Ποιὸς εἶδε μέσ' στὸ πέλαγος καράβι στοιχειωμένο
Μὲ ματωμένα τὰ πανιά, μ' ὁλόμαυρα κατάρτια;
Ἀκούραστος, ἀσάλευτος, χλωμὸς καραβοκύρης
Μέρες καὶ νύχτες ξαγρυπνᾷ στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρη.
Μουγγρίζει ἀγέρας στὰ πανιά, τριζοβολοῦν τὰ ξάρτια
Καὶ τὸ καράβι σὰν πουλὶ στὸ κῦμα φτερουγίζει
Κι' οὐδ' ἀκρογιάλι βρίσκεται κι' οὐδὲ λιμάνι ἐμπρός του…
Μὰ θὰ σταθῇ καὶ μιὰ φορὰ καὶ θὰ λυθῇ ἡ κατάρα,
Σὰ θὰ βρεθῇ στὸν κόσμο αὐτὸ μιὰ σπλαχνικὴ γυναῖκα,
Ποὺ θ' ἀγαπήσῃ ἀληθινὰ τὸ δόλιο καπετάνιο.
− Ἄχ, δύστυχε θαλασσινέ, καὶ πότε θὰ τὴν εὕρης;…
Ἂς σ' ἐλεήσῃ ὁ οὐρανὸς κι' ἂς μὴν ἀργήσῃ ἡ ὥρα!
Μέσ' στοῦ βοριᾶ τὸ φρένιασμα, στὴ λύσσα τῆς φουρτούνας,
Κόντρα τοῦ πήγαιν' ὁ καιρὸς καὶ τοὔκοβε τὸ δρόμο,
Κι' ὁ καπετάνιος ξέθαρρα μεγάλο λόγον εἶπε:
«− Αἰώνια κόντρα νὰ μοῦ πᾷς τὸ δρόμο δὲ μοῦ κόβεις!»
Κι' ὁ δαίμονας ποὺ τ' ἄκουσε βαρειὰ κατάρα κάνει:
«−Στοιχειὸ τὸ ξύλο νὰ γενῇ κ' αἰώνια ν' ἀρμενίζῃ
Κι' οὐδ' ἀκρογιάλι νὰ βρεθῇ κι' οὐδὲ λιμάνι ἐμπρός του!…
Μὰ θὰ σταθῇ καὶ μιὰ φορὰ καὶ θὰ λυθῇ ἡ κατάρα,
Σὰ θὰ βρεθῇ στὸν κόσμο αὐτὸ μιὰ σπλαχνικὴ γυναῖκα.
Ποὺ θ' ἀγαπήσῃ ἀληθινὰ τὸ δόλιο καπετάνιο.
− Ἄχ, δύστυχε θαλασσινέ, καὶ πότε θὰ τὴν εὕρῃς;…
Ἂς σ' ἐλεήσῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἂς μὴν ἀργήσῃ ἡ ὥρα!
Χρόνους ἑφτὰ στὰ πέλαγα γυρίζει ὁ καπετάνιος
Κ' ἔρχεται πάλι στὴ στεριὰ μὲ μιὰ γλυκειὰν ἐλπίδα,
Πὼς ἡ κατάρα θὰ λυθῇ κ' ἡ μοῖρα του θ' ἀλλάξῃ.
Μ' ἀκόμα δὲν εὑρέθηκε γι' αὐτὸν πιστὴ γυναῖκα.
«− Ἀνάθεμα τὴν ἀπιστιά, τὴν ψεύτρα τὴν ἀγάπη!
Σύντροφοι, ἀπάνω τὰ πανιά!… Στὸ πέλαγος καὶ πάλι!…
Κι' οὐδ' ἀκρογιάλι ἂς μὴ βρεθῇ, κι' οὐδὲ λιμάνι ἐμπρός μας!
Μὰ θὰ σταθῇ καὶ μιὰ φορὰ καὶ θὰ λυθῇ ἡ κατάρα,
Σὰ θὰ βρεθῇ στὸν κόσμο αὐτὸ μιὰ σπλαχνικὴ γυναῖκα,
Ποὺ θ' ἀγαπήσῃ ἀληθινὰ τὸ δόλιο καπετάνιο.
− Ἄχ, δύστυχε θαλασσινέ, καὶ πότε θὰ τὴν εὕρῃς;…
Ἂς σ' ἐλεήσῃ ὁ οὐρανὸς κι' ἂς μὴν ἀργήσῃ ἡ ὥρα!