Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

3. Δευτερογενής χασμωδία και δευτερογενής συναίρεση

§ 120. Το πρωτοελληνικό Ϝ εξαφανίστηκε ως γνωστό μόλις κατά την περίοδο της εξέλιξης των επιμέρους διαλέκτων. Έτσι δεν μας εκπλήσσει το ότι η επίδρασή του παραμένει πολύ ζωντανή και στη σύνθεση. Στην αρχαϊκή, λοιπόν, λογοτεχνία το Ϝ στην αρχή του β΄ συνθετικού έχει ακόμη την αξία συμφώνου, εφόσον συνεχίζει να εμποδίζει την έκθλιψη ενός προηγούμενου φωνήεντος: στον Όμηρο απαντά το θεο-ειδής (ρίζα Ϝιδ-, πρβ. λατ. vid ē re 'βλέπω'), θεο-είκελος (Ϝεικ- 'μοιάζω', πρβ. ἔοικε = *Ϝέ-Ϝοικ-ε), ἀ-εργός (Ϝεργ-, πρβ. γερμ. Werk 'έργο'), ἀφαμαρτο-επής 'που μιλά αστόχαστα' (Ϝεπ-, πρβ. λατ. v ō x 'φωνή'). Η αττική διάλεκτος σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως δημιουργεί συναίρεση: ἁ̄ ργός από το ἀ-εργός,̕ά̄ κων από το ἀ-έκων, αἰκής από το ἀ-(ε)ικής, Πλειστῶναξ από το Πλειστο-άναξ, τριακοντούτης από το *-το-ετής, ἀγροῖκος (αργότερα ἄγροικος) από το *ἀγρό-Ϝοικος 'που ζει στους αγρούς, άξεστος'. Κάπως μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν τα σύνθετα σε *-Ϝορός (σχετικό με το ὁρᾶν και γερμ. Wahren , ge - wahr 'διαφυλάσσω')· από το *-α-Ϝορ- προέκυψε -ωρ- [59], από το *-ο-Ϝορ- προέκυψε -ουρ-: τιμωρός (τιμή· δωρ. τιμ ά̄ ορος, ιων. τιμήορος), θεωρός (θέᾱ· δωρ. θεᾱρός από το *-ᾱορ-) αλλά κηπουρός (μαζί με το κηπωρός, δες υποσημ.· κῆπος), οἰκουρός 'που μένει στο σπίτι, που φροντίζει το σπίτι' (οἶκος). Έτσι και -ουργος από το -ο-εργος· δημιουργός 'που εργάζεται για τους ανθρώπους, τεχνίτης' (δημιο-εργός Όμ.), κακοῦργος [60] (κακο-εργός Όμ.) και κατόπιν πανοῦργος (σχετικά με το πᾰν- πρβ. § 64), αλλά γεωργός (πρβ. § 130) 'γεωργός' (κλασ.) από το γῆ.

§ 121. Ίχνη ενός προελληνικού s στην αρχή του β΄ συνθετικού υπάρχουν ακόμη μόνο στο -οῦχος από το *-ό-οχος, που ανήκει στο ἔχειν (πρβ. σχ-εῖν). Μολονότι ο Όμηρος στο ἡνί-οχος [61] 'που κρατά τα ηνία' (από το ἡνία ουδ. πληθ.) χρησιμοποιεί κιόλας την έκθλιψη, δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάποια άλλη εξήγηση για το -οῦχος. Παραδείγματα: σκηπτοῦχος 'που κρατά σκήπτρο' (Όμ.) από το *σκηπτο- = σκῆπτρον, ῥαβδοῦχος 'που κρατά ραβδί' (κλασ.) από το ῥάβδος, κακουχία 'κακή κατάσταση' (κλασ.) από το κακός· από τέτοια παραδείγματα το -οῦχος μεταφέρθηκε και σε άλλα θέματα: δᾳδ-οῦχος 'που κρατά δάδα' (κλασ.) από το δᾴς, δᾳδ-ός, ἑστιοῦχος 'που έχει την εστία (το τζάκι), που φροντίζει την εστία' (κλασ.) από το ἑστία, λαμπαδ-οῦχος 'που κρατά πυρσό' (κλασ.) από το λαμπάς, πολι-οῦχος και πολισ(σ)-οῦχος 'που κατοικεί στην πόλη, που την προστατεύει' (κλασ.) από το πόλις, τιμοῦχος 'τιμημένος' (ελληνιστ.· στους Ομηρ. Ύμν. τιμ ά̄ -οχος) από το τιμή.

Η συναίρεση στα προύργου (§ 48), φροίμιον (§ 52) και φροῦδος (§ 50) εξηγείται από το ότι το ο του πρό δεν εκθλίβεται ποτέ· πρβ. προὔφαινε από το προ-έφαινε κ.τ.λ.

§ 122. Δεν είναι του ίδιου είδους οι περιπτώσεις όπου η αττική ή η μεταγενέστερη γλώσσα δεν θεραπεύουν τη χασμωδία στον αρμό της σύνθεσης ούτε με έκθλιψη ούτε με συναίρεση. Δεν εκθλίβεται γενικά το ι των ονοματικών [62] α΄ συνθετικών: πολί-αρχος, κυδι-άνειρα 'που φέρνει δόξα στους άντρες (για τη μάχη)'. Η απόληξη -ο-ειδής (Όμ. θεο-ειδής) διατηρήθηκε και στα αττικά, μάλλον επειδή η χασμωδία δεν ήταν τόσο αισθητή: ἀνθρωπο-ειδής, μηνο-ειδής. Αντί για τα αττικά τριακοντούτης (§ 135) δεκ-έτης κ.τ.λ. η ιωνική και η Κοινή χρησιμοποιούν τα τριακοντα-ετής, δεκα-ετής· εδώ πάντως συνεργούν τρεις παράγοντες: Πρώτο, κατά το πρότυπο των δί-πους, τρί-πους, τετρά-πους ήταν εύκολο πλάι στα δι-ετής, τρι-ετής να πούνε και τετρα-ετής· δεύτερο, άσκησαν επίδραση και εκείνες οι διάλεκτοι που στην περίπτωση της συναίρεσης δεν προχώρησαν τόσο πολύ όσο η αττική. Τρίτο, παρατηρούμε ότι η μεταγενέστερη γλώσσα (όσο πιο λόγια είναι τόσο περισσότερο) παρουσιάζει μια ισχυρή τάση να περιορίζει τις μεταβολές των λέξεων όχι μόνο στο πλαίσιο της πρότασης αλλά και στα σύνθετα, επιδιώκοντας τη σαφήνεια των επιμέρους λέξεων. Η πρόθεση αυτή επικράτησε σε πολλές περιπτώσεις έναντι του φόβου της χασμωδίας. Έτσι στην Κοινή απαντούν σύνθετα όπως μακρο-ημερεύειν, ἀλλοτριο-επίσκοπος κ.τ.λ.· καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια να διατηρηθούν αναλλοίωτα συνηθισμένα α΄ συνθετικά όπως π.χ. ἀρχι- στα ἀρχι-ιερεύς, ἀρχι-ιατρός, ἀρχι-επίσκοπος, ἀρχι-οινοχόος ή τετρα- στο τετρα-άρχης. Δεν είναι εύκολο βέβαια να προσδιορίσουμε σε ποιο βαθμό την ακολουθεί και ο προφορικός λόγος.

Σχετικά με τη χασμωδία με το στερητικό ἀ- δες § 54 .

59 Όπως αποδεικνύουν τα ομηρικά θυρᾰωρός και πυλᾰωρός (αργότερα θυρωρός και πυλωρός) 'φύλακας της θύρας', κάποιον ρόλο έπαιξε επίσης και το ουσιαστικό ὤρα 'φροντίδα' (πρβ. ἀρκυ-ωρός 'που φροντίζει τα δίχτυα' (Ξεν.), φρυκτ-ωρός 'που φροντίζει τις φωτιές' (Αισχύλ.) από το φρυκτός 'πυρά')· πρέπει να θυμόμαστε και τη συνθετική έκταση (§ 118). Σχετικά με το δες § 126.

60 Ο διαφορετικός τονισμός προέρχεται πιθανόν από τον τονισμό της κλητικής *κακόεργε > κακοῦργε· πρβ. ὦ ἄδελφε από το ἀδελφός.

61 Παραμένει αμφιλεγόμενο αν το αἰγί-οχος και το γαιή-οχος ανήκουν επίσης στο ἔχειν ή στο ὄχος 'όχημα' και λατ. vehere 'μεταφέρω'· πρβ. § 153. Σίγουρα στο ἔχειν ανήκει το τιμ ά̄ -οχος 'τιμημένος' (Ομηρ. Ύμν.).

62 Όχι όμως των ρηματικών: Κτήσ-ιππος § 79.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20