Οἱ στίχοι 'ς τὴν πατρίδα μου εἶνε καθάριο μέλι,
Ἀπ' τῆς καρδιᾶς βυζαίνονται τὸ ἄνθος μυστικά,
Μέσα 'ς τὸ νοῦ φυλάγονται, 'σὰ' μέσα σὲ κυψέλη,
Κ' εἶνε στολίδια τῆς χαρᾶς, τῆς λύπης γιατρικά.
Οἱ στίχοι 'ς τὴν πατρίδα μου εἶναι καθάριο μέλι.
Ὅταν γλεντοῦμ' ἀκούραστα τοῦ γάμου ταὶς ἡμέραις
Κ' ἡ νύφη σέρνῃ τὸ χορὸ 'μπροστὰ καμαρωτή,
Μὲ στίχους τὴν παινεύουνε παρθέναις συμπεθέραις
Καὶ ζωντανεύ' ἡ ὄρεξι καὶ ὁ χορὸς κρατεῖ
Ὅσῳ γλεντοῦμ' ἀκούραστα τοῦ γάμου ταὶς ἡμέραις.
Οἱ στίχοι, ὅταν ᾑ πληγαὶς τοῦ χάρου μᾶς λαβώνουν,
Σὲ μυρολόγι' ἀκούονται κατάμαυρα, βαρειά,
Μαζῆ ξεσχίζουν τὴν καρδιὰ καὶ τήνε βαλσαμώνουν
Καὶ φέρνουν μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴν παρηγοριὰ
Οἱ στίχοι, ὅταν ᾑ πληγαὶς τοῦ χάρου μᾶς λαβώνουν.
Καθ' ἄϊ Βασίλη καὶ Χριστοῦ, κάθε Λαμπρὴ καὶ Φῶτα,
Ἡμέραις γιὰ τὰ σπήτια μας εὐχῶν καὶ παιγνιδιῶν,
Χελιδονάκια τῆς χαρᾶς μᾶς φτάνουν πρῶτα πρῶτα
Καὶ κελαϊδοῦν οἱ στίχοι μας 'ς τὰ χείλη τῶν παιδιῶν
Κάθ' ἄϊ Βασίλη καὶ Χριστοῦ, κάθε Λαμπρὴ καὶ Φῶτα.
Τοῦ ριζικάρη τ' ἄϊ Γιαννιοῦ γιορτὴ 'σὰν ξημερώσῃ
Κάθουντ' ᾑ νιαὶς ὁλόγυρα 'ςτἀμίλητο νερὸ
Καὶ καθεμιᾶς τὴ μοίρα της θἀρθῇ νὰ φανερώσῃ
Στιχάκι πότε ὁλόγλυκο καὶ πότε ἀγκαθερό,
Τοῦ ριζικάρη τ' ἄϊ Γιαννιοῦ γιορτὴ 'σὰν ξημερώσῃ.
Ὅταν ἡ κόρ' εἶνε σκυφτὴ 'ς τὸν ἀργαλειὸ 'μπροστά,
Καὶ ἡ σαΐτα ἔξαφνα 'ς τὰ χέρια της βαραίνει,
Οἱ στίχοι ἀπὸ τὰ χείλη της πετοῦν τραγουδιστὰ
Καὶ λησμονιέτ' ὁ πόνος της κ' ἡ κόρη ξαποσταίνει
Ὅταν δουλεύῃ ὁλόσκυφτη 'ς τὸν ἀργαλειό 'μπροστά.
− Σᾶς ἀγαπῶ κ' ἔχω ἀπὸ σᾶς μιὰ δόξα νὰ ζητήσω,
Ὦ στίχοι, ποῦ ἀηδονόλαλοι φωλιάζετ' ἐδῶ πέρα·
Ἐλᾶτε νὰ μὲ μάθετε νὰ σᾶς βαστῶ τὸ ἴσο
Ἐπάνω 'ς τὰ δροσόχορτα μὲ μιὰ καλὴ φλογέρα!
Σᾶς ἀγαπῶ κ' ἔχω ἀπὸ σᾶς μιὰ δόξα νὰ ζητήσω!
Μάρτιος 1883.