Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οξαλικός
1 item total
οξαλικός -ή -ό [oksalikós] Ε1 : (χημ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο οξύ της οξαλίδας: Οξαλικό οξύ. Οξαλικά άλατα.

[λόγ. < γαλλ. oxalique < oxal(ide) < ελνστ. ὀξαλ(ιδ)- (δες οξαλίδα) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go