Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Joseph, B. D. & I. Philippaki-Warburton. [1987] 1989. Modern Greek. 

Σωτήρης Κ. Τσέλικας 

Joseph, B. D. & I. Philippaki-Warburton. [1987] 1989. Modern Greek. Groom Helm Descriptive Grammars Series. Ανατ. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge. Σελ. 280.

Το έργο των Joseph και Philippaki-Warburton κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1987 ενταγμένο στη σειρά Groom Helm Descriptive Grammars Series και ανατυπώθηκε το 1989 από τον εκδοτικό οίκο Routledge. Η συγκεκριμένη σειρά, την οποία διευθύνουν οι Bernard Comrie και Norval Smith, στοχεύει στην παραγωγή μιας σειράς έργων που θα περιγράφουν τη γραμματική δομή περιφερειακών κυρίως γλωσσών, για τις οποίες η αγγλόφωνη βιβλιογραφία δεν διαθέτει αναλυτικές περιγραφές. Έτσι, πέρα από τη νέα ελληνική, η σειρά περιλαμβάνει τόμους για τη ρουμανική, την ιαπωνική, την αραβική του Καΐρου, τη δυτική γροιλανδική, την αμπχαζιακή, την Tamil της νότιας Ινδίας, την Quechua που μιλιέται από τους Ινδιάνους στην επαρχία Imbabura του Ισημερινού κ.ά. Κίνητρο για τη δημιουργία της σειράς, όπως τονίζουν οι εκδότες στον πρόλογό τους, υπήρξε η διαπίστωση του χάσματος που υφίσταται ανάμεσα στη θεωρητική γλωσσολογία και τις περιγραφές επιμέρους γλωσσών. Ειδικότερα, η θεωρητική γλωσσολογία, και κυρίως η θεωρία της σύνταξης, στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην αγγλική γλώσσα, με αποτέλεσμα τα πορίσματά της να μην είναι πάντοτε εύκολο να εφαρμοστούν στην περιγραφή άλλων γλωσσών. Από την άλλη, τα έργα που περιγράφουν επιμέρους γλώσσες διαθέτουν συνήθως εξειδικευμένη δομή και ορολογία, που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κάθε φορά γλώσσας ή ομάδας γλωσσών, πράγμα που δυσκολεύει τη χρησιμοποίησή τους από την πλευρά της θεωρητικής γλωσσολογίας. Κατά τους εκδότες, το χάσμα αυτό είναι απαραίτητο να γεφυρωθεί, γιατί μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει η έρευνα σχετικά με την τυπολογία των γλωσσών και την ύπαρξη καθολικών γλωσσικών φαινομένων, ενώ και η γενετική γραμματική θα μπορεί να ξεφύγει από τον αγγλοκεντρισμό της και να έχει στη διάθεσή της δεδομένα από ένα ευρύ πλαίσιο διαφορετικών γλωσσών.

Για να υπάρξει ωφέλιμη αλληλεπίδραση μεταξύ θεωρητικής και περιγραφικής γλωσσολογίας, οι εκδότες θεωρούν απαραίτητη την παραγωγή μιας σειράς περιγραφικών γραμματικών οι οποίες θα είναι ακριβείς στις περιγραφές τους και συγκρίσιμες μεταξύ τους. Τα θεωρητικά ζητούμενα στα οποία καλούνται να απαντήσουν οι συγκεκριμένες γραμματικές ορίστηκαν από τους εκδότες (Lingua, τόμ. 42, 1977), προβλέποντας μια συγκεκριμένη δομή στην οργάνωση και παρουσίαση του υλικού, η οποία είναι δεσμευτική για τους συγγραφείς των επιμέρους τόμων. Το αυστηρό αυτό πρόγραμμα εργασίας έγινε προσπάθεια να είναι (α) όσο το δυνατόν πιο ευρύ, ώστε να καλύπτει τις σημαντικότερες δομές κάθε γλώσσας, οι οποίες είναι πιθανόν να έχουν θεωρητικό ενδιαφέρον, (β) με σαφήνεια καθορισμένο, ώστε να καθιστά δυνατές τις συγκρίσεις μεταξύ των γλωσσών ακόμη και μέσω της λεπτομερούς αρίθμησης των παραγράφων του κάθε τόμου, (γ) αρκετά ευέλικτο, ώστε να μπορεί να περιλάβει όλη την ποικιλία φαινομένων που εμφανίζει η ανθρώπινη γλώσσα.

Η χρησιμότητα του παραπάνω εγχειρήματος είναι ασφαλώς προφανής, δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέψει τον κίνδυνο να λειτουργήσει ένα τόσο αυστηρό και δεσμευτικό πρόγραμμα εργασίας ως προκρούστεια κλίνη, πάνω στην οποία προσαρμόζονται τα δεδομένα κάθε γλώσσας, προκειμένου να ανταποκριθούν σε έναν αφηρημένο και καθολικό τύπο γλωσσικής δομής. Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη αποσιώπηση κάποιων ιδιαιτεροτήτων μιας γλώσσας, επειδή δεν ανταποκρίνονται σε κάποιο από τα θεωρητικά ζητούμενα που ορίστηκαν από τους εκδότες. Επιπλέον, όλα τα θέματα που καλούνται να πραγματευθούν οι τόμοι της συγκεκριμένης σειράς περιορίζονται στις περιοχές της σύνταξης, της μορφολογίας, της φωνολογίας και στοιχειωδώς της σημασιολογίας, ενώ δεν αφιερώνεται ιδιαίτερο κεφάλαιο σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας, όπως η διγλωσσία, οι διάλεκτοι, η κοινωνική διαστρωμάτωση της γλώσσας, τα επίπεδα ύφους κλπ. Στον τόμο για τη νέα ελληνική τουλάχιστον, γίνονται μόνο σποραδικές και ασυστηματοποίητες αναφορές σε ανάλογα ζητήματα. Αυτό έχει ως συνέπεια να προκρίνεται ως αντικείμενο περιγραφής η πρότυπη μορφή της κάθε γλώσσας: στην περίπτωση της standard νέας ελληνικής, η μορφή της δημοτικής που χρησιμοποιείται στην πρωτεύουσα (the roughly dimotiki variety of Greek found in everyday use in the capital and biggest city of Greece, Athens, σελ. 2). Με τον τρόπο αυτό όμως, πέραν του γεγονότος ότι περιορίζεται το εύρος και η ποικιλία της περιγραφής, καθίσταται επιπλέον το όλο εγχείρημα, με λαθραίο τρόπο, κανονιστικό.

Οι συγγραφείς του τόμου για την νέα ελληνική ακολούθησαν τη δομή που όρισαν οι εκδότες για την πραγμάτευση του υλικού, γιατί, όπως δηλώνουν ρητά στον πρόλογό τους, ανταποκρινόταν στις προθέσεις τους· φρόντισαν μάλιστα να απαντήσουν σε όλα τα θεωρητικά ζητούμενα που έθετε το πρόγραμμα εργασίας, ακόμη κι όταν αυτά δεν αφορούσαν άμεσα τη νέα ελληνική. Εμφανίζονται, κατά συνέπεια, αρκετές παράγραφοι στις οποίες απλώς δηλώνεται ότι η νέα ελληνική δεν διαθέτει την αντίστοιχη συντακτική ή μορφολογική κατηγορία· π.χ. στην περίπτωση της μορφολογίας του ρήματος, σε τρεις παραγράφους που επιγράφονται «Marking of Identity of Subject with Verbs in Adjacent Clauses», «Directionality of Action» και «Modes of Body Orientation» σημειώνεται μόνο ότι το νεοελληνικό ρήμα δεν διαθέτει μορφήματα που να δηλώνουν τις αντίστοιχες λειτουργίες ή σημασίες (σελ. 191).

Ως προς τη μεθοδολογία της περιγραφής, οι συγγραφείς τονίζουν ότι προσπάθησαν να είναι όσο το δυνατόν θεωρητικά ουδέτεροι, χωρίς να έχουν ως οδηγό τους κάποια ιδιαίτερη γλωσσολογική θεωρία και επιμένοντας περισσότερο στην περιγραφή παρά στη ανάλυση των φαινομένων, προκειμένου να ανταποκριθούν στους στόχους της εκδοτικής σειράς στην οποία εντάσσεται το έργο τους. Η αρχή αυτή καθορίζει και τη χρησιμοποιούμενη ορολογία, η οποία είναι όσο γίνεται πιο περιγραφική και αποφεύγει όρους που καθιερώθηκαν στο πλαίσιο μια συγκεκριμένης γλωσσολογικής σχολής ή κατά την περιγραφή μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Για παράδειγμα, κατά την κατηγοριοποίηση των ερωτηματικών προτάσεων προτιμώνται οι πιο περιγραφικοί όροι Yes-No Questions και Question-Word Questions, και αποφεύγεται η συνήθης στις ελληνικές γραμματικές ορολογία (ερωτήσεις ολικής και μερικής άγνοιας). Σπάνιες είναι η περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται όροι οι οποίοι χρειάζονται επεξήγηση, όπως συμβαίνει με τον όρο topic/theme, που δηλώνει την προεξαγγελτική προβολή του θέματος για το οποίο μιλά η επόμενη πρόταση˙ για τον συγκεκριμένο όρο οι συγγραφείς υιοθετούν τον ορισμό που έχεο δοθεί από τη γλωσσολογική Σχολή της Πράγας.

Οι φράσεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα είναι πάντοτε δείγματα σύντομου προφορικού λόγου, που είτε αντλήθηκαν από άλλες περιγραφές της νέας ελληνικής είτε κατασκευάστηκαν από τους ίδιους τους συγγραφείς. Όλα τα παραδείγματα παρατίθενται αριθμημένα, γεγονός που διευκολύνει την παραπομπή σε αυτά, και μεταγραμμένα σύμφωνα με το σύστημα της International Phonetic Association, με ελάχιστες αποκλίσεις, οι οποίες σημειώνονται στον πίνακα με τις επεξηγήσεις των συμβόλων. Κάτω από κάθε παράδειγμα παρατίθεται γλωσσάρι στο οποίο δίνεται η ερμηνεία της κάθε λέξης στα αγγλικά και σημαίνονται βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της· π.χ. η λέξη βιβλίο συνοδεύεται από το ερμήνευμα book-NOM.SG, όπου πέρα από τη λεξική σημασία δηλώνεται και η γραμματική σημασία. Τελευταία ακολουθεί η αγγλική μετάφραση των παραδειγμάτων, με αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση να επαναλαμβάνεται η διάταξη του παρακάτω παραδείγματος:

o jánisínemeγalíterosapóména
the+John-NOM.SGis-3SGbigger-NOM.SG.MASCfromme-ACC
«John is bigger than me» (σελ. 43)

Σε αρκετές περιπτώσεις για την ακρίβεια της περιγραφής κατασκευάζονται και παραδειγματικές φράσεις που είναι αδύνατον να ειπωθούν στη νέα ελληνική, γιατί παραβιάζουν τους συντακτικούς κανόνες της· τα παραδείγματα αυτού του τύπου σημαίνονται με αστερίσκο.

Το έργο μοιράζεται σε πέντε κεφάλαια τα οποία περιγράφουν τη νέα ελληνική προχωρώντας από τα συνθετότερα προς τα στοιχειωδέστερα στοιχεία της. Έτσι, προηγείται το κεφάλαιο για τη σύνταξη και ακολουθούν τα αντίστοιχα για τη μορφολογία και τη φωνολογία, ενώ τα δύο τελευταία κεφάλαια εστιάζουν στο νεοελληνικό λεξιλόγιο: το πρώτο από φωνολογική κυρίως σκοπιά (επιφωνήματα, ηχομιμητικές λέξεις, εκφραστικότητα των φθόγγων κλπ.), το δεύτερο από σημασιολογική.

Στην αρχή του τόμου προτάσσεται σύντομη, δισέλιδη, εισαγωγή στην οποία παρέχονται κάποιες γεωγραφικού, ιστορικού και κοινωνιογλωσσικού τύπου πληροφορίες για τη νέα ελληνική. Συγκεκριμένα, προσδιορίζεται ο γεωγραφικός χώρος και ο αριθμός των φυσικών ομιλητών της και παρουσιάζεται μια σχηματική περιοδολόγηση της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας από τη μυκηναϊκή μέχρι τη σημερινή μορφή της. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για το φαινόμενο της διγλωσσίας, που από την εποχή του αττικισμού μέχρι πρόσφατα αποτελούσε τη βασικότερη κοινωνιογλωσσική παράμετρο που καθόριζε τους χρήστες της ελληνικής. Στο τέλος της εισαγωγής ορίζεται ακριβέστερα ως αντικείμενο της περιγραφής η πρότυπη μορφή της δημοτικής που χρησιμοποιείται στην αθηναϊκή πρωτεύουσα και διευκρινίζεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις θα γίνει αναφορά και σε στοιχεία της καθαρεύουσας, κυρίως μορφολογικά και φωνολογικά, στον βαθμό που αυτά έχουν ενσωματωθεί στη σημερινή δημοτική.

Το πρώτο κεφάλαιο που αφιερώνεται στη σύνταξη είναι και το εκτενέστερο (σελ. 3-121). Αρχικά περιγράφονται οι τύποι των ανεξάρτητων προτάσεων που διαθέτει η νέα ελληνική και οι μορφές της υπόταξης. Στους τύπους των ανεξάρτητων προτάσεων διακρίνεται ο ευθύς από τον πλάγιο λόγο και περιγράφονται ειδικότερα οι ερωτηματικές, οι προστακτικές και οι επιφωνηματικές προτάσεις, ενώ γίνεται σύντομη αναφορά στους τρόπους με τους οποίους η νέα ελληνική επιτελεί πλάγιες γλωσσικές πράξεις [indirect speech acts]. Οι υποταγμένες προτάσεις εξετάζονται μοιρασμένες σε ονοματικές, επιθετικές και επιρρηματικές. Στην περίπτωση των ονοματικών προτάσεων διακρίνονται με κριτήριο την έγκλιση οι πλάγιες δηλώσεις (indirect statements), που εκφέρονται με οριστική και εισάγονται με τους συνδέσμους ότι και πως, από τις πλάγιες προσταγές [indirect commands] που εκφέρονται με υποτακτική και εισάγονται με τον σύνδεσμο να, ενώ ανεξάρτητη κατηγορία αποτελούν οι πλάγιες ερωτήσεις [indirect questions] που μπορούν να εκφέρονται και με τις δύο εγκλίσεις. Αποκλείονται όμως τελείως από την πραγμάτευση οι ενδοιαστικές προτάσεις που επίσης μπορούν να εκφέρονται και με τις δύο εγκλίσεις, όπως προτάσεις του τύπου «φοβάμαι ότι έγινε κάτι» και «φοβάμαι να κάνω κάτι»˙ μένουν πλήρως ακάλυπτες οι προτάσεις που εισάγονται με τον σύνδεσμο «μήπως», ο οποίος επιπλέον μπορεί να εισάγει και πλάγιες ερωτήσεις (π.χ. τον ρώτησα μήπως είδε κάτι). Στη κατηγορία των επιρρηματικών προτάσεων εντάσσονται και οι επιρρηματικές μετοχές, οι οποίες ορίζονται ως μη παρεμφατικές επιρρηματικές προτάσεις (nonfinite adverbial clauses). Σύντομη αναφορά γίνεται και στην ακολουθία των χρόνων, η οποία δεν έχει ιδιαίτερο ρόλο στα νέα ελληνικά· επισημαίνονται μόνο περιπτώσεις στις οποίες, εκ των πραγμάτων και όχι για γραμματικούς λόγους, κάποια ακολουθία των χρόνων είναι επιτρεπτή μόνο υπό προϋποθέσεις (π.χ. ρήμα μέλλοντα στην κύρια πρόταση και ρήμα ιστορικού χρόνου στην επόμενη ειδική).

Στη συνέχεια περιγράφεται η δομή της απλής νεοελληνικής πρότασης μέσα από τη διάκριση ανάμεσα σε προτάσεις με συνδετικό ρήμα και προτάσεις με άλλης τάξεως ρήματα. Στην ίδια ενότητα εξετάζονται και τέσσερις κατηγορίες συνταγμάτων μικρότερης κλίμακας που εντοπίζονται στο πλαίσιο της πρότασης: οι επιθετικές φράσεις (π.χ. επίθετο με ρήμα στα απρόσωπα ρήματα, επίθετο με άμεσο ή έμμεσο αντικείμενο κλπ.), οι επιρρηματικές φράσεις (π.χ. προσδιορισμός επιρρήματος από άλλο επίρρημα), οι προθετικές φράσεις και οι ονοματικές φράσεις (π.χ. ουσιαστικό προσδιορισμένο από επίθετο ή αντωνυμία, ουσιαστικό με κτητική αντωνυμία κλπ.). Μετά την πραγμάτευση της παρατακτικής σύνδεσης των προτάσεων ή επιμέρους φράσεων στο εσωτερικό της πρότασης, ακολουθεί η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο εκφέρονται στα νέα ελληνικά μια σειρά από συντακτικές λειτουργίες. Συγκεκριμένα, περιγράφεται ο τρόπος εκφοράς της άρνησης, της αναφοράς [anaphora], της αυτοπάθειας, της αλληλοπάθειας, της σύγκρισης, της ισότητας, της κατοχής, της έμφασης, της θεματοποίησης [topicalisation], και οι βαρύνουσες παραλλαγές στη σειρά των λέξεων, όπως η τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό ή η τοποθέτηση του έμμεσου αντικειμένου πριν από το άμεσο. Ο όρος αναφορά δηλώνει εδώ την επαναφορά μιας λέξης μέσα στην ίδια ή στην επόμενη πρόταση και τους τρόπους με τους οποίους αυτή η επαναφορά θεραπεύεται, είτε με την παράλειψη της επαναλαμβανόμενης λέξης όταν μπορεί να εννοηθεί, είτε με την αντικατάστασή της από αντωνυμία. Ο όρος θέμα [topic], για τον οποίο, όπως σημειώθηκε, υιοθετείται ο ορισμός του από τη Σχολή της Πράγας, δηλώνει την προεξαγγελτική προβολή του θέματος για το οποίο γίνεται λόγος στην επόμενη πρόταση, όπως στη φράση όσο για τον Γιάννη, δεν τον είδα. Διαφέρει από την έμφαση, γιατί η σημαντικότερη πληροφορία στη φράση δεν είναι το στοιχείο που προεξαγγέλλεται, αλλά το περιεχόμενο της πρότασης που ακολουθεί. Πρόκειται για συντακτική λειτουργία όμοια με εκείνη της προεξαγγελτικής παράθεσης. Στο τέλος του κεφαλαίου για τη σύνταξη διακρίνονται και ορίζονται οι κατηγορίες λέξεων που διαθέτει η νέα ελληνική.

Το κεφάλαιο για τη μορφολογία (σελ. 122-229) θα ήταν προτιμότερο να επιγραφεί «μορφοσύνταξη», καθώς στόχος του δεν είναι απλώς να περιγράψει τη μορφολογία των λέξεων της νέας ελληνικής, αλλά να προσδιορίσει τις συντακτικές λειτουργίες που αναλαμβάνουν και τις σημασίες που εκφράζουν οι μορφολογικές κατηγορίες. Έτσι, στην περίπτωση των ουσιαστικών δεν ενδιαφέρει τόσο η αναλυτική παρουσίαση της κλίσης τους και η ποικιλία που παρουσιάζει, όσο ο προσδιορισμός των συντακτικών λειτουργιών των πτώσεων. Παρόμοια, κατά την περιγραφή της μορφολογίας του ρήματος, κυρίως ενδιαφέρει η συντακτική λειτουργία και η σημασία που εκφράζουν οι μορφολογικές κατηγορίες του, όπως η φωνή, ο χρόνος, η όψη, η έγκλιση κλπ. Η περιγραφή επιμερίζεται σε επτά ενότητες που παρακολουθούν τη διάκριση των μερών του λόγου, όπως έγινε στο προηγούμενο κεφάλαιο: ουσιαστικό, αντωνυμία, ρήμα, επίθετο, πρόθεση, αριθμητικό, επίρρημα. Ιδιαίτερη ενότητα αφιερώνεται στις εγκλινόμενες και προκλιτικές λέξεις, ενώ το κεφάλαιο κλείνει με παρατηρήσεις για την παραγωγή των νεοελληνικών λέξεων.

Το τρίτο κεφάλαιο καταλαμβάνει η φωνολογία της νέας ελληνικής (σελ. 230-254), η οποία επιμερίζεται σε περιγραφή (α) των διακριτών φωνολογικών μονάδων που προκύπτουν με τεμαχισμό του συνεχούς φάσματος των εκφωνημάτων [segmentals], π.χ. τα φωνήματα και οι συλλαβές, και (β) των υπερτμηματικών φωνολογικών στοιχείων που η προσέγγισή τους υπερβαίνει τον παραπάνω τεμαχισμό [suprasegmentals], όπως ο τόνος και ο επιτονισμός. Κατά την περιγραφή των φωνημάτων της νέας ελληνικής παρουσιάζονται αναλυτικά και τα συμπλέγματά τους που είναι δυνατά στα νέα ελληνικά, η κατανομή τους στο εσωτερικό και στο τέλος της λέξης, καθώς και η δομή των συλλαβών. Οι δύο τελευταίες ενότητες του κεφαλαίου αφιερώνονται στη μορφοφωνολογία, στις αλλοιώσεις δηλαδή των φωνημάτων και τις μετατοπίσεις του τόνου που συμβαίνουν κατά την κλίση, την παραγωγή και τη σύνθεση των λέξεων.

Το τέταρτο κεφάλαιο (σελ. 255-261) πραγματεύεται τις νεοελληνικές λέξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από κάποιου είδους δεσμό ανάμεσα στην ακουστική μορφή και τη σημασία τους, όπως είναι τα επιφωνήματα και οι ηχομιμητικές λέξεις, ενώ εξετάζεται και το ζήτημα της εκφραστικότητας των νεοελληνικών φθόγγων με παράδειγμα τα συμφωνικά συμπλέγματα [ts] και [dz]. Το τελευταίο κεφάλαιο (σελ. 262-277) αφορά το νεοελληνικό λεξιλόγιο από σημασιολογική σκοπιά. Στο πρώτο μισό του κεφαλαίου παρουσιάζεται το λεξιλόγιο εκείνο που μπορεί να ενταχθεί σε δομικά οργανωμένα σημασιολογικά πεδία, όπως είναι οι λέξεις που δηλώνουν τους βαθμούς συγγένειας, η ορολογία των χρωμάτων, των μελών του σώματος και της μαγειρικής, οι προσδιορισμοί του χρόνου, τα ονόματα των εποχών, των ημερών της εβδομάδας κλπ. Το υπόλοιπο κεφάλαιο καταλαμβάνει ένα βασικό λεξιλόγιο της νέας ελληνικής στο οποίο δίνεται το νεοελληνικό ισοδύναμο 207 αγγλικών λέξεων.

Από την παραπάνω περιγραφή της μεθοδολογίας και του περιεχομένου του έργου των Joseph και Philippaki-Warburton είναι σαφές ότι αυτό, όπως κι όλοι οι άλλοι τόμοι της ίδιας εκδοτικής σειράς, απευθύνεται κυρίως σε ειδικούς γλωσσολόγους. Όπως τονίζουνοι ίδιοι οι συγγραφείςστον πρόλογό τους, στόχοςτους ήταν «μια περιγραφή της νέας ελληνικής προσιτή σε γλωσσολόγους και ικανή να απαντήσει στο είδος των ερωτημάτων που συνήθως ενδιαφέρουν τους γλωσσολόγους [a description of Modern Greek that would be accessible to linguists and would answer the types of questions that linguists are typically interested in]. Το έργο ανταποκρίνεται στους στόχους του και προσφέρει μια αρκετά ενδιαφέρουσα περιγραφή της νέας ελληνικής, αν και σε κάποια σημεία θα επιθυμούσε κανείς να είναι πιο λεπτομερής, κυρίως στην παρουσίαση των δευτερευουσών προτάσεων. Ως προς τη δυνατότητα σύγκρισης της νέας ελληνικής με άλλες γλώσσες, εξαιρετικά χρήσιμη είναι η τακτική των συγγραφέων να μην περιορίζονται μόνο στη περιγραφή των γραμματικών κατηγοριών της γλώσσας που περιγράφουν, αλλά και στην επισήμανση συντακτικών λειτουργιών και μορφολογικών στοιχείων που δεν διαθέτει η νέα ελληνική. Στα πλεονεκτήματα του τόμου θα πρέπει να προστεθεί και η όσο το δυνατόν πιο περιγραφική ορολογία, που διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό τον αναγνώστη. Συμπερασματικά, πρόκειται για έργο εξαιρετικά χρήσιμο, παρά τους αυστηρούς περιορισμούς που τίθεται στην περιγραφή από τις αυστηρές προδιαγραφές της εκδοτικής σειράς στην οποία ανήκει.

Τελευταία Ενημέρωση: 18 Ιαν 2007, 14:45