Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- οξαλικός -ή -ό [oksalikós] Ε1 : (χημ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο οξύ της οξαλίδας: Οξαλικό οξύ. Οξαλικά άλατα.
[λόγ. < γαλλ. oxalique < oxal(ide) < ελνστ. ὀξαλ(ιδ)- (δες οξαλίδα) -ique = -ικός]