Πές μου, σύ, ὄψη μου γλυκειά, ψυχή ποὺ δὲ μὲ νοιώθεις
Σύ, ποὺ μὲ χίλιες μαριολιὲς πικρὲς ἀγάπες κλώθεις.
Βαθειὰ μὲ τρώγει ὁ πόνος σου κ' ἡ φλόγα μὲ μαραίνει,
Ὁ νοῦς μου μὲς σὲ σύννεφα πυκνὰ κρυμμένος μένει
Στὴν γῆν ἀφίνει χαμηλὰ τὸ δειλιασμένο σῶμα,
Καὶ θέλει πέρα ν' ἀνεβῆ κι' ἀπὸ τ' ἀστέρι ἀκόμα
Τ' ἄπειρο χάος, ἄπειρος, νὰ πάρῃ, συντροφιά του,
Τὰ μάτια, ἀκίνητα, ποτὲ νὰ μὴ γυρίσῃ κάτου
Νὰ σβύσῃ, νὰ λησμονηθῇ, νὰ λησμονήσῃ πάλι
Λόγο πικρόν, παράπονο σκληρὸ γιὰ νὰ μὴ βγάλῃ!
Σὰν τὸ πουλὶ τ' ἀδύνατο, ποὺ μάχετ' ὁλημέρα,
Μάχεται νὰ λευτερωθῆ, νὰ βγῇ, νὰ φύγῃ πέρα,
Στὴ φυλακή του ἀπ' ἄσπλαχνη κακὴ καρδιὰ κλεισμένο
Ποὺ ἀνήσυχο, ἀνημέρευτο, ποὺ ἀμίλητο, θλιμμένο
Συχνοπετάει κι' ἂν ὄμορφο νὰ εἰπῆ ποτὲ θελήση
Τραγοῦδι, σὲ λυπητερὸν σκοπὸ θὰ τὸ γυρίσῃ.
Ὅσες ἡμέρες διάβηκαν χρυσὲς τότε θὰ ψάλῃ
Κι' ὅσες περνοῦν ἀφώτιστες, κι' αὐτὲς θὰ κλάψῃ πάλι.
Τέτοιο κι' ἐγώ, φτωχὸ πουλί, μὲ τὰ φτερὰ κομμένα,
Μ' ὅσα του ὀνείρατα, ὅλα νεκρὰ σ' ἐμένα,
Νύχτα καὶ μέρα δέρνομαι χωρὶς ἐλπίδα, ἐμπρός σου
Χωρὶς ἐλπίδα σέρνομαι δεμένος στὸ πλευρό σου!
Πολλὲς φορὲς ὁ λογισμὸς μ' ἁρπάζει φτερωμένος
Πλάνος, ἀπὸ τὸν πόθο μου κι' ὁ ἴδιος πλανεμένος.
Μακριὰ 'πὸ σέ, σ' ἀπάτητο κι' οὐράνιο μονοπάτι,
Ποὺ ἐνῶ θαρρῶ στ' ὀνειρευτὸ πὼς ὁδηγάει παλάτι
Δροσιὰ τῆς ἄσβυστης φωτιᾶς, τῆς θάλασσας γαλήνη
Ἐλπίδα μόνη κι' ὑστερνή, ποὺ κάθ' ἐλπίδα σβύνει,
Ἐκεῖνο πάλι, μὲ σκληρὰ γυρίσματα, κοντά σου,
Μὲ φέρνει νὰ σ' ἀκολουθῶ, δοῦλος στὰ βήματά σου.
Ὅθε περνούσαμε μαζὶ τὰ δυὸ νὰ μὲ περάση
Κ' ἐνῶ γελοῦσε μιὰ φορά, τώρα νὰ κλαίῃ ἡ πλάσι
Τὸ μέρος ποὺ πρωτάναψες στὰ στήθη μου τὴ λαύρα,
Τ' ἄλλα σημάδια, ποὺ ἔλαμπαν, καὶ τώρα μοιάζουν μαῦρα
Νὰ ἰδῶ, ποὺ τῆς ἀγάπης μας τὰ περασμένα κλαῖνε
Κι' ὅσα καθάρια χρώματα τὶς ὀμορφιές σου λένε,
Νὰ βλέπω ἐδῶ τὰ χείλη σου κ' ἐκεῖθε τὰ μαλλιά σου
Καὶ κάπου ἀλλοῦ τὰ μάτια σου κι' ἀλλοῦ τὴ φορεσιά σου…
Κάθε πουλὶ σὰν κελαδῆ, κάθε νερὸ σὰν πάῃ,
Στολίδια νὰ σοῦ μαρτυρῇ καὶ χάρες νὰ μετράῃ…
Ὅλες τῶν φύλλων οἱ πνοὲς κι' οἱ ψίθυροι τοῦ ἀέρα,
Γεμάτη ἡ φύσις ἀπὸ σέ, γεμάτη νἆναι ὡς πέρα!
Πές μου, σύ, ὄψη μου γλυκειά, ψυχὴ ποὺ δὲ μὲ νοιώθεις.
Σύ, ποὺ μὲ χίλιες μαριολιὲς πικρὲς ἀγάπες κλώθεις,
Γιατί, κι' ἂν θέλω, δὲ μπορῶ, χωρὶς ἐσὲ νὰ ζήσω,
Πικρὰ νὰ σὲ καταρασθῶ, σκληρὰ νὰ σὲ μισήσω;
Πές μου ἀφοῦ τόσα μυστικὰ κρατεῖς μὲς τὴν καρδιά σου…
Κάμε τὴ χάρι, ποὺ ὑστερνὴ ζητῶ ἀπὸ σέ, στοχάσου!
22 Ἰουνίου 1895