ΚΛΕΦΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Μιὰ Κυριακὴ καὶ μιὰ γιορτὴ καὶ μιὰ καλὴν ἡμέρα
μπῆκαν οἱ κλέφτες στὸ χορὸ καὶ ρήγναν τὸ λιθάρι.
Γύρισε ὁ Παναγιώταρος λέει τοῦ Κολοκοτρώνη,
− Τούτη χαρὰ ποὺ κάνουμε σὲ λύπη θὰ μᾶς φέρη!
Καὶ ὁ Νικήτας τ' ἄκουσε καὶ τὸν τσακᾶν τὰ γέλια,
− Ἀκοῦς τί λέει ὁ συμπέθερος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη;
Τούτη ἡ χαρὰ ποὺ κάνουμε σὲ λύπη θὰ μᾶς φέρη…
Ὅταν θ' ἀπρίση ὁ κόρακας νὰ γίνη περιστέρι,
τότε κι ἐμεῖς χαλιόμαστε ὅλοι οἱ καπεταναῖοι.
Παρασκευὴ τὸ λέγανε, Σαββάτο ξημερώνει,
γιόμισε ὁ κάμπος ἄλογα κι ὁ Πασσαβᾶς* τσαντίρια,
γιόμισε κι ἡ Καστάνιτσα ὅλο παλιομουρτάτες.
− Προσκύνα, Παναγιώταρε, μὲ τὸν Κολοκοτρώνη…
Μὰ ὁ Θοδωράκης πονηρὸς πολὺ μαργιολεμένος
πάει στὴ Ζάκυθο ὁ καημένος…
Κι ὁ Θοδωράκης κάθονταν στῆς Ζάκυθος τὸ κάστρο,
εἶχε τὸ κιάλι στὴν ποδιὰ καὶ τὸ μωριὰ ἀγναντεύει,
βλέπει τῆς Μάνης τὰ βουνά, βλέπει τὰ Πέντε Ἁλώνια,
καὶ τοῦ ρθε σὰν παράπονο κι ἀρχίνησε νὰ κλαίη
καὶ τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ μίλησε καὶ τοῦ Γιαννάκη λέει,
− Γιαννάκη, ποὖν' τ' ἀδέρφια μου, ὁ Γιάννος κι ὁ Κουντάνης
κι ὁ Γιώργος ἀπὸ τὸν Ἀητό, πού εἰτανε παλικάρι;…
− Μήδε στὴ Μάνη φαίνουνται, μήδε στὰ Πενταλώνια,
καὶ μήδε στ' Ἀρκουδόρεμα, πού εἰταν τὸ πέρασμά τους…
|
Κ. Πασαγιάννης, Μανιάτικα Μοιρολόγια και Τραγούδια, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Σιδέρη, 1928, σ. 56
* Φράγκικο κάστρο κοντὰ στὸ Γύθειο.