ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Albert Debrunner
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική
1. Προρηματικό + ρήμα (ρήμα παρεμφατικό και ρήμα απαρεμφατικό, καθώς και ρηματικό όνομα)
§ 43. 1. Προρηματικό + ρήμα (ρήμα παρεμφατικό και ρήμα απαρεμφατικό·[23] και με ρηματικό όνομα) είναι η μόνη συνένωση όπου ένα ρήμα (όχι ένα ρηματικό θέμα!) εμφανίζεται ως β΄ συνθετικό (πρβ. § 38 , 61): ἀν-ίστημι, ἀνά-στατος, ἀνά-στασις, ἀνα-στατήρ ή -στάτης 'καταστροφέας'. Αυτός ο τύπος είναι εξίσου παλιός και συνηθισμένος, και κατά συνέπεια δεν χρειάζονται περισσότερα παραδείγματα. Η θέση του προρηματικού σε σχέση με το ρήμα είναι ακόμη τελείως ελεύθερη στον Όμηρο ("τμήση" και "αναστροφή", § 35). Αντίθετα η σύνδεση του προρηματικού με το ρηματικό ουσιαστικό ή επίθετο ήταν από πάντα αδιάσπαστη, και αυτό βοήθησε αποφασιστικά, ώστε τελικά και το ρήμα να υπαχθεί στον ίδιο κανόνα (§ 35)· πρβ. το λατινικό ex -ī re 'εξέρχομαι, βγαίνω' όπου η πρόθεση δεν μπορεί να χωριστεί, όπως συμβαίνει και στο ex - itus 'έξοδος', ενώ στα γερμανικά η εξέλιξη σταμάτησε λίγο πρωτύτερα: Ausgang 'έξοδος' και ausgehen 'εξέρχομαι' [απαρέμφ.], αλλά ich gehe aus [ενεστ.]· πρβ. επιπλέον την ιστορία του Νέα Πόλις > Νεάπολις κτλ. § 146 .
§ 44. Ένα ρηματικό όνομα είναι επίσης β΄ συνθετικό σε επίθετα όπως κάτ-οχος από το κατ-έχειν, πρόσ-φορος από το προσ-φέρειν, πρόσ-φυξ 'πρόσφυγας' από το προσ-φεύγειν, λέξεις που στην πραγματικότητα είναι μόνο παράγωγα από το σύνθετο ρήμα, αλλά ταυτόχρονα είναι συγγενικές με τους τύπους ψυχο-πομπός (§ 97) και ψευσί-στυξ 'αυτός που μισεί το ψέμα' (§ 102) και εν μέρει με τον τύπο θεό-πομπος (§ 106) και οἰστρο-πλήξ 'οιστρήλατος' (§ 105): έτσι λέγεται ἀπο-ρρώξ 'αποκομμένος, απόκρημνος', κάτ-οχος συχνά 'γερά κρατημένος', ἀπό-στολος 'απεσταλμένος'.
23 Σ.τ.ε. Παρεμφατικό ρήμα: οι τύποι του ρήματος που δηλώνουν πρόσωπο, δηλαδή οριστική, υποτακτική, ευκτική, προστακτική. Απαρεμφατικό ρήμα (ο όρος στηρίζεται στον όρο των αλεξανδρινών γραμματικών ἀπαρέμφατος ἔγκλισις): οι τύποι που δεν δηλώνουν πρόσωπο, δηλαδή απαρέμφατο και μετοχή. (Στα νέα ελληνικά θα ανήκε εδώ και το γερούνδιο· π.χ. παίζοντας.)