ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Ζωγράφου, Ευγενία
Με χιμαίρας!
ΜΕ ΧΙΜΑΙΡΑΣ!Ἡ Ἰωάννα δὲν ἦτο ὡραία· ἡ κόμη της δὲν ἐχρύσιζεν ὡς αἱ ἀκτῖνες τοῦ δύοντος ἡλίου, οὐδ' ὡμοίαζε πρὸς τὸ μέλαν τοῦ κόρακος πτερόν· οἱ ὀδόντες της δὲν ἡμιλλῶντο κατὰ τὴν λευκότητα πρὸς τὴν ἁγνὴν χιόνα, οὐδ' ἔφερον εἰς τὴν μνήμην τὴν ὠχρὰν ὄρυζαν, ἡ λάμψις τῶν ὀφθαλμῶν της δὲ παρεβάλλετο πρὸς τὴν σπινθηρίζουσαν τῆς ἑστίας φλόγα, μηδὲ τὰ χείλη της πρὸς τὴν βελουδίνην τῆς πυρᾶς ἐρυθρότητα. Ἡ Ἰωάννα ἦτο κοινὸς τύπος κόρης· μὲ ἀκτῖνα εὐτυχίας εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ γλυκὺ ἐπὶ τῶν χειλέων μειδίαμα, μὲ τὴν δρόσον τῆς ὑγείας ἐπὶ τῶν ἐρυθρολεύκων παρειῶν της, ἡ Ἰωάννα διήρχετο τὴν ζωήν· ἦτο εἰκοσιδιέτις, καὶ κατώρθου νὰ εἶνε εὐτυχής. Ὤ! μὴ νομίσετε ὅτι ἔζη μὲ ὅλας τὰς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, μὴ φαντασθῆτε αὐτὴν ἐρωτευμένην, μηδὲ ἡρωίδα μεγάλης ἀφοσιώσεως, ἧς ἡ συναίσθησις τῇ ἐδώρει τὴν ἀκτῖνα ἐκείνην τῆς εὐτυχίας ἐπὶ τῆς μορφῆς της· οὐδὲν ἐκ τῶν ἀνωτέρω. Καὶ ἐν τούτοις ἦτο εὐτυχὴς ζῶσα μὲ … χιμαίρας. Κατώρθου τὰ πάντα νὰ μεταστρέφῃ εἰς εὐχαρίστους σκέψεις, καὶ μόνον πρὸ λυπηρῶν γεγονότων νὰ κλίνῃ σύννους τὴν κεφαλήν, πλὴν καὶ τοῦτο δὲν διήρκει ἐπὶ πολύ, καθότι πάραυτα ἀνήγειρεν αὐτήν, προσκολλωμένη εἰς νέαν χαράν, νέαν εὐχαρίστησιν, νέαν χίμαιραν. Καὶ ὅμως δὲν εἶχε γεννηθῇ μὲ τὸ ἔκτακτον τοῦτο χάρισμα τῆς αἰσιοδοξίας, καὶ δὲν ἦτο τόσον τυφλή, ὥστε νὰ βλέπῃ μόνον ρόδα ἐκεῖ ἔνθα ὑπῆρχον ἴσως πλείονες ἄκανθαι. Ἀλλ' ἔσχε τρεῖς ἀποτυχίας ἐν τῷ βίῳ της, τρεῖς οἰκτρὰς διαψεύσεις ἐλπίδων, καὶ ἔκτοτε ἀπεφάσισε νὰ ζῇ μόνον μὲ χιμαίρας, ἐὰν ἤθελε νὰ ζήσῃ εὐτυχής. Ἦτο κόρη δημοσίου ὑπαλλήλου, ἀνδρὸς ἐντίμου, ὅστις μόλις ἀπέζη ἐκ τῆς μισθοδοσίας του, μετὰ τῆς θυγατρὸς καὶ συζύγου του, ἀναμένων ὅμως ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἀνωτέραν θέσιν ὅπως ὁ βίος των καταστῇ εὐτυχής. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἔφθασεν. Ἡ Ἰωάννα ἦτο τότε δεκαεπταέτις· ἀπὸ πρωίας ὁ πατὴρ της ἀπουσίαζε μὴ ἐλθὼν οὐδὲ νὰ γευματίσῃ κἄν, καὶ τοῦτο ἐθεώρει αὕτη κάλλιστον οἰωνόν. Ἦτο δείλη· καθημένη ἡσύχως παρὰ τὸ χαμηλὸν τοῦ δωματίου της παράθυρον εἰργάζετο, καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔρριπτεν ἀνήσυχον βλέμμα, διερευνῶσα τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, καὶ εἴτα ἐνῷ μειδίαμα ἐπλανᾶτο ἐπὶ τῶν χειλέων της, ἐστρέφετο θεωροῦσα ἡδέως τὴν παραπλεύρως καθημένην μητέρα της. Καὶ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἐνέφαινε χαράν, τὸ μειδίαμα ἐλπίδα. Ὥρα πολλὴ παρῆλθεν οὕτως· ὅτε αἴφνης βήματα βαρέα, κοπιώδη, ἠκούσθησαν εἰς τὴν ὁδόν· ἡ Ἰωάννα πάραυτα τ' ἀνεγνώρισεν· ἦσαν τοῦ πατρός της, καὶ πρὶν ἢ τὸν ἴδῃ ἐκ τοῦ παραθύρου ἔσπευσεν εἰς τὴν θύραν ἀκολουθουμένη ὑπὸ τῆς μητρός της. Ὁ πατήρ της σιωπηλὸς μὴ δίδων προσοχὴν εἰς τὰ προσηλούμενα ἐπ' αὐτοῦ ἀνυπόμονα βλέμματα, εἰσῆλθε καὶ ἀποτεθαρρημένος ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου· ἡ Ἰωάννα διεσταύρωσε μετὰ τῆς μητρός της περίλυπον βλέμμα· εἶχεν ἐννοήσῃ τὴν ἀποτυχίαν, πλὴν ὑστάτη ἴσως ἀναλαμπὴ τῆς ἐλπίδος τὴν ἔκαμε νὰ ἐρωτήσῃ, ἐνῷ ἡ ταραχή της ἦτο καταφανής. − Καὶ λοιπόν; Τίποτε, παιδί μου, ἀπήντησεν ὁ πατὴρ ἡ θέσις δὲν δίδεται εἰς ἡμᾶς. Δὲν δίδεται! καὶ μετὰ τὰς τόσας ὑποσχέσεις; − Πράγματα συνήθη, ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος, προσπαθῶν νὰ μειδιάσῃ, καὶ δίδων ἤρεμον τόνον εἰς τὴν φωνήν του, ἐνῷ ᾐσθάνετο ἄπειρον ἀπογοήτευσιν ἐντός. Ἡ Ἰωάννα δὲν ἀπήντησεν, ἀλλὰ πορευθεῖσα ἔλαβε πάλιν τὸ ἔργον της καὶ ἐκάθησεν εἰς τὴν θέσιν της προσποιουμένη ὅτι ἤθελε νὰ ἐργασθῇ, κυρίως ὅμως ὅπως κρύψῃ τὴν σφοδρὰν ταραχήν της. Πρὸ μιᾶς στιγμῆς πόσον ἦτο διάφορος ἐργαζομένη ἐπὶ τῆς θέσεως ἐκείνης! ἡ γλυκεία ἐλπὶς ἐπλήρου ὁλόκληρον τὴν καρδίαν της, καὶ διατὶ νὰ μὴ δύναται ἔτι νὰ διατηρήσῃ αὐτήν;… Πλὴν … ὄχι… ὄχι… ᾐσθάνετο ἤδη ἐντός της ἄπειρον λύπην, μεγάλην πικρίαν, διότι ἐν τῇ ἐπιτυχίᾳ τῆς θέσεως ἐκείνης εἶχεν ἐξαρτήσῃ ὅλα τὰ φιλόδοξα νεανικὰ ὄνειρά της. Δι' αὐτῆς ἡ κοινωνική των θέσις θὰ ἦτο ἀνωτέρα, ὁ βίος των θὰ διήρχετο ἀνετώτερος, καὶ θὰ ᾐσθάνοντο πλέον καὶ αὐτοὶ τὰς τέρψεις, τὰς χαρὰς τῆς ζωῆς ἃς ἐπὶ τόσον καιρὸν εἶχον στερηθῇ… Ἐσκέπτετο ταῦτα καὶ ὀλίγον κατ' ὀλίγον ὁ πόνος της καθίστατο ὀξύτερος, μία μεγάλη ὀδύνη τὴν κατελάμβανεν καὶ ὑψώσασα πρὸς τὸν οὐρανὸν τὸ βλέμμα, ἐπόθησε νὰ μὴ εἶχε γεννηθῇ. Ἦτο ἡ πρώτη τῶν ἐλπίδων της διάψευσις. Μετὰ καιρὸν ὑπέστη μεγαλειτέραν ὀδύνην. Εὑρίσκετο εἰς ἐπίσκεψιν φίλης της τινός, ὅτε εἰσῆλθε καὶ νέος ἐπισκέπτης· ἦτο εἰκοσιπενταετὴς νέος, εἰς ἄκρον καλοκαμωμένος, μὲ γλυκεῖς τοὺς τρόπους. Ἡ Ἰωάννα κατεθέλχθη· καὶ ἔτι πλέον, ὅταν παρετήρησεν ὅτι ἐκεῖνος καθίστα καταφανῆ τὴν πρὸς αὐτὴν προτίμησίν του, περιποιούμενος φανερῶς αὐτήν. Ἀπῆλθεν ἐκ τῆς φίλης της, πλήρης ρεμβασμῶν καὶ καθ' ὅλην τὴν νύκτα δὲν ἔκλεισεν ὄμμα. Ὄνειρα γλυκέα τὴν ἐτάρασσον, ρεμβασμοὶ ἡδεῖς τὴν κατεῖχον, σκέψεις προσφιλεῖς τὴν κατελάμβανον, ἠγνόει διατὶ ᾐσθάνετο ἐντός της χαρὰν πολύ, πολὺ μεγάλην, καὶ διατὶ τὴν παρηκολούθει ἡ εἰκὼν τοῦ ξένου, ἐκείνου;… Τὴν πρωΐαν ἠγέρθη εὔθυμος, χαρωπή, καὶ ἔστη παρὰ τὸ κάτοπτρον ἐπὶ πολύ· διηυθέτησε τὴν κόμην της χαριέστερον, κατέβαλε πολλὴν προσοχὴν διὰ τὴν ἐνδυμασίαν της, καὶ προσέθεσεν ἀρκετοὺς στολισμοὺς εἰς ἑαυτήν. Εἶχε καταστῇ φιλάρεσκος. Τὴν ἐπαύριον ἡ φίλη της ἦτο παρ' αὐτῇ· ἡ Ἰωάννα τὴν ὑπεδέχθη μειδιῶσα καὶ χαίρουσα, θὰ ἐμάνθανε ἴσως εὐαρέστους εἰδήσεις. Ἀλλ' ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξίς της, ὅταν τὴν ἤκουσε λέγουσαν. − Ἰωάννα μου, ὁ Πέτρος μ' ἀγαπᾷ, καὶ διὰ νὰ μὲ κάμῃ ζηλότυπον σὲ περιποιεῖτο τόσον πολὺ χθές. Ἐκείνη ἀπέμεινεν ἔκπληκτος! Τί λοιπόν; ᾐγάπα ἄλλην;… τί λοιπὸν ἠθέλησε νὰ παίξῃ μὲ αὐτήν;… καὶ τὰ ὄνειρά της; οἱ ρεμβασμοί της;… ἀπάτη;… μηδέν… ἔρριψε βλέμμα μίσους ἐπὶ τῆς φίλης της, καὶ ἐπόθησε πρὸς στιγμὴν νὰ εἶχε τίγρεως ὄνυχας, ὅπως ριπτομένη ἐπ' αὐτῆς τὴν τιμωρήσῃ. Καὶ ὅμως, ἠδυνήθη νὰ μειδιάσῃ, ἠδυνήθη ν' ἀκούσῃ ὅλην ἐκείνην τὴν ἐρωτικὴν ἱστορίαν χωρὶς νὰ εἴπῃ «Παῦσε σὲ μισῶ». Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην διῆλθεν ἄγρυπνος ὡς τὴν παρελθοῦσαν, πλήν … ἔκλαιε πικρά. Οἱ γονεῖς τῆς ἤρξαντο ἤδη σκεπτόμενοι περὶ ἀποκαταστάσεως τῆς θυγατρός των· ἦτο τότε εἰκοσαέτις. Νέος τις, υἱὸς παλαιοῦ συναδέλφου τοῦ πατρός της, πλουτήσας ἐν Ρωσσίᾳ, ἐκρίθη κατάλληλος δι' αὐτήν, τὰ πάντα συνεφωνήθησαν καὶ ἤδη ἀνεμένετο ἀνυπομόνως ὁ γαμβρός. Ἡ Ἰωάννα ἦτο τέλος βεβαία περὶ τῆς ἐπιτυχίας· τὴν φορὰν ταύτην τὰ ὄνειρά της δὲν θἀπεδεικνύοντο κοῦφα. Καὶ ἤρξατο οἰκοδομοῦσα πύργους ὑψηλούς, πλάττουσα ἀνάκτορα χρυσότευκτα. Θὰ καθίστατο εὐεργετική, φιλάνθρωπος, θ' ἀπέκτα φήμην, ὄνομα, θὰ ἐγίνετο ὁ προστάτης ἄγγελος πάντων τῶν δυστυχῶν, ὅσοι θὰ εἶχον χρείαν νὰ τοὺς καλύψουν αἱ πτέρυγες τοῦ πλούτου της. Θὰ παρεῖχε τὰ πάντα εἰς τοὺς γονεῖς της, καὶ θὰ ἔβλεπε τέλος τὸ μειδίαμα τῆς ἀφροντισίας, τῆς χαρᾶς νὰ ἐπανθήσῃ ἐπὶ τῶν προσφιλῶν, ὅσῳ καὶ μαραμένων ἐκείνων χειλέων. Ἐπὶ δέκα πέντε ἡμέρας ἔσχε τὰς ὀνειροπολήσεις ταύτας, ὅτε τέλος ἐπέστη ἡ στιγμὴ τῆς ἀφίξεως τοῦ γαμβροῦ, καὶ ἡ Ἰωάννα συγκεκινημένη εἰσῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν παρουσιαζομένη ὑπὸ τοῦ πατρός της εἰς αὐτόν. Μία ἡμέρα παρῆλθεν ἀκόμη καὶ τὴν ἑπομένην, ἐνῷ ἀνεμένετο ἡ συγκατάθεσις τοῦ γαμβροῦ, ἀφίχθη ἐπιστολή τις. Ἡ Ἰωάννα μὲ κακὸν προαίσθημα, μὲ ἀλλόκοτον ταραχὴν ἤνοιξεν αὐτήν· ἀλλὰ μόλις τὴν διέτρεξε, κραυγὴ ἀσθενὴς ἐξέφυγε τῶν χειλέων της καὶ κάτωχρος ἔτεινεν αὐτὴν εἰς τὴν μητέρα της. Δι' ὀλίγων του λέξεων ὁ νέος, εἰδοποίει αὐτούς, ὅτι ἀνεχώρησεν αὐθημερὸν εἰς Ρωσσίαν, ὅτι ἐγκατέλειψε τὴν ἰδέαν τοῦ γάμου καὶ ἅμα ὡς σκεφθῇ περὶ αὐτοῦ θὰ τοὺς εἰδοποιήσῃ. Ἠρνεῖτο εὐγενῶς. Ἡ Ἰωάννα μετὰ τὴν πρώτην ἐντύπωσιν ἐχώρησε πρὸς τὴν μητέρα της, ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴν καὶ διὰ μανιώδους κινήσεως κατέστρεψεν αὐτήν. − Μὴ στενοχωρῆσαι παιδί μου, εἶπεν ἡ μήτηρ της συμπαθῶς. − Δὲν στενοχωροῦμαι, ἀπήντησεν ἡ Ἰωάννα, προσπαθοῦσα νὰ μειδιάσῃ, καὶ ἀπερχομένη εἰς τὸ δωμάτιόν της. Πλὴν πρὶν ἢ διαβῇ τὸν οὐδὸν αὐτοῦ ἔστη ἐπὶ τῆς θύρας, ᾐσθάνετο τὰ γόνατά της τρέμοντα, κἄτι τὸ ἀπείρως ὀδυνηρὸν εἰσήρχετο εἰς τὴν ψυχήν της, καὶ οἱ ὀφθαλμοί της, ρεμβώδεις, ἐστηρίχθησαν εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ δαπέδου ὡς νὰ ἐπεζήτουν τι. Καὶ εἶδεν ἐκεῖ νὰ παρέρχωνται, νὰ χάνωνται ὡς διάττοντες ἀστέρες, τὰ ὄνειρά της, αἱ ἐλπίδες της. ᾘσθάνετο ἐντὸς τῆς ψυχῆς της κενὸν ἄπειρον, κενὸν παραχθὲν ἐκ τῆς στερήσεως τῆς ἐλπίδος, ὅπερ οὐδέν, οὐδὲν θὰ πληρώσῃ πλέον, καὶ ἓν δάκρυ ὑστάτου παραπόνου ἀνῆλθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της. Ἡ καρδία της ἔπαλλεν ἀτάκτως, καὶ οἱ παλμοὶ ἐκεῖνοι ἠχοῦντες ἐντὸς τοῦ στήθους της, τῇ ἐφάνησαν ὡς ἐπικήδειος κώδων συνοδεύων εἰς τὸν τάφον τὰ νεκρὰ φεῦ! ὄνειρά της. Ἦτο μόλις εἰκοσαέτις, καὶ εἶχε τρὶς ἀπατηθῇ εἰς τὸ διάστημα τοῦτο. Τί λοιπόν, τοιοῦτος ἦτο ὁ βίος; … καὶ τοιαύτη θὰ ἦτο πλέον δι' αὐτὴν ἡ ζωή; … κενὴ πόθων; … κενὴ ἐλπίδων;… ἀλλὰ τί, μὴ δὲν δύναταί τις νὰ ζήση καὶ μὲ … χιμαίρας; Εἰς τὴν σκέψιν ταύτην οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἰωάννας ἔλαμψαν χαρωποί· ἐχώρησεν ἓν βῆμα, εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιόν της, ἐπορεύθη εἰς μικρὸν κομψὸν τραπέζιον, ἐφ' οὗ ὑπῆρχον τὰ πρὸς γραφήν, ἔλαβεν εἰς χεῖρας καὶ ἤνοιξε μικρὸν Album. Ἦτο δῶρον τοῦ πατρός της· αἱ σελίδες του ἦσαν πλήρεις χαριτωμένων ποιημάτων, ἅτινα μικραὶ παιδικαὶ χεῖρες, προσφιλεῖς συμμαθήτριαι, ἀσταθεῖς φίλαι, εἶχον χαράξει ἐκεῖ. Ἐπὶ στιγμὴν τὸ βλέμμα τῆς Ἰωάννας ρεμβὸν ἐπλανήθη ἐπὶ τῶν σελίδων ἐκείνων, καὶ ὁ νοῦς της ἐπεσκόπησε τὸ παρελθόν. Τὶς κατὰ τὸ μακρὸν ἢ βραχὺ τοῦ βίου του διάστημα δὲν ἐπόθησεν ἅπαξ ἐκεῖνα τ' ἀποπτάντα παιδικὰ εὐτυχῆ ἔτη;… τίς δὲν ἐδάκρυσεν εἰς τὴν γλυκεῖαν ἀνάμνησιν αὐτῶν; Καὶ ἐκείνη στρέφουσα μίαν πρὸς μίαν τὰς πλήρεις ἐκείνας σελίδας, μὲ τοὺς ἀσταθεῖς χαρακτῆρας, τ' ἀραιὰ γράμματα, διήρχετο νοερῶς μίαν πρὸς μίαν σελίδα τὸν παιδικόν της βίον. Τέλος ἔφθασεν εἰς τὴν τελευταίαν· ποίημα δὲν εἶχε γραφῇ ἐκεῖ, ἦτο αὕτη ὁλόλευκος, καθαρά, ὡσὰν ν' ἀνέμενεν τὴν ἰδικήν της χεῖρα νὰ τὴν πληρώσῃ. Ἡ Ἰωάννα ἐμειδίασε περιλύπως· ἔλαβε γραφίδα, ἐβύθισεν αὐτὴν εἰς μελάνην καὶ ἔγραψε μὲ πυρετώδη χεῖρα: «Ὁ βίος εἶνε ὄνειρον, ζῆθι λοιπὸν μὲ χιμαίρας, ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι εὐτυχής». |
Ε. Ζωγράφου, Διηγήματα, Αθήνα, τυπ. Α. Αποστολόπουλου, 1896, σ.σ. 73−79
1 [1] Ἐδημοσιεύθη ἐν τῇ καθημερινῇ «Ἑστίᾳ» τῳ 1894.