Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

1. Τα ρήματα σε -ᾶν (-ῆν)

§ 179. Τα πρωτογενή ρήματα σε -ᾶν (από το *-ᾱ -o- [79]) είναι πολύ σπάνια: π.χ. δρᾶν 'κάνω', ὑλᾶν 'γαβγίζω', ἰᾶσθαι 'θεραπεύω'. Επίσης τα ρήματα σε -ῆν, που είναι όλα πρωτογενή, δεν συνυπολογίζονται εδώ, και η γλώσσα επιδιώκει να τα αποβάλει εντελώς: εν μέρει διατηρούνται μόνο σε μεμονωμένες διαλέκτους, όπως π.χ. στη δωρ. λῆν 'θέλω'· εν μέρει περνούν στη συζυγία των ρημάτων σε -ᾶν: έτσι το πιο συνηθισμένο από αυτά, το χρῆσθαι, απαντά στην ιωνική-ελληνιστική γλώσσα ως χρᾶσθαι.

§ 180. Τα μετονοματικά σε -ᾶν σχηματίζουν έναν από τους συνηθέστερους ρηματικούς τύπους της ελληνικής.

Για τα παράγωγα σε *-ᾱ- i ̯ ō > -άω από θέματα σε , που ακόμη στον Όμηρο αποτελούν την πλειονότητα, αρκούν μερικά συνηθισμένα παραδείγματα:

βοᾶν 'φωνάζω' από το βοή 'φωνή'·

θεᾶσθαι 'βλέπω' από το θέα·

μηχανᾶσθαι 'κατασκευάζω, μηχανεύομαι' από το μηχανή 'τέχνη, τέχνασμα'·

νικᾶν 'νικώ' από το νίκη·

σιγᾶν και σιωπᾶν 'σιωπώ' από τα σιγή και σιωπή.

Επειδή το επίθημα -o-ήταν ένα καθαρά μορφολογικό μέσο για το σχηματισμό ρημάτων από ονόματα, οι σημασιολογικές σχέσεις των μετονοματικών σε -o-με τις βάσεις τους μπορούσαν να πάρουν όλες τις δυνατές αποχρώσεις· το ίδιο συμβαίνει και με τα παράγωγα σε -ᾶν από θέματα σε , αφού πρόκειται μόνο για φθογγολογική υποκατηγορία του -o- .

§ 181. Άλλες σχέσεις πρέπει να αναμένουμε, όταν ένα καινούριο επίθημα αποκόπτεται και μεταφέρεται σε άλλα θέματα. Όταν π.χ. από ένα θέμα σε ο, αντί για το βάσει των φθογγολογικών κανόνων -εῖν (§ 187), σχηματίζεται ένα -ᾶν, πρέπει να υπάρχει μια σημασιολογική συγγένεια μεταξύ αυτού του καινούριου ρήματος σε -ᾶν και ενός ή περισσότερων από τα αρχικά ρήματα σε -ᾶν, που ήταν ισχυρότερη από την τυπική σχέση του θέματος σε ο με το -εῖν. Για τους αναλογικούς, λοιπόν, σχηματισμούς σε -ᾶν πρέπει ν' αναζητήσουμε σημασιολογικά πρότυπα ανάμεσα στα παράγωγα από θέματα σε , και μάλιστα με πολλές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς η εξάπλωση της αναλογίας κορυφώθηκε στην κλασική εποχή, χωρίς να κατορθώσει να σκεπάσει το παλιό στρώμα - μια ένδειξη για το ότι δεν προκάλεσε ισοπέδωση προς μια γενική σημασιολογική σχέση, όπως στην περίπτωση των -οῦν (§ 204) και -ίζειν (§ 255), αλλά παρέμεινε προσκολλημένη σε στενά οριοθετημένες εννοιολογικές ομάδες.

§ 182. Φυσικά δεν αποκλείεται η περίπτωση σημαντικής συμμετοχής της τυπικής αναλογίας σε έναν καινούριο σχηματισμό, αλλά έχουν εντοπιστεί ελάχιστα σχετικά παραδείγματα. Από τις γνωστές λέξεις φαίνεται να ανήκει εδώ το (ἀπ-,ὑπ-) ἀντᾶν 'συναντώ'· προφανώς σχηματίστηκε από το επίρρημα ἄντα 'απέναντι' σύμφωνα με τα ζευγάρια: πεῖρα 'προσπάθεια' : πειρᾶν 'προσπαθώ', μοῖρα 'μερίδιο' : μοιρᾶσθαι 'διαιρώ'.

§ 183. Από τις σημασιολογικές ομάδες που στάθηκαν καθοριστικές για τις αναλογικές υπερβάσεις του -ᾶν, στην κλασική εποχή ξεχωρίζει ιδιαίτερα μία, που με ποικίλες αποχρώσεις αποδίδει μια αρρώστια, έναν (αρρωστημένο) πόθο, μια ψυχική διέγερση. Π.χ. τα κορυζᾶν, λεπρᾶν, ποδαγρᾶν 'έχω συνάχι (κόρυζα), λέπρα, ποδάγρα ' αποτέλεσαν πρότυπα για το λοπᾶν 'έχω δερματοπάθεια' (λοπός 'εξωτερική φλούδα, απολέπιση δέρματος'), ὠδινᾶν (ὠδῖνες 'ωδίνες τοκετού')· το μελαγχολᾶν 'έχω μελαγχολία, δυσθυμία' αντί για *μελαγχολεῖν, όπως θα έπρεπε να σχηματιστεί από το μελάγχολος σύμφωνα με την § 187 (πρβ. μελαγχολία), προέρχεται από το συνώνυμο χολᾶν (από το χολή).

Μια αρρωστημένη, ανώμαλη επιθυμία εκφράζουν μεταξύ άλλων τα κισσᾶν 'έχω αφύσικη όρεξη (κίσσα)', τομᾶν 'χρειάζομαι επειγόντως εγχείρηση (τομή)', φονᾶν 'ποθώ να σκοτώσω (φονή)'· με αυτά συνδέθηκαν τα μαχλᾶν 'είμαι λάγνος (μάχλος)', θανατᾶν 'λαχταρώ το θάνατο (θάνατος)' κτλ. Από το λυσσᾶν 'είμαι λυσσασμένος' (λύσσα) οδηγηθήκαμε στα συνώνυμα οἰστρᾶν (οἶστρος '(κεντρί) αλογόμυγα(ς), κρίση μανίας'), κακοδαιμονᾶν (κακοδαίμων 'που κατέχεται από κακό δαίμονα') κτλ. Συγγενικό με τα κισσᾶν, μαχλᾶν είναι επίσης το ὀργᾶν 'φουντώνω, φουσκώνω': (ὀργή 'φυσική ορμή')· σύμφωνα με αυτό π.χ. το σφριγᾶν (σφρῖγος, ουδ. 'φούντωμα, φιληδονία'), οἰδᾶν (οἶδος, ουδ. 'οίδημα') (παλιά οἰδάνειν, οἰδαίνειν, οἰδεῖν).

§ 184. Πολλές ονομασίες νόσων έληγαν σε -ία, και έτσι τα μετονοματικά τους σε -ιᾶν: αἱμωδία 'πονόδοντος' - αἱμωδιᾶν, ναυτία - ναυτιᾶν, ὀφθαλμία 'αρρώστια του ματιού' - ὀφθαλμιᾶν, επίσης ἀγωνία 'φόβος' - ἀγωνιᾶν, κτλ.· καθώς τα ὀφθαλμιᾶν και ἀγωνιᾶν μπορούσαν να συνδεθούν απευθείας με τα ὀφθαλμός και ἀγών, ήταν εύκολο να σχηματιστούν με το -ιᾶν ρήματα για αρρώστιες και από άλλα ουσιαστικά: ἰλιγγιᾶν (ἴλιγγος), φθισιᾶν (φθίσις 'φυματίωση'), ψωριᾶν (ψώρα) κτλ. Το -ιᾶν χρησιμοποιήθηκε επίσης για να εκφράσει υπερβολική επιθυμία: ἑλλεβοριᾶν 'χρειάζομαι ηρεμιστικό (ἑλλέβορος), είμαι τρελός', κουριᾶν 'χρειάζομαι κούρεμα (κουρά)', μαθητιᾶν 'θέλω να είμαι μαθητής '. Τα πρότυπα υπήρχαν ήδη έτοιμα στα σπουδαρχιᾶν ' διακατέχομαι από σπουδαρχία (επιθυμία απόκτησης δημόσιου αξιώματος)', στρατηγιᾶν 'επιζητώ το αξίωμα του στρατηγού (στρατηγία)', κ.ά., που μπορούσαν επίσης να συσχετιστούν με τα *σπούδαρχος και στρατηγός.

§ 185. Παραδείγματα για μικρότερες ομάδες και μεμονωμένες αναλογίες:

πελεκ(κ)ᾶν 'πελεκώ με τσεκούρι (πέλεκυς)' σύμφωνα με άλλες λέξεις που δηλώνουν χειρωνακτική εργασία, και πρώτα-πρώτα το τεχνᾶν 'κατεργάζομαι με τέχνη

μωμᾶσθαι 'μέμφομαι' (μῶμος 'μομφή') κατά το λωβᾶσθαι 'εξυβρίζω, κακομεταχειρίζομαι' (λώβη 'εξύβριση, προσβολή')·

ἡττᾶσθαι 'ηττώμαι' είναι μετασχηματισμός του *ἡττοῦσθαι (ιων. ἐσσοῦσθαι, § 206) (από το ἥττων 'ασθενέστερος') κατά το νικᾶσθαι από το νίκη (πρβ. § 15 υποσημ.)· το ἧττα είναι αναδρομικός σχηματισμός από το ἡττᾶσθαι (πρβ. § 25).

Σχετικά με την οργανική σημασία ορισμένων ρημάτων σε -ᾶν δες § 202 · τυπική, παραγωγική δύναμη, όπως στα ρήματα σε -οῦν, δεν απέκτησε αυτή η παραλλαγή στα ρήματα σε -ᾶν.

§ 186. Τα μη πρωτογενή ρήματα σε -ᾶν δεν εξαντλούνται με τα μετονοματικά· υπάρχουν ακόμη δύο μικρές ομάδες μεταρηματικών, αλλά και οι δύο είναι ολιγομελείς και βρίσκονταν ήδη από την αρχή της παράδοσης σε μαρασμό.

Ο ένας σχηματισμός, -τᾶν ή -ετᾶν, δύσκολα μπορεί να συσχετιστεί με τα ουσιαστικά του ενεργούντος προσώπου σε -της, -έτης, γιατί από το -της σχηματίζεται κατά κανόνα το -τεῖν (§ 341). Έτσι το ομηρικό ναιετᾶν = ναίειν 'κατοικώ' είναι πολύ συνηθισμένο· αλλά το να(ι)έτης 'κάτοικος' φαίνεται να είναι μεταγενέστερο και τεχνητό. Το εὐχέτης από το εὐχετᾶσθαι = εὔχεσθαι 'ικετεύω, παρακαλώ' απαντά μόνο σε αρχαίους ετυμολόγους. Με το -τᾶν μπορεί να παραβληθεί για παράδειγμα το σκιρτᾶν = σκαίρειν 'σκιρτώ'. Το ερώτημα αν τα λατινικά θαμιστικά σε - t ā re(dict ā re 'δηλώνω' από το d ī cere 'λέω') και - it ā re(agit ā re 'ωθώ' από το agere 'κινώ') ταυτίζονται από την άποψη της ιστορίας της γλώσσας ή είναι μόνο παράλληλα του ελληνικού σχηματισμού μπορεί να μείνει στο σημείο αυτό αναπάντητο· πάντως στα ελληνικά η θαμιστική σημασία δεν παρουσιάζεται σε καμιά περίπτωση. Πρβ. -τάζειν § 250 .

Και ο δεύτερος σχηματισμός (του τύπου στρωφᾶν 'γυρίζω πέρα-δώθε' από το στρέφειν) προέρχεται από ουσιαστικά με θέμα αρχικά σε ā, αλλά νωρίς έγινε μεταρηματικό θαμιστικό.

79 Σχετικά με την ποσότητα του -α- στο -άω δες § 209. Σχετικά με τον αρχικό σχηματισμό των ενεστώτων όπως σπᾶν (σπάσαι, σπασθῆναι) δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίποτε· ακόμη και το μοναδικό παρόμοιο μετονοματικό γελᾶν μπορεί να αναχθεί τόσο στο *γελᾰσ- i ̯ - (από το γέλως) όσο και σε ένα μετασχηματισμό του *γελά-ναι.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20