Τ' ἀφιερώνω 'στὸν ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΣΤΡΑΤΗΓΗΝ
Τὰ καραβάκια ποῦ ἄφιναν μὲ γέλοια τ' ἀκρογιάλι,
γιὰ τὸ ταξείδι τῆς ζωῆς, στὸ πρόσχαρο πουρνό,
στὴν ταραγμένην ἀμμουδιὰ θενὰ γυρίσουν πάλι
κἄποιο θλιμμένο ἀπόγευμα, χωρὶς ἑσπερινό.
Τ' Ἅϊ Γιαννιοῦ σωριάστηκε νεκρὸ τὸ ρημοκλῆσι
καὶ τοῦ βουβάθηκ' ἡ φωνὴ στ' ἀρχαῖο καμπαναριό·
καὶ δὲν μπορεῖ πειὰ τοῦ παπᾶ τὸ χέρι νὰ εὐλογήσῃ
ἀπὸ μακρυά, μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ γνέμα, τὸ χωριό.
Τώρα τὸ σπίτι ρήμαξε, ρημάχθηκε κ' ἡ γέννα,
καὶ κλαῖν τὰ γράμματ' ἄφωνα στὸν τάφο τοῦ Σχολειοῦ·
κι' ἀπάνω ἀπ' τὰ χαλάσματα, φαντάσματα θλιμμένα,
ἀργοπερνοῦν ᾑ ἐνθύμησες τοῦ ὀνείρου τοῦ παληοῦ.
Καὶ τὰ καράβια ἀπόμειναν σὰ σπίτια πειὰ ξυλένια,
ποῦ κουρασμένη ἀγκομαχᾷ μισόσβυστη ἡ πνοή…
Τὴ μάννα πιὰ δεν κυβερνᾷ τῆς θαλάσσας ἡ ἔννοια
κι' ἔγεινε μάννα ἡ μητρυά, στῆς νέκρας τὴ ζωή!
Κι' ἐκεῖ σφιχταγκαλιάσθηκαν τῆς γῆς τ' ἀπορημάδια:
Τὸ λιανισμένο τὸ παιδί, − μιὰ ἐλπίδα μοναχή, −
ἡ γύμνια πίσω ἀπ' τὴν ντροπή, τὸ κλάμμα μὲς στὰ χάδια,
καὶ πλάϊ ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τοῦ πόνου ἡ προσευχή.
Καὶ τὰ καράβια, π' ἄφησαν μὲ γέλοια τ' ἀκρογιάλι
γιὰ τὸ ταξεῖδι τῆς ζωῆς, στὸ πρόσχαρο πουρνό,
στὴν ταραγμένην ἀμμουδιὰ ξαναγυρίζουν πάλι.
μεσ' στὸ κλαμμένο ἀπόγεμα, χωρὶς ἑσπερινό…
Β
Ξάφνου καράβι ἀπάντεχο γοργοπετᾷ ἀπὸ πέρα·
δὲν ἔχει φλόκους καὶ πανιά, μηδ' ἔχει καπετάνο·
κἄποια ψυχὴ τὸ κυβερνᾷ σὰ σκόρπια στὸν ἀγέρα,
κινῶντας δυὸ κατάλευκες φτεροῦγες κάτω ἀπάνω.
Κι' εἶν' ᾑ φτεροῦγες ἀετοῦ μὲ δυὸ κεφάλια. Τὦνα
κυτάζει τὴν Ἀνατολή· τ' ἄλλο θωρεῖ τὴ Δύση.
Κι' ἐμπρός, ἀπ' τ' ἀσπρογάλανο τὸ κῦμα, μιὰ γοργώνα
βροντοφωνάζει: − Ὁ Βασιληᾶς δὲν πέθανε· θὰ ζήσῃ!…
Καὶ στὸ καράβι χίλιοι δυὸ καὶ ναῦτες κι' ἐπιβάτες,
ἀπ' τὸ βασίλειο τ' ἄσωστο κι' ἀτέλειωτο τοῦ Γένους.
ᾙ μοῖρες τοὺς ξεχώρισαν σὲ κουβαρένιες στράτες,
καὶ μὲ τὸν κλώστη τῆς καρδιᾶς τοὺς σμίξαν' ἀπὸ ξένους.
Κι' ἄλλοι μὲ δύναμι Ἡρακλῆ, κι' ἄλλοι μὲ ὁρμὴ Θησέα·
ἐδῶ πανώριος Μυρμιδών· ἐκεῖ ἀπ' τοὺς Μύριους ἕνας·
καὶ γύρω ἀξέχαστες μορφὲς μὲ περικεφαλαία,
μὲ ράσα καὶ μὲ φέρμελη, σπορὲς τῆς ἴδιας γέννας.
Κι' ὁ βιός του χρόνων καὶ χωρῶν: Νὰ πέτρ' ἀπ' τὴν Πεντέλη.
Νὰ σίδερο ἀπ' τὸν Καύκασο· νὰ ξύλο τοῦ Κισσάβου·
νὰ στάρι Θρᾴκης· Ἀττικῆς ἐληά· νερὸ ἀπὸ τὸν Μέλη·
καὶ νὰ κρασὶ τοῦ ἐλεύθερου καὶ νὰ σταφύλι σκλάβου.
Καὶ ἀκόμα, μὲς στ' ἀμπάρια του, κληρονομιᾶς σημάδια:
Τῆς Σαλαμῖνας τὰ κουπιά· κατάρτια ἀπὸ τὸν «Ἄρη»·
τοῦ Πραξιτέλη ἀγάλματα· τοῦ Βυζαντίου πετράδια·
τοῦ Ἄθωνα Εὐαγγέλιο, καὶ Θύρα ἀπ' τὸ Φανάρι…
Καὶ τὸ καράβι ἀργοπετᾷ κι' ἀράζει στ' ἀκρογιάλι·
κι' ὁ βιός του ὁλοῦθε χύθηκεν, ὁ βιὸς τῆς μιᾶς Πατρίδας·
καὶ κάτω ἀπ' τ' ἄσπρα του φτερά, π' ἁπλώνει ἀγάλι ἀγάλι,
ἐξαναχτίσθη τὸ τρανὸ παλάτι τῆς Ἐλπίδας…
1912