Ο ΧΡΟΝΟΣ
Κυλάει ὁ Χρόνος σἄν νερό, τρέχ' ἡ ζωὴ σιμά του
καὶ σέρνει κάθε μας χαρὰ 'ςτὸ γοργοκύλημά του,
σβύνουν τὰ τόσα ὀνείρατα−τοῦ ῥόδου χρυσαλίδες
καὶ 'ςτὸν ἀγέρα χάνονται χρυσόφτεραις ἐλπίδες.
Κι' ὁ Θάνατος ποῦ ἀθάνατο τὸν ἔπλασεν ἡ τύχη
κόβει, θερίζει ἀνέσπλαχνα ὅ,τι 'μπροστά του τύχει.
Κυλάει ὁ Χρόνος σἄν νερὸ−'Στὸ γοργοκύλημά του
δὲν σέρνει μόνο τὴ χαρά ποῦ βρίσκει ἐδῶ κάτου,
μὰ παίρνει κάθε λύπη μας, κάθε καϋμὸ καὶ πόνο
κ' ἡ μαυροφόρ' ἀπελπισιὰ βρίσκει γιατρὸ τὸ χρόνο.
Κι' ὁ Θάνατος κἀμμιὰ φορὰ ποῦ πόνους δὲν πιστεύει
ἐνῷ θερίζει τὴ ζωὴ πόσους καϋμοὺς γιατρεύει!
Διάβαινε, Χρόνε, γρήγορα, γιὰ χάρι σ' τὸ γυρεύω
μὰ σἄν θὰ 'δῇς 'ςτὸ πλάϊ μου τὴν κόρη ποῦ λατρεύω
τότε νὰ κόψῃς τὰ φτερὰ ἀπ' τὰ γοργά σου χρόνια
καὶ σὺ σἄν βράχος νὰ σταθῇς ἀκίνητος αἰώνια.
Κι' ὁ Θάνατος ὅταν θἀλθῇ καὶ 'δῇ τὸν ἔρωτά μας
θὰ λυπηθῇ, θὰ σπλαγχνισθῇ, θὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά μας.
|
Ιωάννης Πολέμης, Χειμωνανθοί, Αθήνα, Σιδέρης, χ.χ.έ., σ. 61