Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Πολίτικες απολαύσεις Πολίτικες απολαύσεις
Πολίτικες απολαύσεις, λοιπόν. Στη συγκυρία αυτή, τρεις συγκεκριμένα: τα παζάρια, τα χαμάμ ή λουτρά και το φαγητό.
Ξεκινάμε πρώτα, ως γνήσιοι εκφραστές του αιώνα μας, από τις αγορές. Πασίγνωστο το Μεγάλο παζάρι της Κωνσταντινούπολης, το περίφημο Kapalıçarşı που στην κυριολεξία σημαίνει σκεπαστή αγορά και έχει ζωή πεντέμισι αιώνων. Μέσα στον λαβύρινθο των στοών τους χάνονται ο Γκωτιέ και η Σοφία Σπανούδη, ενώ στο μυθιστόρημα του Μάρκαρη αποτυπώνεται η σύγχρονη, τουριστική ματιά χέρι χέρι με τον καταναλωτικό οίστρο. Αλλά δεν είναι μόνο το Μεγάλο παζάρι. Από τον Γκωτιέ θα μάθουμε για το παζάρι των Ψύλλων, όπως το αποκαλεί, εκεί όπου καταλήγουν τα ανεπιθύμητα αντικείμενα των κατοίκων της Πόλης.
Κουρασμένοι από τα παζάρια και με ανάγκη για χαλάρωση καταλήγουμε σε ένα χαμάμ (hamam). Οι ηρωίδες του μυθιστορήματος Γεζούλ αυτό κάνουν, ενώ από το κείμενο της Ελένης Μοσχίδη μπορούμε να μάθουμε από έναν χαμαμτζή τι επιπλέον μπορεί να περιλαμβάνει μια επίσκεψη στο χαμάμ. Οι φωτογραφίες του Ara Güler μας δίνουν μια ιδέα για τη δουλειά του χαμαμτζή αλλά και το πώς το χαμάμ μπορεί κάλλιστα να είναι χώρος κοινωνικών συναναστροφών.
Ξεκούραστοι πλέον και ανανεωμένοι μπορούμε να κλείσουμε τη μέρα μας ενδίδοντας στις γαστριμαργικές απολαύσεις της Πόλης. Δεν έγιναν άλλωστε τυχαία και ταινία: Πολίτικη κουζίνα. Ο Γκωτιέ στο σελαμλίκ (selamlık) ενός τέως πασά και ο Ξανθούλης σε ένα yalı του Βοσπόρου μοιράζονται μαζί μας το τραπέζι ενώ η Μάγια Τσόκλη μας συστήνει ένα σύγχρονο φαγάδικο της Πόλης.
Κωνσταντινούπολη...
Αν ακολουθήσετε τα φιδωτά δρομάκια που οδηγούν από τη σκάλα του Γενί Τζαμί στο τζαμί του σουλτάνου Βαγιαζίτ, φτάνετε στο αιγυπτιακό παζάρι, ή παζάρι των φαρμάκων, μια μεγάλη αγορά την οποία διασχίζει από τη μια πύλη ως την άλλη ένα σοκάκι όπου κυκλοφορούν η πραμάτεια και οι αγοραστές. Μια διαπεραστική μυρωδιά, ένα μείγμα από τα αρώματα όλων των εξωτικών προϊόντων, ανεβαίνει στα ρουθούνια σας και σας μεθάει. Εδώ εκτίθενται σε σωρούς ή μέσα σε ανοιχτά τσουβάλια, η χένα, το σάνταλο, το αντιμόνιο, οι χρωματιστές σκόνες, οι χουρμάδες, η κανέλα, το μοσχολίβανο, τα φιστίκια, το γκρίζο άμπαρι, η μαστίχα, η πιπερόριζα, το μοσχοκάρυδο, το όπιο και το χασίς, υπό την επίβλεψη εμπόρων που κάθονται οκλαδόν, σε νωχελική στάση, ναρκωμένοι, θαρρείς, από αυτή τη βαριά, φορτωμένη αρώματα, ατμόσφαιρα. «Τούτα τα βουνά των μυρωδικών», που σας ξαναθυμίζουν παρομοιώσεις από το Άσμα Ασμάτων, δε θα έπρεπε να σας σταματήσουν για πολλή ώρα.
Συνεχίζετε τον δρόμο σας μέσα από το εκκωφαντικό σφυρηλάτημα των χαλκουργών και τη βαριά αποφορά των μαγειρείων που εκθέτουν στην προθήκη τους γαβάθες γεμάτες τουρκικά τουρλού, ελάχιστα δελεαστικά για ένα παριζιάνικο στομάχι, και φτάνετε στο μεγάλο Παζάρι, η εξωτερική όψη του οποίου δεν έχει τίποτα το μνημειώδες: ψηλά γκριζωπά τείχη που πάνω τους δεσπόζουν μικροί μολυβένιοι θόλοι όμοιοι με αποστήματα και στα οποία είναι αγκιστρωμένο ένα πλήθος από τρώγλες και παραπήγματα κατειλημμένα από ασήμαντες μικροβιοτεχνίες.
Το μεγάλο Παζάρι, για να κρατήσουμε το όνομα που του δίνουν οι Φράγκοι, καταλαμβάνει έναν τεράστιο χώρο, και είναι σαν μια πόλη εν πόλει, με δρόμους, σοκάκια, περάσματα, σταυροδρόμια, πλατείες και κρήνες, ένας μπερδεμένος λαβύρινθος όπου προσανατολίζεται κανείς με δυσκολία, ακόμα και μετά από πολλές επισκέψεις. Ο αχανής αυτός χώρος είναι θολωτός, και το φως πέφτει από τους μικρούς τρούλους που προεξέχουν πάνω στην επίπεδη στέγη του οικοδομήματος, φως γλυκό, αμυδρό και θολό, πιο ευνοϊκό στον έμπορο παρά στον πελάτη. Δε θα ήθελα να καταστρέψω τη φαντασίωση της ανατολίτικης μεγαλοπρέπειας που διεγείρει η φράση «Μπεζεστένι της Κωνσταντινούπολης», αλλά θα μπορούσα να το συγκρίνω καλύτερα μόνο με το Ταμπλ στο Παρίσι, με το οποίο μοιάζει πολύ ως προς τη διαρρύθμιση.
Μπήκα μέσα από μια αψίδα χωρίς κάποια αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα και βρέθηκα σ’ ένα σοκάκι αποκλειστικά κατειλημμένο από τους αρωματοπώλες: εδώ είναι που πωλούνται τα αποστάγματα του περγαμόντου και του γιασεμιού, σε μπουκαλάκια μέσα σε βελούδινες θήκες με κεντητές πούλιες, το ροδόσταγμα, τα κεριά αποτρίχωσης, τα θυμιατά για το σεράι με τους ανάγλυφους τουρκικούς χαρακτήρες, τα σακουλάκια με τον μόσχο, τα κομπολόγια από νεφρίτη, κεχριμπάρι, καρύδα, ελεφαντόδοντο, κουκούτσια φρούτων, ροδόξυλο και σανταλόξυλο, οι περσικοί καθρέφτες πλαισιωμένοι με φίνες μινιατούρες, οι τετράγωνες τσατσάρες με τα φαρδιά δόντια, όλα τα σύνεργα της τουρκικής φιλαρέσκειας. Μπροστά στα μαγαζιά στέκονται πολυάριθμες παρέες γυναικών που οι ανοιχτοπράσινοι, βαθυκόκκινοι ή γαλάζιοι φερετζέδες τους, τα κρουστά και επιμελώς κλεισμένα γιασμάκια τους και τα μποτίνια τους από κίτρινο μαροκινό φορεμένα με γαλότσες στο ίδιο χρώμα, δηλώνουν περίτρανα ότι είναι μουσουλμάνες˙ συχνά κρατούν από το χέρι όμορφα παιδάκια ντυμένα με κόκκινα ή πράσινα σακάκια με χρυσά σιρίτια, με παντελόνια σαν των Μαμελούκων από ταφτά βυσσινή, κιτρινόλευκο ή άλλου ζωηρού χρώματος, που λάμπουν σαν λουλούδια μες στο δροσερό και διάφανο απόσκιο˙ νέγρες τυλιγμένες με το ρομβωτό άσπρο και γαλάζιο χαμπάρα του Καΐρου στέκονται πίσω τους και συμπληρώνουν τη γραφική εντύπωση. Πότε πότε, πάλι, ένας μαύρος ευνούχος, με το χαρακτηριστικό κοντό πανωκόρμι, τα μακριά πόδια, το σπανό, λιπαρό και πλαδαρό κεφάλι βυθισμένο μες στους ώμους του, επιβλέπει με σκυθρωπό ύφος τη μικρή ομάδα που του εμπιστεύτηκαν και αναδεύει, για ν’ ανοίξει δρόμο μες στο πλήθος, το μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου, διακριτικό σημάδι της εξουσίας του. Ο έμπορος, στηριγμένος στον αγκώνα, απαντάει με φλεγματικό ύφος στις ατέλειωτες ερωτήσεις των νεαρών γυναικών που ανακατεύουν την πραμάτεια και φέρνουν τα πάνω κάτω στο μαγαζί του, ρωτώντας πότε για το ένα και πότε για το άλλο, ζητώντας να μάθουν τις τιμές και ξεφωνίζοντας με πνιχτά δύσπιστα γελάκια.
Πίσω από τις προθήκες υπάρχουν οι εσωτερικοί χώροι του καταστήματος στους οποίους οδηγούν δύο τρία σκαλοπάτια, όπου φυλάγονται πιο πολύτιμα αντικείμενα μέσα σε σεντούκια και ερμάρια που ανοίγουν μόνο για τους σοβαρούς πελάτες. Εκεί βρίσκονται οι όμορφες ριγωτές εσάρπες της Τυνησίας, τα χαλιά και τα σάλια της Περσίας, με ξόμπλια που μιμούνται τόσο καλά τα μοτίβα του κασμιριού ώστε μπορεί να γελαστείς, οι καθρέφτες από σεντέφι, μαργαριτάρι και κοχύλι, οι λιθοκόλλητοι και σκαλιστοί σοφράδες όπου τοποθετούν τους δίσκους με τα σερμπέτια, τ’ αναλόγια για να διαβάζουν το Κοράνι, τα διάτρητα θυμιατά από χρυσό, ασήμι ή επισμαλτωμένο χαλκό με γεωμετρικά μοτίβα, τα χεράκια από ελεφαντόδοντο ή ταρταρούγα για να ξύνεις την πλάτη, τα μεταλλικά εξαρτήματα του ναργιλέ από ατσάλι του Χορασάν και φλιτζάνια της Κίνας ή της Ιαπωνίας, όλη η αξιοπερίεργη παλιατζούρα της Ανατολής.
Πάνω από τον κεντρικό δρόμο του Παζαριού δεσπόζουν αψίδες με επάλληλες σειρές από μαύρες και άσπρες πέτρες, και ο θόλος έχει ασπρόμαυρα μισοσβησμένα αραβουργήματα τουρκο-ροκοκό τεχνοτροπίας, που μοιάζει, περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε, με το είδος του διάκοσμου που συνηθιζόταν επί Λουδοβίκου ΙΕ΄. Ο δρόμος αυτός καταλήγει σ’ ένα σταυροδρόμι όπου ορθώνεται μια κρήνη κοσμημένη και βαμμένη με κραυγαλέα χρώματα, που το νερό της χρησιμεύει για καθαρμούς, γιατί οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ποτέ τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και σταματούν ήρεμα στη μέση μιας αγοραπωλησίας, αφήνοντας τον πελάτη μετέωρο, για να γονατίσουν πάνω στο χαλί τους, στραμμένοι προς τη Μέκκα, και να κάνουν την προσευχή τους με την ίδια προσήλωση που θα έδειχναν αν βρίσκονταν κάτω από τον θόλο της Αγίας Σοφίας ή στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ.
[…]
Κάτι αξιοσημείωτο όσον αφορά τη μουσουλμανική απάθεια: το παζάρι αυτό θεωρείται τόσο πολύτιμο, που απαγορεύεται να καπνίζεις όσο βρίσκεσαι εκεί — αυτό τα λέει όλα, γιατί ο μοιρολάτρης Τούρκος θα άναβε την πίπα του ακόμα και μέσα σε μια πυριτιδαποθήκη.
Για να δώσουμε και την άλλη όψη του νομίσματος, ας μιλήσουμε λίγο για το παζάρι των Ψύλλων. Είναι ο νεκροθάλαμος, το οστεοφυλάκιο, το σφαγείο όπου πρόκειται να καταλήξουν όλα αυτά τα όμορφα πράγματα, αφού υποστούν τις διάφορες φάσεις της παρακμής. Το καφτάνι που έλαμψε πάνω στους ώμους του βεζίρη ή του πασά τελειώνει τη σταδιοδρομία του πάνω στην πλάτη ενός χαμάλη ή ενός καλαφάτη˙ το γιλέκο που διέγραφε τις πλούσιες καμπύλες μιας Γεωργιανής του χαρεμιού τυλίγει, λεκιασμένο και ξεθωριασμένο, το καύκαλο μιας γριάς ζητιάνας. Παλιοκούρελα, πατσαβούρια, ράκη, σε μια απίστευτη αταξία, όπου ό,τι δεν είναι τρύπα είναι λεκές, ανεμίζουν χαλαρά, δυσοίωνα, σε σκουριασμένα καρφιά, μ’ εκείνο το αόριστο ανθρώπινο σουλούπι που διατηρούν τα πολυφορεμένα ρούχα, και σαλεύουν αόριστα από τους ψύλλους που περπατάνε πάνω τους. Οι καταφαγωμένες πτυχές των απερίγραπτων αυτών αποφοριών, με τις κηλίδες από το πύον των βουβώνων, έκρυβαν άλλοτε την πανούκλα, που έμενε εκεί καταχωνιασμένη σαν μαύρη αράχνη στα βάθη του σκονισμένου ιστού της, σε κάποια βρομερή γωνιά.
Το Ράστρο της Μαδρίτης, το Ταμπλ του Παρισιού, η παλιά Αλσατία του Λονδίνου, δεν είναι τίποτα πλάι σ’ αυτό το Μονφωκόν της ανατολίτικης κουρελαρίας, που χαρακτηρίζεται από το ενδεικτικό όνομα που δε θα επαναλάβω και που ανέφερα παραπάνω.Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 122-125 & 132-133.
Γράμματα από την Πόλη...
Με τις τελευταίες χιονιές, όπως μας μεταδίδουν τα τηλεγραφήματα από την Πόλη, κινδυνεύει να καταστραφεί το περίφημο «Μπεζεστένι», το κέντρον αυτό του Τσαρσιού που συγκέντρωνε ως τώρα τα ζωηρότερα επιτόπια χρώματα, και που χάνεται και σβήνει πλέον για πάντα. Είναι δε το Τσαρσί η ονομαστή από την επαύριον της Αλώσεως Μεγάλη Αγορά, που την έχτισαν οι Σουλτάνοι μέσα στην καρδιά της Σταμπούλ, για να την αναδείξουν ένα μνημειώδες κέντρον όλου του εμπορίου της Ασιατικής Ανατολής.
Το Τσαρσί είναι μια ολόκληρη πόλις εν πόλει. Χτισμένη στα 1461 από τον Μωάμεθ τον Κατακτητή, καταστράφηκε από τους μεγάλους σεισμούς και ξαναχτίσθηκε στον 18ον αιώνα με περισσότερη ακόμη πολυτέλεια. Είναι μια πόλις κλεισμένη ολόγυρα με πελώριες και μνημειώδεις σιδερόπορτες, σκεπασμένη απ’ άκρη ως άκρη με ημισφαιρικούς θόλους, που τους υποβαστάζουν πελώριες κολόνες. Έχει τούς δρόμους της, τα σταυροδρόμια της, τις μικρές της πλατείες, τα στενόμακρα σοκάκια της που περιπλέκονται σε αξεδιάλυτους μαιάνδρους. Έχει ακόμη κάτι στοές μεσαιωνικές, ολοσκότεινες, μουχλιασμένες απ’ τη μούχλα πέντε ολόκληρων αιώνων. Όταν περνάς ψηλαφητά κάτω απ’ τους μολυβένιους τρούλους τους, το μάτι όσο κι αν είναι εξοικειωμένο με το ημίφως της άλλης κλειστής Αγοράς, δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τους αγαθούς Τούρκους που κάθονται σταυροπόδι απάνω στα «τεζιάχια» τους σε στάση ακίνητη, μοιρολατρική, και ξετυλίγουν το ατέλειωτο κομπολόγι τους με τα κεχριμπαρένια δάχτυλά τους, περιμένοντας τί άραγε; τίποτ’ άλλο από το αιώνιο ξετύλιγμα του ίδιου φαύλου κύκλου. Οι φασματώδεις αυτοί πωληταί κάθονται απάνω σε πολύτιμα χαλιά. Και περιβάλλονται με όλη την εξωτικήν άνθηση των χαλιών του Σιράζ και της Μπουχάρας. Είναι οι έμποροι χαλιών που κατοικοεδρεύουν στο καθαυτό «Μπεζεστένι». Αντίθετα με τους άλλους εμπόρους του Τσαρσιού -Εβραίους, Αρμένηδες, Λεβαντίνους, Ρωμιούς- που σου παίρνουν το κεφάλι με τις προκλητικές φωνές τους, πολεμώντας να τσακώσουν τον αγοραστή στ’ αγκίστρι της ανατολίτικης πονηριάς τους, οι τούρκοι έμποροι είναι λιγόλογοι, περήφανοι, θυμόσοφοι και απολύτως αντικειμενικοί στην κάθε πράξη τους. Το βλέμμα τους μένει ανεξερεύνητο μέσα στα σκοτάδια που τους περιβάλλουν. Και όταν ανάψει έξαφνα το ηλεκτρικό, που πληγώνει απότομα με το φως του αυτή την αλλοτινών καιρών σκηνογραφία, -είναι λίγα χρόνια που το ηλεκτρικό εισέδυσε μέσα στ’ άδυτα αυτά του Τσαρσιού-, ο αγαθός Τούρκος με το σαρίκι του, με τον τζουμπέ του, και τα τερλίκια του φαίνεται σαν ένας ζωντανός αναχρονισμός. Μα και το Τσαρσί ολόκληρο σε λίγον καιρό θα είναι ένας αναχρονισμός. Και τώρα κάνει την εντύπωσιν ενός οργανισμού κουρασμένου, μαραμένου, που σέρνει μελαγχολικά τα τελευταία απομεινάρια μιας ζωής που εκλείπει.
Μέσα στον λαβύρινθον αυτόν των στοών και των θόλων είναι πολύ δύσκολο να προσανατολισθεί ο επισκέπτης. Και πρώτα-πρώτα διερωτάται: γιατί αυτοί οι ογκόλιθοι των τοίχων, που χωρίζουν τους δρόμους της εμπορικής αυτής πολιτείας, γιατί αυτοί οι βαρύτατοι θόλοι που τους σκεπάζουν; Για να προφυλάττουν άραγε τους συναλλασσομένους απ’ τη φλογερή ζέστη του καλοκαιριού, απ’ τις βροχές και τα χιόνια του χειμώνα; ‘Η για να τους απομονώνουν μέσα στα δεσμωτήρια της δαπάνης και του κέρδους της συναλλαγής; Στην κάθε σιδερένια πύλη του Τσαρσιού βλέπει κανείς ως τώρα να παραφυλάγουν φρουροί σαν δεσμοφύλακες. Ίσως για την ασφάλεια των θησαυρών που ήταν άλλοτε συσσωρευμένοι εκεί μέσα. Τα «τζοβαερικά» του Τσαρσιού μπριλάντια, σμαράγδια, περουζέδες, ρουμπίνια, όλα δεμένα με άπεφθο χρυσάφι, μονόλιθοι, πλάκες, «καμποσόν» δάκρυα ρουμπινιών που στάζουν με μίαν ασύγκριτη φλογερήν ανταύγεια επάνω στην κρινόλευκην επιδερμίδα, ήσαν πάντα περιζήτητα από τις γυναίκες των χαρεμιών και όλες τις ωραίες της Πόλης. Και σήμερα ακόμη στις μικρές προθήκες αυτών των περίφημων «τζοβαερτζίδηκων» που πιάνουν έναν ολόκληρο δρόμο του Τσαρσιού, μπορείς να θαυμάσεις απίθανα πλέον για την εποχή μας κοσμήματα. Λίγο παρακάτω θαυμάζεις γνήσια αντικείμενα κάθε λογής, που εμπειροτέχναι «αντικαίρ» παρουσιάζουν περίτεχνα τοποθετημένα και φωτισμένα με το λιγοστό φως που πέφτει απ’ τους σιδερόφραχτους φεγγίτες των θόλων. Πολύτιμες φαγιάνς, υφάσματα της Δαμασκού, παλιά κεντήματα από αληθινό χρυσάφι, βάζα, πορσελάνες, δαμασκηνά σπαθιά, μικρά έπιπλα από ελεφαντόδοντο και σιντέφι, γιαταγάνια με διαμαντένιες θήκες, μπρούντζινα μαγκάλια, παλαιικά βιολιά χρυσωμένα απ’ τούς καιρούς μέσα σε γλυπτές θήκες, βαρύτιμους σιτζαντέδες και μαξιλάρια, πιάτα και κουτιά περσικής τέχνης ασύγκριτης, σάλια της Ανατολής, λαχούρια πολύτιμα - ένα μπρικ α μπρακ κλασικού ανατολίτικου παλιατζίδικου, που εμβάλλει σε ακατανίκητους πειρασμούς τον κάθε συλλέκτη.
Γύρω απ’ τα γνήσια αυτά αντικείμενα τέχνης ένας κόσμος νόθος και περίεργος συνωθείται, παζαρεύει, φωνάζει, συζητεί σ’ όλων των ειδών τα γλωσσικά ιδιώματα. Αληθινή Βαβέλ γλωσσών και τύπων μέσα στην οποίαν οι Εβραιοϊσπανοί και οι Ρώσοι που κατέκλυσαν την Πόλη μετά το 1918 διεκδικούν τα πρωτεία. Σιγά σιγά η καλλιτεχνική αύτη συνοικία της πόλεως του Τσαρσιού εκφυλίζεται και ξεπέφτει στην κοινότατη «pacotille». Σε τόσο βαθμό ώστε να λυπάσαι το γραφικό και υποβλητικότατο περιβάλλον που μετέφερε τόσην ώρα τη φαντασία στα βάθη της Ασίας, -τ’ ανώμαλα λιθόστρωτα, τους ελιγμούς των δαιδάλων, τους βαρύτατους θόλους που δεσμεύουν το φως και στάζουν τις σκιές, το λεπτό στρώμα της σκόνης που εξευγενίζει σαν ένα βελουδένιο χνούδι του περάσματος των φτερών του Χρόνου το κάθε τι εδώ μέσα.
Μα εκεί πού πλανάσαι άσκοπα χωρίς να ξέρεις ούτε πώς βρέθηκες, ούτε πού πας, ούτε τι ζητάς μέσα στους ατελείωτους αυτούς δαιδάλους, ένα κύμα ανθρώπων που συνωθούνται βιαστικά και βίαια σε φέρνει αθέλητα στην πλατεία της Δημοπρασίας. Στο επίκαιρο πάντα αυτό κέντρον, ο Εβραϊσμός οργιάζει με τα όλα του τα επακόλουθα, διάτορες φωνές, αντεγκλήσεις, παροτρύνσεις, καυγάδες, εκλιπαρήσεις, που ταράζουν την ωραία γαλήνη του ανατολικού περιβάλλοντος. Η παραμονή στο οικτρόν αυτό από πάσης απόψεως περιβάλλον είναι αφόρητη. Με κόπο μεγάλο κατορθώνει κανείς να ελευθερωθεί και να ζητήσει ανακούφιση πάλι στην άσκοπη περιπλάνηση σε άλλα ερημικά δρομάκια του Τσαρσιού. Εμπρός στις ανοιχτές πόρτες μικρών και κατασκότεινων μαγαζιών, μερικές ήμερες χανούμισσες πουλούν παλιά γουναρικά, λείψανα κι αυτά μεγάλων καιρών, όταν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της Πόλης έβγαιναν στους δρόμους τυλιγμένοι μέσα σε μακρόσυρτους μανδύας φοδραρισμένους από μέσα όλο με βαρύτιμες σαμουρόγουνες.
Παλιά, πολύ παλιά...
Κάθε καρυδιάς καρύδι. Γυναίκες με μακριά παλτά, που φτάνουν ως τον αστράγαλο, και μαντίλες που φτάνουν ως τα φρύδια, τουρίστριες με σορτσάκια και έκφραση χαζοχαρούμενη, στρατιές ανδρών, άλλοι με γραβάτα, άλλοι με μπουφάν και άλλοι με γενειάδα και σκούφο… Πωλητές και καταστηματάρχες, που τρέχουν και σε βουτάνε από το μανίκι. Και εμπορεύματα αραδιασμένα παντού: σε ράφια, σε ντάνες, ψηλά και χαμηλά, μέσα και έξω από τα μαγαζιά, σκορπισμένα στις βιτρίνες, στοιβαγμένα στο οδόστρωμα ή κρεμασμένα από τους τοίχους σαν αρμαθιές ή σα σφαχτάρια.
Είμαστε στο Καπαλί Τσαρσί, στην κεντρική, κλειστή αγορά της Πόλης, και βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. Τα μαγαζιά είναι φύρδην μίγδην με ό,τι χωράει ο νους σου: τρία κοσμηματοπωλεία στη σειρά και δίπλα ένα μαγαζί που πουλάει κεραμεικά και πιάτα τοίχου με αραβική γραφή. Το διπλανό του έχει μακό μπλουζάκια, πουκαμίσες και κελεμπίες, αρκετές για να ντύσουν όλη τη δύναμη του ΝΑΤΟ στη Βοσνία και στο Κόσοβο, ενώ το επόμενο είναι ένα κατάστημα γυαλικών, με ποτήρια νερού, τσαγιού και κρασιού, καράφες παντός είδους, αλλά και κολιέδες και χάντρες.
Μας έφερε εδώ η Κουρτίδου, γιατί η Αδριανή ήθελε να ψωνίσει για την Κατερίνα: ρόμπες, πουκαμίσες, παντόφλες και ψηλές κάλτσες, μάλλινες, που τις φοράει συχνά στο σπίτι ή με τζιν στον δρόμο. Όταν της είπα ότι όλα αυτά τα βρίσκεις και στην Αθήνα, η αντίδρασή της ήταν ακαριαία, τύπου ΜΑΤ ή αντιτρομοκρατικής:
«Σ’ αυτές τις τιμές, Κώστα μου; Από πότε έχεις να ψωνίσεις; Άσε που είναι ευκαιρία ν’ αγοράσουμε κι ένα δερμάτινο για τον Φάνη. Δεν είναι σωστό να πάμε με άδεια χέρια. Βέβαια, αν το βρούμε σε λογική τιμή» συμπληρώνει με ένα ύφος που θέλει να υπογραμμίσει το αυτονόητο.
Εμένα όμως η λογική τιμή με βάζει σε σκέψεις, γιατί, ως γνωστόν, η λογική είναι υποκειμενική, και αυτό που η Αδριανή θεωρεί λογικό, εγώ μπορεί να το θεωρώ για τα σίδερα.
[…]
Έχουμε φτάσει σε ένα σταυροδρόμι. Μπροστά μας ανοίγονται τρία καντούνια. «Πάμε αριστερά» λέει η Κουρτίδου. «Από κει είναι τα καλά ρούχα και τα υφάσματα».
Ένας πωλητής που μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά, υποδέχεται την Αδριανή με ένα «κυρία, κυρία, καλημέρα» και κάνει μια προσπάθεια να τη ρίξει με σπασμένα ελληνικά, ώσπου η Κουρτίδου του τραβάει ένα χεσίδι στα τούρκικα και ο πωλητής αποσύρεται.
«Να μη δείχνετε ποτέ ότι ενδιαφέρεστε να αγοράσετε, κυρία Χαρίτου» συμβουλεύει η Κουρτίδου την Αδριανή. «Θα λέτε ότι είσαστε περαστική και μπήκατε τυχαία να ρίξετε μια ματιά. Και θα κοιτάτε σα να χάνετε τον χρόνο σας με την παλιατσαρία που βλέπετε. Αυτοί θ’ αρχίσουν αμέσως τα σκόντα, για να σας κάνουν ν’ αλλάξετε γνώμη, και εσείς θ’ αρχίσετε τα παζάρια από εκεί που αυτοί θα έχουν ρίξει την τιμή».
Το καντούνι είναι στενό και ανηφορικό. Αντί για τη συνηθισμένη εικόνα της Αθήνας, με αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις δυο πλευρές του δρόμου, που αφήνουν σκάρτη μια λωρίδα ελεύθερη, εδώ είναι παρκαρισμένα υφάσματα, παπούτσια, ναργιλέδες, ώστε να περισσεύει και εδώ η ίδια στενή λωρίδα και να ακροβατούμε για να περάσουμε. Οι δυο κυρίες προπορεύονται, σταματάνε στα μαγαζιά, κοιτάνε ένα-ένα τα ρούχα, τα παζαρεύουν και μετά αφήνουν σύξυλους τους καταστηματάρχες και πάνε παρακάτω. Όσο για μένα, έχω την αίσθηση ότι αγνοείται η τύχη μου, αφενός γιατί έχω χαθεί μέσα στη λαοθάλασσα, αφετέρου γιατί οι δύο κυρίες δεν μου δίνουν καμιά σημασία.
[…]
Στέκομαι στη μέση της αυλής και προσπαθώ να τιθασεύσω τη βαρεμάρα και τον εκνευρισμό μου, γιατί η επιθεώρηση προθηκών, τα δερμάτινα και τα ψώνια με αφήνουν αδιάφορο, όπως άλλωστε και ο εσωτερικός αυλόγυρος που δεν εντάσσεται στα αξιοθέατα.
Η Αδριανή με την Κουρτίδου αποφασίζουν τελικά σε ποιο κατάστημα θα χαρίσουν την εύνοιά τους και μπαίνουν για να επιθεωρήσουν τα δερμάτινα, εξ επαφής αυτή τη φορά. Εγώ επιμένω να μένω καρφωμένος στη μέση της αυλής, ενώ σκέφτομαι να τις παρατήσω και να πάω μια βόλτα, αλλά φοβάμαι μη χαθώ μέσα στα στενά και στα καντούνια, που τα βλέπω όλα ίδια. Ούτως ή άλλως, το ενδεχόμενο του περιπάτου ακυρώνεται, γιατί η Αδριανή μού κάνει νόημα να προσέλθω στο μαγαζί.
Με υποδέχεται με ένα δερμάτινο τζάκετ και μου το δίνει. «Έλα, φόρεσέ το».
«Άσε με, δε σκοπεύω να αγοράσω δερμάτινο» της λέω εκνευρισμένος.
«Δεν είναι για σένα. Είναι για τον Φάνη, αλλά έχετε την ίδια κοψιά». Το φοράω, ενώ συνειδητοποιώ το λάθος μου να μην αποχωρήσω εγκαίρως.
[…]
«Πόσο κάνει;» ρωτάει η Αδριανή.
Η Κουρτίδου μεταφέρει την ερώτηση στον καταστηματάρχη. Ακούει την απάντησή του, πετάει ένα έξαλλο και μακρόσυρτο «Νεεεεεεεεε;» και λέει στην Αδριανή «Πάμε να φύγουμε». Κάνει μια έξοδο αλά Βέμπο και μας αναγκάζει να την ακολουθήσουμε.
Ο καταστηματάρχης τρέχει πίσω μας, ρωτάει κάτι την Κουρτίδου, εκείνη του απαντάει, οπότε ο καταστηματάρχης σηκώνει τα χέρια, σα να άκουσε κάτι εξωφρενικό, και επιστρέφει στο μαγαζί του.
«Πόσα ζήτησε;» απορεί η Αδριανή.
«Διακόσια ευρώ» απαντάει η Κουρτίδου.
Η απορία της Αδριανής μεγαλώνει. «Μα δεν είναι πολλά. Στην Αθήνα αυτό το δερμάτινο δεν το παίρνεις κάτω από τριακόσια ευρώ και δε θα είναι τόσο καλής ποιότητας».
«Αφήστε την Αθήνα, εδώ είμαστε στην Πόλη. Τον είπα πως, αν τ’ αφήσει για εκατό, θα το πάρουμε».
Η Αδριανή την κοιτάζει άναυδη. «Ξέρετε, μου άρεσε και δε θέλω να το χάσω» λέει στην Κουρτίδου ελαφρώς ενοχλημένη.
«Έννοια σας, δε θα το χάσετε. Πάμε να φύγουμε, και να διείτε που θα τρέξει πίσω μας».
Μόλις φτάνουμε στα πέτρινα σκαλιά, γυρίζω και βλέπω τον καταστηματάρχη να μας πλησιάζει σαν βολίδα. Κάτι λέει απολογητικά στην Κουρτίδου, εκείνη του απαντάει με ένα κατηγορηματικό «γιοκ ολμάζ» και σκηνοθετεί ξανά την αποχώρησή της. Ο καταστηματάρχης την καμακώνει πάλι, για να της πει κάτι τελευταίο, συνοδευόμενο με μια χειρονομία που σημαίνει «ως εδώ και άι στο διάολο».
«Μας το αφήνει για εκατόν πενήντα ευρώ, αλλά μη δείξετε ικανοποιημένοι» δηλώνει η Κουρτίδου.
«Γιατί να μη δείξουμε ικανοποιημένοι; Σκοπεύετε να του κόψετε κι άλλα;» τη ρωτάω.
«Όχι, αλλά δεν είναι σωστό. Θα καταλάβει ότι τον κοροϊδέψαμε και θα τον προσβάλουμε τον άνθρωπο».
Αυτό είναι, λέω από μέσα μου. Όλα όσα διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες περί μάνατζμεντ, στρατηγικής αγορών, τάργκετ γκρουπ, αυτοί τα πέταξαν στα σκουπίδια και προτίμησαν τη δοκιμασμένη συνταγή τού «τράβα με κι ας κλαίω».
«Η μητέρα μου με έμαθε πώς να κάνω παζάρια» μας εξηγεί η Κουρτίδου, όταν βγαίνουμε επιτέλους από το μαγαζί με το δερμάτινο του Φάνη στην πλαστική σακούλα. «Κάθε φορά που ερχόμασταν για ψώνια στο τσαρσί, έλεγε τη μισή τιμή απ’ αυτή που πρότεινε ο έμπορος. Αυτός άρχιζε τα “Μα τι λέτε, αποκλείεται, δε βγάζω ούτε το κόστος”. “Άμα θέλεις, δε σ’ το παίρνω με το ζόρι” έλεγε η μαμά μου και έφευγε. Στο τέλος συμφωνούσαν κάπου στη μέση. Εγώ ντρεπόμουνα στην αρχή. “Βρε μαμά, ρεζίλι γινόμαστε” την έλεγα. “Ρεζίλι θα γίνεις, αν το πάρεις στην τιμή που σ’ το δίνει. Θα σε περάσει για τασραλού”. Το “τασραλού” θα πει επαρχιώτισσα. Στο τέλος το έμαθα κι εγώ. Πρέπει όμως να προσέχεις, να μη δείχνεις ότι τους περνάς για βλάκες, γιατί προσβάλλονται. Και τώρα πάμε να σας δείξω το μπεντεστένι, που είναι το παλιό τσαρσί».Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 219-220, 221-222, 224-227.
Γεζούλ...
«Θα πάμε στο χαμάμ» της είπε ένα πρωί και ξεκίνησαν για το Τσααλόγλου χαμάμ, ένα από τα παλαιότερα της πόλης.
Η Λούλα είχε πάει στο χαμάμ στην Αθήνα, που ήταν όμως ένα μικρό συνοικιακό χαμάμ. Αυτό ήταν κάτι άλλο! Με κίονες, μάρμαρα, κρήνες γύρω γύρω. Ήρθε μια Τουρκάλα και τους έτριψε και δε σταματούσε να μιλάει με την Αγνές, ήθελε να μάθει τα πάντα για τη νεοφερμένη. Μετά τη φώναξε κοντά στην κρήνη, κάθισε χάμω, έβαλε τη Λούλα ανάμεσα στα πόδια της και της έλουσε τα μαλλιά. Η Λούλα αισθάνθηκε σαν παιδί και αφέθηκε στις περιποιήσεις τής Εμινέ.
Η Αγνές της έδειξε το παζάρι, τη σκεπαστή αγορά, η Λούλα μαγεύτηκε με τον λαβύρινθο των στοών του, με τα μπακίρια, με τα κοσμήματα, με τα κεντήματα, τις παντούφλες. Σεργιάνισαν στο παζάρι των όπλων, στο παζάρι των σαράφηδων, όπου άκουγες τον μεταλλικό ήχο από τα κέρματα που ζύγιζαν, στο παζάρι των μπαχαρικών, όπου αγόρασε τις προμήθειες για την κουζίνα, στο παζάρι των γλυκών, όπου αγόρασαν το απαραίτητο καϊμάκι, που ήταν η ανακάλυψη της Λούλας. Δεν είχε φάει ποτέ τόσο ωραίο πράγμα. Αυτό το καϊμάκι, που γινόταν από το γάλα του βουβαλιού, έδινε γεύση στο καθετί. Η τουρκάλα μαγείρισσά της έβαζε μια κουταλιά καϊμάκι στο κάθε φαγητό στο τέλος που ψηνόταν και τα πιάτα μεταμορφώνονταν. Ένα απλό λαδερό λαχανικό γινόταν κάτι απίστευτο με μια κουταλιά καϊμάκι. Βέβαια, αυτό σήμαινε πως άρχισε να μοιάζει με τις Οθωμανές και τα φουστάνια της άρχισαν να τη σφίγγουν.Νίκη Μαραγκού, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2010, σ. 130.
Μικρή ανάπαυλα στο Γαλ...
Όταν ιδρύθηκαν τα χαμάμ στην Τουρκία, δεν εξυπηρετούσαν τις… εξεζητημένες επιθυμίες ολίγων πλουσίων. Εκεί κατέφευγε όποιος ήθελε να κάνει μπάνιο, δεδομένου ότι στο σπίτι του δεν διέθετε λουτρό. Σήμερα, τα σπίτια διαθέτουν αυτή την «πολυτέλεια», όχι όμως και την ατμόσφαιρα των παλιών δημοσίων λουτρών. Να, λοιπόν, γιατί ακόμη και σήμερα άνδρες και γυναίκες «γυρνούν» στην παράδοση: Για να απολαύσουν το μοναδικό σέρβις που παρέχεται. Για να συναντήσουν μια αισθητική χαμένη στον χρόνο.
Χτισμένα από Αρμένιους και διακοσμημένα από Έλληνες, τα λουτρά της Πόλης ξεφύτρωσαν μετά την Άλωση. Από τα 237 που υπήρχαν, σήμερα λειτουργούν μονάχα τα 60. Ένα πρωινό χτυπήσαμε την πόρτα του «Ταριχί Γαλατάσαραϊ χαμαμί», του πρώτου χαμάμ της Πόλης, που χτίστηκε το 1481 και διακοσμήθηκε από τον καλλιτέχνη Βασίλη Ηγουμενίδη. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του, Χουσεΐν, και το προσωπικό του ξεκινούν την περιήγησή μας στους… ομιχλώδεις χώρους του χαμάμ. «Η κατάσταση δεν σηκώνει ηρωισμούς» λέει ο ίδιος. Πού να βρεις ήρωες σε θερμοκρασία άνω των 50 βαθμών; Μόνο ραχατλήδες ενδημούν στην κεντρική αίθουσα.
«Η δουλειά στο χαμάμ δεν “κόβει” ποτέ» λέει ο Χουσεΐν. Από τις 6 το πρωί ως τις 10 το βράδυ υπάρχει συνεχής ροη κόσμου έτοιμου να παραδοθεί στα έμπειρα χέρια του χαμαμτζή. Τσόκαρα και καθαρές πετσέτες, βασικά αξεσουάρ σ’ αυτό το πανάρχαιο τελετουργικό της κάθαρσης. «Κάποτε σ’ αυτούς τους χώρους οι ομοφυλόφιλοι μπορούσαν να αγοράσουν και έρωτα, δίνοντας ένα μπαχτσίσι» μας εκμυστηρεύεται ο Χουσεΐν. Σήμερα ο ερωτισμός περνάει αποκλειστικά μέσα από το σκληρό γάντι του χαμαμτζή, που προετοιμάζει τον λουόμενο για την ύψιστη απόλαυση, το μασάζ. Όλα αυτά με το ποσό των 6.000 δρχ.
Από την είσοδο του χαμάμ παρελαύνουν οι μασέρ μπροστά στα μάτια των πελατών.
Η υπαλλήλου. προσωπική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον μασέρ και τον πελάτη τροφοδοτείται και από το μπαχτσίσι, αναγκαίο συμπλήρωμα στο μηνιάτικο του Ο ίδιος κανόνας τηρείται και στα λουτρά των γυναικών. Εδώ οι πελάτισσες εισέρχονται ολόγυμνες. Χρησιμοποιώντας χειροποίητο σαπούνι από ελαιόλαδο και ένα σκληρό γάντι για τρίψιμο, πετυχαίνουν ένα βαθύ πίλινγκ. Κάποτε ο χώρος προσφερόταν και για αναψυχή, ελλείψει κέντρων διασκέδασης. Οι γυναίκες νοίκιαζαν το λουτρό για ώρες και τραγουδούσαν ή συζητούσαν. Τις Κυριακές πάλι, ήταν ο ιδανικός χώρος για πικνίκ! Κουβαλώντας καλάθια με τρόφιμα και τα παιδιά τους, περνούσαν την μέρα τους εκεί.
Τι άλλο μπορεί να κάνει κανείς σήμερα μέσα στο χαμάμ; Το… γλέντι του γάμου του! Όσοι παντρεύονται με πολιτικό γάμο καταφεύγουν εκεί για να γιορτάσουν την έναρξη της κοινής ζωής τους. Χωριστά, βεβαίως, οι άνδρες από τις γυναίκες. Ωστόσο, οι άνδρες συχνά καταπατούν κάποιους όρους. Μια χορεύτρια της κοιλιάς θα χορέψει γι’ αυτούς τη μέρα του γάμου. «Κάπου κάπου κάνουμε τα στραβά μάτια» λέει ο ιδιοκτήτης του παλαιότερου χαμάμ της Πόλης. Τα στραβά μάτια όμως δεν κάνει κανείς όσον αφορά την υγεία εκείνων που ξεχνιούνται ξαπλωμένοι πάνω στον μαρμάρινο ομφαλό του χαμάμ: το σημείο όπου «αναβλύζει» η υψηλή θερμοκρασία η οποία διαχέεται σε όλο τον χώρο. Οι χαμαμτζήδες συμβουλεύουν: «Ονειρευτείτε, άλλα μην αποκοιμηθείτε».
Κωνσταντινούπολη...
Σε μια χαμηλή πόρτα, που είχε μπροστά της ένα πλατύσκαλο και τρία σκαλιά, μας υποδέχτηκε ένας υπηρέτης με ευρωπαϊκή αμφίεση, με εξαίρεση το κόκκινο φέσι που είναι υποχρεωτικό, και, αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας και φορέσαμε τα συρτοπάπουτσα που είχαμε φροντίσει να πάρουμε μαζί μας, μας ανέβασε στον πρώτο όροφο όπου βρισκόταν το σελαμλίκ (διαμέρισμα των αντρών), που είναι πάντα ξεχωριστό από το ονταλίκ (διαμέρισμα των γυναικών) στη διαρρύθμιση των τουρκικών σπιτιών, πλούσιων ή φτωχών, μεγάλων ή μικρών.
Βρήκαμε τον τέως πασά μέσα σ’ ένα πολύ απλό δωμάτιο, με μια ξύλινη οροφή βαμμένη γκρίζα και τονισμένη με γαλάζια γύψινα στολίδια, με μοναδικά έπιπλα δυο ερμάρια, μια αχυρόπλεκτη ψάθα Μανίλας και ένα ντιβάνι ντυμένο με τσίτι, στην άκρη του οποίου καθόταν ο οικοδεσπότης, ξεκουκίζοντας κάτω από τα δάχτυλα του ένα κομπολόι από σανταλόξυλο.
Η γωνία του ντιβανιού είναι η τιμητική θέση που ο κύριος του σπιτιού δεν εγκαταλείπει ποτέ, εκτός αν τον επισκεφτεί ένα πρόσωπο που έχει υψηλότερη θέση από τη δική του.
Αυτή η απλότητα δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Το σελαμλίκ είναι, κατά κάποια τρόπο, ένα εξωτερικό διαμέρισμα, ένα είδος εντευκτηρίου, ένας προθάλαμος, ένα όριο που οι ξένοι δεν μπορούν να υπερβούν και που είναι αφιερωμένο στη δημόσια ζωή. Όλη η χλιδή φυλάγεται για το χαρέμι. Εκεί ξετυλίγονται τα χαλιά του Ισπαχάν και της Σμύρνης, στοιβάζονται τα μαξιλάρια από μπροκάρ, απλώνονται τα μαλακά μεταξοσκέπαστα ντιβάνια, λάμπουν τα τραπεζάκια με το ένθετο σεντέφι, καπνίζουν τα δικτυωτά θυμιατά από χρυσό και ασήμι, λαμπυρίζουν οι βενετσιάνικοι καθρέφτες, ανθίζουν τα σπάνια λουλούδια μέσα σε χωνοειδή ανθοδοχεία Κίνας, και κουδουνίζουν ιδιότροπα τα μουσικά εκκρεμή·εκεί ξεχύνονται στις οροφές τα περίπλοκα αραβουργήματα· κρέμονται, σαν σταλακτίτες, τα τζάκια από μάρμαρο του Μαρμαρά, και κελαρύζουν πάνω στις λευκές λεκάνες τους κλωστές αρωματισμένου νερού. Μέσα σ’ αυτό το μυστηριώδες άσυλο εκτυλίσσεται η αληθινή ζωή, η ζωή της ηδονής και των τρυφερών στιγμών, όπου κανένας συγγενής, κανένας φίλος δε διεισδύει.
Ο τέως πασάς του Κουρδιστάν φορούσε το φέσι, τη ρεντιγκότα του Νιζάμ κουμπωμένη δεξιά, κι ένα φαρδύ λευκό παντελόνι από λινάτσα. Το πρόσωπο του, αδύνατο, φίνο, κάπως κουρασμένο, που κατέληγε σε μια γενειάδα στην οποία είχαν γλιστρήσει ήδη κάποιες ασημένιες πινελιές, είχε μια αριστοκρατικότητα, και αν μια αγγλική έκφραση μπορούσε να χαρακτηρίσει έναν Τούρκο, θα έλεγα ότι ο πασάς είχε τον αέρα ενός τέλειου τζέντλεμαν.
Ο φίλος μου του μετέφρασε τις φιλοφρονήσεις μου, κι εκείνος ανταπάντησε με πολύ ευγενικό τρόπο· ύστερα μου ένευσε να καθίσω δίπλα του. Η ευκολία μου να σταυρώνω τα πόδια με τον ανατολίτικο τρόπο, στάση πολύ δύσκολη για τους Γάλλους, του έκανε καλή εντύπωση, φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του.
Νύχτωνε· τα τελευταία πορτοκαλιά χρώματα του δειλινού έσβησαν στα πέρατα του ουρανού, και η πολυπόθητη κανονιά αντήχησε χαρμόσυνα στον αέρα· η νηστεία είχε διακοπεί, και οι υπηρέτες πρόβαλαν φέρνοντας πίπες, ποτήρια νερό και λιγοστά γλυκά· σκοπός του ελαφρού αυτού γεύματος είναι να επιβεβαιώσει ότι oι πιστοί μπορούν νομίμως να φάνε.
Ύστερα ακούμπησαν δίπλα στο ντιβάνι ένα μεγάλο κίτρινο μπακιρένιο δίσκο στιλβωμένο με φροντίδα και γυαλιστερό σαν χρυσή ασπίδα, πάνω στον οποίο ήταν τοποθετημένα διάφορα εδέσματα μέσα σε πορσελάνινες γαβάθες. Οι δίσκοι αυτοί, που στηρίζονται πάνω σ’ ένα χαμηλό πόδι, χρησιμεύουν στην Τουρκία για τραπέζια και μπορούν να κάτσουν γύρω τους τρεις ή τέσσερις συνδαιτυμόνες. Τα λευκά είδη για το σώμα και για το τραπέζι είναι μια άγνωστη πολυτέλεια στην Ανατολή. Τρώνε χωρίς τραπεζομάντιλο, αλλά σου δίνουν, για να σκουπίζεις τα χέρια σου, μικρά τετράγωνα πετσετάκια από μουσελίνα, χρυσοποίκιλτα, παρόμοια με τις πετσέτες του τσαγιού που συνηθίζονται στις αγγλικού τύπου εσπερίδες μας, πρόνοια που δεν είναι ανώφελη, γιατί το μόνο σερβίτσιο που χρησιμοποιούν στα γεύματα αυτά είναι τα δάχτυλα τους. Ο οικοδεσπότης, ευγενέστατος και πολύ περιποιητικός, ήθελε, διαισθανόμενος την αμηχανία μου, να μου δώσουν, όπως λέει ο Καστίλ Μπλαζ,Το ασημένιο κουτάλι του φαγητού·
αλλά τον ευχαρίστησα, επιθυμώντας να συμμορφωθώ πλήρως με τους κανόνες της τουρκικής γαστρονομίας.
Αν ήταν εδώ όλοι οι Μπριγιά-Σαβαρέν, οι Κυσί, οι Γκριμό ντε λα Ρενιέρ και οι Καρέμ, θα έβρισκαν την τουρκική μαγειρική τέχνη πολύ βάρβαρη και πατριαρχική. Οι Τούρκοι παντρεύουν υλικά εντελώς ασυνήθιστα και κάνουν συνδυασμούς αλλόκοτους για έναν παριζιάνικο ουρανίσκο, από τους οποίους όμως δε λείπει η εκζήτηση και δε φτιάχνονται στην τύχη. Τα πιάτα, από τα οποία παίρνεις λίγες μπουκιές με τα δάχτυλα, είναι πολυάριθμα και το ένα διαδέχεται γρήγορα το άλλο. Περιέχουν κομμάτια αρνιού, μερίδες κοτόπουλου, ψάρια σε λάδι, αγγούρια ωμά, γεμιστά, που γαρνίρουν το πιάτο με παντοίους τρόπους· κομματάκια κολλώδους λαγόχορτου, παρόμοιου με τις ρίζες της νερομολόχας που εκτιμώνται πολύ για τις στομαχικές τους ιδιότητες· ρυζοκεφτέδες τυλιγμένους μέσα σε αμπελόφυλλα· κολοκυθοπουρέ με ζάχαρη· πίτες με μέλι· όλα ραντισμένα με ροδόνερο, καρυκευμένα με μέντα και αρωματικά χόρτα και γαρνιρισμένα από το μυσταγωγικό πιλάφι, εθνικό έδεσμα σαν το ισπανικό πουτσέρο, σαν το αραβικό κουσκούς, σαν το γερμανικό σουκρούτ, σαν την αγγλική πουτίγκα, που φιγουράρει υποχρεωτικά σε κάθε τραπέζι μες στο παλάτι και μες στην αχυροκαλύβα. Για ποτό, πίναμε νερό, σερμπέτι και βυσσινάδα που αντλούσαν μέσα από μια γαβάθα μ’ ένα κουτάλι από ταρταρούγα με φιλντισένια λαβή.
Όταν τελείωσε το φαγοπότι, πήραν το μπακιρένιο δίσκο και πλύναμε τα χέρια μας, τελετή απαραίτητη όταν μοναδικό σερβίτσιο με το οποίο γευματίζεις είναι τα δέκα σου δάχτυλα· μας σερβίρισαν καφέ, και ο τσιμπουκτσής πρόσφερε σε κάθε συνδαιτυμόνα μια όμορφη πίπα με χοντρό κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μαρκούτσι από ξύλο κερασιάς λείο σαν ατλάζι και με λουλά γεμισμένο με μια όμορφη ξανθιά τούφα μακεδονικού καπνού, που καπνίσαμε μονορούφι, ακουμπισμένο πάνω σε μια στρογγυλή μεταλλική βάση τοποθετημένη καταγής, για να προστατεύεται η ψάθα από τα κάρβουνα και τις στάχτες που θα μπορούσαν να πέσουν από την εστία του.
Η κουβέντα που αρχίσαμε ήταν όσο ζωηρή θα μπορούσε να είναι μια κουβέντα όταν μιλάς μόνο μέσω διερμηνέα. Ο τέως πασάς, που έμοιαζε αρκετά ενήμερος για την ευρωπαϊκή πολιτική, μου έκανε πλήθος ερωτήσεις σχετικά με το πραξικόπημα της δευτέρας Δεκεμβρίου, το οποίο επιδοκίμαζε θερμά, καθώς η αφηρημένη ιδέα της Δημοκρατίας μετά δυσκολίας μπορεί να χωρέσει σ’ ένα κεφάλι σφυρηλατημένο από τον ανατολίτικο δεσποτισμό· με ρώτησε αν ο πρόεδρος (η αυτοκρατορία δεν είχε κηρυχθεί ακόμα) διέθετε πολλά κανόνια και αν διοικούσε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, τι στολή φορούσε, αν ήταν καλός στην ιππασία και αν επρόκειτο να κάνει πόλεμο σαν το θείο του τον Μπουναμπέρντι, αν τον γνώριζα, αν του είχα μιλήσει, και άλλες ερωτήσεις τέτοιου τύπου, στις οποίες έδωσα όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικές απαντήσεις. Ο αδερφός του τέως πασά, καθισμένος πλάι του, που γνώριζε λίγες λέξεις στα γαλλικά, έμοιαζε να παρακολουθεί τη συζήτηση μ’ ενδιαφέρον.
Οι υπηρέτες πήραν τις πίπες· ο τέως πασάς σηκώθηκε για να πάει να προσευχηθεί στην άκρη ενός χαλιού, σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, και ξαναγύρισε ύστερα από λίγα λεπτά, ήρεμος και σοβαρός, αφού είχε εκτελέσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα σαν καλός μουσουλμάνος· ανταλλάξαμε ακόμα λίγες φράσεις και, όταν τον αποχαιρέτησα, ο οικοδεσπότης μού είπε ότι μπορούσα να ξαναπάω οπότε μου έκανε ευχαρίστηση και ότι θα ήμουν πάντα ευπρόσδεκτος, πράγμα που, στο στόμα ενός Τούρκου, δεν είναι μια τυπική φράση.
Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 187-190.
Κωνσταντινούπολη. Των ...
«Εφέντιμ… μπουγιουρούμ…»
Μας καλούσαν στο τραπέζι. Η Φεριντέ Ζιγιά, με ένα ευγενικά ψυχρό χαμόγελο, μας τοποθέτησε στο τραπέζι –στρωμένο με φίνο γκρι-σιελ λινό τραπεζομάντιλο, κεντημένο με αραβουργήματα από λευκή κλωστή, που έμοιαζαν με τις «τουρά» των σουλτάνων. Με έβαλε τιμητικά δίπλα της –η Αδριανούπολη είχε καταλυτική απήχηση στη σχέση μας– κι ακριβώς απέναντι από τον κύριο Ζιγιά, έναν ψηλό ψαρομάλλη με μαύρα ζεστά μάτια, που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως επρόκειτο για τον άντρα-σκιά της κουρτίνας. Η Αλέβ, λίγο πιο πέρα, μου έριχνε ενθαρρυντικές ματιές, βλέποντας ότι, κατά κάποιο τρόπο, είχα ενσωματωθεί στην ομήγυρη. Για κακή μου τύχη όμως δίπλα μου στρογγυλοκάθισε η χήρα Παπαδάκη, η οποία έπιασε πάλι το νήμα της κουβέντας περί «τουρκικού κόμπλεξ»:
«Και ο ασουρές με το βραστό στάρι, τις σταφίδες, τα καρύδια, τα σύκα και το ταρτσίν –την κανέλα– από πάνω, ελληνικό είναι. Το κάνανε οι Βυζαντινοί, που είχαν ωραία σιτάρια, και για λόγους δυσκοιλιότητας…»
Τη διέκοψα για να της πω ότι οι Θρακιώτες, στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας, στις 4 Δεκεμβρίου, κάνουν ανάλογο έδεσμα, που το ονομάζουν «βαρβάρα». Η Αγία Βαρβάρα θεωρείται μάλλον κάτι σαν υποτονική διάδοχος της θεάς Δήμητρας της γεωργίας, γιατί μέσα στο «κολλυβόζουμο», στον χυλό δηλαδή του σιταριού, έβαζαν –και υποθέτω πως συνεχίζουν να βάζουν– διάφορα: λίγα φασόλια, ρεβίθια, φακές, μπιζέλια… Έτσι, για το καλό. Για να ’ναι πλούσια η σοδειά.
«Σεραφινιζέ…» Η Φεριντέ Ζιγιά σήκωσε το ποτήρι της με κόκκινο κρασί της φίρμας «Γιακούτ», που θα πει ρουμπίνι. «Από σταφύλια της Ανατολικής Θράκης φτιάχνεται» μου ψιθύρισε. «Αφιγιέτ ολσούν».
Και τότε εμφανίστηκε ο μάγειρας Φαΐκ, με μια μεγάλη, αστραφτερή, μπρούντζινη κατσαρόλα. Οι μυρωδιές με άρπαξαν και με μετέφεραν στα πιο πολύτιμα παιδικά μεσημέρια που μπορούσα να ανασύρω απ’ το στοκ των ευτυχισμένων μεσημεριών μου.
«Καλοκαιρινό φαγητό… Μπράβο, Φεριντέ!» επιδοκίμασε ο κύριος Ζιγιά, απέναντί μου.
«Κι εμείς το μαγειρεύαμε…» πρόφτασε να προσθέσει η χήρα του εισαγωγέα καφέ Κολομβίας.
«Ήταν το φαγητό σπεσιαλιτέ της γιαγιάς μου» φώναξα κι εγώ με φωνή προφανώς πάνω απ’ το επιτρεπτό όριο, γιατί είδα την έκπληξη στα μάτια της Αλέβ και άλλων.
Ας διαλύσουμε όμως το ορεκτικό σύννεφο μυστηρίου. Η μπρούντζινη κατσαρολάρα, που σήκωνε ο χεροδύναμος μάγειρας Φαΐκ, περιλάμβανε γεμιστά κατσαρόλας: ντομάτες, πιπεριές ή και μικρές «αλατζάδικες» (ριγωτές) μελιτζάνες, παραγεμισμένες με λίγο ρύζι και πλούσιο κιμά, συν όλα όσα βάζουμε στα γεμιστά –μαϊντανό, κρεμμύδι, δυόσμο, πιπέρι, αλάτι, ψιλοκομμένη ώριμη ντομάτα και αγνό ελαιόλαδο. Αντί να μπουν στο φούρνο, βράζουν σε κατσαρόλα προσεκτικά, να μη στραπατσαριστούν, και όταν είναι πια έτοιμα τα περιχύνουμε με αυγολέμονο. Ήρθε και μια σαλάτα δροσερή, από φρέσκια ρόκα και αντράκλα ανάκατη με κομμάτια κατσικίσιου τυριού και ώριμες ντομάτες, αλλά και ένα είδος κεφτέ, γνωστό ως «καντίν μπουντού κιοφτέ». Κεφτές αφράτος σαν τα μπούτια της γυναίκας. Τους προκλητικούς κεφτέδες συνόδευε γιαούρτι πρόβειο με φύλλα δυόσμου.
Ζήτησα άλλη μια πιπεριά απ’ τα «γεμιστά κατσαρόλας», ένα φαγητό που είχα να φάω τουλάχιστον σαράντα χρόνια. Η Φεριντέ Ζιγιά έσκυψε στο αυτί μου:
«Μερικά πράγματα που αγαπάμε μας πονούν βαθιά… Συνήθως τα πιο νόστιμα. Αλλά, όπως πάντα, ακόμα και πίσω απ’ τις νοστιμιές ή τις γεύσεις βρίσκονται οι άνθρωποι».
Δεν είπα τίποτα. Το χαμόγελο της γιαγιάς μου, πεθαμένης απ’ τον Ιούνιο του 1966, ανάβλυζε απ’ την αρωματική αψάδα της πιπεριάς, αναμοχλεύοντας καλοκαιρινούς μεσημεριάτικους ανέμους φορτισμένους απ’ τη σκόνη των παλιών χωμάτινων δρόμων που χάθηκαν.
Ύστερα κατέφθασε το δημοφιλές, αλλά δύσκολο στην υποτιθέμενη απλότητά του, «χιουνκιάρ μπεγεντί». Το κρέας με τη μελιτζάνα πουρέ, φημισμένο φαγητό, που ήταν και απ’ τα αγαπημένα των σουλτάνων. Άλλωστε αυτό ακριβώς σημαίνει και η ονομασία του: «χιουνκιάρ» ήταν ένα από τα ονόματα του σουλτάνου, ενώ «μπεγεντί» είναι χρόνος του ρήματος «μπε(γ)ενμέκ», που θα πει αρέσω.
Για βράδυ, όλο αυτό το φαγητό, παρά τη νοστιμιά και την τέχνη με την οποία είχε μαγειρευτεί απ’ τον Φαΐκ, ήταν εξαιρετικά βαρύ. Να όμως που δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Βοήθησε και το κρασί και η κουβέντα και η γλώσσα που λύθηκε, ανασύροντας θέματα απ’ τα παλιά και τα καινούργια. Στο τέλος θυμήθηκαν και το ευρωπαϊκό μέλλον τους κι εκεί ελαφρώς βγήκαν μαχαίρια.
«Είμαστε Ευρώπη, θέλουν δεν θέλουν!» φώναζε μια απ’ τις κυρίες με το μαλλί-ανεμώνα. «Σε μας χρωστάνε μέχρι και τα περιβόητα κρουασάν τους».
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Βιέννη γλίτωσε από τη δεύτερη πολιορκία των Οθωμανών, τον 17ο αιώνα, οι φούρνοι, σε ανάμνηση της «σωτηρίας», έψησαν με απαλή ζύμη και βούτυρο το ψωμοειδές κρουασάν, σε σχήμα… μισοφέγγαρου!
Οι κύριοι άναψαν τσιγάρα χαμογελώντας σαρδόνια, σαν να είχαν βαθύτερη επίγνωση για τις ευρωπαϊκές φοβίες έναντι της ένταξης των Τούρκων στην Ενωμένη Ευρώπη.
«Για να μη μιλήσουμε περί μουσικής, όταν τα αλά τούρκα γίνονταν τα πιο περιζήτητα μουσικά κομμάτια» είπε ξαναμμένη η χήρα Παπαδάκη από δίπλα μου.
«Η Τσιλέρ, επί των ημερών της, ήταν σαφής. Το ευρωπαϊκό χριστιανικό κλαμπ δεν μας θέλει. Τι λέτε κι εσείς, ως Γιουνάν, κύριε;» μου όρμησε ένας σιωπηλός ως εκείνη τη στιγμή ηλικιωμένος με ευγενικά χαρακτηριστικά.
«Τα ευρωπαϊκά μου λιπαρά είναι απίστευτα χαμηλά τον περισσότερο καιρό» ψέλλισα. Και μάλλον ουδείς κατάλαβε τα τουρκικά μου.Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 97-102.
Μετάβαση στο σημείο: Πολίτικες απολαύσεις