀλλ' ἡ λυγερὴ τὴν ἔσυρε βιαίως καὶ ὠπισθοδρόμησεν ὀλίγα βήματα ἀτενίζουσα αὐτὸν κατάμματα μετά τινος πικροῦ ἐλέγχου. Ἕως ἐκεῖ λοιπὸν ἐπέμενε νὰ τὴν παρασύρῃ; Τὴν ἐπῆρε τάχα διὰ καμμίαν τοῦ δρόμου κι ἤθελε ν' ἀκολουθήσῃ ἕνα ἄνδρα εἰς τοὺς ἀγρούς, χωρὶς νὰ συλλογισθῇ τοὺς γονεῖς της, τ' ὄνομά της! Ἐζήτει νὰ προκαλέσῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της τὰς φοβερὰς κατάρας τῶν λευκομάλλων γερόντων, τῶν ὁποίων ἦτο ἡ μόνη χαρά, καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν χωρικῶν. Δὲν ἐσυλλογίζετο ὅτι αὔριον πρωῒ−πρωῒ θὰ ἐγίνετο τὸ παίγνιον τῆς ἀγορᾶς καὶ μετ' ὀλίγον τ' ὄνομά της θὰ ἐσύρετο ἀνὰ τὰ χωρία καὶ τὰς πόλεις εἰς πειρακτικοὺς καὶ τραχεῖς στίχους, σατυρίζοντας τὴν πρᾶξίν της, ὅπως τῆς διασήμου Ἑλένης:
Μᾶς τὴν 'πῆραν τὴν Ἑλένη,
τὴ ζαχαροζυμωμένη!…
Μᾶς τὴν πήρανε καὶ πάει
στῆς Καρύταινας τὸ πλάϊ.
Ὤ, ὄχι! ἀνατριχιάζει καὶ νὰ τὸ συλλογισθῇ μόνον ἡ Ἀνθή. Εἶνε ἡ Στριμμενοποῦλα μὲ τ' ὄνομα αὐτὴ καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ ντροπιασθῇ ἡ γενεά της, ἔστω καὶ χάριν αὐτοῦ τοῦ Βρανᾶ. Ἄν εἶνε μὲ τὸ θέλημα τῶν γονέων της, μὲ τὰς εὐχὰς καὶ τὰς εὐλογίας τῶν συγγενῶν της ναί, μακάρι… Ἐπιμένουν οἱ γονεῖς της νὰ τὸν πάρῃ τὸν Νικολόν; Δὲν τὸν παίρνει − φαρμακίζεται, νά! Δὲν ἀρκεῖ αὐτὴ ἡ θυσία εἰς ἐκεῖνον, εἰς τὸν ἔρωτά της; Ἀλλὰ τὴν ἀτιμίαν, τὸ ὄνειδος τοῦ κόσμου ἄ, ὄχι, δὲν τὰ ὑποφέρει!… − Ὄχι… εἶπε· μή, Γιωργάκη μου!… Καὶ ἀνελύθη εἰς λυγμοὺς καὶ δάκρυα. Ὁ Βρανᾶς ἐφρύαττεν· οὐδέποτ' ἐπερίμενε τόσην ἀντίστασιν. Τὸ αἷμα συνέρρευσεν ὅλον εἰς τὴν καρδίαν του, ἡ ὁποία ἠπείλει νὰ διαρραγῇ, περὶ τὴν στεφάνην τῆς κόμης λευκή, λευκοτάτη γραμμὴ ἐχαράχθη· καθ' ὅλον τὸ πρόσωπόν του ἐπεχύθη νεκρικὴ πελιδνότης. Τὰ μάτια, κατακίτρινα ἔρριψαν αἴφνης ἐναντίον της βλέμμα μίσους καὶ βλασφημίας. Τὰ χείλη του κατάλευκα ἀνεκινοῦντο σπασμωδικῶς. Ἡ δεξιὰ χείρ του συνεσφίγχθη εἰς πυγμὴν καὶ ἀνέβη ἀπειλητικὴ μέχρι τοῦ προσώπου τῆς λυγερῆς. Διὰ μίαν στιγμὴν ὁ Βρανᾶς ἐσκέφθη νὰ καταστρέψῃ διὰ τῆς πυγμῆς τὸ εἴδωλον, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τόσα ἔτη ἀδίκως ἐδοξολόγει. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ κατατρομαγμένου πλάσματος ἡ χεὶρ τοῦ νέου κατέπεσεν ἀδρανής. Ἐπειδὴ ὅμως ἔπρεπε κἄπου νὰ ξεσπάσῃ ὁ τόσος του θυμός, ἔστρεψε κύκλῳ τὸ βλέμμα καὶ ἰδὼν κατὰ γῆς τὶς στάμνες, ἔδωκε βαρὺ λάκτισμα καὶ τὰς κατεσύντριψεν. Ἡ λυγερὴ συνῆλθεν ἐξαφνισμένη ἀπὸ τὸν κρότον. − Ὤ, κακὸ ποὺ μοὔκαμες! ὠλόλυξε συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἀπελπιστικῶς. Τώρα τί θὰ εἰπῶ τῆς μάννας μου; − Νὰ χαθῇς, ἐσὺ κ' ἐκείνη!… Καὶ ἀνοίξας τοὺς κλάδους τῆς συκῆς ἔφυγεν. Ἡ λυγερὴ ἐλησμονήθη ἐκεῖ μὲ τὰς χεῖρας συμπεπλεγμένας ἀκόμη, τὴν κεφαλὴν χαμηλωμένην, βλέπουσα περιλύπως πότε τὰ συντρίμματα τῶν σταμνῶν καὶ πότε τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφυγεν ὁ καλός της. Κρωγμὸς γλαυκός, ἀντιλαλήσας αἴφνης ἄνω τῆς συκῆς, ἔφερε τὴν λυγερὴν εἰς τὸν ἑαυτόν της. Ρῖγος διέδραμε τὸ σῶμά της εἰς τὴν φωνὴν τὴν ἀπαισίαν καὶ τὴν ὄψιν τοῦ τόπου, ὅπου εὑρίσκετο, καὶ ἐχύθη πρὸς τὰ ἔξω μέσῳ τῆς ἐπελθούσης νυκτός. − Ἔλα, περπάτα! ἐφώναξεν ἡ κυρὰ Παναγιώταινα ἀπὸ τὴν ταράτσαν, μόλις εἶδε τὴν θυγατέρα της ἀγκαλὰ ποῦ σ' ἀφίνουν οἱ κουβέντες… Ἡ Ἀνθὴ παρετήρησε τὴν ἐξημμένην ὄψιν τῆς μητρός της καὶ ἐνόησεν ὅτι ἐπίκειται θύελλα. Ἐσυμμαζεύθη λοιπὸν καὶ προσεπάθησε νὰ ὑπεκφύγῃ αὐτήν, διὰ νὰ μὴ προδοθῇ ὅτι δὲν εἶχε τὶς στάμνες. Ἀλλ' ἡ κυρὰ Παναγιώταινα φυσῶσα ὅλη: − Ποῦ εἶν' οἱ στάμνες, μωρή; ἐφώναξε βραχνὴ ἀπὸ τὸν θυμόν. − Μὤσπασαν οἱ ἔρμες. Καὶ ἤρχισε νὰ δικαιολογῆται μὲ φανερὰν ταραχὴν ὑποψιθυρίζουσα ὅτι τὰ μανδρόσκυλα τοῦ Στραβολαίμη εἶχον κόψῃ τὴν ἁλυσίδα των καὶ ὥρμησαν ἐπάνω της, καθώς διέβαινε, τὴν ἀνέτρεψαν κι ἔσπασε τὶς στάμνες ἐπὶ τοῦ καλδηριμίου. Ἡ κυρὰ Παναγιώταινα, γυμνὰς τὰς ὠλένας ἐπὶ τῶν ἰσχίων στηρίζουσα, μὲ ἀπειλητικὴν στάσιν ἠκροᾶτο τὴν θυγατέρα της κινοῦσα δυσπίστως ἄνω καὶ κάτω τὴν κεφαλήν. − Νὰ ἐρμάξῃ τὸ κεφάλι σου! διέκοψεν αἴφνης. Τὰ σκυλιὰ τάχα ἤ ὁ Γιώργας τοῦ Βρανᾶ; − Δὲν ξέρω κανένα Γιώργη… − Δὲν ξέρεις; Νὰ μωρή ὁ μάρτυρας! Ἡ λυγερὴ ἔμεινεν ἀναπολόγητος. Ἐμπρός της ἦτο ἡ Γκόλφω, ἡ παιδίσκη, τὴν ὁποίαν εἶχε μαζί της εἰς τὸ Καλὸ Πηγάδι καὶ εἰς τὴν ὁποίαν παρήγγειλε νὰ βαδίσῃ ἐμπρός, ὅταν εἶδε τὸν Γιώργη. Ἡ παιδίσκη, ὅσον ἀργὰ καὶ ἄν ἐβάδιζεν, ἔφθασε τέλος εἰς τὸ σπίτι κ' ἐρωτηθεῖσα παρὰ τῆς κυρίας της ἀπονήρευτη εἶπε τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν. Ἡ Ἀνθή, μὴ ἔχουσα τί ν' ἀντιτάξῃ, ἐμπῆκεν ὠργισμένη καὶ μισοκλαίουσα εἰς τὸ μαγειρεῖον. Ἀλλ' ἡ γραῖα, σφόδρα ταραγμένη, ἐξηκολούθει διὰ χειρονομιῶν ἀπειλητικῶν νὰ ἐκτοξεύῃ ὕβρεις καὶ κατάρας ὄπισθεν τοῦ τοίχου, πρὸς τὴν θυγατέρα της: − Πουτανίτσα, πομπιομένη, δημόσια!… Γι' αὐτό, μωρή, σ' ἔκρυβα κι ἀπὸ τοῦ ἥλιου τὸ μάτι; Γι' αὐτὸ σὲ φύλαγα σὰν τὴ φαρφουρένια κούπα στὸ ἁρμάρι; Μὲ τί μοῦτρα, μωρή, θὰ βγοῦμε πιὰ στὸν κόσμο μὲ τὴ φωτιά, ποὺ ἄναψες στὸ σπίτι μας, ἀχρόνιαγη!… Ἔγνοια σου καὶ τὴν Κυριακὴ σὲ στεφανώνω!… Ἐκείνην τὴν ὥρα ἐφάνη ἀναβαίνων τὴν σκάλα ὁ κὺρ Παναγιώτης Στριμμένος. Ὁ γέρων ἔμπορος ἐξηκολούθει τὴν αὐτὴν ἥσυχην ζωήν, μὲ ἀμεριμνομέριμνον μάλιστα ἔκφρασιν τώρα ἐπὶ τῆς μορφῆς, ἐγωϊστικῶς ἀναπαυόμενος ὡς ἔμπορος καὶ ὡς πατήρ. Ὁ γάμος τοῦ Νικολοῦ καὶ τῆς Ἀνθῆς ἦτο τετελεσμένον πλέον γεγονὸς δι' αὐτόν. Ἐπήγαινεν ἀπὸ τὴν αὐγὴν εἰς τὸ κατάστημα, διὰ νὰ παρακολουθῇ μὲ τὴν ἡδονὴν ἐκείνην τῶν ἀπολαμβανόντων ἐκ τῆς εὐτυχίας τῶν ἄλλων τὴν συρροὴν τῶν δεκαρῶν εἰς τὴν κάσσαν τοῦ γαμβροῦ του· κι ἐπέστρεφε κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σπίτι γαλήνιος, κατευχαριστημένος κ' ἕτοιμος νὰ διαχύσῃ τὴν εὐθυμίαν του εἰς λαμπροὺς διθυράμβους περὶ τῆς ἐμπορικῆς ἐπιχειρηματικότητος τοῦ Διβριώτη. Σήμερον μάλιστα ἦτο καταμαγευμένος ὁ γέρων. Πρὸ πολλοῦ καιροῦ ὁ καρρολόγος Στάμος ἔλαβε μὲ πίστωσιν ἀπὸ τὸ κατάστημα Στριμμένου καὶ Πικοπούλου ἕνα πιτοῦρι, μισοτριμμένον ἐκ τοῦ σκώρου καὶ τῆς πολυκαιρίας. Ἦτο ἄλλοτε κτῆμα ἑνὸς χωρικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεχειρίασεν αὐτὸ διὰ δεκαπέντε δραχμὰς ἐκεῖ, καὶ τὸ ἀφῆκε μὴ ἔχων νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος. Ἀλλὰ καὶ ὁ καρρολόγος ποτὲ δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος του και περιωρίζετο νὰ μεταφέρῃ ἐκ Πατρῶν τὰς πραγματείας τοῦ καταστήματος, διὰ νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος τους. Μίαν ὅμως ἡμέραν ὁ Νικολὸς ἐκάλεσεν αὐτὸν διὰ νὰ ξεκαθαρίσουν τοὺς λογαριασμούς των καὶ παρουσίασε στήλην ὅλην δοσοληψιῶν. Οἱ τόκοι εἶχον παχύνει ἀρκετὰ τὸ κεφάλαιον καὶ ἡ ἐργασία τοῦ καρρολόγου ἐξηφανίζετο ἐν αὐτῷ, ὅπως τὸ νερὸν εἰς τὸν πίθον τῶν Δαναΐδων. Ὁ καρρολόγος διεμαρτυρήθη, ἐφώναξε καὶ ἠρνήθη νὰ πληρώσῃ μὲ τὴν συνήθη ἀφροντισίαν τῶν χωρικῶν. Ὁ Νικολὸς εἰργάσθη ἡσύχως, παρέταξε τὰς προσθαφαιρέσεις του ἐνώπιον τοῦ εἰρηνοδίκου καὶ σήμερον ἡ δημοπρασία τοῦ κάρρου καὶ τοῦ ἀλόγου τοῦ Στάμου ἀπέφερον ἀρκετὸν κέρδος εἰς τὸ κατάστημα. Ὁ γέρων ἀνεγνώριζεν ὅτι καὶ τοῦτο τὸ κατόρθωμα ὠφείλετο εἰς τὸ πανοῦργον πνεῦμα τοῦ Νικολοῦ, εἰς τὴν ἀμίμητον δεξιότητα, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ Διβριώτης ν' ἀντιστρέφῃ ἀπὸ τὸ Δοῦναι εἰς τὸ Λαβεῖν τοὺς ἀριθμούς, χωρὶς ν' ἀνακαλύπτεται. Καὶ ἦτο ἀνίκανος νὰ συγκρατήσῃ τὴν χαρὰν καὶ ἡτοιμάζετο ἀπὸ τὴν σκάλαν νὰ ἐπαναλάβῃ τρίβων τὰς χεῖρας τὴν συνήθη φράσιν του: − Τί παιδί!… τί ἔξυπνο παιδί!… Κατεταράχθη ὅμως ἀκούσας τὰς φωνὰς καὶ ἐζήτει νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν τοῦ ἀσυνήθους αὐτοῦ θορύβου. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμη διατυπώσῃ τὴν ἀπορίαν του, ἡ κυρὰ Παναγιώταινα ἔλαβεν αὐτὸν κι ἔφερε χειραγωγούμενον μέσα εἰς τὸ σπίτι. Ἐκεῖ δὲ τοῦ διηγήθη διὰ χειρονομιῶν καὶ ἀσθματικῶν περιόδων τὴν πρᾶξιν τῆς Ἀνθῆς. Ὁ ἀγαθὸς γέρων εἰς τοὺς λόγους τῆς γυναικός του ἐλησμόνησεν εὐθὺς τὰ τερτίπια τοῦ ἐμπορίου καὶ τὴν πονηρὰν εὐφυίαν τοῦ Νικολοῦ ἀναλογισθεὶς μόνον ὅτι ἦτο πατήρ· πατὴρ προσβαλλόμενος εἰς τὰ καίρια ὑπὸ τῆς θυγατρός του. Κι εὐθὺς ἡ λευκοπώγων μορφή του ἐπορφυρώθη ὑπὸ τοῦ αἴσχους καὶ τῆς ὀργῆς· ἐφρύμαξεν ὡς γέρων λύκος· τ' ἀλαμπῆ μάτια του ἔρριψαν ἀστραπάς, ἥρπασε τὴν ὀζώδη μαγκούραν του καὶ ὥρμησε νὰ κατασυντρίψῃ τὴν λυγερήν. Τί τὰ θέλεις τέτοια παιδιά! Κάλλιο ἔρημος καὶ ἄκληρος, παρὰ νἄχῃς ἕνα παιδὶ κι ἐκεῖνο ντροπιασμένο. Ἀλλ' ἡ κυρὰ Παναγιώταινα κατεσίγασεν εὐθὺς τὰς φωνάς του. − Σώπα, γέροντα, σώπα, εἶπε. Φρόνιμος εἶσαι καὶ φρόνιμα δὲν κάνεις. Θέλεις μαθὲς νὰ μάθῃ κι ὁ κόσμος τὶς πομπές μας;… − Τί νὰ κάνουμε τώρα, ἔ! Τί νὰ κάνουμε; ἠρώτησεν ἐν ἀπελπιστικῇ εξάψει ὁ γέρων βλέπων ἐδῶ κι ἐκεῖ ὡς νὰ ἐζήτει διέξοδον. − Τὴν Κυριακὴ τὴ δίνουμε καὶ τελειώνει… Λέμε 'ς τὸ παιδὶ πῶς ἔρχεται Μάης. Ὁ κὺρ Παναγιώτης ἡσύχασε κἄπως. Τῷ ὄντι δὲν ἦτο ἄστοχος ἡ σκέψις τῆς γυναικός του. Ἡ ἐρχομένη Κυριακὴ ἦτο ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ Ἀπριλίου. Μετ' αὐτὴν ἤρχιζεν ὁ Μάϊος, κατὰ τὸ διάστημα τοῦ ὁποίου γάμοι δὲν γίνονται εἰς τὰ χωρία. Ἄν θ' ἀνέβαλλον τὴν τέλεσιν αὐτοῦ, ἔπρεπε νὰ περιμείνουν μέχρι τοῦ Ἰουνίου. Ἀλλὰ τότε ἤρχιζε τὸ καλοκαῖρι καὶ αἱ ἐργασίαι, ὥστε κατ' ἀνάγκην ἡ ἀναβολὴ θὰ διεδέχετο τὴν ἀναβολὴν μέχρι τοῦ Ὀκτωβρίου. Ποῖος ὅμως ἔμπαινεν ἐγγυητὴς εἰς τοὺς ἀτυχεῖς γονεῖς, ὅτι καθ' ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ πράγματα θὰ ἔμενον ἕως ἐκεῖ; Ἄν δὲν θὰ ἐκοινολογοῦντο εἰς τὴν κωμόπολιν οἱ ἔρωτες τῆς Ἀνθῆς καὶ τοῦ Γιώργου ἤ ἄν οὗτοι δὲν θὰ ἐπρόβαινον εἰς κανὲν ἀπερίσκεπτον κίνημα; Οἱ γέροντες καθ' ὅλην τὴν νύκτα δὲν ἠδυνήθησαν νὰ κοιμηθοῦν ἀπὸ τὰς σκέψεις αὐτάς. Ἄ! ὁ γέρων Στριμμένος εὕρισκε τώρα πολὺ ἐπικίνδυνον νὰ ἔχῃ κανεὶς ἕνα ἐλαφρόμυαλον κορίτσι παρὰ τοὺς συναγωνισμοὺς ὅλων μαζὶ τῶν ἐμπόρων τῆς κωμοπόλεως!… Τέλος ἐσυμφώνησε μετὰ τῆς γυναικός του νὰ προτείνουν εἰς τὸν Νικολὸν τὴν ἐπίσπευσιν τοῦ γάμου. Τῷ ὄντι δὲ πρωῒ−πρωῒ ἔστειλαν καὶ ἦλθεν οὕτος εἰς τὸ σπίτι. − Ἔ, ἔ, ξέρεις παιδί μου· ἤρχισεν ὁ κὺρ Παναγιώτης ξηροβήχων καὶ μισοτρώγων τοὺς λόγους του· ξέρεις τί λέει ἐδῶ ἡ γερόντισσά μου· πὼς ἔρχεται Μάης… ξέρω κι ἐγώ… καὶ μπὰς καὶ ντρέπεσαι νὰ τὸ εἰπῇς… − Ναί, παιδί μου· νὰ τὸν κάνουμ' ἐτούτη τὴν Κυριακὴ τὸ γάμο! ἐτελείωσεν ἀποτόμως τὴν πρότασιν ἡ γραῖα. Ὁ Νικολὸς ἐταράχθη· δὲν ἐπερίμενε τόσον σύντομα αὐτὴν τὴν εὐτυχίαν. Ὁ Διβριώτης μὲ τὸ μισὸ τσαροῦχι, ἄν καὶ τοῦ εἶχον ὑποσχεθῆ τὸ συνοικέσιον, ἔβλεπεν εἰς ἀπώτατον σημεῖον, ὡς μετέωρον, εἰς τὴν λάμψιν τοῦ ὁποίου δὲν εἶχαν συνηθίσει ἀκόμη τὰ μάτια του, τὴν κόρην τοῦ ἀφέντη του. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἴδους του πιστεύουν πὼς διὰ τοῦ χρήματος τὰ πάντα δύνανται νὰ κατορθώσουν· καὶ πραγματοποιοῦν τῷ ὄντι τὴν πίστιν των αὐτὴν πολλάκις. Ἀλλ' ὁ Νικολός, ὁσάκις δὲν παρεφέρετο ὑπὸ τοῦ ἐγωϊσμοῦ, ἀνωμολόγει καθ' ἑαυτὸν ὅτι δὲν κατήντησεν ἀκόμη ὁ ἐπίζηλος γαμβρὸς τῆς κωμοπόλεως καὶ ὅτι τὰ προταθέντα εἰς αὐτὸν μέχρι τοῦδε συνοικέσια, δὲν ἦσαν ἐκ τῶν καλυτέρων, ἀλλ' ἐκ τῶν μᾶλλον εὐτελῶν οἰκογενειῶν. Ἠτένιζε λοιπὸν μόνον εἰς τὸν ἀφέντην του κι ἐσκέπτετο δουλεύων μετ' αὐταπαρνήσεως τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον πρῶτον τὸν ἐφιλοξένησε, ν' ἀναμένῃ, μέχρις οὗ εὐδοκήσουν νὰ τοῦ προσφέρουν τὴν ἀμοιβήν. Καὶ μόλις τώρα ἤκουσεν αὐτὴν προσφερομένην, ἐδέχθη, εὐχαρίστως, εὐγνωμόνως καὶ ὡμολόγει διὰ μισοκομμένων φράσεων, ὅτι ὄχι τὴν Κυριακήν, ἀλλὰ τώρ' ἀμέσως, ἄν ἤθελον, ἐδέχετο νὰ γίνῃ ὁ γάμος. − Ξέρω κ' ἐγώ… σὰν ἔχετε τὴν καλωσύνη… ὅπως θέλετε!… Ἡ κυρὰ Παναγιώταινα ἐδόθη πλέον εἰς τὰς ἑτοιμασίας τοῦ γάμου. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἡ ἀγαθὴ γραῖα, ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐγέννησε τὴν Ἀνθήν, ἐσκέπτετο νὰ κάμῃ πομπώδη τὸν γάμον της. Τὸν ἰδικόν της γάμον εἶχε κάμει κατὰ τὰ ἔτη τῆς ἐπαναστάσεως, νύκτα κι ἐντὸς ὀρεινοῦ ἐρημοκκλησίου, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρεθῇ ἡ οἰκογένειά της μετ' ἄλλων φυγάδων. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὸ ἀφελὲς πνεῦμά της οἱ πομπώδεις γάμοι ἐξήσκουν ἐπέραστον γόητρον κι ἐπειδὴ εἶνε σύνηθες εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ ἱκανοποιῇ τὴν ἰδικήν του ἀτυχίαν διὰ τῆς εὐτυχίας τοῦ τέκνου του, ἀνέμενε νὰ παρηγορηθῇ διὰ τοῦ γάμου τῆς κόρης της… Ἄ! θὰ τὸν κάμῃ ποὺ νἀφίσῃ ἐποχήν· νὰ λέγουν «σὰν τῆς Στριμμενοπούλας τὸν γάμον!…». Διὰ τοῦτο τώρα ἐλυπεῖτο ἡ γραῖα, ποὺ ἠναγκάζετο νὰ τὸν κάμῃ νύκτα, δίχως προσκλήσεις, δίχως πομπήν, ὡς νὰ ὑπάνδρευε καμμίαν χήραν. Ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ; ἠδύνατο νὰ κάμῃ ἀλλέως; Μάννα καὶ θυγάτηρ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην!… Καὶ ἐδάκρυζαν τὰ μαραμμένα μάτια της, ἐνῷ ἡτοίμαζε τὰ στέφανα καὶ τὰς λαμπάδας, ὡς νὰ ἡτοίμαζε τὰ χρειώδη μιᾶς κηδείας. Ὁ κὺρ Παναγιώτης ὅμως δὲν ἐζαλίζετο ἀπὸ τοιαύτας ἰδέας. Χθὲς ἀνακύψας αἴφνης ἀπὸ τῶν ἐμπορικῶν του καταστίχων ἔβλεπεν ὅτι εἶχεν ἐπὶ τῶν νώτων βαρὺ φορτίον, τὸ ὁποῖον ἤθελε νὰ φορτώσῃ ἐπὶ τῶν ὤμων ἄλλου, ὅσον ἦτο δυνατὸν γρηγορώτερα. Δὲν ἐφρόντιζεν, ἄν θ' ἀπηλλάσσετο αὐτοῦ μετ' ἐπιδείξεως ἤ μή· ἤρκει ὅτι θ' ἀπηλλάσσετο. Κι ἐγέλα μακαρίως διὰ τὰς ἀδυναμίας τῆς γυναικός του κι ἔλεγε διὰ νὰ τὴν παρηγορήσῃ: − Ἔ, σώπα, καϋμένη γριά! Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά μας καὶ κάνουμε καθὼς θέλεις τῶν ἐγγονιῶν μας τὸ γάμο. − Ἄν ζήσουμε· ἀπήντα ἐκείνη μελαγχολικῶς. Τὴν Κυριακὴν τὸ ἑσπέρας ὁ γάμος τῆς Ἀνθῆς καὶ τοῦ Νικολοῦ ἔγινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Στριμμένου. Ἀλλ' ἦτο τελετὴ ἀπὸ ἐκείνας τὰς πενθίμους καὶ ὀχληράς, ὅπου ἡ χαρὰ διστάζει νὰ φανῇ διὰ νὰ μὴ κινήσῃ τὴν χλεύην· ὅπου αἱ εὐχαὶ ἐκφράζονται δειλῶς ἐκ φόβου μὴ συναντήσουν ψυχρότητα· ὅπου κάθε λόγος καὶ κάθε βλέμμα παρεξηγεῖται. Ἦτο τελετὴ ἀπὸ ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι βραδέως, ἀπροθύμως ἀρχίζουν καὶ ἐν σπουδῇ τελειώνουν· εἰς τὰς ὁποίας οἱ προσκαλεσμένοι κουράζονται καὶ βλέπουν πρὸς τὴν θύραν, πρὸς τὸν δρόμον, ἕτοιμοι νὰ πεταχθοῦν ἔξω, ν' ἀποτινάξουν τὴν ἀσφυξίαν. Τελετὴ τέλος, ἡ ὁποία γίνεται διὰ νὰ κρύψῃ ἕν αἶσχος, νὰ τὸ ἐξαγνίσῃ διὰ τοῦ κύρους της!… Ἀργὰ ἀνέβησαν τὴν σκάλα οἱ συγγενεῖς· ἀργότερον ἀκόμη ἀσθμαίνων καὶ μισογογγύζων ὁ γέρων ἐφημέριος μετὰ μικροῦ παιδίου, φέροντος ὑπὸ τὴν μασχάλην τὸ πετραχήλι καὶ τὸν Ἀπόστολον. Ψιθυρισμοὶ ἠκούσθησαν· σάλος τις ἐλαφρὸς καὶ μετ' ὀλίγον πυροβολισμός, ριφθεὶς ἐξ ἑνὸς παραθύρου, ἀνήγγειλεν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς κωμοπόλεως ὅτι ὁ Νικολὸς Πικόπουλος καὶ ἡ Ἀνθὴ Στριμμένου εἶχον ἑνωθῇ ἀρρήκτως ἐνώπιον τοῦ βωμοῦ. |
Ανδ. Καρκαβίτσα, Λυγερή, Αθήνα, Εστία, 1920 (β΄ έκδοση επιδιορθωμένη) σσ.76−110