ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Εφταλιώτης, Αργύρης
Η Αγγέλικα
Η ΑΓΓΕΛΙΚΑἜγινε μεγάλη ταραχὴ σὰν πρωτοφάνηκε στὸ χωριὸ ἡ Αγγλέλικα. Συνηθισμένος ὁ κόσμος ἀπὸ τὶς ντροπαλὲς καὶ συμμαζεμένες χωριατοποῦλες, βλέπει ἄξαφνα μέσα στὸ χωριὸ μιὰ κοπέλλα, ποῦ τοὺς φάνηκε σὰ θεά. Πρῶτο, ποῦ εἶταν κάτασπρη σὰ νὰ μὴν τὴν εἶδε ἥλιος ποτές, δεύτερο, πρόσχαρη, γελαζούμενη καὶ ζωηρή, ποῦ τοὺς τρέλλαινε σὰ γελοῦσε καὶ τοὺς ἔδειχτε τὰ μεγάλα της τὰ δόντια. Τρίτο, ποῦ δὲ φοροῦσε χωριάτικα, μόνο τῆς χώρας φορέματα. Μὰ τί πρῶτο, καὶ τί δεύτερο, καὶ τί δέκατο. Εἴτανε νὰ τηνε βλέπῃς καὶ νὰ μὴ χορταίνῃς. Ἐπανάσταση ἔφερε στὸ χωριὸ ἡ Ἀγγέλικα. Οἱ καλοὶ χωριανοὶ δὲν τὸ λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ὁ σκοπός τους εἶταν ἀθῶος. Αὐτοὶ ζητούσανε μιὰ καλὴ δασκάλισσα, νὰ μάθῃ τὰ κορίτσια τους γράμματα. Γράφουνε λοιπὸ στὴ χώρα, καὶ σὲ λιγάκι ἔρχεται ἡ Ἀγγέλικα. Σκολειὸ χτισμένο δὲν εἶχαν ἀκόμα. Τῆς νοικιάζουν ἕνα σπιτάκι, καὶ μέσα σ' αὐτὸ τὸ σπιτάκι ἄρχισε ἡ Ἀγγέλικα νὰ πολιτίζῃ τοῦ χωριοῦ τὰ κορίτσια. Ὡς ἐδῶ ἡ δουλειὰ πήγαινε καλά. Τὰ κορίτσια μάθαιναν πῶς τὸ ψωμὶ δὲν τρώγεται μέσα στὸ βιβλίο ἄ δὲ γίνῃ ἄρτος, καὶ σὰν τέλειωναν τὰ μαθήματα ἄρχιζε τἀργόχειρο. Καὶ τὸ βράδυ, σὰν πηγαίνανε στὰ σπίτια τους, ἄλλη ἔδειχτε στὸν πατέρα της μπιμπίλες, ἄλλη παντοῦφλες, κι ἄλλη κεντημένες καπνοσακοῦλες. Κι ὁ πατέρας τἄβλεπε αὐτὰ καὶ καμάρωνε ποῦ τέλος πάντων εἶδαν ἀνθρωπισμὸ τὰ κορίτσια. Ἡ δουλειὰ ὅμως δὲ σταμάτησε ὡς ἐδῶ. Οἱ μεγάλες οἱ κοπέλλες, ποῦ δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ πᾶνε σκολειό, δὲν ἔπρεπε νὰ μείνουν κι αὐτὲς πίσω. Πῶς νὰ βγοῦν οἱ μικρότερες ἀδερφάδες πιὸ ἄξιες καὶ πιὸ χαριτωμένες στὸν κόσμο! Ρίχτουνται λοιπὸν τῆς Ἀγγέλικας κ' ἡσυχία δὲν τῆς ἀφίνουν. Νυχτέρι δὲ γίνουνταν, ποῦ νὰ μὴν τὴν ἔχουνε στὴ μέση νὰ λέῃ ἱστορίες, νὰ ξηγᾶ συνήθειες τῆς χώρας, νὰ τραγουδάῃ τραγούδια τῆς χώρας, νὰ κόβῃ καὶ νὰ ράβῃ, κι αὐτὲς νὰ λησμονοῦν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι καὶ παραμύθι, καὶ νὰ κάθουνται σὰ μαγεμένες ν' ἀκοῦν τὴν Ἀγγέλικα. Εἶναι ἀλήθεια πῶς σὰν ἔφευγε ἡ δασκάλισσα στὸ σπιτάκι της οἱ χωριατοποῦλες, −πῶς νὰ τὴν ξεχάσουν τὴν τέχνη!− τῆς κάνανε χίλια περιγέλοια τῆς κακόμοιρης! Ἄλλη νὰ μιμᾶται τὴ φωνή της, ἄλλη τἀσυνήθιστα τὰ λόγια της, ἄλλη τὴ μαριόλική της ματιά. Ἀθῶα περιγέλοια, δίχως ζούλια καὶ δίχως κακία, ἔτσι νὰ τῆς βροῦν κατιτὶς νὰ γελάσουν. Καὶ σὰ σκάνανε στὸ γέλοιο, ἄρχιζαν πάλι νὰ τῆς θαμάζουν τὰ κόκκινα χείλη, τὰ κάτασπρα δόντια, τὸ μικρὸ ποδαράκι, τὴν περπατηξιά της, τὰ στολιδάκια της, τὶς φορεσιές της, ὅλη της τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά. Καὶ μὲ τὸ βλέπε καὶ θάμαζε, ἄρχισαν οἱ χωριατοποῦλες ν' ἀλλάζουνε συνήθειες. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ εἴτανε βέβαια σιγανὴ κι ἀπ' ἔξω μοναχά. Τὸ φυσικό της δὲν μποροῦσε νὰ τ' ἀλλάξ' ἡ χωριατοποῦλα. Ἄλλαζε τὸ λοιπὸ μερικὰ λόγια, μερικὰ φερσίματα, μερικὰ φορέματα καὶ στολίδια. Κι αὐτὸ ἴσια ἴσια εἶταν ποῦ τοὺς ἔκαμε τοὺς χωριανοὺς νὰ μὴν τὴν καλοβλέπουν τὴ λουσάτη ἐκείνη τὴ μάγισσα. Δὲν ἔσωναν πιὰ τώρα τὰ σπιτήσια τὰ τούλια καὶ τὰ λινομέταξα, ἔπρεπε νὰ φέρνουν κι ἀπὸ τὸ μαγαζὶ λογῆς λογῆς κορδέλλες, κουμπιὰ καὶ κουρέλλια. Καὶ τὸ χειρότερο, ποῦ ἡ μίμηση δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι σωστή, κ' ἔβλεπες ἄξαφνα καπελλῖνο καὶ γερντάνι μαζί, ἤ φράγκικο φαρμπαλᾶ καὶ κοντογούνι, ἤ κάτι τέτοιο. Ὁ πατέρας φυσικὰ δὲν τὰ κοίταζ' αὐτά. Ὁ πατέρας μέσα του τὰ καμάρωνε ἴσως. Ἐκεῖνο ποῦ τὸν πονοῦσε τὸν πατέρα εἶταν ἡ τσέπη, τὸ ἔξοδο, αὐτὴ εἶταν ἡ ἐπανάσταση ποῦ ἔβλεπε ὁ νοικοκύρης καὶ τὸν ἔπιανε τρομάρα. Κι ὅσο στολίζουνταν ἡ κόρη του, τόσο τὴ φύλαγε αὐτὸς τὴ λιγδωμένη του γούνα, ἤ το μπαλωμένο του πόδημα. Μήτε δῶ δὲ σταμάτησε τὸ κακό. Ἡ Ἀγγέλικα, καθὼς εἴπαμε, εἴτανε ζωηρὴ καὶ μιλητικιά. Ἄρχισε λοιπὸ σιγὰ σιγὰ νὰ ψαλιδίζῃ καὶ τῆς χωριατοπούλας ἡ γλώσσα, κι ἄς εἶταν καὶ κανένας ξένος μπροστά της. Καμιὰ φορὰ ἔλεγε καὶ κατιτὶς ἀδιάντροπο τοῦ πατέρα της. Οἱ προεστοὶ κ' οἱ ἐφόροι εἶταν καλοὶ πατριῶτες κ' ἤθελαν τὴν πρόοδο τοῦ χωριοῦ. Ἡ νοικοκυρωσύνη τους ὅμως εἶταν κι ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸ μεγαλήτερη, καὶ κάθε φορὰ ποῦ ἔπαιζαν τὰ κομπολόγια τους στὸ καφενεδάκι τους συλλογιοῦνταν πῶς νὰ τὴ συμμαζέψουνε λιγάκι αὐτὴν τὴ δασκάλισσα. Νὰ τὴ διώξουνε δὲν ταίριαζε. Μιὰ δασκάλισσα ἔπρεπε νἄχουν. Ποιός ξέρει ἄ δὲν τοὺς ἤρχουνταν καὶ χειρότερη. − Ἐγὼ τονε βρῆκα τὸν τρόπο, τοὺς λέει μιὰ μέρα ἕνας τους−Σπανὸ τὸν ἔλεγαν, ἄν καὶ δὲν εἴτανε σπανός. Νὰ τὴν παντρέψουμε τὴ δασκάλισσα. Θὰ νοικοκυρευτῇ καὶ θὰ συχάσῃ κι αὐτὴ καὶ μεῖς. − Ποῦ νὰ τὴν παντρέψῃς! Δὲν ἄκουσες τί ἔλεγε τὶς προάλλες, τῆς κόρης μου, πῶς εἶναι ντροπῆς νὰ τὴν παντρεύουν οἱ γονιοί της καὶ νὰ μὴ διαλέγῃ ἀπατή της τὸ παλικάρι της! − Αἴ, τὴν ἀφίνουμε λοιπὸν καὶ τονε διαλέγῃ ἀπατή της. Λίγο τερτίπι κ' ἔγινε ἡ δουλειά. Καλή τους τύχη ποῦ εἶχαν ἕναν ἀνοικονόμητο χουβαρντᾶ, τὸν πρωτομάστορα τὸ Μυζήθρα. Πηγαίνει ὁ Σπανὸς μιὰ βραδιὰ στὴν ταβέρνα, τοῦ ρίχτεται τοῦ Μυζήθρα, καὶ μὲ λίγα λόγια τὸν ἑτοιμάζει γιὰ τὸ τερτίπι. − Τί κάθεσαι καὶ χάνεις τὴ νιότη σου καὶ τὴν ὀμορφιά σου; τοῦ λέει· ποῦ θὰ τὴν ξαναβρῇς τέτοια Νεράϊδα, τέτοιον ἀφρό, τέτοιον κρῖνο; Τί καλλίτερο θὲς ἀπὸ μιὰ τέτοια γυναίκα; Τὸ δικό σου τὄχεις, τί πειράζει ἄ δὲν ἔχῃ καὶ προῖκα; Τρέχα σκάρωσέ της μιὰ πατινάδα. Ἄν τὴ φοβᾶσαι τὴν πατινάδα, ἕνα λουλούδι, μιὰ πρόφαση, καὶ τέλειωσε ἡ δουλειά. Τί χάνουμε τὰ λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της ἀπόψε νὰ κοιτάξῃς μὴν τύχῃ κι ἄρχισε νὰ καθίζῃ ὁ καινούριος ὁ τοῖχος. Πὲς πῶς σ' ἔστειλα γώ. Μὴ φοβᾶσαι· κάμε σὺ τὴν ἀρχή, κι ὅσο γιὰ τὰ στερνά, ἔννοια σου, καὶ γὼ εἶμαι δῶ. Ὁ Μυζήθρας στὴν ἀρχὴ τὰ πῆρε ὅλ' αὐτὰ γιὰ κοροϊδέματα τοῦ κὺρ Σπανοῦ. Τὸν ἤξερε πῶς ἀγαποῦσε νὰ πειράζῃ τὸν κόσμο, καὶ δὲν πολυπρόσεξε. Σὰν πήγαινε ὅμως σπίτι του τὴ βραδιὰ ἐκείνη, ὁ Μυζήθρας δὲν τραγουδοῦσε καθὼς ποῦ συνήθιζε. Εἴτανε βυθισμένος σὲ παράξενες συλλογές. Ἡσυχία δὲν εἶχε. Γιατί τάχα νὰ κάμῃ τέτοιο χωρατὸ ὁ Σπανός; Γιατί νὰ μὴν εἶναι κι ἀλήθεια; Τί χάνει νὰ δοκιμάσῃ; Ἄν πιτύχῃ ποιός ἄλλος μὲς στὸ χωριὸ θὰ ἔχῃ τέτοιο θησαυρὸ γιὰ γυναίκα; Ἄ δὲν πιτύχῃ καὶ τὸ μάθῃ ὁ κόσμος, καὶ τῆς βγάλουν τραγούδι, ἄς ὄψεται ὁ Σπανός, ποῦ στάθηκε ἡ αἰτία. Ἀνέβαινε τὸν ἀνήφορο καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σκολειό. Στάθηκε μιὰ στιγμὴ νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοή του. Ἔρριξε μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ παράθυρα τῆς Ἀγγέλικας, καὶ τοῦ ἦρθε νὰ ξεσπάσῃ στὸ τραγούδι ποῦ νὰ πάῃ καπνός. Κρατήθηκε ὅμως καὶ πῆγε μπρός. Φτάνει στὴν πόρτα. Ἡ καρδιά του ἔτρεμε τώρα, ὁ λαιμός του στέγνωνε, ἵδρος ψιλὸς τὸν περεχοῦσε. Σκύβει καὶ βλέπει ἀπὸ τὴν κλειδότρυπα πρὶ νὰ χτυπήσῃ. Μέσα στὸ χαγιάτι ἡ παρακόρη, ἡ θύρα ὅμως τῆς κάμαρας ἀνοιχτή, κ' ἡ Ἀγγέλικα μπρὸς σ' ἕνα τραπεζάκι καὶ κεντοῦσε. − Καλὰ λέει ὁ Σπανὸς πῶς εἶναι Νεράϊδα ἡ διαόλισσα, εἶπε. Ὡς τόσο τί νὰ τῆς πρωτοπῶ σὰν ἔμπω! Αἴ, ἄς τῆς πῶ καλησπέρα, κ' ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τἄλλα. Χτυπάει τὴν πόρτα. Ἀνοίγει ἡ παρακόρη, καὶ μπαίνει μέσα ὁ πρωτομάστορας. Ἡ Ἀγγέλικα σηκώνεται μισοτρομασμένη. Στάθηκε σὰ λαμπάδα, μὲ τὰ μαῦρα της μάτια ὀρθάνοιχτα, σὰ νὰ τοῦ ἔλεγαν τί θέλει ἐκεῖ τέτοια ὥρα! − Καλησπέρα σας, κ' ἕνα λυχνάρι, τῆς λέει, νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ στὸ κατώγι, γιατὶ ὁ καινούριος ὁ τοῖχος λὲν πῶς καθίζει, καὶ μ' ἔστειλε ὁ κὺρ Σπανὸς νὰ κοιτάξω. − Μαροῦλα, φωνάζει ἡ Ἀγγέλικα, ἄναψ' ἕνα φῶς καὶ δός το τοῦ Μάστορα νὰ κοιτάξῃ. Ἐλπίζω πῶς δὲν εἶναι τίποτε. − Ἐγὼ κοίταξα καλὰ ἀπ' ἔξω καὶ νὰ σᾶς πῶ δὲν παρετήρησα τίποτις. Ὡς τόσο ἄς δοῦμε κι ἀπὸ μέσα. Κατεβαίνει στὸ κατώγι, καὶ σὲ λιγάκι ξανανεβαίνει καὶ λέει πῶς δὲν ἔχει φόβο ὁ τοῖχος, καὶ νὰ μὴν τὸ κάμῃ μήτε λόγο, νὰ μὴν τρομάξῃ ὁ κόσμος τοῦ κάκου, καὶ δὲ στέλνει σκολειὸ τὰ κορίτσια του. Ἐδῶ στάθηκε μιὰ στιγμὴ ὁ Μυζήθρας μπροστά της. Ὁ Μυζήθρας δὲν εἶταν ἄσκημο παλικάρι. Εἶταν ἀψηλός, μεγάλα καστανὰ μάτια καὶ μικρὸ μουστάκι λεβέντικο, εἶταν καὶ γλυκομίλητος. Ἔλα ὅμως ποῦ δέθηκε ἡ γλώσσα του τώρα! Τί νὰ τῆς πῇ, ποῦ εἶταν κ' ἡ παρακόρη παρέξω! − Ἄς δοῦμε μιὰ καὶ στὸ Σκολειὸ μέσα, λέει ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ κοίταζε γύρω τοὺς τοίχους. − Καὶ παίρνει τὸ λυχνάρι, καὶ πηγαίνει μοναχός του στὴν κάμαρα τοῦ Σκολειοῦ νὰ συλλογιστῇ πῶς ν' ἀρχίσῃ τὴν ὁμιλία. − Λᾶτε νὰ δῆτε, τῆς φωνάζει ἀπὸ μέσα. Ἡ Ἀγγέλικα πηγαίνει στὴν κάμαρα τοῦ Σκολειοῦ. Ἔφεγγε δὲν ἔφεγγε μέσα στὴ μεγάλη ἐκείνη τὴν κάμαρα μὲ τὸ μικρὸ τὸ λυχνάρι. Ἡ Ἀγγέλικα περπάτηξε λαφριὰ λαφριὰ καὶ πῆγε καὶ στάθηκε μπροστά του σὰν ἄγαλμα, μὲ τὸ ἀμελημένο της φόρεμα, μὲ τὰ μαῦρα της μάτια, μὲ τὸν ἄσπρο τὸ λαιμό της, καὶ μὲ τὰ δυό της χεράκια σφιγμένα κοντὰ στὰ στήθια σὰ νὰ μισοκρύωνε. − Αὐτὴ τὴ χαραμάδα πρέπει νὰ εἶδε ὁ κὺρ Σπανὸς καὶ φοβήθηκε. Λίγο σουβᾶ θέλει καὶ τίποτις ἄλλο. Τὸ σπίτι εἶναι γερό, μᾶς βγῆκε καὶ καλορρίζικο. Ὅλες μας οἱ κοπέλλες ἀθρωπεύουν ἐδῶ μέσα. − Καλωσύνη σας νὰ τὸ λέτε αυτό· καὶ τοῦ χαμογέλασε ἡ Ἀγγέλικα. − Δασκάλισσά μου, ἐμεῖς οἱ χωριανοὶ τὰ λέμε ἴσια τὰ πράματα. Θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ μιὰ ἄλλη ἀλήθεια, ἄ δὲ φοβούμουν πῶς ἴσως τὸ πάρετε ἄσκημα. − Σὰν τί ἀλήθεια; τοῦ κάνει ἡ Ἀγγέλικα, καὶ πάει ἕνα βῆμα κοντήτερά του. − Πῶς εἶναι μιὰ ψυχὴ στὸ χωριὸ ποῦ πάει νὰ τρελλαθῇ μὲ τασᾶς. − Καλὲ τί μοῦ λές! Καὶ ποιά νὰ εἶναι, νὰ σὲ χαρῶ, αὐτὴ ἡ ψυχή; πές μου το τώρα ποῦ δὲ μᾶς ἀκοὺ καὶ κανένας. − Κι ἄ θυμώσετε; − Σοῦ τὸ τάζω πῶς δὲ θυμώνω, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Γιατί νὰ θυμώσω; − Καλὰ, νὰ σᾶς τὸ πῶ τὸ λοιπόν. Εἶναι ἕνας, ποῦ δὲν εἶναι γέρος, δὲν εἶναι καὶ φτωχός. Δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα, εἶδε ὅμως στὸν καιρό του λιγάκι κόσμο. Ἔξω τὴν ἔμαθε τὴν τέχνη του. Εἶναι λοιπὸν καὶ τεχνίτης. Δὲν ξέρει νὰ λέῃ τὸν πόνο του σὰ βιβλίο, ξέρει ὅμως νὰ τὸν τραγουδάῃ σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὰ δάση. Δὲν ξέρει νὰ χαιρετάῃ φράγκικα, μὰ ξέρει ν' ἀγαπᾶ καὶ νὰ χαδεύῃ ρωμαίικα. − Καὶ τὄνομά του; ρωτάει ἡ Ἀγγέλικα χτυπώντας τὸ ποδαράκι της. − Δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ τὄνομά του· δὲν ἀποκοτῶ. Καὶ σταμάτησε ὁ Μυζήθρας. − Νὰ εἶναι ἔτσι ἀψηλός, νόστιμος, παλικαρᾶς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι ἡ Ἀγγέλικα γελώντας. − Δὲν μπορῶ, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ. Πάει νὰ σβύσῃ ὁ νοῦς μου σὰν αὐτὸ τὸ λυχνάρι. Καὶ βάζει τὸ λυχνάρι σ' ἕνα θρανὶ, καὶ κοιτάζει χάμω συλλογισμένος. − Τί ἔπαθες, παλικάρι μου; τί ἔχει ὁ καημένος! Γυρίζει τότες ὁ Μυζήθρας καὶ τὴν καλοκοιτάζει καὶ τῆς λέει:
Δὲν εἶναι πρᾶμα ν' ἀρρωστᾶ, πρᾶμα νὰ θανατώνῃ,
Σὰν τὴν ἀγάπη τὴν κρυφὴ ποῦ δὲν ξεφανερώνει.
Ἡ δασκάλισσα, ἄν καὶ φυσικὰ κάτι ἔννοιωσε, ἤ ὅμως ἤθελε νὰ παίξῃ καὶ νὰ περάσῃ τὴν ὥρα της, ἤ εἶχε ὄρεξη ν' ἀκούσῃ κι ἄλλα, κ' ἔκανε τὴν ἀνήξερη ἀκόμα. − Ἔχεις ἀγάπη μὲς στὴν καρδιά σου, καθὼς βλέπω, τοῦ λέει. Καὶ ποιά νὰ εἶναι ἡ ἄτυχη αὐτὴ ἀγαπητικιά, ποῦ δὲν τὸ ξέρει τί πόνο τὴν ἔχεις; Καὶ τῆς ρίχτει τώρα φλογερὴ ματιὰ ὁ Μυζήθρας, καὶ τῆς μουρμουρίζει:
Ἀγγελικοῦλα ζάχαρη, κι Ἀγγελικοῦλα μέλι,
Κι Ἀγγελικοῦλα κρυὸ νερὸ ποῦ πίνουν οἱ Ἀγγέλοι.
Δὲν μποροῦσε πιὰ ἡ Ἀγγέλικα νὰ καμωθῇ πῶς δὲν ἔννοιωθε. Ἀρχίσανε νὰ τῆς ἔρχουνται σύγκρυα. Δὲν εἴτανε φρόνιμο νὰ μείνῃ κοντά του. Μποροῦσε νὰ σκύψῃ κιόλας νὰ τηνε φιλήσῃ. Τραβήχτηκε λοιπὸ δυὸ βήματα, πῆρε τὸ συνηθισμένο τὸν ἀέρα της σὰν ἔβλεπε ξένο, καὶ, − Λοιπὸ δὲν ἔχει τίποτις ὁ τοῖχος, τοῦ κάνει. Ἄς εἶσαι καλὰ γιὰ τὸν κόπο σου. Καὶ πῆγε μέσα. Ὁ Μυζήθρας τὰ εἶχε χαμένα. Τὸν ἔδερνε ἡ ἀγάπη κ' ἡ ντροπή. Κοιτάζει γύρω του νὰ δῇ πῶς νὰ φύγῃ χωρὶς νὰ τὸν ξαναδῇ ἡ περήφανη ἡ Ἀγγέλικα. Βλέπει τὴν πόρτα ποῦ ἔβγαιναν τὰ κορίτσια σὰ σκόλαζαν, τὴν ἀνοίγει, κ' ἴσια ἔξω, χωρὶς μήτε ν' ἀκουστῇ τὸ περπάτημά του. Σὰ βγῆκ' ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή, καὶ κατέβαινε τὸν κατήφορο, καὶ τονε χτύπησε τ' ἀγέρι, καὶ συνέφερε, χάθηκε ἡ ντροπὴ καὶ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀγάπη. Καὶ σὰν τράβηξε ἀκόμα παρακάτω, κ' εἶδε μπροστά του τὸν κάμπο, καὶ τὸ φεγγάρι νὰ παίζῃ στὰ κύματα, ξύπνησε τὸ χουβαρνταλίκι μὲς στὴν καρδιά του, καὶ διαλάληξε ἀμέσως ὁ κόσμος μὲ τὸ τραγούδι του:
Καλονυχτίζω μιὰ ψυχὴ καὶ τὄνομα δὲ λέγω.
Κι ἄ μελετήσω τὄνομα βουρκώνουμαι καὶ κλαίγω.
− Πῆτε μου, πῆτε μου κι ἄλλα, νὰ σᾶς χαρῶ, ἀπ' αὐτὰ τὰ δαιμονισμένα σας λιανοτράγουδα, −ἔλεγε μιὰ βραδινὴ στὶς κοπέλλες ἡ Ἀγγέλικα, ἐκεῖ ποῦ ἔραβαν καὶ κεντούσανε γύρω στοῦ νυχτεριοῦ τὸ λυχνάρι. − Εἶναι γλυκὰ γλυκὰ καὶ νόστιμα, εἶναι μυρωδᾶτα σὰν τὸ βασιλικό, πῆτε μου κι ἄλλα, πεθαίνω γιὰ τὰ χωριάτικά σας αὐτὰ τὰ ζουμπουλάκια, ποῦ τὰ καταφρονεῖτε, καημένες, μὰ δὲν ξέρετε τί θησαυρὸ ἔχετε! Ἄχ, χωριὸ καὶ πάλι χωριό! Ποῦ νὰ βρῇ κανένας τέτοιο νυχτέρι στὴ χώρα! Ποῦ ν' ἀκούσῃ τέτοια μοσκομυρισμένα τραγούδια! Θὰ τὰ μάθω, θὰ τὰ μάθω καὶ γὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω δίχως αὐτὰ. Κι ἄρχισε ἀμέσως νὰ ψιλοτραγουδάῃ σ' ἕνα σκοπὸ τοῦ χωριοῦ:
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, σκύψε νὰ σοῦ λαλήσω,
Ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ, κι ἀπὲ νὰ ξεψυχήσω.
Καὶ δός του γέλοια οἱ κοπέλλες, ποῦ πήγανε νὰ λωλαθοῦνε μαζί της. − Τί ὄμορφα τὰ τραγουδάει, σὰ νὰ γεννήθηκε στὸ χωριὸ ἡ μαριολεμένη! φωνάζανε. − Μπά! καὶ μήγαρη δὲ γεννήθηκα σὲ χωριό; Τὴν καημένη μὲ φέρανε στὴ χώρα μικρὴ μικρή, −μήτε μάννα εἶχα μήτε πατέρα. Ὁ καημένος ὁ θειός μου ὁ Παπᾶ Φέστας μὲ πῆρε στὴ χώρα καὶ μὲ πρόκοψε. Τὴ θυμοῦμαι τὴ δύστυχη τὴ μάννα μου σὰ νὰ εἴτανε χτές. Νά! ἔτσι φαίνουνταν. Ὅλοι μοῦ ἔλεγαν πῶς τῆς ἔμοιαζα. Καὶ παίρνει μιὰ μαγουλίκα, καὶ τὴν τριγυρίζει στὸ κεφάλι της, καὶ τὶς κοιτάζει μὲ ἥμερη καὶ συλλογισμένη ματιά. Εἶταν ἀληθινὴ ζουγραφιὰ τώρα. Οἱ χωριατοποῦλες κάθουνται καὶ τὴ βλέπουν ἀμίλητες καὶ συγκινημένες· δυὸ τρεῖς δάκρισαν κιόλας. − Εἶσαι δική μας, Ἀγγέλικα, καὶ βγάλτ' ἀπὸ τὸ νοῦ σου πῶς θὰ μᾶς φραγκέψῃς, τῆς λέει ἡ μιά τους, ἡ μεγαλήτερη. − Ἐγὼ νὰ σᾶς φραγκέψω, ἀγάπη μου; Θεὸς νὰ φυλάξῃ! Κοιτάξετε νὰ μὴ μὲ φραγκέψετε σεῖς τώρα ποῦ ξανάγινα πάλι χωριατοποῦλα. Μιὰ βδομάδα καὶ θὰ μοῦ τραγουδᾶς τὸ τραγούδι τῆς νύφης. Ἔμειναν ὅλες ξερές. Βάζουν τἀργόχειρα χάμω, βλέπουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἀρχινοῦν ἕνα τσιριχτὸ σὰ λωλές, πηδοῦν ὄρθιες, καὶ τριγυρνοῦν τὴν Ἀγγέλικα, νὰ μάθουν τί τρέχει. − Ἀφῆστε με νὰ σᾶς τὰ πῶ. Νά! ἁπλὸ πρᾶμα· ἀγάπησα ἕνα παλικάρι, καὶ θὰ τὸ πάρω. Μὴ ζουλέψετε. Δὲν εἶναι καμιανῆς ἀρραβωνιαστικός. Εἶναι ἀπὸ τὸν ἄλλο τὸ μαχαλά. Δὲν εἶναι γέρος, δὲν εἶναι καὶ φτωχός. Δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα, ξέρει ὅμως τὴν τέχνη του. Δὲν μπορεῖ νὰ μοῦ τὴν πῇ τὴν ἀγάπη του σὰ βιβλίο, ξέρει ὅμως καὶ τραγουδᾶ σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὰ δάση. − Καὶ τὄνομά του; φωνάζουν ὅλες. − Τὄνομά του; Ἕνα πρᾶμα ποῦ γίνεται νόστιμο μὲ τὸ μέλι. − Ὁ Μυζήθρας! φωνάζει ἡ μεγαλήτερη. − Λοιπὸν ἐσὺ ποῦ τὸν ἔννοιωσες, θἄρθῃς νὰ στολίσῃς τὴ νύφη. Ὁ γάμος γίνεται στὸ σπίτι τοῦ κὺρ Σπανοῦ. Κ' ἔτσι ἔγινε. Ὁ Σπανὸς πῆρε ὅλη τὴ δουλειὰ ἀπάνω του, σὰν πατέρας της ὁ καημένος. Ἡ Ἀγγέλικα, καὶ καλὰ νὰ γίνῃ νύφη σωστὴ τοῦ χωριοῦ. Μήτε οἱ τρέμουσες λείπανε, μήτε τὰ χίλια ἄλλα τὰ στολίδια καὶ τὰ γλέντια, ποῦ κάνουν τοὺς χωριανοὺς νὰ λὲν τὸ γάμο χαρά. Ὅσο γιὰ τὸ γαμπρό, αὐτὸς πιὰ συμμαζεμὸ δὲν εἶχε. Ὡς καὶ στὴ στεφάνωση ἀπάνω ἔσκυψε κ' εἶπε τοῦ κὺρ Σπανοῦ: − Εἶμαι Βασιλιάς, ἡ Ἀγγέλικα εἶναι κορόνα μου, καὶ τοῦ λόγου σου ὁ Βεζίρης μου. Καὶ δὲν ἔλεγε ψέματα. Σὰ Βεζίρης τὴ βόλεψε τὴ δουλειὰ ὁ κὺρ Σπανός. Αὐτὸς εἶταν ποῦ πῆγε καὶ τῆς φύσηξε τὴ φωτιὰ τῆς Ἀγγέλικας ὕστερ' ἀπὸ κείνη τὴ βραδινή. Αὐτὸς ἔκαμε καὶ τὴν προξενιὰ τῆς Μυζήθραινας· καὶ σὲ δυὸ βδομάδες εἶταν ὅλα τελειωμένα, κ' ἡ Μυζήθραινα κατασταλαγμένη μὲ τὸ γιόκα της καὶ μὲ τὴ νύφη της, κι ἀποφασισμένη νὰ ζήσῃ μαζί τους, νὰ κοιτάζῃ, ἔλεγε, τὰ ἐγγονάκια της, σὰν πήγαινε ἡ Ἀγγέλικα στὸ Σκολειό. Κ' ἔτσι νοικοκυρεύτηκε ἡ δασκάλισσα, ντύνουνταν καὶ μιλοῦσε καὶ φερνότανε σὰν ὅλον τὸν κόσμο, γλύτωσαν καὶ τοῦ χωριοῦ οἱ κοπέλλες ἀπὸ τὴν τρέλλα νὰ θέλουν καὶ καλὰ νὰ φαίνουνται Φράγκισσες. |
Α. Εφταλιώτης, Νησιώτικες Ιστορίες, Αθήνα: Εκ. Οίκος Φέξη, 1911, σ.σ. 59−66