ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Albert Debrunner
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική
Σημειώσεις
1 Fr. Blass, Grammatik des Neutestamentlichen Griechisch, ξαναδουλεμένη από τον Albert Debrunner, 6ηέκδ. 1931, Göttingen 1913.
2 E. Schwyzer (=1943), Albert Debrunner, Griechische Grammatik, τ.1-4, Μόναχο 1939-53, 4η έκδ. 1975 (ο δεύτερος τόμος, Σύνταξη, μεταφράστηκε από τον Γ. Παπατσίμπα και τον Π. Χαιρόπουλο, Αθήνα: Παπαδήμας 2002).
3 Πρβ. επίσης Fr. Stürmer, Anregung zu wortkundlichen Arbeiten (Glotta VII [1915], 72-80, ιδίως 74 κεξ. σχετικά με την παραγωγή και 75 κεξ. σχετικά με τη σύνθεση).
4 Εδώ θα έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ δάνειων, αναπτυσσόμενων, νεόπλαστων και απονεκρωμένων σχηματισμών. Θα έπρεπε επίσης να γίνει ομαδοποίηση σύμφωνα με τη σημασία. Σχετικά με τις σημασίες των παράγωγων πρέπει να παραπέμψω στο ευρετήριο. Οι σημασιολογικές μετατοπίσεις μάς ενδιαφέρουν μόνο στο βαθμό που εμφανίζονται ομαδικά. Σχετικά με τη σημασιολογική πλευρά της θεωρίας σχηματισμού λέξεων πρβ. H. Paul, Aufgaben der Wortbildungslehre (Sitzungsberichte der bayerischen Akademie 1896 phil.-hist. Kl ., 692-713, ιδίως 700 κεξξ. σχετικά με την ιστορία των ενεργητικών ονομάτων της σημερινής γερμανικής). Τις σημασίες των συνθέτων τις πραγματεύομαι στις § 80 κεξξ.
5 Τα επόμενα μέρη δεν δημοσιεύτηκαν.
6 Σ.τ.ε. Η σημερινή θεωρία δεν δέχεται πια ούτε αυτή την άποψη.
7 Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν στο μακρινό παρελθόν όλες ή μερικές καταλήξεις προήλθαν από επιθήματα με τη μεταφορά των σχηματιστικών στοιχείων που αποτελούσαν αρχικά το θέμα σε νέες συντακτικές σχέσεις (προσωπικές, πτωτικές κτλ.).
8 Αλλιώς, για παράδειγμα, στα σημερινά αγγλικά, τα φτωχά σε καταλήξεις.
9 Σ.τ.ε. Ο συγγραφέας δεν ξαναχρησιμοποιεί τον όρο "Basis" ("βάση"). Στα επόμενα τον χρησιμοποιούμε αντί για τον όρο "Grundwort" ("βασική λέξη") του πρωτοτύπου.
10 Σ.τ.ε. Υπάρχει αντίφαση προς τον προηγούμενο καθορισμό των σύνθετων λέξεων (§ 2, 3). Τα στερητικά μόρια θα έπρεπε να θεωρηθούν προθήματα.
11 Σ.τ.ε. Ο συγγραφέας υποστηρίζει αυτή την άποψη για τα αρχαία ελληνικά, αν και μπορεί να υπάρξουν επιφυλάξεις ως προς τα στερητικά (δες στην § 6· πιο κάτω μιλάει σωστά για "προρηματικά"). Την άποψη αυτή πάντως δεν μπορούμε να τη μεταφέρουμε και στην ανάλυση των νέων ελληνικών, καθώς οι αρχαίες προθέσεις (συν-, εν-…) χρησιμοποιούνται μόνον ως προθήματα, πάντα δεσμευμένα, και όχι πια σαν ανεξάρτητες λέξεις, εκτός από λίγες απολιθωμένες εκφράσεις.
12 Σ.τ.ε. γ - σ δίνουν ξ, δηλαδή [g- s] δίνουν [ks]. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.) Πρόκειται για αφομοίωση ηχηρότητας: Το ηχηρό [g] τρέπεται στο αντίστοιχο άηχο [k] πριν από το άηχο [s]. Στα νέα ελληνικά, για το αντίστοιχο φαινόμενο, π.χ. ανοίγω - ανοίξω, πρέπει εκτός από την αφομοίωση ηχηρότητας να υποθέσουμε και την ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης: Το εξακολουθητικό σύμφωνο τρέπεται σε κλειστό πριν από το εξακολουθητικό [s], που είναι το κλιτικό μόρφημα του συνοπτικού θέματος στο ρήμα, και έτσι καταλήγουμε στο σύμπλεγμα [ks] (γράφεται ξ).
13 Τα περισσότερα σύνθετα ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία· γι' αυτό στη συνέχεια θα κάνουμε λόγο μόνο για επιθήματα.
14 Πρβ. π.χ. στην § 226 Καινή Διαθήκη Ματθ. 23, 5 πλατύνουσιν γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσιν τὰ κράσπεδα "κάνουν τα φυλαχτά τους πλατύτερα και τους ποδόγυρους μεγαλύτερους"· στην § 185 Ψευδοϊσοκράτης 1 § 26 τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιΐαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις.
15 Φυσικά εδώ γίνεται λόγος μόνο για την έλλειψη εννοιολογικών σχέσεων μεταξύ των βάσεων και όχι για έλλειψη της απαραίτητης σημασιολογικής σχέσης του επιθήματος με τη βάση.
16 Σ.τ.ε. Συγκεκριμένα, κατά την ελληνιστική περίοδο δημιουργήθηκε το επίθετο νηρός 'γεμάτος νιάτα, φρέσκος' από συναίρεση του αρχαίου νεαρός, και η παλιά λέξη αντικαταστάθηκε από το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο (νηρόν ὕδωρ). Η τροπή άτονου [ir] σε [er] είναι συνηθισμένη στα μεσαιωνικά και στα νέα ελληνικά. (Δες και την ετυμολογία της λέξης στο ΛΚΝ (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.)
17 Εκτός από τα συνηθέστερα είδη της σύνθεσης και της παραγωγής με προσθήκη επιθήματος, τα οποία πραγματευόμαστε στο «ειδικό μέρος».
18 Σ.τ.ε. Σήμερα γίνεται δεκτό πως οι περισσότερες συντμήσεις κύριων ονομάτων συμβαίνουν στη βρεφική γλώσσα, κατά την προσπάθεια του μικρού παιδιού να αναπτύξει την (έμφυτη) γλωσσική του ικανότητα.
19 Πρβ. χωλός 'κουτσός' - χωλοῦν 'σακατεύω', πηρός 'σακάτης' - πηροῦν, τυφλός - τυφλοῦν. Για τα γυῖα - γυιοῦν - γυιός πρβ. λατ. truncus 'κορμός' - truncare 'κουτσουρεύω' - truncus 'κουτσουρεμένος, σακατεμένος'.
20 Πρβ. την αμφιταλάντευση της γερμανικής ορθογραφίας μεταξύ vorzeiten και vor Zeiten['πριν από καιρό'], beieinanderκαι bei einander['ο ένας δίπλα στον άλλον'] κτλ.
21 Η θέση της αύξησης και του αναδιπλασιασμού μεταξύ προρηματικού και ρήματος εκλαμβανόταν τόσο λίγο ως χωρισμός όσο και στα γερμανικά στις περιπτώσεις ab - zu - geben 'να παραδώσω', ab - ge - geben 'παραδομένος'.
22 Πρέπει να διακρίνουμε την παρασύνθεση από την αλλαγή γραμματικού είδους (§ 146 κεξξ.), όπου η παραγωγή δεν γίνεται από το σύνθετο, αλλά αυτό είναι που την καθιστά δυνατή.
23 Σ.τ.ε. Παρεμφατικό ρήμα: οι τύποι του ρήματος που δηλώνουν πρόσωπο, δηλαδή οριστική, υποτακτική, ευκτική, προστακτική. Απαρεμφατικό ρήμα (ο όρος στηρίζεται στον όρο των αλεξανδρινών γραμματικών ἀπαρέμφατος ἔγκλισις): οι τύποι που δεν δηλώνουν πρόσωπο, δηλαδή απαρέμφατο και μετοχή. (Στα νέα ελληνικά θα ανήκε εδώ και το γερούνδιο· π.χ. παίζοντας.)
24 Σ.τ.ε. ἀμφι-θέατρον: 'θέατρο με θέσεις ολόγυρα', όπως το amphitheatrum , το Κολοσσαίο, στη Ρώμη. Το αρχαίο θέατρον ήταν, όπως και σήμερα, ημικυκλικό, δηλαδή είχε θέσεις μόνο προς τη μισή περιφέρεια του κύκλου. Με βάση τον ελληνολατινικό όρο δημιουργήθηκε στα γαλλικά το amphith éâ tre , και χρησιμοποιήθηκε για πανεπιστημιακές αίθουσες διδασκαλίας με τον καθηγητή στο κέντρο. Κατά το 18ο αιώνα οι αίθουσες περιορίστηκαν σε ημικύκλιο, ο όρος όμως παρέμεινε για δήλωση μεγάλης αίθουσας διαλέξεων. Με αυτή τη σημασία πέρασε σε άλλες γλώσσες και στα νέα ελληνικά, όπου μπορεί να χαρακτηριστεί σημασιολογικός δανεισμός. (Δες και στο ΛΚΝ.)
25 Το ἀντι- με την παλιά σημασία 'απέναντι', πρβ. ἀνθ-ίσταμαι, ἐν-αντίος.
26 Πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε ἀνάσχετος = *ἀν-άνσχετος = *ἀν-ανά-σχετος.
27 Σ.τ.ε. Το σημερινό άσχετος είναι λόγιο δάνειο από διαφορετική ομώνυμη ελληνιστική λέξη.
28 Με έκταση του φωνήεντος πριν από το Ϝ όπως στην αύξηση ἠ-(Ϝ)είδη;
29 Σ.τ.ε. Το αθροιστικό ἁ- έχει "δασύτητα", δηλαδή αρχίζει με το σύμφωνο [h] (σήμερα συμβολισμένο με "δασεία"), και το γράμμα φ δηλώνει δασύ σύμφωνο [ph]. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.)
30 Σ.τ.ε. Θέμα erg- (πρβ. ἔργ-ον) + [s] = [gs], και με αφομοίωση ηχηρότητας [ks] (ξ).
31 Σχετικά με την αναλογική αλληλεπίδραση "ημέρας" και "νύχτας" πρβ. προ-νύξ κατά το προ-ῆμαρ § 108 υποσημ.
32 Έτσι ο Döderlein ακολουθώντας την ερμηνεία των Ameis - Hentze· η συνήθης ερμηνεία 'ανάξιος σεβασμού' προϋποθέτει το οὐδεμία ὤρα.
33 Τα καρᾱ-τόμος 'που καρατομεί', καρ ά̄ -τομος 'καρατομημένος' (και τα δύο κλασ.), καρᾱ-δοκεῖν 'προσέχω' (κλασ.· από ένα αμάρτυρο καρᾱ-δόκος 'που τεντώνει το κεφάλι για να παρατηρήσει', δες § 38) φαίνεται να διατηρούν την αιτιατική κάρᾱ (ομηρ. κάρη)· το καρη-βαρής, -βαρεῖν 'με βαρύ κεφάλι' (ελληνιστ.), αντίθετα, είναι μάλλον θεματικό σύνθετο.
34 Πρβ. ἀκαλά προρέων Ησίοδος (;) απόσπ. 242 (218) Rzach.
35 Και στα γερμανικά τα θεματικά σύνθετα όπως Land - mann 'αγρότης', Erd - beben 'σεισμός', Herz - blut 'το αίμα της καρδιάς' αντιπροσωπεύουν τον παλιότερο τρόπο σύνθεσης· σήμερα όμως προτιμάται πολλές φορές η γενική πτώση του πρώτου μέλους: Lands - mann 'συμπατριώτης', Erden - sohn 'θνητός', Herzens - sache 'θέμα συναισθήματος'· μάλιστα το - s -, όπως το το - ο - της ελληνικής (§ 129), υπερβαίνει τα όρια χρήσης του: Frauens - person 'γυναικούλα', Zeitungs - papier 'φύλλο εφημερίδας', Hilfs - mittel 'βοηθητικό μέσο'.
36 Σχετικά με τη ρηματική θεώρηση του φιλο- πρβ. επίσης § 138.
37 Το τ διατηρείται π.χ. ακόμη στο βωτι-άνειρα 'που τρέφει ανθρώπους' (Όμ.).
38 Σ.τ.ε. Η σημερινή λέξη αντρόγυνο προέρχεται από διαφορετικό σύνθετο της ελληνιστικής εποχής. (Δες και την ετυμολογία της στο ΛΚΝ.) Η προφορά [ndr] συνεχίζει την παλιά προφορά. Στα μεσαιωνικά ελληνικά συναντούμε και τη γραφή ντρ. Η σημερινή λόγια προφορά [nðr] είναι "ορθογραφική προφορά": στηρίζεται σε παρανόηση της αξίας του γράμματος δ στα αρχαία ελληνικά. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.)
39 Mitteis - Wilcken, Grundzüge und Chrestomathie der Papyruskunde ΙΙ 2, αριθμ. 78, στ. 6.
40 Προς Κορινθίους Β΄ 11, 25: νυχθήμερον… ἐποίησα 'διέθεσα εικοσιτέσσερις ώρες', δηλαδή όχι ως επίρρημα!
41 Ρήμα βλέπουμε το πολύ σε πτωτικά σύνθετα και μόνο σε μετοχή: πρβ. § 34· 69. Ακόμη και το δολο-φρονέων (Όμ.) εμφανίζεται μόνο σε μετοχή, φαίνεται δηλαδή να συγχωνεύει τα δόλον φρονέων και δολόφρων· βέβαια το δολοφρονεῖν είναι πολύ πιθανό να παράγεται από το δολόφρων (πρβ. § 195). Το χερνίψαντο (Όμ.) 'ένιψαν τα χέρια τους' προέρχεται από το χέρνιψ 'νερό για πλύσιμο χεριών' (Όμ.) και δεν είναι θεματικό σύνθετο από τα χερ- και νίψαντο. Τα ἀγαθοποιεῖν και κακοποιεῖν δεν είναι σύνθετα του ποιεῖν αλλά παράγωγα του -ποιός.
42 Έτσι και το ἀριστό-μαντις 'εύστοχος μάντις' (Σοφ.).
43 Κατά τα ἰσόνομος : ἰσονομία θα περιμέναμε *ἰσοπολίτειος : *-τειία· σχετικά με την απλοποίηση και προσομοίωση προς το απλό πρβ. σκληροκαρδία (Εβδομήκοντα) αντί για καρδία - σκληρο-κάρδιος - *-καρδι-ία.
44 Ίσως και το σύαγρος = σῦς ἄγριος είναι μόνο μια μεθερμηνεία του κλασικού σύαγρος = 'κυνηγός αγριογούρουνων' και έγινε στη συνέχεια το πρότυπο του ὄναγρος κτλ. Αν βοάγρια (Όμ.) σήμαινε πράγματι 'ασπίδες από δέρμα άγριων βοδιών', τότε θα παρήχθη από το βοῦς ἄγριος με ενδιάμεσο στάδιο το βό-αγρος, όπως το καλοκἀγαθία από το καλοκἀγαθός (§ 36). Προτιμότερη, όμως, είναι η ερμηνεία 'λαφυραγωγημένα δέρματα βοδιών', όπως ἀνδρ-άγρια 'λάφυρα από ανθρώπους' (Όμ.).
45 Σχετικά με το ι πρβ. την ανάμειξη απολήξεων στις § 137 κεξ.
46 Ασαφές είναι το τερπι-κέραυνος (Όμ.)· είτε 'αυτός που χαίρεται με τους κεραυνούς' (κεραυνοῖς τερπόμενος) είτε, λιγότερο πιθανό, 'αυτός που εξαπολύει κεραυνούς' (από το τρέπειν 'στρέφω').
47 Από το -εῖν '…ειν(αι)' με το ουσιαστικό που δηλώνει ενεργούν πρόσωπο προκύπτει ένα ρήμα που δηλώνει την ενέργεια.
48 Σχετικά με το πασι-μέλουσα δες § 68· πρόκειται βέβαια για σύνθετο εξάρτησης, που όμως δεν περιέχει ένα nomen agentis. Το ποδα-νιπτήρ 'λεκάνη για ποδόλουτρο' (κλασ.) παράγεται, όπως το ομηρικό ποδά-νιπτρον 'νερό για ποδόλουτρο', από την έκφραση πόδα νίψασθαι· αργότερα η αιτιατική αντικαταστάθηκε από το θέμα ποδ-ο- (με συνθετικό φωνήεν το -ο-, δες § 129 κεξξ.): ποδο-νιπτήρ (Στησίχορος), ποδό-νιπτρον (Ιάμβλιχος).
49 Για την ορθογραφία της απόληξης (-εί ή -ί) η παράδοση αμφιταλαντεύεται και ακόμη και τώρα δεν είναι βέβαιη στην περίπτωση μερικών λέξεων· πρβ. § 352 σχετικά το -τί και το -τεί.
50 Σχηματίστηκε κατά το επίρρημα παν-ῆμαρ (§ 69), κατά το οποίο και τα ομηρικά ἑξ-ῆμαρ, ἐνν-ῆμαρ 'για έξι, εννέα ημέρες'· κατά το αὐτ-ῆμαρ στη συνέχεια το προ-ῆμαρ 'ολημερίς' στο Σημωνίδη απόσπ. 7, στ. 47 (εκδ. Hiller - Crusius) και στη συνέχεια του στίχου το προ-νύξ 'ολονυχτίς'.
51 Αρχικά προστακτική; (§ 75).
52 Αυτό συμβαίνει πάντως με τον τύπο της § 45: νῆες ἐπήρετμοι 'πλοία, < υπάρχουν > πάνω τους κουπιά'.
53 Αισθανόμαστε τον πειρασμό να δούμε στον τύπο ἱππο-πόταμος (§ 93) ένα είδος αντιστροφής της μετάπλασης: επειδή συνηθιζόταν η επιθετικοποίηση με το -ιο-, μήπως το επίθετο ποτάμιος με αφαίρεση του -ιο- μετατράπηκε και πάλι σε ουσιαστικό στο ἱππο-πόταμος, το ἄγριος στο σύ-αγρος κ.τ.λ.;
54 Σ.τ.ε. ψευδό-μαρτυς· ίσως πρόκειται για παραδρομή. Το λεξικό Lidell - Scott δίνει μόνο τύπο ψευδομάρτυς.
55 Γι' αυτό το ἀρχ-ιερεύς αντικατέστησε το ἀρχ-ιέρεως (§ 144), επειδή το ένιωθαν ως ονοματικό σύνθετο από το ἱερεύς.
56 Σ.τ.ε. Δηλαδή παιδιά της Νύχτας, που οι ίδιες δεν είναι παιδιά. Όμως η μορφή του χωρίου δεν είναι σίγουρη.
57 Σ.τ.ε. Υπόμνηση: Το γράμμα η συμβολίζει μακρό ανοιχτό φωνήεν. Ώστε τα δύο βραχέα φωνήεντα, ο + ε, τρέπονται σε ένα περίπου αντίστοιχο μακρό. Έτσι αποφεύγεται η χασμωδία, ενώ παράλληλα διατηρείται το "βάρος" της συλλαβής. Το γράμμα ω συμβολίζει μακρό φωνήεν. Ώστε τα δύο βραχέα ο + ο τρέπονται στο αντίστοιχο μακρό κτλ. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.) Κατά την ιστορική εποχή, η συναίρεση έχει κάπως διαφορετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, τα δύο βραχέα ε + ε δεν τρέπονται σε ανοιχτό μακρό [ε΄], γραμμένο η, αλλά σε κλειστό μακρό [e΄], γραμμένο με το δίψηφο ει. Αυτό αργότερα τράπηκε στην προφορά σε [i]. Το δίψηφο ου συμβολίζει κατά την κλασική εποχή μακρό κλειστό [ο΄], που αργότερα τράπηκε σε [u].
58 Πρβ. την εναλλαγή των -ότερος, -ότατος και -ώτερος, -ώτατος στα παραθετικά ανάλογα με την ποσότητα της προηγούμενης συλλαβής· για τη σχέση μεταξύ αρμού της σύνθεσης και επιθήματος δες § 129.
59 Όπως αποδεικνύουν τα ομηρικά θυρᾰωρός και πυλᾰωρός (αργότερα θυρωρός και πυλωρός) 'φύλακας της θύρας', κάποιον ρόλο έπαιξε επίσης και το ουσιαστικό ὤρα 'φροντίδα' (πρβ. ἀρκυ-ωρός 'που φροντίζει τα δίχτυα' (Ξεν.), φρυκτ-ωρός 'που φροντίζει τις φωτιές' (Αισχύλ.) από το φρυκτός 'πυρά')· πρέπει να θυμόμαστε και τη συνθετική έκταση (§ 118). Σχετικά με το ᾰ δες § 126.
60 Ο διαφορετικός τονισμός προέρχεται πιθανόν από τον τονισμό της κλητικής *κακόεργε > κακοῦργε· πρβ. ὦ ἄδελφε από το ἀδελφός.
61 Παραμένει αμφιλεγόμενο αν το αἰγί-οχος και το γαιή-οχος ανήκουν επίσης στο ἔχειν ή στο ὄχος 'όχημα' και λατ. vehere 'μεταφέρω'· πρβ. § 153. Σίγουρα στο ἔχειν ανήκει το τιμ ά̄ -οχος 'τιμημένος' (Ομηρ. Ύμν.).
62 Όχι όμως των ρηματικών: Κτήσ-ιππος § 79.
63 Η αφομοίωση του ν των ἐν- και συν- και των παρόμοιων προς το αρχικό σύμφωνο του τελικού μέλους είναι τόσο γνωστή που αρκεί αυτή η αναφορά. Η Κοινή και εδώ, αν και ίσως μόνο στο γραπτό λόγο, επαναφέρει τον αρχικό φθόγγο: ἐν-λείπειν, συν-γράφειν κ.τ.λ. αντί για ἐλλ-, συγγ-, επίσης παλιν-γενεσία αντί για παλιγγ- και τα παρόμοια.
64 Σ.τ.ε. [puk(s) + ma…] με τροπή του [k] σε [g] (γραμμένο γ) από επίδραση της ηχηρότητας του ακόλουθου [m].
65 Και φαεσ-φόρος (Αισχύλ., Ευρ.) 'που φέρνει φως, φωτεινός' (φάος = φῶς)· φωσ-φόρος (κλασ.) δεν είναι συναίρεση του φαεσ-, αλλά αντικατάσταση του χαμένου θέματος από τον καθημερινό τύπο φῶς, που μπορούσε να μοιάζει με θέμα.
66 νεωρός 'επόπτης πλοίων' (Ησύχιος), νεώριον 'ναυπηγείο' (κλασ.) από το *νηϜο-Ϝορ- > *νηϜορ-;
67 Τα αττικά τριακοντούτης, πεντηκοντούτης 'τριαντάχρονος, πεντηντάρης' κτλ. δεν προκύπτουν με συναίρεση από το -τα-ετης (πρβ. § 122) αλλά από το *το-(Ϝ)έτης με το -ο-της § 130 κεξξ.
68 πυρ- δες § 127, πυρο- § 131· το πῠρο- φαίνεται ότι κατόρθωσε να εισαχθεί πιο δύσκολα, επειδή θύμιζε το πῡρο- 'σιτάρι'.
69 Δίπλα στο σχηματισμό με το -ιο -§ 147.
70 Από τα ὑπο-τίθεσθαι, ἐπι-βουλεύειν, ενώ ένα *δυσ-τίθεσθαι, *ἀ-βουλεύειν είναι αδύνατο. Φυσικά δίπλα στο συμβουλεύειν - συμβουλή μπορεί να σχηματιστεί και ένα σύμβουλος - συμβουλία· πρβ. ἀποστασία - ἀπόστασις § 43.
71 Όπως στην προηγούμενη υποσημείωση.
72 Ή για παραπέρα σύνθεση (§ 37).
73 Αντιστοιχεί λοιπόν στο γερμανικό -ig: weit - herz - ig 'μεγαλόκαρδος', hohl -ä ug - ig 'κοιλόφθαλμος'. κτλ.
74 Σ.τ.ε. Ο όρος "βαρυτόνηση" χρησιμοποιείται όχι για να δηλώσει γραφή με "βαρεία", αλλά τη μετακίνηση του τόνου προς την αρχή της λέξης, όσο, βέβαια, επιτρέπει ο "νόμος της τρισυλλαβίας".
75 Πρβ. Αριστοφ. Νεφ. 62 κεξξ.: Η μητέρα επιθυμεί να υπάρχει στο όνομα του γιου το ἵππος, ο πατέρας θέλει να του δώσει το όνομα του παππού Φειδωνίδης· συμφωνούν στο Φειδιππίδης.
76 Το -αννύναι από το -άσαι αντί για το παλιότερο -νάναι (§ 170) κατά το πρότυπο του ἀμφιεννύναι - ἀμφιέσαι είναι μια ιδιομορφία της αττικής διαλέκτου από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
77 Σ.τ.ε. Δες τη σημείωση στην § 43.
78 Σ.τ.ε. "Ενεστωτικός" και "αοριστικός τρόπος ενέργειας". Ισοδύναμοι καθορισμοί: μη συνοπτικό - συνοπτικό ποιο ενέργειας, μη συνοπτική - συνοπτική όψη του ρήματος.
79 Σχετικά με την ποσότητα του -α- στο -άω δες § 209. Σχετικά με τον αρχικό σχηματισμό των ενεστώτων όπως σπᾶν (σπάσαι, σπασθῆναι) δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίποτε· ακόμη και το μοναδικό παρόμοιο μετονοματικό γελᾶν μπορεί να αναχθεί τόσο στο *γελᾰσ- i ̯ - (από το γέλως) όσο και σε ένα μετασχηματισμό του *γελά-ναι.
80 Συγκυριακές διεισδύσεις εξωενεστωτικών θεμάτων σε e στον ενεστώτα ανήκουν στο πεδίο του σχηματισμού των χρόνων: ἐπιμελεῖσθαι αντί για το ἐπιμέλεσθαι κατά το ἐπιμελήσεσθαι κτλ.
81 Εντελώς διαφορετικής προέλευσης αλλά όχι απόλυτα ξεκαθαρισμένα είναι τα εφετικά σε -σείειν, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στη μετοχή (ὀψείων 'που θέλει να δει' Όμ., αρκετά στο Θουκυδίδη).
82 Πρβ. το αγγλικό "βοηθητικό ρήμα" to do 'κάνω' και το "er t ä t sich zu ihm setzen" της γερμανικής ποίησης· κλασικοί συγγραφείς της σανσκριτικής έφτασαν στο σημείο ν' αποφεύγουν εντελώς παρεμφατικούς ρηματικούς τύπους.
83 Γι' αυτό και ορισμένες φορές χρησιμοποιείται το -εῖν σε υποστάσεις· δες § 149.
84 Είναι αδιάφορο αν το -τεῖν συνδυάστηκε με το παλιό θέμα σε τ ή μόνο με το νεότερο -της· και στις δύο περιπτώσεις υπόκειται αναλογική μεταφορά του -εῖν .
85 Από θέματα σε ᾱ γεφυροῦν, κορυφοῦν, παχνοῦν, ῥιζοῦν, από συμφωνόληκτα θέματα ἀπύρωτος και σφηκοῦν, επίσης γουνοῦσθαι από το γόνυ - γουνός.
86 Πρβ. την αντίστροφη μεθερμηνεία των ουδετέρων σε -ον στα ἄμεινον, χέρειον, χεῖρον (αρχικά επίθετα σε ο) και του -πλάσιον (αρσ. παλιότερο -πλάσιος, νεότερο -πλασίων).
87 Σ.τ.ε. μάστις: σπανιότερος τύπος του μάστιξ.
88 Το -εύειν σε σύνθετα (στο έπος μόνο ενεστωτικό θέμα) οφείλει την ύπαρξή του κυρίως στη μετρική ευχρηστία· με το οἰνοχοεύειν αποφεύγει κανείς τη συναίρεση και εξασφαλίζει την ίδια προσωδία με το οἰνοχοῆσαι.
89 Τα πρωτογενή ρήματα σε -αίνειν μπορούν εδώ να παραλειφθούν, καθώς δεν επηρέασαν τον τύπο του επιθήματος και συνήθως διαφέρουν και στο σχηματισμό του θέματος από τα μετονοματικά: βαίνω - βήσομαι - ἔβην απέναντι στο σημαίνω - σημανῶ - ἐσήμηνα.
90 Παράλληλα εμφανίζεται το -μάζειν (§ 236), αργότερα -ματίζειν (§ 257), δες § 309.
91 Εδώ και το μενεαίνειν 'επιθυμώ διακαώς'· οργίζομαι' (Όμ.) από το μένος μένεος 'ορμή, ζωτικότητα, οργή'· σχετικά με το κτερεΐζειν πρβ. § 258.
92 Δες § 15 υποσημείωση.
93 Στον Όμηρο δαῖτα(ς) ἀλεγύνειν όπως δαῖτα, ἄριστον κτλ. ἐντύνειν.
94 -αιρ- από το *- r̥ - i ̯ - > *-αρ- ι̯· πρβ. ἰσχαίνειν : ἰσχνός § 219.
95 Η μεταφορά ονοματικών υποκοριστικών επιθημάτων σε ρήματα είναι για παράδειγμα πολύ συνηθισμένη στη βρεφική γλώσσα της Βασιλείας [της Ελβετίας]· έτσι λένε από το laufen 'τρέχω': laifelen = * l ä ufeln . [Σ.τ.ε. Το - le είναι συνηθισμένο υποκοριστικό επίθημα στα νότια γερμανικά.]
96 Κατά συνέπεια πρέπει να προϋποθέσουμε μια συζυγία -ώσσειν: -ῶψαι όπως πέσσειν : πέψαι 'μαγειρεύω'. Το υπερωικό θέμα εισχωρεί κατά πρώτον στις παραγωγές ἀμβλυωγμός κτλ.· γενικά εξωενεστωτικοί χρόνοι χρησιμοποιούνται μόνον αργότερα και τότε φυσικά με υπερωικό χαρακτήρα.
97 Από αυτό με δανεισμό το λατινικό - iss ᾱ re (atticissare) ή - iz ᾱ re (baptizare και με λατινική βάση praeconizare) και από εκεί το αγαπητό μας (γερμ.) - isieren .
98 Σ.τ.ε. Υπόμνηση: Αρχικά, το γράμμα ζ δήλωνε το σύμπλεγμα [zd] (dz]).
99 Σ.τ.ε. κόκκυ (με μακρό υ και διπλό κ), κοκκύζειν: Αρχικά, το γράμμα υ δήλωνε το φωνήεν [u], που αργότερα τράπηκε σε [y], και τελικά σε [i]. Σήμερα, καθώς η προφορά της αρχαίας λέξης έχει αλλάξει, χρησιμοποιούμε μια παρόμοια ηχομιμητική γι' αυτό το πουλί: κούκος.
100 Σ.τ.ε. βαῦ: Προφανώς κατά την αρχική δημιουργία της ηχομιμητικής λέξης η προφορά της ήτανε περίπου [baw]. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά, καθώς και στο ΛΚΝ την ετυμολογία της λέξης γάβ.)
101 Σ.τ.ε. Σήμερα το επιφώνημα ψίτ συνηθίζεται κυρίως για τη γάτα.
102 Από το *-ατ- ι ̯ δεν προέκυπτε με βάση τους φθογγολογικούς κανόνες το -αζ-.
103 Με εξαίρεση το -ιάζειν, που κατέχει ιδιαίτερη θέση· δες § 252.
104 Σ.τ.ε. κύδος: διαφορετικό από το κῦδος (με περισπωμένη, δηλαδή μακρό υ) 'δόξα'.
105 Κάποτε το -άζειν αντικαθιστά λόγω μορφολογικής αναλογίας έναν παλιότερο ενεστωτικό σχηματισμό: δαμάζειν (Ησίοδος) αντί για το δαμνάναι 'υποτάσσω' (Όμ.) από το δαμάσαι κατά το συνηθισμένο -άζειν : -άσαι. Πρβ. § 170 πιλνάναι - πελάζειν.
106 Γι' αυτό δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε πιο συγκεκριμένα τις σχέσεις που έχουν με τα nomina agentis σε -της, με τα ρηματικά επίθετα σε -τος, και με τα μεταρηματικά σε -τᾶν (§ 186).
107 Έτσι ακόμη και στο κρυβάζειν 'κρύβω' (Ησύχιος), που παρήχθη από το μόλις ελληνιστικό κρύβειν (= κρύπτειν· ή από το παρομοίως μόλις ελληνιστικό κρυβῇ = κρυφῇ;).
108 Σ.τ.ε. Η κρίση σχετικά με το ευχάριστο ή δυσάρεστο άκουσμα γίνεται σε αναφορά προς τους αρχαίους Έλληνες. Οι σημερινοί, εξαιτίας καθαρευουσιάνικης επίδρασης, δέχονται ακόμη και ακολουθίες όπως οι ιοί: προφ. [iii]!
109 Το αὐτοσχεδιάζειν, το μοναδικό παράδειγμα που παρουσιάζει από τον Όμηρο ο von der Pfordten (σ. 94), ανήκει μόλις στην κλασική περίοδο· μόνον η βάση αὐτοσχέδιος 'σώμα με σώμα' απαντά στον Όμηρο.
110 Σ.τ.ε. Η δημιουργία δεν μπορεί να είναι πια συνειδητή: Το σύμπλεγμα [zd] ([dz]) τράπηκε αργότερα σε σκέτο [z], οπότε δεν ήτανε πια διαφανής η σχέση προς το θέμα του ουσιαστικού, που είχε παλιά το φθόγγο [d], φθόγγο που επίσης εξελίχτηκε αργότερα, αλλά σε [ð], όπως παραμένει μέχρι σήμερα.
111 Σ.τ.ε. Υπόμνηση: Δες στην § 234 σχετικά με το u .
112 Σ.τ.ε. Στα παραδείγματα, ο αόριστος έχει μακρό φωνήεν, όπως φαίνεται από τη γραφή με η, ενώ το αντίστοιχο φωνήεν του παρατατικού, γραμμένο με ι, είναι βραχύ.
113 Σ.τ.ε. κίθαρις, κιθάρα: μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο. Το όργανο και η λέξη πέρασαν διαδοχικά στα αραβικά και στα ιταλικά και "επιστρέψανε" τροποποιημένα στην Ελλάδα. μάγαδις: όργανο με είκοσι χορδές διαρθρωμένες σε οκτάβες. λύρα: έγχορδο όργανο με ηχείο καμωμένο από όστρακο χελώνας, τότε ακόμη χωρίς δοξάρι. (Δες και τις ετυμολογίες των λέξεων κιθάρα, λύρα στο ΛΚΝ.)
114 Σ.τ.ε. *πατερίζειν· σύγκρ. στα νέα ελλ. ο πάτερ, 'ο παπάς', από την κλητική πάτερ.
115 Σ.τ.ε. Κατά την αρχαία παράδοση, ἄφωνα είναι τα σύμφωνα που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν στοματικά κλειστά, δηλαδή τα [p phb t thd k khg] (π φ β τ θ δ κ χ γ), επομένως όχι τα [s m n l r dz] (σ μ ν λ ρ ζ), που ονομάζονταν ἡμίφωνα.
116 Σ.τ.ε. "Δασέα" σύμφωνα είναι τα [phthkh]. "Μέσα" σύμφωνα είναι τα αντίστοιχα ηχηρά [b d g]. Ο όρος οφείλεται σε έλλειψη κατανόησης από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς της διάκρισης: ηχηρά - άηχα σύμφωνα. Καθώς τα [phthkh] είχαν "δασύτητα", και τα αντίστοιχα "ψιλά", δηλαδή "σκέτα" [p t k] δεν είχαν, θεώρησαν την τρίτη ομάδα των [b d g] σαν κάτι "ενδιάμεσο". Αντίστοιχη έλλειψη κατανόησης στο σημασιοσυνταχτικό τομέα διαπιστώνεται με την ονομασία "μέσο ρήμα" για τους τύπους που δεν ήταν ούτε ενεργητικοί ούτε παθητικοί.
117 διδάσκω (Όμ.) από το *δι-δάσ-σκω από το δαῆναι 'μαθαίνω', δήνεα 'συμβουλές' από το *δασ-ν-, δηλαδή αρχικά κανένα απολύτως υπερωικό θέμα· το διδάξαι (Όμ.) από το *διδάσκ-σαι υιοθέτησε το ενεστωτικό θέμα (πρβ. διδάσκ-αλος 'δάσκαλος' § 324 και ἀλύσκειν - ἀλύξαι)· από εκεί στη συνέχεια διδαχ-θῆναι, δε-διδαχ-έναι και διδαχ-ή· πρβ. δίδακτρον § 351.
118 Η παλιά παραγωγή από ρήματα μόλις που παρατείνει στα ελληνικά την υποτονική της ύπαρξη: ἅγ-ιος 'άγιος' από το ἅζεσθαι (από το *ἀγ- ι ̯ -) 'σέβομαι', μανία από το μαν- 'μαίνομαι'.
119 Ενώ το -τήριος γρήγορα εκτοπίστηκε από το -τικός· δες § 395.
120 Ίσως και τρεις: τα ομηρ. αἴγειος, βόειος, ταύρειος ίσως προϋποθέτουν ένα επιθετικό επίθημα, που δήλωνε την ύλη (αβέβαιης προέλευσης)· δες § 297 υποσημ.
121 Ίσως το -ήιος έγινε *-ῃος και αυτό, εξαιτίας της αυξανόμενης φωνητικής ομοιότητας του ῃ και του ει στα αττικά, ταυτίστηκε νωρίς με το -ειος.
122 Και από το -εύειν: μαντήϊος - μαντεῖος 'μαντικός' (κλασ., μαντήϊον 'χρησμός' ήδη στον Όμ.) από το μαντεύεσθαι (§ 213) - μάντις (δεν υπάρχει *μαντεύς!)· πρβ. μαντεία § 287.
123 Ή στο οἴκει = οἴκοι;
124 Αντίστροφα Αἴγυπτος - Αἰγύπτιος, Κόρινθος - Κορίνθιος.
125 Ιων. -ηΐη όπως -ήϊος, δες § 285.
126 Πρβ. λατ. studium 'ασχολία', beneficium 'ευεργεσία', colloquium 'συζήτηση'.
127 Σ.τ.ε. Κατά το λεξικό Liddell - Scottη λέξη χαλκεῖον σημαίνει 'χάλκινο σκεύος, καζάνι'.
128 Γι' αυτό οι αρχαίοι Έλληνες γραμματικοί χρησιμοποιούν τον όρο ὑποκοριστικά (από το ὑποκορίζεσθαι 'μιλώ σαν παιδί (κόρη) > χαρακτηρίζω κάτι με τρυφερές (και μειωτικές > προσβλητικές) λέξεις'.
129 Αυτό σημαίνει φυσικά: Ουδέτερα σε -ιον υπάρχουν βέβαια, αλλά δεν έχουν ακόμη υποκοριστική σημασία. Πιθανόν η έννοια αυτή δεν είναι τόσο παλιά· πάντως είναι μεταγενέστερη από το σχηματισμό των επιθημάτων -εῖον, -σιον κτλ., γιατί αυτά δεν συμμετέχουν στην υποκοριστική σημασία. Σχετικά με το ομηρικό ἴχνιον πρβ. Ηρωδιανός (παράρτημα IV) και Σχόλια Διονυσίου του Θρακός σ. 226, 19 έκδ. Hilgard: Παρὰ δὲ τῷ ποιητῇ οὐκ ἄν εὑρεθείη ὑποκοριστικόν· ἡρωϊκά γὰρ τὰ παρ' αὐτῷ καὶ ἐπηρμένα.
130 Τα τρισύλλαβα υποκοριστικά σε -ιον με δακτυλική προσωδία κλίνουν προς τον παροξυτονισμό· πρβ. παράρτημα IV.
131 Σ.τ.ε. Θυμίζουμε πως από τέτοια υποκοριστικά προέκυψαν κατά την ελληνιστική και τη μεσαιωνική εποχή πάμπολλα ουδέτερα ονόματα, που τελικά απέβαλαν την υποκοριστική σημασία: παῖς > παιδίον (υποκορ.) > παιδίν (αποβολή του [ο] για αποφυγή χασμωδίας) > παιδί (αποβολή του τελικού συμφώνου για δημιουργία κανονικής συλλαβικής δομής Σύμφωνο-Φωνήεν)· παρόμοια ὄφις > ὀφίδιον > φίδι, το τελευταίο με τη συνηθισμένη αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος. (Δες τις ετυμολογίες και στο ΛΚΝ.)
132 Το -ειος (χρύσειος κτλ.), που επίσης απαντά στο έπος, δημιουργήθηκε μάλλον υπό την επίδραση του -ειος της § 285, ίσως μόνο υπό την πίεση του μέτρου.
133 Χειρότερο το ἀτεληΐη.
134 Εδώ το Ἀντιόχεια δεν μπορούσε φυσικά να χρησιμοποιηθεί για την κάτοικο της πόλης, γιατί έτσι ονομαζόταν η ίδια η πόλη· σχετικά με το Ἀντιοχεύς δες § 303.
135 Από το *- n ̻ - ι̯ ᾰ > * -αν- ι̯ α, πρβ. -αίνειν § 219.
136 Ακόμη και στα πολύ συνηθισμένα την κλασική περίοδο παράγωγα βασιλ-ικός (§ 393) και βασιλίς (§ 381) δεν ελήφθη υπόψη το -ευ- από το βασιλεύς.
137 Οι εξαιρέσεις απαιτούν ιδιαίτερη ερμηνεία· π.χ. το ἡνιοχῆα στον Όμηρο οφείλεται στη μετρική ευκολία λόγω της οποίας οι μεγαλύτερες λέξεις κατά προτίμηση κλίνονται, διατηρώντας την ίδια προσωδία, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται στην ίδια θέση του στίχου, και ιδίως στο τέλος του: ἡνιοχῆα κατά το ἡνιόχοιο· πρβ. § 212 υποσημ.
138 Το -σμός όχι σύμφωνα με τους φθογγολογικούς κανόνες από το *-δ-μός, το πολύ στη λαϊκή αττική διάλεκτο· σχετικά με τη διαφορά του επιθήματος πρβ. ιων. ὀδμή δίπλα στο αττ.-ιων. ὀσμή.
139 Σχετικά με το -θ-πρβ. § 7, -θμα § 310, -θρον και -θλον § 390, επίσης το ενεστωτικό επίθημα -θο- § 174.
140 Το κυδάλιμος στον Όμηρο είναι μάλλον συμφυρμός από το *κύδαλος και κύδιμος.
141 Στην ελληνιστική εποχή, εν μέρει ήδη παλιότερα, παρεισφρέει σε συνάρτηση με τα θετός και θέσις η βραχεία μορφή θέματος: ἀνάθεμα·* έτσι π.χ. και πόμα 'ποτό' αντί για πῶμα κατά το πόσις, κτλ.
142 Ο στοχασμός συνέβαλε επίσης σε αυτή την κατανομή του -μα και του -σις· διότι και τα δύο οφείλουν την εξάπλωσή τους στην επιστημονική ορολογία, που αναπτύχθηκε κυρίως στις ιωνικές περιοχές.
143 Σχετικά με το -ᾱϊ- πρβ. § 259.
144 Σ.τ.ε. Το ἐρυθρῖνος είναι ο ετυμολογικός πρόδρομος του νεοελληνικού λυθρίνι (με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος και ανομοίωση των υγρών συμφώνων [r-r > lr-l]. (Δες την ετυμολογία στο ΛΚΝ.)
145 Πρβ. γέλασος "τσαλαπετεινός" (Ησύχιος) από το γελάσαι κατά την § 164.
146 Πρέπει να διακρίνεται από το -άλεος περιπτώσεων όπως ἀμυγδάλεος 'από αμυγδαλιά' (ελληνιστ.), ἀμυγδαλῆ 'αμύγδαλο, αμυγδαλιά' (κλασ.), που δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ἀμύγδαλον 'αμύγδαλο' με το -εος, -ῆ § 297.
147 Ευστάθιος σ. 1863, 60: πρωτότυπον τοῦ ὕστερον ἰσχναλέου τὸ Ὁμηρικὸν ἰσχαλέον!
148 Το παλιό θέμα με nτου αἷμα δεν πρέπει να υπολογιστεί εν όψει των μεταγενέστερων μαρτυρημένων τύπων του αἱμαλέος 'αιματοβαμμένος'· αντίθετα πρέπει να παραβάλουμε τη συμπλοκή αἱμαλέη ἐέρση, που χρησιμοποιεί συχνά ο Νόννος, με το ομηρικό αἵματι μυδαλέας (ἐέρσας) (Ιλ. Λ 54).
149 Από το -αρος πρέπει να προήλθε και το υποκοριστικό -άριον (§ 294): ταλάριον (Πολυδεύκης) από το τάλαρος 'κοφίνι' (Όμ.· από το ταλα- 'κουβαλώ'), ἐσχάριον 'σχάρα (πυράς)' (Αριστοφ.) από το ἐσχάρα 'εστία' (Όμ.).
150 Σ.τ.ε. τσίχλα· μάλλον πρόκειται για τον κότσυφο.
151 Η βάση αυτών των β΄ συνθετικών είναι μέχρι τα τέλη περίπου του 5ου αι. π.Χ. πάντα πρωτογενές ρήμα· μόλις αργότερα παρεισφρέουν και μετονοματικά: δημ-εραστής 'φίλος του λαού' (Πλάτωνας) σύμφωνα με την § 85, γι' αυτό χωρίς έκταση κατά τη σύνθεση (§ 118)!
152 Σχετικά με την ευρύτερη εξίσωση στην ιωνική-αττική δες § 345.
153 Στην περίπτωση του - ter - - tor - η ρηματική παραγωγή δεν είναι επιτακτική ανάγκη, καθώς παρήχθη άμεσα από ένα ρηματικό θέμα, ενώ ένα σύνθετο όπως το συβώτης έπρεπε είτε να χωριστεί στα συστατικά μέρη του σῦς βόσκειν είτε να σχηματίσει ένα παρασύνθετο· το δεύτερο είδος πήρε το πάνω χέρι, επειδή η γλωσσική εξέλιξη ευνοούσε τον αφηρημένο τρόπο έκφρασης.
154 Διαφορετικό είναι φυσικά το χοροψάλτρια (δελφική επιγραφή) κτλ.· πρόκειται για ονοματικούς προσδιορισμούς με έτοιμο το ψάλτρια κτλ.· πρβ. οἰνοχόη κτλ. § 145.
155 Αυτά ίσως προήλθαν από σύνθετα, αλλά αυτή η διαδικασία βρίσκεται πολύ μακριά από την παράδοσή μας και ιστορικά δεν σχετίζεται καθόλου με τη μεταγενέστερη αντικατάσταση του -τήρ από το -της.
156 Πρβ. ἐκεῖ, κρητ. διπλεῖ 'διπλά', καθώς και ἀθεεί 'χωρίς θεϊκή βοήθεια' (Όμ.) από το ἄθεος, νηποινεί 'ατιμώρητα' (αττ.) από το νήποινος και άλλα σύνθετα (§ 108).
157 Σ.τ.ε. ητακισμός: η προφορά του η σαν [i], και όχι σαν [e], οπότε θα χρησιμοποιόταν ο όρος ετακισμός. Πρόκειται για την εξέλιξη κατά την ελληνιστική εποχή της προφοράς [ε΄] > [i], που είχε σαν αποτέλεσμα τη σύμπτωση των δύο φωνηέντων (του "ήτα" και του "ιώτα"). (Δες γενικά στο Παράρτημα για την προφορά.)
158 Με αυτό το -έτης δεν πρέπει να συγχέονται τα nomina agentis σε -έτης, που προέρχονται συνήθως από δισύλλαβες βάσεις (αἰειγενέτης 'γεννημένος αθάνατος' Όμ. από το γενε- όπως γενετήρ και γενέτωρ 'πατέρας', γένεσις 'γέννηση'), μερικές φορές όμως σχηματίζονται από ενεστωτικά θέματα (ὀφειλέτης (κλασ.) από το ὀφείλειν 'χρωστώ').
159 Σχετικά με τα παράγωγα επιθέτων πρβ. π.χ. φαιδιμόεις (Όμ. Ιλ. Ν 686) = φαίδιμος 'λαμπρός'.
160 Η αττική διατήρησε λείψανα μιας παλιάς διαφοράς στον τονισμό τραχυτής - κακότης· έτσι και στον Όμηρο βραδυτής σύμφωνα με τον Αρίσταρχο· αττ. ακόμη και κουφοτής 'ελαφράδα' κατά το βαρυτής 'βαρύτητα'. Σχετικά με την αποφυγή τονισμού ενός βραχέος υ πρβ. § 150.
161 Σχετικά με την οροθέτηση έναντι του -μα δες § 311 μαζί με την υποσημείωση.
162 Από τα παρασύνθετα σε -εῖν δεν σχηματίζεται το -ησις αλλά το -ία, δηλαδή απευθείας από τα επίθετα σε -ος: μισθοφόρος - μισθοφορία (§ 287), όχι -φορεῖν - *-φόρησις.
163 Μάλλον ακριβέστερα έτσι: στο -στι- το -τι- αντικαταστάθηκε από το -σι-, που παρήχθη διαφορετικά.
164 Τα ουδέτερα θέματα σε tuήταν ανέκαθεν πολύ σπάνια: ἄστυ 'πόλη', φῖτυ 'γόνος'. Το μακρόχρονο -ū- φαίνεται ότι ήδη στην προελληνική περίοδο θεωρήθηκε χαρακτηριστικό του θηλυκού σε αντίθεση με το αρσενικό και ουδέτερο -ŭ-.
165 Το -απός αντιστοιχεί ετυμολογικά στο λατ. - inquusτου propinquus 'κοντινός', longinquus 'μακρινός' και είναι ένα συνθετικό μέλος που έχει γίνει αδιαφανές.
166 Αλλά ακόμη τιμῆς βασιληΐδος Ιλ. Ζ 193 (επιθετικά).
167 Και τα λατινικά έχουν ως γνωστόν μια επέκταση: - tr ī x.
168 Οι διάλεκτοι της Κεντρικής Ελλάδας προσθέτουν το επίθημα d χωρίς ενδιάμεσο φωνήεν στα θέματα σε n: Ἐπαμεινώνδας κτλ., αλλά Πελοπίδας· η δωρική δεν γνωρίζει το -νδας: Λεωνίδας.
169 Με βάση αυτό μετά τον Όμηρο σχηματίστηκε αναδρομικά το πατρωνυμικό Λαέρτιος Λάρτιος.
170 Το γερμανικό -( l ) ing είναι επίσης πατρωνυμικό και επεκτείνεται παρομοίως χάρη αστεϊσμού: Dichterling ['ποιητάκος'].
171 Ή μήπως το *ἀδελφίδ(ης) μετασχηματίστηκε σε *ἀδελφιδεός κατά το ἀδελφεός;
172 Η παραγωγή του -ώδης από το -οειδής (π.χ. θεοειδής 'όμοιος με θεό' Όμ., πρβ. § 120) είναι αδύνατη, καθώς το -οει- συναιρείται σε -οι- (δηλοῖ κ.τ.ό.) και το -ειδής εκφράζει σχεδόν αποκλειστικά την ομοιότητα της εξωτερικής μορφής, ενώ το -ώδης την ομοιότητα της ουσίας. Μ' αυτό δεν ισχυριζόμαστε ότι ένα όψιμο -ώδης και -οειδής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ταυτόσημα· π.χ. στον Αριστοτέλη στην ίδια σελίδα απαντούν τα σκώληξ ᾠοειδής και σκ. ᾠώδης.
173 Η γνωστή αττική πολιτική παράταξη ονομάζεται στον Ηρόδοτο οἱ ἐκ τοῦ πεδίου, μόλις στον Αριστοτέλη οἱ πεδιακοί.
174 Για τους λόγους που αναφέρθηκαν στις § 342 κεξξ. δεν υπολογίζονται σχεδόν καθόλου όσα λήγουν σε -τήρ και -τωρ κατά την εποχή της ευρείας εξάπλωσης του -ικός και στο διαλεκτικό τομέα του: μοναδικό το ῥητορ-ικός από το συνηθισμένο σε όλες τις περιόδους ῥήτωρ (που έγινε τεχνικός όρος)· το ὀρχηστρικός (Αθήναιος) δεν παράγεται από το ὀρχηστήρ αλλά από το ὀρχήστρα.
175 Και το ρηματικό επίθετο σε -τος, που ασφαλώς εύκολα μπορούσε κανείς να το συσχετίσει με το -τικός, έχει αυτή τη διπλή σημασία· δες § 62, 105.
176 Το ρηματικό θέμα παθη- υπάρχει και στα πάθημα παθητός.
177 Και το παιδίσκη ευθυγραμμίζεται με το θηλυκό παῖς, ενώ για το αρσενικό στις άλλες διαλέκτους εκτός της δωρικής διατηρήθηκε το παῖς, και έτσι στην προκειμένη περίπτωση το -ίσκη λειτουργούσε ως θηλυκό επίθημα.
178 Πρβ. επίσης H. Steinthal, Geschichte der Sprachwissenschaft bei den Griechen und Römern. Βερολίνο 1890/912, Β΄ μέρος, σ. 237 κεξξ.
179 Πρβ. ιδίως Λητοΐδης.
180 Καθαρά κατασκευασμένος τύπος.
181 Όπως στην προηγούμενη σημείωση.
182 Δες § 136.