Μιὰ μέρα, ποῦ ἐκάθησα
μονάχος μου κατ' οἶκον,
πῆρα χαρτὶ καὶ σ'ἔφτιασα
χαρτένιον κοκκορῖκον,
γιὰ νἄχω κἄτι ἄψυχο
καὶ ἄμυαλο ἐμπρός μου,
ποῦ νὰ τοῦ λέω τὴς πομπὲς
τοῦ ζωντανοῦ τοῦ κόσμου.
Γιατί, ἀφοῦ τὴς φτιάνανε
τὰ γνωστικὰ τὰ ὄντα,
θὰ πῇ πῶς νὰ τὴς νοιώσουνε
δὲν ἔχουν τὰ προσόντα,
καὶ πρέπει νᾆνε ἄμυαλος
κἀνείς, καὶ δίχως γνῶσι,
γιὰ νὰ μπορῇ τὰ πράματα
τῶν γνωστικῶν νὰ νοιώσῃ.
Ἔπειτ' ἄν ἤσουν ζαντανός,
ᾑ σκέψεις σου ᾑ πρῶτες
θὰ ἦσαν, Κοκκορῖκό μου,
νὰ μοῦ γυρέψῃς κότες·
καὶ ὅταν θὰ σ' ἐτάϊζα,
τῆς πείνας μὴν ψοφήσῃς,
εὐγνωμοσύνης κουτσουλιὲς
θὰ ρχόσουν νὰ μ' ἀφήσῃς·
κι' ἀπ' τὴ δική μας τὴν αὐλή,
ποῦ εἶνε μαντρωμένη,
πόσες φορὲς θὰ πήδαγες
γιὰ τὴν αὐλὴ τὴν ξένη,
καὶ πόσες νύχτες τάχατε
θἆταν ἡ βιά σου τόση,
ποῦ νὰ λαλοῦσες ἄδικα
προτοῦ νὰ ξημερώσῃ.
Γιὰ τοῦτο ἐπροτίμησα
χαρτένιον νὰ σέ κάνω,
νὰ σ' ἔχω στὸ τραπέζι μου
μέρα καὶ νύχτ' ἀπάνω,
καὶ νὰ σοῦ μάθω πράματα,
ποῦ πάνσοφος νὰ γίνῃς,
χωρὶς καὶ σὺ νὰ μᾶς λαλῇς
καὶ γνῶμες νὰ μᾶς δίνῃς.