Τῼ ΦΙΛῼ ΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑῼ ΜΥΣΥΡΛῌ
ΝΙΚΟ!
Μὴ γράφῃς στίχους μοῦ 'λεγες, μὴ χάνῃς τὸν καιρό σου…
Μὰ δὲν τὸ νοιώθεις; ποίησις θὰ πῇ καιρὸς χαμένος.
Καὶ πότε μὲ χαμόγελο μ' ὡρμήνευες πικρό σου,
Κἄποτε πάλι μοῦ 'ψαλλες τὰ ἴδια θυμωμένος.
Ὅμως ἐγὼ δὲν ἄφινα στὸ πεῖσμά σου τὴν πένα
Καὶ κάθε μέρα σοῦ 'λεγα: − Ἔγραψα ἄλλο ἕνα!
Αἴ! τὴν ἀλήθεια ἔβλεπα σὲ κάθε συμβουλή σου,
Ἔγραφα ὅμως!… τώρα θὲς νὰ μάθῃς τὴν αἰτία;
− Ἀλλὰ ἐδῶ χρειάζεται πολλὴ ὑπομονή σου
Γιὰ νὰ ἀκούσῃς τὴ στερνὴ αὐτή μου ἁμαρτία −.
Ἐσκέφθηκα πῶς ἔπρεπε, γιὰ νὰ σ' εὐχαριστήσω,
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς στίχους μου σὲ σὲ νὰ τοὺς χαρίσω.
|
Δ. Κόκκος, Γέλωτες, Αθήνα, Τυπ. Ανδρέα Κορομηλά, 1880, σ. 17