Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Οι αλλαγές στη σύγχρονη Πόλη Οι αλλαγές στη σύγχρονη Πόλη
Είναι η μοίρα των πόλεων να αλλάζουν και η Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει εξαίρεση. Εδώ, η κίνηση είναι αντίστροφη. Από το εντυπωσιακό βίντεο της υποψήφιας για την Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης πόλης το 2010 έως τον Şükrü Enis Regü που θρηνεί «Αχ, πόσο άλλαξες Σταμπούλ» στα μέσα περίπου του 20ού αι. και τη Σοφία Σπανούδη που ήδη από τη δεκαετία του 1930 σχολιάζει τη μοντέρνα ρυμοτομία, τις μεγάλες λεωφόρους και πλατείες και φοβάται για το ντόπιο χρώμα, η Κωνσταντινούπολη αλλάζει και εξελίσσεται. Ένα σύντομο ιστορικό των αλλαγών αυτών διαβάζουμε στον Μακ Χέιρτ ενώ ο Ξανθούλης μάς συστήνει τη νυχτερινή Κωνσταντινούπολη και σχολιάζει την επέλαση των δυτικών ξενοδοχειακών αλυσίδων. Ο νέος Τούρκος, δυτικού τύπου, και η αντίδραση σε αυτόν αναδεικνύεται μέσα από τα αποσπάσματα του μυθιστορήματος του D. Boratav Ψίθυροι στο Μπέγιογλου. Ενδιάμεσα, φωτογραφικό υλικό που πιστοποιεί τις αλλαγές αυτές, το πριν και το μετά, αλλά και τις αντιθέσεις που δημιουργούνται μέσα από τον συγχρωτισμό του παλιού με το νέου, του παραδοσιακού με το μοντέρνο.
Στη γέφυρα του Γαλατά....
Πέντε φορές μέσα σε ενάμιση αιώνα η γέφυρα απέκτησε διαφορετικό πρόσωπο. Το πρόσωπο της παλιάς Ισταμπούλ κατέρρεε, τα ξύλινα σπίτια σάπιζαν και γίνονταν παρανάλωμα του πυρός, το ένα μετά το άλλο, και με γρήγορους ρυθμούς μεγάλα τμήματα της παλιάς πόλης καλύπτονταν από άτσαλα σκορπισμένες πολυκατοικίες. Από την τεράστια οθωμανική πρωτεύουσα του 16ου και του 17ου αιώνα δεν σώζεται ούτε μια ξύλινη κατοικία. Το 1854, ο Τεοφίλ Γκωτιέ ταξίδεψε με καράβι στον Βόσπορο περνώντας από μια ατέλειωτη σειρά θερινά ανάκτορα, βαμμένα στο πράσινο του μήλου, σκιασμένα από πλατάνια, το ένα ακόμα πιο θελκτικό από το άλλο. Έναν αιώνα αργότερα, ο νεαρός Ορχάν Παμούκ έβλεπε μια ξύλινη βίλα μετά την άλλη να γίνεται βορά της φωτιάς, ο ίδιος και οι φίλοι του πήγαιναν στοιβαγμένοι σε αυτοκίνητα στις ακτές του Βοσπόρου για να μην χάσουν τίποτα από το θέαμα, έπαιζαν Creedence Clearwater Revival, έπιναν τσάι και μπίρα, έτρωγαν τοστ και στο μεταξύ έβλεπαν τα τελευταία απομεινάρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας να πηγαίνουν κατά διαβόλου.
Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της πόλης διαβρωνόταν όλο και πιο πολύ. Τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν οι εντάσεις γύρω από το νησί της Κύπρου είχαν κλιμακωθεί τόσο πολύ που υπήρχε κίνδυνος να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, «εξαπέλυσαν» τον όχλο για τελευταία φορά.
Στους δρόμους του Πέραν κάθε μη τουρκικό μαγαζί λεηλατήθηκε από το πλήθος που τραγουδούσε, κατέβαζαν ψυγεία –σημάδι εκείνον τον καιρό μεγάλης ευκαιρίας– από τις πλαγιές, τα μεγάλα στρογγυλά τυριά των ελλήνων μπακάληδων κυλούσαν προς τα κάτω, όταν όλα τελείωσαν η γειτονιά άστραφτε από τα σπασμένα γυαλιά. Ύστερα απ’ αυτό, περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη απ’ ό,τι μετά το 1453. Από τους διακόσιους πενήντα χιλιάδες Έλληνες που ζούσαν εδώ το 1914, το 2006 είχαν απομείνει μόλις δύο χιλιάδες. Η τελευταία ελληνική εφημερίδα της Ισταμπούλ, η Απογευματινή, έχει ακόμη, σύμφωνα με τον ηλικιωμένο και άμισθο αρχισυντάκτη της, ακριβώς πεντακόσιους είκοσι αγοραστές.
«Τίποτα δεν μένει όπως είναι, ούτε καν η καρδιά μας» γράφει ο Αχμέτ Μουχίπ Ντιρανάς σε ένα ποίημα. «Αλλά πώς μπορεί μια πόλη θρεμμένη με αιώνες / Πιο γρήγορα κι από μια ανθρώπινη ζωή / Να χαθεί τόσο γοργά;» Η Ισταμπούλ ήταν πάντα η πόλη του εφήμερου, πόλη που κοιτούσε μόνο μπροστά, που είχε, όπως έγραψε ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, «μια κάποια ανευθυνότητα ως προς το παρελθόν», πόλη με σπίτια μιας χρήσης και γειτονιές μιας χρήσης. Τον 20ό αιώνα αυτή η μανία για μόνιμη αλλαγή και προσαρμογή έγινε αξία από μόνη της. Μέσα σε μόλις εκατό χρόνια η παραδοσιακή, πολυεθνική, πολυθρησκευτική οθωμανική αυτοκρατορία μεταμορφώθηκε σε σύγχρονο, κοσμικό έθνος-κράτος, και η πόλη άλλαξε κι αυτή. Αυτή η επανάσταση προωθήθηκε από μια ελίτ που προσπαθούσε με κάθε τίμημα να αγκαλιάσει τον δυτικό πολιτισμό και προτιμούσε να αφανίσει κάθε θύμηση της Ανατολής.
Το κατά πόσο πέτυχαν όλα αυτά τα σχέδια για μια «καινούργια Τουρκία», είναι κάτι που μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά η φιλοδοξία και η προσαρμοστικότητα της πόλης και της χώρας ήταν και είναι αξιοθαύμαστες. Για τις χώρες γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, η Ισταμπούλ είναι ξανά «η Πόλη», οι δυνατότητες είναι τεράστιες, και αν ποτέ η Τουρκία γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε νέο Βυζάντιο, σε «μητρόπολη» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής.
Θα είναι όμως μια πόλη που, εξαιτίας αυτού του ριζικού εκσυγχρονισμού, θα έχει αποκοπεί σε μεγάλο μέρος από την ίδια της την ιστορία.
Σχετικά μ’ αυτό, η Ελίφ Σαφάκ μίλησε για «συλλογική αμνησία», μια στάση ζωής που διευκόλυνε κοινωνικές αλλαγές αλλά ταυτόχρονα ματαίωνε κάθε ιστορική συνείδηση – για να μην μιλήσουμε για την ικανότητα κριτικής ανασκόπησης. Ο Παμούκ μίλησε για τις «ολισθηρές, διαφορετικές και αντιφατικές σκέψεις του για την πόλη»: «Δεν αισθάνομαι απόλυτα σαν κάποιος αποδώ, αλλά ούτε τελείως παρείσακτος».
Γι’ αυτό και η φτώχεια σ’ ετούτη την πόλη έχει διαφορετικό χαρακτήρα από τη φτώχεια των μεγαλουπόλεων. Αφού χίλιες και μία λεπτομέρειες -παλάτια, αλλά και τα τελευταία σάπια απομεινάρια των κάποτε πανέμορφων επαύλεων- φέρνουν τους κατοίκους καθημερινά αντιμέτωπους με την οδυνηρή απώλεια μας, ούτως ή άλλως, εντυπωσιακής αυτοκρατορίας και ενός ξεχωριστού πολιτισμού. Όποιος παραπέμπει στον πολιτιστικό πλούτο και την ποικιλομορφία των Οθωμανών συχνά αποδοκιμάζεται: είναι μια «δεξιά» αντίληψη, λέει η αριστερά, δεν είναι «μοντέρνα», λέει η δεξιά, δεν είναι «σωστή», λένε σχεδόν όλοι. Τέλος της συζήτησης. Εδώ τα ιστορικά αντικείμενα –εκτός από μερικά επίσημα μνημεία– δεν είναι καύχημα. Είναι οδυνηρές αλήθειες, σουβλιές νοσταλγικές, ανάμεσα στις οποίες ο κόσμος σιάζει όσο πιο καλά μπορεί τη σημερινή ύπαρξη.Κωνσταντινούπολη. Των ...
Η νυχτερινή «μοντέρνα» Κωνσταντινούπολη έξυνε με τα περιποιημένα νύχια της τις ισλαμικές αναστολές. Εκείνη την ώρα ο Προφήτης αποκαθηλωνόταν. Προβολείς ακριβών αυτοκινήτων, γυναίκες συνώνυμες κάθε ακραίας κοκεταρίας, κορίτσια κι αγόρια με αψεγάδιαστη απομίμηση μιας διεθνούς «ροκιάς» απολάμβαναν τη νύχτα. Και οι τραγουδιστές, απειράριθμοι σαν τα γλαροπούλια, έκρωζαν στη διαπασών τον έρωτα με μια απίθανη γκάμα λυγμών, προσαρμοσμένων στο αίσθημα των καιρών. Μακριά απ’ την αισθητική της μοδίστρας της μπαγιάν Ερντογάν, εννοείται…
«Ποια Ιστανμπούλ να πιστέψεις; Ποια είναι η αληθινή;» Η Αλέβ έδειχνε να συνέρχεται καθώς διασχίζαμε την προβληματική παραλιακή λεωφόρο. Ίσως γιατί είχε ανάγκη από τη διάχυτη πολύχρωμη αδρεναλίνη του Ορτάκιοϊ, του Μπεσίκτας ή των καινούργιων πόλων διασκέδασης στο Καράκιοϊ. Απέναντί μας η Πόλη των δημοφιλών καρτ-ποστάλ, με τους φημισμένους μιναρέδες της Αγια-Σοφιάς, του Σουλεϊμανιγιέ και του Γενί τζαμιού, η Πόλη των Κωνσταντίνων και των τρελών Πατισάχ, η Πόλη των θρύλων, των θρήνων και της ασεβούς ευσέβειας. Η μεταποιημένη βυζαντινή ελκυστική κόλαση, η αλωμένη οσμανλίδικη αφέλεια μιας στάσιμης αιωνιότητας, ο τουριστικός βόρβορος που, τις μικρές πρωινές ώρες, καταλάγιαζε μέσα στην ταπεινή σιωπή της ήττας. Μιας πρόσκαιρης παρηγορητικής ήττας απ’ το περίσσευμα των ψυχών, που έγιναν πληγωμένη σιωπή και σκιές πολεμικές στους ύπνους των φτωχών και των χιλιάδων παρανόμων που κουρνιάζουν ανάμεσα στα τείχη του Θεοδοσίου: Κούρδοι, αντικαθεστωτικοί, κομμουνιστές ιδιότυπα απελπισμένοι, θρήσκοι πεπεισμένοι για τον αμαρτωλό θόρυβο του Βοσπόρου με τις ακάλυπτες γυναίκες που τραγουδούν στις τηλεοράσεις νύχτα και μέρα.
«Δεν είναι τυχαίο που πολλοί αποφεύγουν να μένουν στα ωραία ξενοδοχεία της παλιάς Πόλης».
Η Αλέβ μου εξηγούσε πως ο «καλός τουρισμός» αποστρέφεται το βράδυ τα ζωτικά μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα και το ανυπέρβλητης αισθητικής ξενοδοχείο «Four Seasons», στις παλιές φυλακές, δίπλα στο Τοπ Καπού, δεν μπορεί να ξεπεράσει την προκατάληψη του βαριοΐσκιωτου. Φυσικά δεν είναι λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να κοιμούνται σε δωμάτια-πρώην κελιά φυλακισμένων, διαποτισμένα απ’ την αγωνία και το άλγος των κρατουμένων. Να έχουν την Ιστορία παρέα την ώρα που βουρτσίζουν τα δόντια τους. Γελάσαμε. Κι όταν γελούσε η Αλέβ, άνοιγε σαν τριαντάφυλλο της καλής εποχής του Γκιουλ-χανέ. Γελάσαμε και συμφωνήσαμε πως το «Four Seasons» ήταν το αξεπέραστο σε αρχοντιά και ομορφιά ξενοδοχείο της Πόλης, ασχέτως αν οι «πρωτεϊνούχοι» ζητούσαν τη θάλασσα του Βοσπόρου σε απόσταση μικρότερη των είκοσι μέτρων. Ήδη η αλυσίδα των «Τεσσάρων Εποχών» ετοίμαζε μια «γεπγενί», μια ολοκαίνουργη παραθαλάσσια νοστιμιά στη χλιδάτου κορεσμού παραλία, κοντά στο «Τσιραγάν» της αλυσίδας Κεπίνσκι. Απ’ τον καιρό που οι Βεδουίνοι έμαθαν να φορούν Gucci και να καπνίζουν πούρα Kohiba, άλλαξαν τα πάντα…Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 110-113
Ψίθυροι στο Μπέγιογλου...
O Orhan δεν θα το πίστευε αν του έλεγα πως τη στιγμή που έμπαινα στο διαμέρισμα του Hasan Yeniadam, λιγότερο από τρεις μέρες μετά την άφιξή μου στην Ιστανμπούλ, είχα ήδη πάρει μια γερή δόση –και κάτι παραπάνω, για την ακρίβεια– από έντονες συγκινήσεις με άρωμα Τουρκίας. Είχα βγει απ’ το ταξί εν μέσω μποτιλιαρίσματος και είχα διανύσει τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Είχα με ευκολία εντοπίσει το αστυνομικό τμήμα της συνοικίας Serencebey, όπου ένας μοναχικός υπάλληλος δούλευε πίσω από μια ρεσεψιόν φωτισμένη με νέον. Είχα χτυπήσει το κουδούνι στην πόρτα της διπλανής πολυκατοικίας, εκεί όπου μια απλή ταμπέλα έγραφε: Yeniadam Apartman. Ένας φουσκωτός εφοδιασμένος με ακουστικό, του οποίου το καλώδιο κρυβόταν κάτω απ’ το κουστούμι του, μου είχε ανοίξει την πόρτα και με είχε υποβάλει σε μια γρήγορα σωματική έρευνα προτού με συνοδεύσει στο ασανσέρ, όπου είχε πληκτρολογήσει τον κωδικό πρόσβασης στους ιδιωτικούς ορόφους. Ήταν ένα παλιό μέγαρο, στα υψώματα του Beşiktąs, δύο από τους ορόφους του οποίου χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του Yeniadam. Το υπόλοιπο στέγαζε τα γραφεία του ιδρύματός του.
Ο βιομήχανος Yeniadam την είχε βγάλει καθαρή από την τελευταία οικονομική κρίση, και η περιουσία του, απ’ ό,τι έλεγαν οι εφημερίδες, ήταν τεράστια. Αποτελούσε αντικείμενο τρελής σπέκουλας και με τις δύο σημασίες της λέξης. Επένδυε πολλά και κέρδιζε ακόμη περισσότερα και, σ’ αυτή την πόλη που αναγεννιόταν, και που ο ίδιος συνέβαλλε στον πλουτισμό της, ο πλούτος των άλλων ήταν θέμα της μόδας. Βαθιά μοιρολάτρες από τη φύση τους, βλέποντας το χρήμα να κυλά κάτω απ’ τα παράθυρά τους, αν και χωρίς την παραμικρή ελπίδα να καρπωθούν έστω και ένα ψίχουλο, οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ αρκούνταν στη δυνατότητα να επικαλούνται, με λαμπερό βλέμμα, αυτό τον ανώφελο λόγο υπερηφάνειας, το χρήμα των ισχυρών και ιδιαίτερα του Yeniadam, λες και τα πλούτη αυτού του παιδιού από τον τόπο τους θα μπορούσαν μια μέρα να τους αγγίξουν, λες και τα απολάμβαναν ήδη κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο. Ο Hasan Yeniadam αποτελούσε ένα ζωντανό παράδοξο, ήταν πάμπλουτος και συγχρόνως εξαιρετικά δημοφιλής. Εκτός από το ολοκαίνουργιο πανεπιστήμιο που είχε χτίσει στα υψώματα του Sarıyer, είχε στην ιδιοκτησία του καμιά δεκαριά κτίρια στις συνοικίες του Cihangir Nişantaşı, δύο σπίτια πάνω στο νησί του Büyük Ada στη θάλασσα του Μαρμαρά, κάμποσα πολυτελή ξενοδοχεία στην Καππαδοκία και στις ακτές του Αιγαίου, έναν αμπελώνα στην Τοσκάνη και ένα πλοίο, το «The Bride of Istanbul», που σκόπευε να πουλήσει σε έναν Νορβηγό ταξιδιωτικό πράκτορα. Το πλοίο, απ’ ό,τι έλεγε, του κόστιζε πάρα πολύ και, σύμφωνα με μια φήμη που κυκλοφορούσε και που ο ενδιαφερόμενος διέψευδε κατηγορηματικά, «έμπαζε από παντού». Η αυτοκρατορία του εκτεινόταν σε όλους τους τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από την υφαντουργία και τα ναυπηγεία, μέχρι τις κατασκευαστικές εταιρείες και τη μουσική βιομηχανία. Συνήθιζε να λέει πως επένδυε «στην Τουρκία, άρα και στο μέλλον». Πως τα πλούτη που παρήγε δημιουργούσαν θέσεις εργασίας, και πως οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνταν απασχολούσαν ζωντανές δυνάμεις που αλλιώς θα παρέμεναν επικίνδυνα αδρανείς. Η απασχόληση των νέων, έλεγε ακόμη, ήταν επείγουσα υπόθεση, εθνικό έργο στο οποίο θα έπρεπε να εγκύψει όλη η χώρα.
Αυτή ήταν η ουσία όσων διάβαζε κανείς για τον Yeniadam στον Τύπο, που τόσο αγαπούσε: τα λόγια ενός πολυάσχολου καπιταλιστή, που κρατούσε τα προσχήματα. Η μέθοδός του περιλάμβανε μια ικανοποιητική δόση λαϊκισμού για να προκαλεί τον θαυμασμό των πολλών, να κρατάει τους διανοούμενους σε απόσταση και να κερδίζει την εκτίμηση και την εύνοια των πολιτικών. Αναγνώριζε κανείς το διακριτικό σήμα του δικού του «εθνικού καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» στις χορηγίες του ιδρύματός του, του Yeniadam Vakfı, που ασχολούνταν με την κουλτούρα, το περιβάλλον, την ελευθερία του τύπου, την πολεοδομία – με λίγα λόγια με ό,τι αντέκρουε άμεσα ή έμμεσα τα επιχειρήματα των επικριτών του. Αν κανείς επέκρινε την οικοδομική κληρονομιά που άφηνε, εκείνος απαντούσε πως ό,τι έχτιζε σεβόταν τα διεθνή αντισεισμικά πρότυπα, σε αντίθεση με τις συνήθεις πρακτικές της οικοδομής στην Τουρκία. Αρκούσε να επικαλεστεί τη φιλανθρωπική υποστήριξή του στις εργασίες καθαρισμού του νερού τριάντα δήμων σε όλη τη χώρα, ή τα πιλοτικά του προγράμματα επεξεργασίας απορριμμάτων σε αρκετές παραγκουπόλεις της Ιστανμπούλ, για να κλείσει τα στόματα όσων εξακολουθούσαν να του ασκούν κριτική, απ’ όποια πλευρά του πολιτικού φάσματος κι αν προέρχονταν. Τα χρήματά του τροφοδοτούσαν καινοφανείς στόχους, που υπηρετούνταν από επιχειρηματίες της φούσκας του Ίντερνετ, καλλιτέχνες, αγκιτάτορες του παγκόσμιου χωριού, τη νέα κάστα των ιντερνετοκρατών. Όταν ένα θέμα εξαντλούνταν ελλείψει επιχειρημάτων ή υποστηρικτών για κάθε άποψη, ξεπρόβαλλε κάποιο άλλο που αποκάλυπτε τον ζήλο του, ζήλο ανθρώπου σταλμένου από τη Θεία Πρόνοια – ενός άντρα που, αν και ανήκε σε μια παλιά οικογένεια καπιταλιστών, ήταν πάνω απ’ όλα παίκτης.
Ο Yeniadam ενδιαφερόταν για την τέχνη, ή μάλλον για ό,τι μπορούσε να του αποφέρει η τέχνη με τη μορφή αναγνώρισης και αγάπης από τους ομοίους του. Γι’ αυτό λοιπόν είχε μόλις υπογράψει μια επιταγή αγνώστου ποσού υπέρ του Istanbul Modern, και το κουτσομπολιό των ημερών αφορούσε το ποσό αυτό, που είχε παραμείνει μέχρι εκείνη τη στιγμή κρυφό. Ο Yeniadam ήταν εργένης και αποφασισμένος να παραμείνει εργένης, μα ακούγονταν πολλά, με την υποστήριξη και του κουτσομπολίστικου τύπου, για μια νεαρή Αμερικανίδα συντηρήτρια μουσείου που φερόταν να τον έχει πείσει για το αντίθετο, με επιχειρήματα «μη πολιτιστικά». Αυτή τη 19η Μαΐου, ημέρα εορτασμού για όλη τη χώρα, ο Hasan Yeniadam είχε αποφασίσει να οργανώσει σιωπηρή δημοπρασία σπάνιων ρολογιών. Ήταν συλλέκτης ρολογιών και κάθε αντικειμένου σχετικού με την ωρολογοποιία — μια μανία που είχε κάνει έναν δημοσιογράφο να του κολλήσει τον τίτλο του Boğaz’ ın Saatchisi, δηλαδή του «ρολογά του Βοσπόρου», πετυχημένο λογοπαίγνιο με βάση το επώνυμο ενός διάσημου Λονδρέζου συλλέκτη έργων τέχνης. Σ’ αυτό τον πλειστηριασμό πήγαινα τώρα κι εγώ, στον έβδομο όροφο των Yeniadam Apartman. Η κάρτα της πρόσκλησης εξηγούσε πως η πώληση θα γινόταν για την ενίσχυση κάποιων νέων Τούρκων καλλιτεχνών που τα έργα τους μπορούσε να τα δει κανείς σε μια γκαλερί που είχε μόλις ανοίξει, στη συνοικία του Nişantaşı. Αχ και να ’ξερε η Χάννα… Τρεις μέρες βρισκόμουν εδώ και έπαιρνα ήδη μέρος σε ό,τι πιο λαμπερό, ματαιόδοξο και αντι-εξωτικό είχε να επιδείξει το Αλλού. Το διαμέρισμα αυτό στο οποίο πήγαινα θα μπορούσε να βρίσκεται στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα περιβάλλον χωρίς επαφή με την πόλη, αγγλόφωνο και αποστειρωμένο.
Καθώς είχε ειδοποιηθεί για την άφιξή μου, ο Yeniadam με υποδέχτηκε στην πόρτα του ασανσέρ. Φορούσε κρεμ κουστούμι και μιλούσε αγγλικά στρογγυλεύοντας τα σύμφωνα. Γεμάτος αβρότητα και διακόπτοντας κάθε τόσο για να κάνει ενθουσιώδη σχόλια στους καλεσμένους του, με πήρε απ’ το μπράτσο να με ξεναγήσει στο σπίτι του. Από τα παράθυρα των εκατόν πενήντα ανακαινισμένων τετραγωνικών μέτρων του διακρινόταν κατάφωτο το παλάτι του Dolmabahçe και ο αστερισμός της ασιατικής όχθης που τρεμόφεγγε. Μια ελαφριά ομίχλη κάλυπτε την πόλη, δίνοντάς της την όψη ενός μεγάλου, μακάριου προσώπου καλυμμένου με χρυσό πέπλο. Τη στιγμή ακριβώς που παρατηρούσαμε τη θέα αντήχησε η σειρήνα ενός πλοίου, και είδα ένα χαμόγελο ικανοποίησης να απλώνεται στα χείλη του.
Μου πρόσφερε τσιγάρο. Οι ευγενικοί, λεπτοί τρόποι του, έδειχναν ακόμη και φροντίδα. Όταν μιλούσε, το χέρι του ακουμπούσε συνεχώς στον ώμο του συνομιλητή του και, με μία παρόμοια κίνηση, τα χείλη του σχεδόν τον άγγιζαν στο μάγουλο, λες και ό,τι έλεγε ήταν προσωπικό, τρυφερό ή υποδήλωνε ιδιαίτερη οικειότητα. Αρχικά θεώρησα τη συμπεριφορά του ως εκδήλωση αυτής της βεβιασμένης φιλοφροσύνης που επιδεικνύουν προς τους ξένους καλεσμένους τους οι Τούρκοι που σπούδασαν στη Δύση — μια ακόρεστη ανάγκη της υψηλής κοινωνίας για αναγνώριση από τον πρώτο τυχόντα που έρχεται απ’ την Ευρώπη. Διαπίστωσα όμως γρήγορα πως σιγομουρμούριζε τα μελιστάλακτα λόγια του στα αυτιά του καθενός, είτε ήταν ο οικιακός βοηθός του που σέρβιρε τα ποτά, ο δημοσιογράφος με τον οποίο αστειευόταν, ο σωματοφύλακάς του, κάποιος βουλευτής, ή η περιβόητη συντηρήτρια του μουσείου του Κλήβελαντ, ένα σαγηνευτικό πλάσμα, με εμπειρία σε κάπως απλοϊκούς τρόπους άσκησης γοητείας, μα που τα γεμάτα χείλη της, τα κοντυλογραμμένα της φρύδια, τα ηδυπαθή μάτια της και το μεγαλοπρεπές στήθος της είχαν κάτι εθιστικά ακατανίκητο. Επιπλέον, μιλούσε τουρκικά με αποκαρδιωτική τελειότητα.
Ο Yeniadam χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη μου (μια απλή υπογραφή στην πραγματικότητα) για τη μεταφορά ενός μέρους του προσωπικού αρχείου του πατέρα μου στο ίδρυμά του, στο αρχείο που είχε δημιουργηθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό. Τον ρώτησα, πολύ καλοπροαίρετα, τι το ενδιαφέρον είχαν αυτά τα αρχεία, και δεν προσπάθησε να κρύψει ότι ενδιαφερόταν γι’ αυτά για τους ίδιους λόγους που ενδιαφερόταν και για όλα τα υπόλοιπα — λόγοι εθνικής υπερηφάνειας και επιθυμία αναγνώρισης. Το έργο των Τούρκων εξορίστων, μου είπε, πρέπει να αποκατασταθεί για λόγους μνήμης, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της εξορίας τους, φυγή ή διαφωνία με τις Αρχές. Οι καιροί εκείνοι των αποκηρύξεων και του δημόσιου εξευτελισμού είχαν παρέλθει. Παρότι ακραίες, οι απόψεις των ποιητών, των εθνολόγων, των συγγραφέων και των καλλιτεχνών ήταν ενημερωμένες, εύστοχες, διεισδυτικές, άρα ουσιαστικές. Ενδιαφερόταν για την ιστορία, μου είπε, κι όχι για τις παλιές έχθρες. Του επισήμανα πως αυτά τα δύο πήγαιναν συχνά χέρι χέρι, μα εκείνος αντιπαρήλθε το σχόλιό μου.
[…]
Έπεφτε το σκοτάδι. Σε ομάδες, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, οι προσκεκλημένοι ανέβαζαν τις τιμές στους πλειστηριασμούς των ρολογιών που ήταν ακουμπισμένα σε ράφια, παραταγμένα και κατηγοριοποιημένα με αυτοκόλλητα διαφορετικού χρώματος ανάλογα με τον αν είχαν ήδη πουληθεί ή ήταν εν αναμονή υψηλότερης προσφοράς. Άλλοι συζητούσαν μπροστά στην μπαλκονόπορτα, στην κορυφή μιας συνηθισμένης κοσμοπολίτικης πολιτείας, όμορφης, που το χρήμα αφαιρούσε τη ζωντάνια της, και το μόνο διακριτικό της σημάδι ήταν ο ασάλευτος Βόσπορος. Η ελικοειδής παρουσία του στο βάθος, χαμηλά, έκανε τη θέα απρόσμενα εύθραυστη, ένα κρυστάλλινο τοπίο που το διέτρεχαν ποτάμια καστανής λάβας. Το χρώμα της αβύσσου έμοιαζε να ξεβάφει στην ακτή, εκεί όπου εξασθενούσε ο φωτισμός των δρόμων, και μπορούσες να παρακολουθήσεις πώς τα σοκάκια κατευθύνονταν, ανεμπόδιστα, προς τα βόρεια όπου εισχωρούσαν σε γειτονιές κυριευμένες ολόκληρες απ’ το σκοτάδι. Όμως ο Βόσπορος δεν είχε θέση στις κουβέντες των καλεσμένων του Yeniadam. Αυτοί προτιμούσαν τις ανόητες εκφράσεις θαυμασμού βλέποντας ένα ατμόπλοιο να ταξιδεύει στα γαλήνια νερά, κι αναρωτιούνταν από πού έρχονταν οι άνθρωποι αυτοί και πού να πήγαιναν άραγε. Φωτίζοντας την επιφάνεια του νερού, το πλοίο τούς θύμιζε φευγαλέα την ύπαρξη του σεισμικού ρήγματος και του λιμενοβραχίονα που το κάλυπτε, μα το ξεχνούσαν αμέσως. Μια νεαρή έδειξε με το δάχτυλο το μακρινό σημείο όπου βρισκόταν θεωρητικά το σπίτι της· μια άλλη, κοιτάζοντας ξαφνικά την αντανάκλασή της στο τζάμι, διόρθωνε μια τούφα στην κορυφή του μετώπου της.
Τέτοια πολυτέλεια, τέτοια αφθονία, ε; μου ψιθύρισε ο Yeniadam.
Η νεαρή μας έριξε μια λάγνα ματιά πίσω απ’ το μαλλί της.
Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα; συνέχισε εκείνος απευθυνόμενος σε μένα, και για μια ακόμη φορά μου έπιασε το μπράτσο, τραβώντας με προς το τραπέζι με τα κοκτέιλ και ψιθυρίζοντάς μου τα σχόλιά του στο αυτί: … οι άνθρωποι που βλέπετε εδώ, οι προσκεκλημένοι μου… Η νέα φρουρά… Τα θέλουν όλα καινούργια! Καινούργια και φανταχτερά. Μόνο που, θα σας το πω… Από πρωτοτυπία, δεν έχουν ούτε ίχνος! Τίποτε, nada, yok! Πρωτόγονοι. Καμία ιδέα, καμία πρωτοβουλία, καμία προσωπικότητα. Όλη αυτή η αφθονία τους καθηλώνει. Τους διαφθείρει και τους κρατάει δέσμιους σ’ έναν αισχρό μιμητισμό της Δύσης.David Boratav, Ψίθυροι στο Μπέγιογλου, μτφ. Αριάδνη Μοσχονά, Πόλις, 2011, σ. 182-187 & 191-192.
Ψίθυροι στο Μπέγιογλου...
Να και κάποιος που κομίζει κάτι καινούργιο! είπε ο Yeniadam. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ένας από τους ζωγράφους μου. Είναι, επιτέλους, ελεύθερος, ε… Χα, χα! Εκθέτει όμως τα έργα του σε δικό μου χώρο. Σας παρουσιάζω τον Kubilay Han, που θα σας δείξει την πραγματική του Ιστανμπούλ. Σας ζητώ συγγνώμη, αλλά κάτι προέκυψε. Μερικές εστίες έντασης που πρέπει να κατευνάσω…
Ο ζωγράφος εξακολουθούσε να με κοιτάζει επίμονα.
Το αφεντικό σας έχει εμμονή με μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτα, με τη λέξη καινούργιο, είπα, δείχνοντας με τον αντίχειρα την κατεύθυνση προς την οποία είχε μόλις εξαφανιστεί ο επιχειρηματίας.
Έριξε πίσω το κεφάλι και άδειασε το ποτήρι του. Ήταν αδύνατος, με γαμψή μύτη, έδινε την εντύπωση αρπακτικού πτηνού που καραδοκεί. Πίσω του, μια γυναίκα γέλασε με τρόπο αφύσικο. Εκείνος την κοίταξε περιφρονητικά κι έπειτα κάρφωσε ξανά επάνω μου το έντονο βλέμμα του, δίχως να απαντήσει. Ο Yeniadam δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει, κι εγώ του μίλησα για το μόνο θέμα που μου ήρθε στον νου, τη ζωγραφική. Τι ζωγράφιζαν εδώ; Μου απάντησε με ένα πάθος που ερχόταν σε αντίθεση με την περιρρέουσα ρηχότητα, αναπαράγοντας επιχειρήματα παρεμφερή με του προστάτη του. Τίποτε το πρωτότυπο, μου είπε. Αναπαριστούν μύθους επινοημένους από άλλους.
Η Ιστανμπούλ λεηλατήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη πόλη στην ιστορία της ανθρωπότητας, μου εξήγησε. Οι λεηλασίες σηματοδοτούν τους κύκλους της ύπαρξής της. Λεηλατημένη από τους Οθωμανούς, λεηλατημένη από τους χριστιανούς, μοιρασμένη ανάμεσα στους νικητές, λεηλατημένη και πάλι από τα πλούτη και τα σύμβολά της και, λόγω των λεηλασιών, από την ουσία της… Εκείνοι που την περιέγραψαν, την ονειρεύτηκαν, τη φαντασιώθηκαν, μίλησαν εξαντλητικά γι’ αυτήν, είναι εκείνοι που έρχονταν από αλλού. Λίγο λίγο, η πόλη έχασε την ταυτότητά της. Επί δύο γενιές, τη γενιά του παππού μου και του πατέρα μου, η Δύση ολοκλήρωσε την αποδόμηση αυτής της πόλης της βυθισμένης στη λήθη, αλλοιώνοντας όση αυθεντικότητα της είχε μείνει. Την ξεκοίλιασε, την άδειασε από το νόημά της και, αργότερα, όταν οι κάτοικοί της ξανάρχισαν να γράφουν γι’ αυτήν, να τη ζωγραφίζουν ή να τη φαντάζονται, δεν ήταν πια δυνατόν να αποφύγουν τις ψεύτικες εικόνες που είχαν πλασάρει οι Δυτικοί. Αδύνατον να αναπαραστήσεις την πόλη αυτή δίχως να περάσεις από τους οριενταλιστές και τα κλισέ τους περί Ανατολής. Οι Τούρκοι ιμπρεσιονιστές, η γενιά του 1914, είναι μιμητές. Ζωγράφισαν τον Βόσπορο αλά Σίσλεϋ, και τα μεγάλα τζαμιά όπως ο Μονέ τον καθεδρικό της Ρουέν. Τι το αντιπροσωπευτικό δημιούργησαν, όμως; Τι το καθοριστικό; Τι το καθαρά τουρκικό; Τίποτα. Έκαναν στην πόλη και στη ζωγραφική μεγαλύτερο κακό απ’ ό,τι οι ρομαντικοί με τα χαρέμια τους, τα σεράγια τους και τους περιστρεφόμενους δερβίσηδές τους.
Ούτε κι εγώ είμαι θαυμαστής του ρομαντισμού, είπα.
Αυτό το κακό προσπαθώ να επανορθώσω, συνέχισε. Να αμφισβητήσω ριζικά τις εικόνες που έχουν ως έμπνευση την πόλη αυτή όπου γεννήθηκα… Όλοι αυτό θα έπρεπε να κάνουν, είναι πελώριο το έργο. Από τον Μέλλινγκ μέχρι τον Λε Κορμπυζιέ, δυόμισι αιώνες παραστατικής τέχνης, πρέπει να ξαναγίνουν απ’ την αρχή! Πρέπει να τα αναθεωρήσουμε όλα σ’ αυτό τον βρομερό κήπο. Βήμα προς βήμα.
Κατέβασε άλλο ένα ποτήρι και φάνηκε να ηρεμεί. Ζήτησα συγγνώμη και άρχισα να αναζητώ την τουαλέτα. Τι παράξενος καλλιτέχνης, αυτός ο Kubilay Han, σκεφτόμουν καθώς περνούσα με δυσκολία ανάμεσα στους προσκεκλημένους. Να αναδημιουργήσεις τη ζωγραφική ενός τόπου όπως ξαναφτιάχνεις τους σοβάδες και την ταπετσαρία ενός δωματίου. Αν το ύφος του ανθρώπου αυτού δεν ήταν τόσο σοβαρό, θα τον είχα περάσει για μανιακό ή εκκεντρικό.
Μέσα στο μπάνιο των Yeniadam Apartman, ένα δωμάτιο με ατμόσφαιρα παλιού χαμάμ, τα πατώματα από ροζ μάρμαρο, η διπλή μπανιέρα σε οβάλ σχήμα, και οι καινούργιες βρύσες δεν κατόρθωναν να κουκουλώσουν την επίθεση που είχαν υποστεί το σμάλτο και το ανοξείδωτο ατσάλι από τα άλατα. Καθώς ουρούσα, σκέφτηκα έναν φυσικό νόμο βάσει του οποίου το χρήμα δεν μπορεί παρά να επιτείνει τα προβλήματα που υποτίθεται πως λύνει, και έκανα τη σκέψη πως, αν ο νόμος αυτός είχε εφαρμογή στα είδη υγιεινής, θα είχε και στην τέχνη. Μπορούσε άραγε ένας καλλιτέχνης να πραγματοποιήσει αυτό που σχεδίαζε έχοντας την ενθάρρυνση και την οικονομική υποστήριξη ενός ανθρώπου τόσο ισχυρού όσο ο Yeniadam; Πήρα ένα βαζάκι μπριγιαντίνης που υπήρχε στην άκρη της μπανιέρας, το άνοιξα, έβαλα στα μαλλιά μου ποσότητα όσο δυο καρύδια, έπλυνα τα χέρια μου με κολόνια και επέστρεψα στο σαλόνι. Ο Kubilay Han είχε δίκιο, σκεφτόμουν επιστρέφοντας. Αν υπάρχει ο χρόνος, τα μέσα και ένας μαικήνας, δεν θα μπορούσαν να ξαναγίνουν όλα απ’ την αρχή; Η τέχνη, η εποχή, ακόμα και η φιλοσοφία αυτής της εποχής — ήταν αυτό που αποκαλούμε επανάσταση, και αυτή τη γλώσσα μιλούσε ο ζωγράφος, περιφρονώντας ταυτόχρονα το χέρι που τον τάιζε. Μπορούσαμε να τα ξαναφτιάξουμε όλα από την αρχή, τη ζωή του, για παράδειγμα, ή μια ολόκληρη πόλη σαν την Ιστανμπούλ. Από την αρχή. Από καταβολής κόσμου. Αρκούσε να εστιάσουμε αλλού, να τοποθετήσουμε αλλού το κέντρο βάρους, την καρδιά, να ξαναβρούμε ένα αντικείμενο ριζοσπαστικά καινούργιο. Γιατί όχι; Τον αναζήτησα με το βλέμμα ανάμεσα στα γεμάτα έξαψη κορμιά που άστραφταν μπροστά στη μεγαλόπρεπη θέα, μα είχε εξαφανιστεί.David Boratav, Ψίθυροι στο Μπέγιογλου, μτφ. Αριάδνη Μοσχονά, Πόλις, 2011, σ. 193-196.
Παλιά, πολύ παλιά...
Ξαφνικά καταλαβαίνω ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην Αθήνα και στην Πόλη. Στην Αθήνα τα αξιοθέατα είναι λιγότερα από τα αθέατα. Η Ακρόπολη, οι στύλοι του Ολυμπίου Διός, ο Κεραμεικός, άντε και λίγο μακρύτερα το Σούνιο. Όλα τα άλλα είναι θαμμένα, είτε κάτω από τη γη είτε στα μπουντρούμια των μουσείων. Αντίθετα, στην Πόλη είναι όλα εκτεθειμένα σε κοινή θέα, λες και κάποιοι που πέρασαν από δω τα παράτησαν σύξυλα κι έφυγαν, μετά ήρθαν άλλοι, κι αυτοί τα παράτησαν σύξυλα, και ευτυχώς κανείς δε σκέφτηκε να βάλει τάξη. Βγαίνεις από την Αγία Σοφία και περνάς από συνοικίες γεμάτες φτηνοκατασκευές και καταστήματα οριακής επιβίωσης. Λίγο πιο πέρα όμως είναι η Μονή της Χώρας, με τον μόνο οργισμένο Χριστό που έχω δει στη ζωή μου. Όποιος επικαλείται τον «Καλό Χριστούλη», να πάει μια βόλτα στη Μονή της Χώρας. Όταν κατεβαίνεις το Πέρα, περνάς ανάμεσα από ζευγάρια που κρατιούνται χέρι-χέρι, αλλά μόλις βγεις από τη Μονή, πέφτεις πάνω σε γυναίκες κουκουλωμένες στα μαύρα μέχρις οφθαλμών, που σέρνουν τα παιδιά τους από το χέρι. Το Μπλε Τζαμί πλαισιώνεται από κάτι τεράστια χολιγουντιανά ξενοδοχεία, αλλά μετά μπαίνεις στα ανάκτορα του Τοπ Καπί και νιώθεις τόσο μικρός, όσο και ο Αλή Πασάς απέναντι στην Πύλη. Στέκεσαι στην παραλία του Κεράτιου και ανάμεσα από μισογκρεμισμένα σπίτια το βλέμμα σου πέφτει πάνω στον ενετικό Πύργο του Γαλατά, θαυμάζεις τα παλιά αρχοντικά στην Πρίγκηπο, γυρίζεις το απόγευμα στην Πόλη και ξαφνικά βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, αλλά, μόλις βγεις, μπορεί να πέσεις πάνω σε ολόκληρες γειτονιές με αυθαίρετα της συφοράς και μικρομάγαζα. Στην Αθήνα, όπου χτυπήσεις τσαπί, κάτι αρχαίο θα βγάλεις. Εδώ, αν χτυπήσεις τσαπί, κινδυνεύεις να γκρεμίσεις τη μισή Πόλη.
Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 81-82.
Ιστανμπούλ...
Αχ, πόσο άλλαξες, Σταμπούλ
Οι μιναρέδες σου να μίκρυναν
Ή μήπως να μεγάλωσα εγώ;
Παλιότερα δεν ήταν τόσο στενή αυτή η γέφυρα
Περπατούσες κι οι λεωφόροι σου έμοιαζαν ατέλειωτες
Και δεν περνούσες τόσο γρήγορα απ’ το τούνελ
Αλλιώς σφυρίζουν τώρα τα βαπόρια σου
Πιο ορμητικά πηγαίναν τα τραμάκια
Όλα τα παιδάκια ήταν ζωηρά
Κι όλες οι γυναίκες πανέμορφες
Αχ, πόσο άλλαξες, Σταμπούλ
Η θάλασσα σου έχασε τα κύματά της
Τα καράβια σου, τα ταξιδάκια τους
Οι βιτρίνες των μαγαζιών σα να μαζεύτηκαν
Το Καπαλί-τσαρσί γέμισε καινούργιους ανθρώπους
Σάμπως έχουν κάτι να πουν τα απαρτμάν σου
Στη θάλασσα και στα κύματα;
Γράμματα από την Πόλη...
Δεν πιστεύω να υπάρχει στη σημερινή Ευρώπη άλλη πόλις στην οποίαν για να κάμεις μια ημερήσια εκδρομή, είσαι αναγκασμένος να μεταχειρισθείς όλη τη φιλολογία των μέσων μεταφοράς: βαπόρι, αυτοκίνητο, τραμβάυ, ταλίκα και καΐκι. Είναι δε «ταλίκα» ένα πρωτόγονο χωρικό αμάξι μόνιππο τόσο υψηλό, ώστε για ν’ ανεβείς χρειάζεσαι δεξιότητα ακροβάτου, με στενά σανιδάκια για κάθισμα από τις δύο μεριές, μ’ ένα χρωματιστό πανί για τέντα, και το οποίον για περισσότερη γραφικότητα οδηγεί ο αμαξάς πεζός, κρατώντας τα χαλινάρια του αλόγου. Η γραφικότης όμως αυτή δεν είναι άλλο παρά πρόβλεψις για ασφάλεια, γιατί καθώς ταλαντεύεται η ταλίκα επάνω στ’ ανηφορικά λιθόστρωτα και στους σκολιούς κατηφόρους της παλιάς Σταμπούλ, κινδυνεύει κάθε στιγμή να κατρακυλίσει μαζί με τους επιβάτας.
Η Σταμπούλ, η παρθένος από κάθε ευρωπαϊσμό Πόλις, που διατήρησε ως τα τελευταία χρόνια ανόθευτο τον τουρκικό χαρακτήρα της, είναι μια απέραντη τριγωνική έκτασις που αρχίζει από τον φάρο του Αχήρ-καπού και φθάνει ως τα βάθη του Εγιούπ, στον εσώτατο μυχό του Κερατίου. Είναι σπαρμένη ολόκληρη με μιναρέδες στημένους ολόγυρα στα ιστορικά τεμένη των Σουλτάνων, —το Γενή-τζαμί, το Σουλτάν-αχμέτ, το Σουλεϋμανιέ, το Φατήχ, το Μαχμούτ πασά, το Βαγιαζίτ, το Σουλτάν-σελήμ, το Ρουστέμ, το Μουράτ, το Σοκουλού, το Σαχ-ζαδέ κ.ά.— και στους ιστορικούς βυζαντινούς ναούς της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης, των Αγίων Αποστόλων, της Μονής της Χώρας.
Όποιος γνώρισε τη Σταμπούλ στα παλιά χρόνια, δυσκολεύεται πολύ σήμερα να την αναγνωρίσει. Το νέον καθεστώς έκαμε ό,τι μπορούσε για να της δώσει μια συγχρονισμένη όψη ευρωπαϊκής μεγαλουπόλεως. Άνοιξε λεωφόρους, μεγάλες πλατείες, έστησε παντού δίχτυα πυκνής συγκοινωνίας με τις γραμμές των ηλεκτρικών τραμ, φύτεψε δεντροστοιχίες, ανύψωσε ανδριάντες, έχτισε μέγαρα από μπετόν αρμέ, και —το χειρότερο απ’ όλα— προσπάθησε να δώσει στη Σταμπούλ μια ρυμοτομία. Όλα αυτά τα πολύ αξιέπαινα κι αξιοθαύμαστα έργα χρησιμεύουν σήμερα για να νοθεύουν τη γραφικότητα των μερών αυτών, των πλημμυρισμένων από επιτόπιον χρώμα, χωρίς να κατορθώνουν εντελώς να την καταστρέψουν. Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός της Σταμπούλ είναι η ρυμοτομία. Το αμφιθέατρον των λόφων της, οι μαίανδροι των λιθόστρωτων δρόμων της, τα κλιμακωτά της επίπεδα, δεν επιδέχονται καμιά ρυμοτομία. Κανένας οδοστρωτήρας οικοδομικού συγχρονισμού δεν θα μπορέσει ποτέ να ισοπεδώσει τη Σταμπούλ. Θα μείνει πάντα ανυπόταχτη.
Και πώς είναι δυνατόν να υποταχθεί σε συγχρονιστικούς κανόνες η γραφικότατη αυτή λωρίδα γης —μεταίχμιο δύο θαλασσών— με τις πλαστικές προεξοχές της που παρουσιάζει απ’ τα αντικρυνά υψώματα του Πέραν την πανοραματική όψη ενός παραμυθένιου ντεκόρ θεάτρου! Η έλλειψις κάθε ρυμοτομίας, εκείνα τα επισωρευμένα σχέδια τα τοποθετημένα, το ένα απάνω στ’ άλλο που φαντάζουν από μακριά σε διάφορα ζωγραφικά επίπεδα το καθένα, με ιδιαίτερες κλίμακες χρωμάτων και ξεχωριστές διαβαθμίσεις φωτισμών, εξιδανικεύουν κάθε οικοδομική ασχημία της Πόλης. Τα σαπισμένα ξύλινα σπίτια των παλιών συνοικισμών, μαύρα από την πολυκαιρία, τριγυρισμένα από φουντωτά κηπάρια, το καθένα με τον ιδιότυπο ρυθμό του, οι προμαχώνες των αρχαίων πέτρινων τειχών που τα πλαισιώνουν χωρίς ενδιάμεσο κανένα, οι πέτρινες ανηφοριές και οι κακοτοπιές που συναντάς και που αποκαρδιώνουν τον τολμηρότερο σωφέρ, όλα αυτά από μακριά μεταβάλλονται σε συντελεστάς γραφικής θέας και άφθαστης ομορφιάς.
Τρία είναι τα κυριότερα διακοσμητικά στοιχεία της παλιάς Σταμπούλ: τα τζαμιά, οι κρήνες και τα πλατάνια. Ο Κλωντ Φαρρέρ σ’ ένα βιβλίο του παρομοιάζει τα τζαμιά της Πόλης με vierges «coiffés d’ un étaignoir» χωρίς να σκεφθεί ότι επαναλαμβάνει την πεπαλαιωμένη παρομοίωση του Εδμόνδου δε Αμίτσις, ο οποίος την έγραψε πρώτος στο περίφημο βιβλίο του «Κωνσταντινούπολις» και απ’ αυτήν ορμώμενος απεκάλεσε τους Τούρκους «φωτοσβέστας». Μα οι σημερινοί Τούρκοι κάθε άλλο είναι παρά φωτοσβέσται. Άναψαν απεναντίας άφθονα τα φώτα του πολιτισμού και στην κάθε εσχατιά της Σταμπούλ.
Μετάβαση στο σημείο: Οι αλλαγές στη σύγχρονη Πόλη