Εἶναι ὁ νέος βίος μου διηνεκὴς τρυτάνη
Καὶ ἔχει ὡς ἀντίρροπον τὸ δάκρυ μου ὁ γέλως.
Ἐντεῦθεν νήπιον φαιδρὸν λικνίζεται μὲ μέλος,
Ἐκεῖθεν μελανὸς σταυρὸς ὑψιτενὴς βλαστάνει.
Ὑψόνονται μετὰ ρυθμοῦ, ἠρέμα κάτω πίπτουν,
Καὶ ρόδων πέταλα ὑγρὰ ἐκ τῶν δακρύων ρίπτουν.
…………………………………………
Πόσον μὲ θέλγ' ἡ παιδικὴ σκηνὴ, ὤ! πῶς μὲ θέλγει,
Ὁπόταν βλέπω εὔθυμος ὁμάδα συμπαικτόρων!
Γελῶν πρὸ βρέφους ἵσταμαι ὅπερ ζωὴν ἀμέλγει,
Καὶ ἐκμυζᾷ μετὰ τρυφῆς τοῦ οὐρανοῦ τὸ δῶρον.
Ὁ γνάθων! πῶς τὸ νέκταρ του ὅπως οἰνόφλυξ πίνει,
Καὶ δὲν λυπεῖται τὴν μαμμὰ ποῦ μειδιῶσα κλίνει.
Πολλάκις εἶναι δι' ἐμὲ γλυκὺ νἀνοηταίνω!
Ἕκφρων νὰ παίζω, νὰ γελῶ, νᾅδω, νὰ παίζω πάλιν.
Μὲ τοὺς μικρούς μου ἀδελφοὺς νὰ συγκροτοῦμεν πάλην,
Καὶ ἐννοεῖται πάντοτε ὁ ἡττηθεὶς νὰ μένω.
Νὰ ἵστανται ἐπάνω μου ὡς τρόπαια ἀλύπως
Καὶ νὰ τοὺς φέρω κεκυφὼς ὡς Δὸν Κισσώτου ἵππος.
Ἄλλοτε πάλιν γέλωτας, ὡς κεραυνούς μου ρίπτω,
Εἰς σοβαράν τινα μορφὴν καὶ φεύγω παραφόρως.
Καὶ ἄλλοτε λιπόθυμος ἐκ τῶν γελώτων πίπτω,
Πρὸ φίλου μου, πρὸ συγγενοῦς, πρὸ.. πρὸ .. ἀδιαφόρως!
Μάτην οἱ τάλανες ζητοῦν νὰ μάθουν τὴν αἰτίαν
− Βλέπω πετῶντα κώνωπα, βλέπω πετῶσαν μυῖαν! −
Ἄλλοτε χαίνω θεωρῶν ἱπτάμενον στρουθίον,
Καὶ εἰς τὸν δρόμον ἵσταμαι, Νιόβη πετρωθεῖσα.
Καὶ ἄλλοτε ὡς χρυσαλλὶς ἐκ μύρων μεθυσθεῖσα,
Ἔνθους πετῶ ἐδῶ − ἐκεῖ, εἰς διεθνὲς τοπίον
Καὶ μόνον ἡ καρδία μου ἀσπαίρει πρὸ τοῦ κάλλους,
Καὶ τότε… τότε θεωρῶ εὐδαίμονας τοὺς ἄλλους!
Τοὺς ἄλλους ὅσοι πρὸ ἐμοῦ εὐδαίμονες περῶσι,
Κρατοῦντες τὴν θεὰν αὐτῶν εἰς τὸν βραχίονά των.
Ἄ! τότε εἶναι δυνατὸν θνητοὶ νὰ λογισθῶσι,
Ἀφοῦ οἱ ἄγγελ' εἰς αὐτοὺς δανείζουν τὰ πτερά των;
Καὶ βλέπω, βλέπω φεύγοντα, καὶ δύοντα τὰ ζεύγη,
Ὡς ὅταν βλέπω ὄνειρον γελόεν νὰ μὲ φεύγῃ!
Ἑγείρομαι καὶ τὄνειρον ζητῶ ἀπὸ τὴν μνήμην,
Νὰ τὸ ἐνδύσω μἔνδυμα παιδίσκης νεφελώδους,
Πλὴν ἡ ἠχὼ μοὶ ἀπαντᾶ μὲ μουσικὴν πενθίμην,
Καὶ μάτην εἰς τὴν ὄασιν πετᾶ τοῦ ἰδεώδους!
Μάτην μὲ δάκρυα τὴν γῆν τῆς φαντασίας βρέχω!
Ὄνειρα μόνον φύονται πλὴν ἄνθος ζῶν δὲν ἔχω.
Ὤ! πῶς τὸ ἄνθος μου τὸ ζῶν ἐκεῖνο θὰ λατρεύω!
Εἰς τῆς φαντασιώσεως τὴν ἀτμοσφαίραν πλέων,
Μ' ἐκείνην εἰς ἓν πλαίσιον θὰ ζήσω ἐξ ἀνθέων,
Καὶ μὲ τὸ θεῖον μῦρον της τὸν βίον μου θ' ἀρδεύω.
Ὤ! ἐὰν πρός με ἤρχετο ὡς τὴν ἐφανταζόμην,
Μὲ ὄμμα δῦον, μελανὸν καὶ μ' ἐρεβώδη κόμην!
Μικρὰν ἱεροφάντιδα τὴν θέλω τῶν παιγνίων
Πετῶσαν ὅπως μ' ἀσπασθῆ, τὰς φίλας της πλαγγόνας
Εἰς τὸ ἁγνόν μας αἴσθημα, τὸ παιδικὸν, τὸ θεῖον,
Μόνον ἐκείνας ἔχουσαν ἐξ ἀπορρήτων μόνας.
Καὶ νὰ ταῖς λέγῃ: μετ' ἐμὲ θὰ ἀγαπᾷ ἐκείνας!
− Ὤ! ἂς κοιμῶνται ἥσυχοι εἰς τὰς μικράς των κλίνας! −
Ἐρατεινὸν ἀμφίβιον θέλω ἐγὼ τὴν φίλην.
Παιδίον εὔχαρι τῆς χθὲς, τῆς αὔριον παρθένον.
Μὲ πτέρυγας ὡς ἄγγελον νὰ τὴν λατρεύω θῆλυν,
Νὰ ἵπταται καὶ νὰ πετῶ κατόπιν της ἀσθμαίνων.
Νὰ πλέκῃ τοὺς χλιδίζοντας καὶ μελανοὺς βοστρύχους,
Ὅπως ὁ Βύρων ἔπλεκεν δύο πυρώδεις στίχους!
Τοιοῦτον ἔρωτα ἁγνὸν καὶ τὶς καὶ τὶς δὲν θέλει,
Ὁπόταν εἶναι ἔμβλημα αἰώνιον ὁ γέλως,
Καὶ συσταυροῦτ' ἐρωτικῶς ἡ μῦρτος μὲ τὸ βέλος,
Ἐν ᾧ πληροῦται ὁ ἀὴρ μὲ φιλημάτων μέλη;
Τοιοῦτον ἔρωτα ἐγὼ ἐπόθησα τοιοῦτον!
Γελώτων, μέθης, οὐρανοῦ, καὶ αἰσθημάτων πλοῦτον!
Σεπτέμβριος, 1870.