Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Χώροι Λατρείας: τζαμιά και εκκλησίες Χώροι Λατρείας: τζαμιά και εκκλησίες
Πολλά τα τεμένη στην Κωνσταντινούπολη, μερικά από αυτά αρχιτεκτονικά στολίδια. Λιγότερες οι βυζαντινές εκκλησίες αλλά πολλές από τις εναπομείνασες εξίσου σπουδαίες. Δεσπόζει φυσικά η Αγία Σοφία (Ayasofya) που από χριστιανική εκκλησία και μουσουλμανικό τέμενος έχει εδώ και 80 χρόνια μετατραπεί σε μουσείο. Ο Καραγάτσης δίσταζε να εισέλθει αλλά τελικά υπέκυψε. Στο εσωτερικό της θα μας συνοδεύσουν οι ημερολογιακές καταγραφές του Σεφέρη, και εν μέρει του Edward Everett, καθώς και το μυθιστόρημα του Μίλοραντ Πάβιτς Τελευταία αγάπη στην Κωνσταντινούπολη. Η Μαριάννα Κορομηλά από την άλλη, αναζητώντας τα ίχνη της Μαρίας Κομνηνής Παλαιολογίνας, περιπλανιέται στη Μονή της Χώρας (Kariye Müzesi) με τα περίφημα ψηφιδωτά της και μας επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε στην πλούσια ιστορία της.
Εισερχόμαστε στον κόσμο των μουσουλμανικών τζαμιών με τον Καραγάτση ο οποίος, αφού μας δώσει μια γενική εικόνα τους, θα μας εξηγήσει, ανάμεσα σε άλλα, τη διαφορά τους από το μετζήτ. Ο Everett θα εκτελέσει χρέη ξεναγού σε αρκετά τεμένη, καθώς και στην Αγία Σοφία, όμως το Sultanahmet, αλλιώς Μπλε τζαμί, το αριστούργημα του αρχιτέκτονα Sedefkar Mehmed Agha, μαθητή του Σινάν, το μοναδικό στην Τουρκία που έχει έξι μιναρέδες, ξεδιπλώνεται μαγευτικά μέσα από την αφήγηση του Θεόφιλου Γκωτιέ. Στο άλλο σπουδαίο τέμενος του ίδιου του Σινάν, το Süleymaniye, θα μας ξεναγήσει η Σοφία Σπανούδη. Οι γκραβούρες και τα σχέδια του 19ου αι. (C. Biseo, A.L. Castellan, E. Flandin) μας δίνουν μια εικόνα για το τι περίπου αντίκριζαν οι παλιότεροι περιηγητές, όπως και η πιο σύγχρονη φωτογραφία του Ara Güler. Ερχόμενοι στο σήμερα, το βίντεο από την εκπομπή της Μάγιας Τσόκλη, μας συστήνει ένα σύγχρονο τζαμί, διακοσμημένο, μάλιστα για πρώτη φορά από γυναίκα.
Περιπλάνηση στον κόσμο...
Ο θρύλος λέει πως αν τύχει να βρεθείς στην Αγιά Σοφιά την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής –Χριστούγεννα ή Πάσχα– κι άξαφνα ακούσεις κάποια αόρατη χορωδία να ψέλνει τροπάρι θλιβερό ενώ, την ίδια στιγμή, τα τέσσερα τεράστια σεραφείμ του τρούλου αργοσαλέψουν τις εικοσιτέσσερις φτερούγες τους, σημαίνει πως θα πεθάνεις μέσα στη χρονιά. Αυτός είναι ένας από απ’ τους λόγους που μπήκα στη Μεγάλη Εκκλησία με ψυχή τρομαγμένη, ανήμερα Μέγα Σάββατο. Γιατί όσο κι αν ο Θεός του άχαρου αιώνα μας –ο ορθολογισμός– πασχίζει να στεγνώσει την ψυχή μας, δεν κατορθώνει να εξατμίσει όλη τη δροσιά της που πηγάζει από την αταβιστική πίστη του θρύλου. Ορθολογισμένος ή μεταφυσικός, ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος. Κι ο άνθρωπος φοβάται τον θάνατο. Κι ο άνθρωπος, αν και ξέρει πως θα πεθάνει, αρνείται να γνωρίσει το πότε θα πεθάνει. Ειδάλλως η ζωή, όσο απόμακρα κι αν βρίσκεται το γνωστό τέρμα της, θα ήταν αβάσταχτη για τον άνθρωπο.
Θα μπορούσα να μην πήγαινα Μέγα Σάββατο στην Αγιά Σοφιά. Θα μπορούσα να έκανα μια μέρα υπομονή και να πήγαινα Πάσχα ανήμερα. Η πρώτη μου σκέψη –η πρώτη μου απόφαση– ήταν αυτή. Έτσι διάβηκα τη γέφυρα του Γαλατά με σκοπό να πάω κατ’ ευθείαν στα Πατριαρχεία, να λειτουργηθώ στη μικρή εκκλησιά που είναι η καρδιά μιας μεγάλης Εκκλησίας. Καθώς όμως έφτασα στη μέση της γέφυρας, είδα να ορθώνεται η Μεγάλη Εκκλησία που κάποτε –εδώ κι αιώνες πολλούς– ήταν η καρδιά της μεγάλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κάτι περισσότερο: ο ομφαλός και το υλικό σύμβολο μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας κι ενός φωτεινού πολιτισμού. Μέσα στη χρυσωπή καταχνιά του απριλιάτικου πρωινού φάνταζε σαν φρούριο κραταιό κι απροσπέλαστο, κύβος άχαρος στεγασμένος με τη μεγαλόπρεπη χάρη του χαμηλού θόλου, πλαισιωμένος από τη σκληρή ανορθογραφία των τεσσάρων μιναρέδων, που λόγχιζαν τον ουρανό με πρόκληση αδέκαστη. Και τότε κατάλαβα πως δεν μπορούσα να προσθέσω ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή στα σαραντατρία χρόνια της ζωής μου που κύλησαν με την προσμονή και τη λαχτάρα πότε θα ιδώ την Αγιά Σοφιά. Πότε θα διαβώ την πύλη τη βασιλική. Πότε θα νιώσω να σχηματίζεται, ολόγυρα από το ευτελές σαρκίο μου, το θεώρημα της χρυσής ύλης που διαλαλεί ότι το μη πεπερασμένο χάος μόνο με το πεπερασμένο της ύλης αποδείχνεται. Πότε η ελληνική ψυχή μου θα σμίξει σφιχτά με αυτή την ύλη, τη διαποτισμένη με δεκαπέντε αιώνων τραγικό ελληνικό μεγαλείο. Έτσι έσκυψα το κεφάλι στο πεπρωμένο. Και πήρα τον δρόμο της Αγιά Σοφιάς…Μέρες Ε΄...
Κυριακή, 27 Αυγούστου
Συλλογίζομαι με δέος πως όταν γυρίσουμε στην Άγκυρα θα πρέπει να μείνουμε στο ξενοδοχείο· από το τέλος Ιουλίου δεν έχουμε πια σπίτι· τα διαλύσαμε όλα περιμένοντας διαταγές από μέρα σε μέρα. Τρεις μήνες τώρα, είμαστε εν κινήσει και δεν ξέρουμε που πάμε. Γράφεις· δεν ξέρεις αν διάβασαν καν τα γράμματά σου. Ακούμε διαδόσεις και κάνουμε σχέδια για πόλεις που δε θα ιδούμε πιθανότατα ποτέ. Έχουμε γίνει μια φάμπρικα εκνευρισμού. Πώς δουλεύει κανείς έτσι; Άδικα σπαταλημένος τόσος καιρός.
Ανάγκη για χάζεμα· βγήκαμε στους δρόμους και καταλήξαμε στην Αγια-Σοφιά. Το Μουσείο, όπως τη λένε τώρα, ανοίγει τις Κυριακές στη μια. Έτσι περίσσεψε καιρός για να προσέξω την εξωτερική της όψη· όχι από εκεί που μπαίνουμε τώρα, αλλά τη δυτική, την κυρία είσοδο, την κλειστή. Μπροστά της πολλά σαρίδια, όμως είναι το μόνο μέρος που μπορεί να δώσει μιαν ιδέα, έστω και πολύ αμυδρή, του προσώπου της εκκλησιάς.
Πάντα καινούρια η κατάπληξη, κάθε φορά που μπαίνω στο μέγα μοναστήρι: αυτός ο τρυφερός ανασασμός του χώρου.
Ξανακρέμασαν τα μεγάλα στρογγυλά σκουτάρια με τα μουσουλμανικά καλλιγραφήματα. «Είναι έργα μεγάλων καλλιγράφων» είχε εξηγήσει ο Ραμαζάνογλου. «Δοκιμάσαμε να τα βγάλουμε· δεν τα χωρούσαν οι πόρτες· τα ξανακρεμάσαμε για να μην τα καταστρέψουμε». Από τα χέρια αυτού του ανθρώπου κρέμουνται τα βυζαντινά μνημεία της Πόλης. Είναι τόσο χτυπητά αυτά τα πρασινόχρυσα έργα και τόσο θαυμάσια τοποθετημένα, που δεν αφήνουν ούτε μια γωνιά όπου να μπορείς να κοιτάξεις, χωρίς να παρεμβάλουν την καμπύλη τους που κόβει σαν πριόνι τις γραμμές της εξαίσιας οικοδομής.
Η Αγια-Σοφιά είναι, πριν από τις λεπτομέρειες, το άπλωμα και το φτερούγισμα ενός χώρου κάτω από τον τρούλο· μια ευρυχωρία γραμμών που ανασαίνουν. Αυτές τις γραμμές, αυτά τα φτερουγίσματα, τα πρασινόχρυσα σκουτάρια τις κόβουν και τις κομματιάζουν σα να ήταν οι τροχοί που βασάνισαν την Άγια Αικατερίνη.
Κοντά σ’ αυτά «που δεν τα χωρούσαν οι πόρτες», μείναν και ξανακρεμάστηκαν και τα μικρά, τα μακρόστενα, προς το μέρος του ιερού, καθώς και τα τούρκικα μπαϊράκια. Από την τελευταία φορά που είδα το ναό, έχει γίνει μια συστηματική μουσουλμανική αποκατάσταση, προσβλητική για όποιον άνθρωπο σέβεται τα μεγάλα μνημεία της τέχνης.Τελευταία αγάπη στην Κ...
Αν θυμηθείς την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, θα είναι μια Πόλη, αν την θυμηθείς στη Ρώμη, θα είναι άλλη Πόλη.
Στην τεράστια πόλη που χτίστηκε σε τρεις θάλασσες και πίσω από τους τέσσερις ανέμους, σε δυο στεριές και κάτω από το πράσινο κρύσταλλο του Βοσπόρου, εγκαταστάθηκαν στην αρχή του φθινοπώρου. Οι νύχτες αναποδογυρίζονταν σαν κάλτσες στο σπίτι τους πάνω στο νερό, στο σπίτι που μετρούσε καράβια και ανέμους, καθώς εκείνοι κατέβαιναν στην όχθη να αγοράσουν αρωματικά λάδια. Στην Ιερισένα άρεσε αυτό πάρα πολύ, κι έτσι, όποτε ευκαιρούσαν, πήγαιναν σ’ ένα μικρό μαγαζάκι στην καρδιά του Μισίρ-τσαρσί, που έβλεπε στον Κεράτιο Κόλπο, για να πιουν λευκό τσάι με χασίσι και να δουν τα παιδιά να ψαρεύουν χωρίς δόλωμα. Σ’ εκείνο το μέρος, υπήρχαν τόσα ψάρια που έφθανε να ρίξουν το αγκίστρι τους για να βγάλουν λεία. Στο μαγαζί αυτό συνάντησαν έναν παράξενο ανθρωπάκο με σκοινί αντί για κολάρο στο πουκάμισό του, που τους είπαν πως είχε σέρβικο αίμα, αλλά τούρκικη θρησκεία. Αυτός ο άνθρωπος κατέβαινε μία φορά τον μήνα από το Καπαλί-τσαρσί ως τον Κεράτιο και περνούσε από το μαγαζί για να αγοράσει αρώματα. Με τον πωλητή συζητούσαν μονίμως τα ίδια πράγματα, σαν να επαναλάμβαναν κάποια προσευχή.
[…]
Παντρεύτηκαν την Κυριακή της Αγίας Τριάδος, τη στιγμή που αγαπιούνταν όσο ποτέ πριν.
Η Ιερισένα Όπουγιτς πήγαινε συχνά τον άνδρα της έως τον ναό της Σοφίας που, υπό τον τούρκικο ζυγό, δεν ήταν πια εκκλησία αλλά ούτε και τζαμί. Έμπαιναν στην πελώρια βαριά σκιά της εκκλησίας, που, σε σύγκριση με τον ναό ήταν ό,τι κι ο θάνατος σε σύγκριση με τον ύπνο. Εκεί, στην εκκλησία, παραμόνευε ένας ψηλός κίονας με μια μπρούντζινη ασπίδα καρφωμένη στην πέτρα. Στην ασπίδα υπήρχε ένα άνοιγμα όπου βάζει κανείς τον αντίχειρά του, ενώ με την παλάμη διαγράφει έναν κύκλο γύρω από το δάχτυλο στην τρύπα και κάνει μιαν ευχή. Αλλά ο Θεός, σ’ εκείνους που αγαπάει, χαρίζει τη μεγαλύτερη ευτυχία και τη μεγαλύτερη δυστυχία συνάμα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Σωφρόνιος δεν τολμούσε να μπει μέσα. Καθισμένος όμως στη σκιά εκείνου του τεράστιου κτίσματος, αισθανόταν πως ο ναός είχε ακόμα μία σκιά. Κάτω από τα θεμέλιά του άνοιγαν, στα σπλάχνα της γης, τρούλοι, χώροι για ψάλτες και κίονες διαγώνιοι, πέτρινες επιφάνειες που οδηγούσαν στο βάθος, προς τα υπόγεια νερά του Βοσπόρου και προς το γλυκό νερό της στεριάς, καθρεφτίζοντας τον ναό από πάνω τους, όπως ο απόηχος μιμείται τη λέξη. Αυτό το υπόγειο περίγραμμα αποτελούνταν από ήχους, αλλά και από στέρεα υλικά, όπως και όσα υπήρχαν πάνω του. Όχι μόνο στο νερό, η Αγία Σοφία καθρεφτιζόταν και στο εσωτερικό της Γης.
Αλλά μέσα στη Γη καθρεφτιζόταν κι ο ουρανός από πάνω της. Ξαφνικά, ο Σωφρόνιος άρχισε, εκεί, κάτω από τη σκιά της Αγίας Σοφίας, να παρακολουθεί την κίνηση των υπόγειων μεταλλικών γαλαξιών, οι οποίοι ήταν αλάνθαστα συνδεδεμένοι, όπως ο απόηχος με τον ήχο, με τους ουράνιους γαλαξίες των αστεριών, ξεχώριζε πεντακάθαρα κάτω από τον φλοιό της Γης τις κινήσεις του Καρκίνου, του Ζυγού, του Λέοντα ή της Παρθένου. Γινόταν αστρολόγος της υπόγειας ζώνης του ζωδιακού κύκλου. Αλλά ένιωθε πως η λαχτάρα του, ή η πείνα του, που τον έσπρωχναν προς όλα αυτά, ήταν απλώς μαθητεία και προετοιμασία για κάποιον πλήρη χορτασμό και για μιαν αιώνια εκπλήρωση της επιθυμίας. Και δεν τολμούσε να μπει στον ναό.
«Η σκέψη σου είναι κερί με το οποίο μπορείς να ανάψεις κάποιο ξένο κερί, πρέπει όμως να έχεις φωτιά», σκεφτόταν ο Σωφρόνιος. Η δική του φωτιά βρισκόταν όμως κάτω από τη γη.
Έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, ο έμπορος τους προσκάλεσε ξανά για τσάι. Είχε αποκτήσει εκείνο που ήθελε από καιρό να τους δείξει. Όταν κατέβηκαν στο μαγαζί του, βρήκαν και τον ανθρωπάκο με το σκοινί γύρω από το λαιμό του. Μύριζε έβενο κι ο πωλητής τους ψιθύρισε πως έτσι μύριζε ο ιδρώτας του γέρου.
—Ιδρώνουν τ’ αυτιά του. Μόνο που ο ιδρώτας του είναι τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, πρόσθεσε ο πωλητής, γέλασε, και βγάζοντας από το σαρίκι στην παλάμη του ένα νόμισμα, τους το έδειξε.
—Λεφτά σφυρηλατημένα στην κόλαση, είπε ψιθυριστά, ενώ το νόμισμα έλαμψε σαν να απαντούσε σ’ αυτά τα λόγια. Ο έμπορος τότε σήκωσε κάτω από τον πάγκο και έβαλε μπροστά τους έναν κάδο με νερό και ζήτησε από την Ιερισένα να ρίξει το νόμισμα στο νερό. Το νόμισμα δεν εννοούσε να βουλιάξει. Αυτό εντυπωσίασε την Ιερισένα, αλλά ο Σωφρόνιος, κουβαλώντας τη σκιά της Αγίας Σοφίας μέσα του, αισθάνθηκε πως το νόμισμα το είχαν χύσει από μείγμα μπρούντζου, ασημιού και γυαλιού, μολονότι το έβλεπε πρώτη φορά. Κι όντως, όταν το έβαλε στο στόμα, άκουσε μέσα του το βουητό του ασημένιου ορυκτού και την κρυστάλλινη φωνή του γυαλιού που είχε φτιαχτεί σε υπόγεια φωτιά. Αλλά πιο δυνατά από αυτό το βουητό άκουσε κάτι που έμοιαζε με τον ήχο της χάλκινης σάλπιγγας.
—Υπάρχουν άλλα δύο τέτοια νομίσματα, ακούστηκε εκείνη τη στιγμή ο χτίστης, που παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν.
—Μ’ αυτό αγοράζεις το αύριο, με τα άλλα δύο το σήμερα και το χθες, είπε απευθυνόμενος στον Σωφρόνιο. Στην Ιερισένα φάνηκε πως ο χτίστης κι ο Σωφρόνιος δεν συναντιούνταν πρώτη φορά, πως γνωρίζονταν από παλιά και πως μεταξύ τους υπήρχε κάτι σαν συμφωνία να συναντιούνται ακριβώς εκεί, στο Μισίρ-τσαρσί.
Επιβεβαιώνοντας, λες, αυτές τις σκέψεις, ο νεαρός Όπουγιτς πλήρωσε σιωπηλά για το νόμισμα. Και την επομένη πήγε κατευθείαν στην Αγία Σοφία.
Μόλις μπήκε στον ναό, ένιωσε χαμένος, σαν να βρισκόταν σε κάποια τεράστια πλατεία, που για την ακρίβεια ήταν μια εκκλησία κάτω από τον τρούλο. Μέσα της βασίλευε απόλυτο σκοτάδι, μόνον από τις τεράστιες κλειδαρότρυπες βαρούσε το φως του ήλιου. Το βλέμμα του πέρασε πάνω απ’ όλους τους κίονες του ναού, πουθενά όμως δεν είδε την μπρούντζινη ασπίδα. Μόνο σε μια κολόνα έλαμπε μια ηλιαχτίδα σε ύψος ανθρώπου. Όταν πλησίασε, κάτω από αυτή την ηλιαχτίδα ανακάλυψε την ασπίδα και την τρύπα μέσα της. Έβαλε τον αντίχειρά του, σαν στο άνοιγμα κάποιας τεράστιας μπρούντζινης σάλπιγγας, και διέγραψε έναν κύκλο ψιθυρίζοντας την επιθυμία του σαν όρκο. Όμως τίποτε δεν συνέβη.
Η Μαρία των Μογγόλων...
Στο τρένο για το Λονδίνο προσπάθησα να εντοπίσω πότε και πώς μου μπήκε η ιδέα για το βιβλίο της Μαρίας. Ξαναγύρισα στο χρονικό της γνωριμίας μας. Όχι στα δελτία, όπου την είχα καταγράψει και παρατήσει, αλλά όταν την είδα γονατισμένη στον εσωνάρθηκα του καθολικού της Μονής της Χώρας. Ήταν Μάιος του 1977. Η πρώτη επίσκεψη μου στην Πόλη.
«…ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟY ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΟΝ ΜΟΥΓΟΥΛΊΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ»
Λεπτές, λεπτότατες ψηφίδες από μάρμαρο σε μία καταπληκτική διαβάθμιση του απαλού ρόδινου. Κόκκινες, καφετιές και πρασινωπές για την απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Η ευγένεια της μορφής της είναι απαράμιλλη. Ίσως να την τονίζει ακόμα περισσότερο η καλύπτρα που φορά, αυτό το κατάμαυρο μαφόρι που περιβάλλει του πρόσωπο της και το κλείνει από παντού, για να την προστατεύει από τα δεινά του έξω κόσμου. Η επιδερμίδα της διάφανη, σαν τις πορσελάνινες γηραιές κυρίες στη ρωσική εκκλησία του Παρισιού. Ηλικιωμένη κι αυτή, γερόντισσα για την εποχή της. Αμφιβάλλω αν την είδε ποτέ ο ήλιος ακάλυπτη, για να της αφήσει τα σημάδια του. Μοιάζει με παιδούλα, αρχοντοπούλα με περγαμηνές τουλάχιστον τριών αιώνων, εφόσον η οικογένεια των Παλαιολόγων εμφανίζεται στο προσκήνιο τον 11ο αιώνα και η απεικόνιση της στη Χώρα έγινε μεταξύ 1316 και 1320. Δεν πιστεύω ότι ο ψηφωτής απέδωσε την εικόνα της ωραιοποιημένη. Ήξερε βέβαια αυτός από πανάγιες και άλλα άγια πρόσωπα, όμως τίποτα γύρω δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Μαρία. Δεν αποκλείεται να την έβλεπε εκεί, κουκουλωμένη στα μαύρα, να προσεύχεται στα πόδια του Χριστού, όσον καιρό ανιστορούσε τον υπόλοιπο ναό. Είναι σαφές πως πρόκειται για προσωπογραφία φτιαγμένη με ιδιαίτερη ευαισθησία.
«…ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟY ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΟΝ ΜΟΥΓΟΥΛΊΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ»
Την κοίταζα συνεπαρμένη. Θυμάμαι μόνον την έντονη επιθυμία να ξαναβρεθώ κοντά της, όταν αντιλάλησε το μνημείο από τις φωνές των φυλάκων που ειδοποιούσαν ότι είχε έρθει η ώρα να κλείσουν.
Θα επέστρεφα οπωσδήποτε. Έπρεπε να ξαναδώ τη Μαρία. Έπρεπε να δω ξανά και τις τοιχογραφίες στο ταφικό παρεκκλήσι (αυτές κυρίως - τα ψηφιδωτά στους νάρθηκες με συγκινούν λιγότερο, παρά τη μεγαλόπρεπη λάμψη τους και την πνοή του παλαιολόγειου ανθρωπισμού, αλλά οι αγιογραφίες στο κατάγραφο παρεκκλήσι έγιναν μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής μου).
Θα επέστρεφα εξάπαντος. Η Χώρα δεν είναι μνημείο της μίας επίσκεψης· ούτε μία ολόκληρη ζωή αρκεί. Άλλωστε, μόλις είχα αρχίσει να ανακαλύπτω την Πόλη, την υπαρκτή Πόλη, και με είχε κυριεύσει απίστευτη βουλιμία.
[…]
Συνέδεσα τους γυρισμούς μου στην Πόλη με την αναζήτηση της Μαρίας. Πάντα στη Μονή της Χώρας, «τη Χώρα των Ζώντων», «τη Χώρα του Αχωρήτου». Σε αυτή τη χώρα τη συναντώ, γονατιστή στα πόδια του Χριστού «Χαλκίτη». Οι ψηφίδες του μαύρου ολόσωμου ενδύματος, το οποίο περιγράφει το πρόσωπο κι αφήνει ακάλυπτα μόνο τα χέρια της από τον καρπό και κάτω, είναι φτιαγμένες από θαμπό γυαλί, σε αντίθεση με τις μαρμάρινες που χρησιμοποιήθηκαν για το πρόσωπο και τα χέρια. Μαύρο γυαλί χωρίς γυαλάδα. Η μοναχή Μελάνη. Ικέτης.
Τη βλέπω πάνω από γιαπωνέζικους ώμους, ανάμεσα από παλτά και ομπρέλες, πίσω από φοιτητικά σακίδια και πηλήκια φυλάκων, μισοκρυμμένη από το σώμα ενός ξεναγού που εξηγεί την ψηφιδωτή Δέηση σε μία ομάδα Καναδών. Τα γκρουπ περνάνε και φεύγουνε· διερωτώμαι τι είδε ο καθένας από τους χιλιάδες τουρίστες που μπήκε για μισή ώρα στη Χώρα. Μα ούτε κι εγώ ξέρω τι είδα την πρώτη φορά και τι παρατήρησα την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Μήτε μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές πήγα τα τελευταία τριάντα χρόνια, σίγουρα είναι πάνω από 150, αλλά δεν έχω πλήρη συνείδηση τι βλέπω και πώς το ξαναβλέπω κάθε φορά, τι αποκομίζω βγαίνοντας, πόσες επισκέψεις θα χρειαστούν ακόμα μόνο για τη Μαρία, πόσες για τα υπόλοιπα ψηφιδωτά του ναού και πόσες για το ταφικό παρεκκλήσι. Το μόνο ορατό στοιχείο (πέρα από την κατακόρυφη αύξηση των τουριστών) είναι ότι τα χρώματα των νωπογραφιών στο παρεκκλήσι έχουν υποστεί σημαντική φθορά. Έχασαν τη ζωντάνια και τη λάμψη τους, καθώς η υγρασία δημιούργησε ένα στρώμα σα λεπτότατη γάζα που κάλυψε όλες τις επιφάνειες του μακρόστενου ναού, μέχρι τη βάση του τρούλου. Οι άγγελοι στον τρούλο είναι όπως τους είδα εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα του 1977. Σε υπέρτατη δόξα η χρωματική κλίμακα της παλαιολόγειας τέχνης. Λουσμένη σε φως ιλαρό.
Εκείνο το απόγευμα διείσδυσε η Μαρία στα άδυτα.
«…ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟY ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΟΝ ΜΟΥΓΟΥΛΊΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ»
Η κόρη του Μιχαήλ και αδελφή του Ανδρόνικου θα γινόταν η δική μου Μαρία.Μαριάννα Κορομηλά, Η Μαρία των Μογγόλων, Πατάκης, 2008, σ. 173-174 & 179-181.
Περιπλάνηση στον κόσμο...
Τα τζαμιά της Πόλης… Πρέπει να τα ιδείτε το βράδυ κάποιας μουσουλμανικής γιορτής, όταν οι μιναρέδες τους είναι φωταγωγημένοι· και τότε μονάχα θα νιώσετε τη φαντασμαγορική γοητεία που προσδίδουν στην εξαίσια αυτή πολιτεία, με την αλληλουχία των ημισφαιρικών τρούλων και το δάσος των μιναρέδων τους. Μα η γοητεία του τζαμιού δεν γεννιέται μόνο από τη δυνατότητά του να διακοσμήσει μια πόλη ή ένα τοπίο. Πρέπει κάποιο ανοιξιάτικο ή φθινοπωρινό απομεσήμερο να επισκεφθείτε ένα οποιοδήποτε τέμενος. Αν τύχει κι είναι «μετζήτ» -δηλαδή τελείως ιδιωτικό που συντηρείται από ίδρυμα φιλανθρωπικό (βακφ)-, τότε θα απολαύσετε τη μοναξιά και την ηρεμία του ιερού αυτού τόπου. Ένας μουεζίνης καλεί τους πιστούς από το ύψος του μιναρέ για τη βραδινή προσευχή. Ένας αγαθός ιμάμης, καθισμένος σταυροπόδι πάνω στα ιερά χαλιά, που διαβάζει το κοράνι σειώντας το κορμί του μπρος-πίσω. Μερικοί πιστοί που επικαλούνται τον Αλλάχ με παλάμες υψωμένες στον ουρανό, κι ύστερα τον προσκυνούν ακουμπώντας το μέτωπο στο δάπεδο. Μερικά περιστέρια που γρούζουν στον αυλόγυρο. Μερικοί τάφοι Μπαμπάδων –αγίων ανθρώπων–πνιγμένοι μέσα στ' αγριόχορτα. Μερικά δέντρα –πλατάνια, μουριές, κυπαρίσσια- που δροσίζουν τον αυλόγυρο με την ευεργετική τους σκιά. Κι ολόγυρα απ’ όλα αυτά κάποια γαλήνη υπερκόσμια, που λούζει την ψυχή του ανθρώπου με βάλσαμο καλοσύνης κι ευδαιμονίας.
Αν πάλι το τέμενος είναι σουλτανικό (τζαμί), τότε θα αντικρίσετε κάτι το κάπως αλλιώτικο. Αντί όμως να περιγράψουμε αυτό το αλλιώτικό, ας κάνουμε κάτι άλλο: ας ξεκινήσουμε να επισκεφθούμε τα τζαμιά της Πόλης. Ας απολαύσουμε την αρχιτεκτονική ομορφιά τους. Ας θυμηθούμε τα ιστορικά γεγονότα που είναι συνυφασμένα με την υλική τους ύπαρξη. Ας αναπολήσουμε τους θρύλους που τα περιβάλλουν. Ας αφήσουμε την ψυχή μας να λουσθεί στη γοητευτική τους ατμόσφαιρα.
Αρχιτεκτονικώς τα τζαμιά της Πόλης δεν είναι παρά σχεδόν αντιγραφή του βυζαντινού ναού. Το όνειρο όλων των σουλτάνων ήταν να κτίσουν ένα τζαμί που να ξεπεράσει την Αγιά Σοφιά σε μέγεθος κι ομορφιά. Έκαναν ό,τι μπορούσαν. Μα δεν το κατάφεραν… Η μοναδική αρχιτεκτονική διαφορά του οθωμανικού τεμένους απ’ τον βυζαντινό ναό είναι ότι το «αίθριον» μετάλλαξε σε περίβολο με περιστύλιο, με δάπεδο μαρμαρόστρωτο και με μια κρήνη στο κέντρο. Γύρω από το κυρίως κτίριο ξαπλώνεται μια μεγάλη αυλή, πάντοτε δεντροφυτευμένη, όπου ένα πλήθος γραφικό συνωστίζεται: μανάβηδες, ιεροκήρυκες, χατζήδες της Μέκκας, θαυματοποιοί, πλανόδιοι κομπογιαννίτες, εμποράκοι που πουλούν θρησκευτικά βιβλία και ιερά αντικείμενα, δημόσιοι γραφιάδες, μπαρμπέρηδες, ζητιάνοι, τρελοί –που θεωρούνται άνθρωποι άγιοι- καφετζήδες κι άλλο ένα σωρό υποκείμενα, που προσδίδουν στον χώρο χαρακτήρα ανατολίτικου παζαριού. Ολόγυρα στην αυλή υπάρχουν πολλά μικρά κτίρια, όπου στεγάζονται σχολεία, άσυλα, ξενοδοχεία, χαμάμια, φιλανθρωπικά μαγέρικα, θρησκευτικές βιβλιοθήκες, ιερατικές σχολές κ.λπ. Ακόμα πιο πέρα ξαπλώνεται το νεκροταφείο με τους κοινούς τάφους και τους επίσημους «τουρμπέδες», όπου είναι θαμμένοι σουλτάνοι, πρίγκιπες και πασάδες. Καθώς λοιπόν βλέπετε το τζάμι δεν είναι όπως το μετζήτ – δηλαδή ένας τόπος προσευχής, ηρεμίας και περισυλλογής. Αλλά κάτι ανάλογο με τη δική μας εκκλησία, που βρίσκεται σε πανηγύρι συνεχές!
Σελίδες ημερολογίου...
Ο Sir Robert Liston εξασφάλισε άδεια να επισκεφθεί τα τζαμιά κι είχε μια συνοδεία σαράντα τουλάχιστον περίεργων Φράγκων. Είδαμε το Σουλτάν Σελίμ, το Κλεσσά τζαμί ή τζαμί της άλωσης, το Σουλτάν Μαχμούτ, το Σουλεϊμάν, το Οσμάν, το Αχμέτ και την Αγιά Σοφιά.
Σε όλα τα τζαμιά, με εξαίρεση την Αγιά Σοφιά, μπορούσες παλαιότερα να μπεις πληρώνοντας κάτι λίγο στους φύλακες. Αυτό ίσχυε ειδικά επί Σελίμ, που έδειχνε πάντα σεβασμό στους Φράγκους. Ο τωρινός σουλτάνος, είτε από φανατική θρησκοληψία είτε για λόγους παραδειγματισμού, εξαιτίας της τύχης του ξαδέρφου του, σταμάτησε την πολιτική αυτή και πια τίποτε δε σου επιτρέπει την είσοδο εκεί, εκτός από το δικό του φιρμάνι. Αυτό πήρε ο Sir Robert Liston, μαζί με έναν ιμάμη έφιππο να τον οδηγεί. Το πρώτο τζαμί που είδαμε, το Σουλτάν Σελίμ Α΄, είναι μικρότερο από τα περισσότερα βασιλικά τζαμιά. Είναι ροτόντα σαν το Πάνθεον, αν και δεν συγκρίνεται στο ύψος. Ο τρούλος στηρίζεται σε αψίδες και αντίθετα από ό,τι στο Πάνθεον δεν συνεχίζεται από το ίδιο υλικό. Το Κλεσσά τζαμί –που θα πει τζαμί εκκλησία- έχει επίσης και τουρκικό όνομα, που σημαίνει τζαμί της άλωσης. Ήταν εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Αικατερίνη κι έγινε τζαμί στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σώζονται μεγάλα τμήματα από την αρχαία διακόσμηση: οι άγιοι από μωσαϊκό στην οροφή, ένας δύο άγγελοι σε γλυπτό από τον μεσαίωνα, με τα κεφάλια τους σπασμένα από τους Τούρκους και μία μεγάλη ελληνική επιγραφή με διακοσμητικά βυζαντινά γράμματα.
Το Σουλτάν Μαχμούτ είναι από τα μεγαλύτερα τζαμιά. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι του Μωχάμετ του Β΄. Είναι χτισμένο σε σχήμα ελληνικού σταυρού, αν και οι βραχίονες του σταυρού είναι τόσο μικροί που μοιάζει σχεδόν με ροτόντα. Οι τέσσερις πλευρές είναι κατασκευασμένες με τεράστιες αψίδες γεμάτες από πολλές παράλληλες σειρές παραθύρων. Από τον τρούλο κρέμονται πάρα πολλές γυάλινες λάμπες. Στο ιερό βρίσκονται δύο τεράστια καντηλέρια δώδεκα πόδια ύψος και σχεδόν ένα πόδι σε διάμετρο. Στα αριστερά του ιερού είναι ένας άμβωνας, υψωμένος γύρω στα δέκα πόδια από το έδαφος, για τους ψάλτες˙ στα δεξιά, ένας άλλος λίγο ψηλότερος και προστατευμένος με ένα επίχρυσο καφασωτό, για τον Υψηλότατο. Ανάμεσα στα καντηλέρια βρίσκεται το Μιραμπά, ή το ιερό σκαμνί, πάνω στο οποίο ανοίγεται το Κοράνι. Γύρω στους τοίχους φράσεις από το Κοράνι επιχρυσωμένες και σκαλισμένες σαν τις δικές μας πινακίδες – από τα γράμματα αυτά κάποια γράφτηκαν από τον τωρινό σουλτάνο, που φημίζεται για την καλλιγραφία του.
Η περιγραφή αυτή αντιστοιχεί και στα υπόλοιπα σπουδαία τζαμιά, που με μικρές παραλλαγές είναι κτισμένα κατά το ίδιο πρότυπο. Το Σουλτάν Σουλεϊμάν είναι το μεγαλύτερο αλλά κατά τα άλλα όχι και το πιο λαμπρό. Το Οσμανικό ή τζαμί του σουλτάνου Οσμάν είναι μικρότερο από τα υπόλοιπα αλλά ελαφρύτερο, πιο ευάερο, και το ωραιότερο˙ του Σουλτάν Αχμέτ, που είδαμε τελευταίο, είναι μοναδικό για τους έξι μιναρέδες του, περισσότερους από όλων των άλλων, χωρίς να εξαιρούμε τη Μέκκα. Το γεγονός αυτό ήταν προσβλητικό για το Ουλεμά, την εκκλησιαστική σύνοδο, καθώς και το κτίσιμο γενικά ενός αυτοκρατορικού τζαμιού από τον Αχμέτ. Τέτοιο προνόμιο δίνεται σε σουλτάνο μόνο σε περίπτωση μεγάλης νίκης ή εξαιρετικά καλής τύχης. Και η βασιλεία αυτού του σουλτάνου αντί να στεφθεί με αυτά τα δύο είναι γνωστή για τις συμφορές των ρωσικών πολέμων, που κόστισαν στην Πύλη τις βόρειες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Όλα τα μεγάλα τζαμιά περικλείονται από ένα τείχος, έχουν αλέες και δέντρα, βρύσες και συνήθως μια αυλή και στοές σαν κι αυτές των παλιών εκκλησιών στη Ρώμη.
Ορισμένοι συγγραφείς είπαν πως ό,τι σώζεται πια από την Αγία Σοφία είναι το ιερό της αρχαίας εκκλησίας. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τι ιδέα έχουν αυτοί για ένα ιερό, που περιλαμβάνει έναν τέτοιο τρούλο και έναν μικρότερο, όπως της Αγίας Σοφίας. Στις δύο πλευρές και μπροστά υπάρχουν στοές στηριγμένες σε κίονες από πορφυρίτη, που υπέστησαν πολλά με τα χρόνια κι έχουν υποστηριχθεί με γερούς σιδερένιους κρίκους. Καθώς η εκκλησία δεν προσανατολίζεται ούτε προς την ανατολή, ούτε προς τη δύση, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να τοποθετήσουν τη βάση του κορανίου, τα καντηλέρια, κ.λπ. σε σχέση γωνίας προς την εκκλησία, πράγμα που δημιουργεί μια δυσάρεστη μορφή. Από τα τέσσερα σεραφείμ στη γωνία του τρούλου τα δύο σβήστηκαν κατά την επισκευή των δύο δυτικών ημίσεων του τρούλου που έπεσαν, ενώ τα πρόσωπα των άλλων δύο έχουν καταστραφεί. Μας δώρισαν κομμάτια από το μωσαϊκό της οροφής. Πήγαμε πάνω στον εξώστη, όπου στις δύο πλευρές υπάρχει μία δεύτερη σειρά κιόνων, και κανείς δεν μας εμπόδισε να εξερευνήσουμε ολόκληρο το κτίριο. Πριν από μερικά χρόνια ο Ρώσος πρέσβης, με μια παρέα κυρίων και κυριών επισκέφθηκαν την Αγία Σοφία και κάποιος από αυτούς έφτυσε στο πάτωμα. Αυτό εξόργισε τους παρόντες Τούρκους και τότε τα αγόρια ενός σχολείου που βρίσκονταν στο τζαμί άρχισαν αμέσως, με πέτρες και ραβδιά, την επίθεση, που έτρεψε την παρέα σε φυγή από το τζαμί και την περιοχή. Η παρέα ήταν τυχερή που γλίτωσε ζωντανή. Όλοι όσοι συναντήσαμε εμείς ήταν απολύτως πολιτισμένοι, και κάποιος καλλιτέχνης στην παρέα, που ήθελε να σχεδιάσει από το εσωτερικό κάθε τζαμιού, δε συνάντησε καμιά αντίσταση. Τα τζαμιά είναι όλα καλυμμένα με ψάθινα χαλάκια και ανάμεσα στις διαδοχικές σειρές των χαλιών η απόσταση που αφήνεται είναι μία ίντσα.Έντουαρντ Έβερετ, Σελίδες ημερολογίου, Άντεια Φραντζή (εισ.–μετ.–σχόλ.), Τροχαλία, 1996, σ. 181-183.
Κωνσταντινούπολη...
Βγαίνοντας από την Αγία Σοφία, επισκέφτηκα μερικά τζαμιά. Το τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ, που βρίσκεται κοντά στο Ατμεϊντάν, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα· η ιδιαιτερότητά του είναι ότι έχει έξι μιναρέδες, γι’ αυτό και του έδωσαν στα τουρκικά το όνομα Αλτί Μιναρελί Τζαμί. Αναφέρω το γεγονός αυτό επειδή έγινε αφορμή, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του οικοδομήματος, μιας έριδας ανάμεσα στον σουλτάνο και τον ιμάμη της Μέκκας. Ο ιμάμης τον μεμφόταν για ασέβεια, για ιερόσυλη αλαζονεία, καθώς κανένας ναός του Ισλάμ δεν θα έπρεπε να φτάνει σε λαμπρότητα την ιερή Κάαμπα, που περιβάλλεται από ισάριθμους μιναρέδες. Οι εργασίες διακόπηκαν και το τζαμί κινδύνευε να μείνει ημιτελές, όταν ο σουλτάνος Αχμέτ, σαν τετραπέρατος που ήταν, βρήκε ένα ευφυές τέχνασμα για να κλείσει το στόμα του φανατικού ιμάμη. Έβαλε να υψώσουν έναν έβδομο μιναρέ στην Κάαμπα.
Το τζαμί του Αχμέτ κόστισε υπέρογκα ποσά, και έχουν υπολογίσει ότι κάθε δράμι πέτρας ανερχόταν στα τρία άσπρα. Όποιο κι αν ήταν το σύνολο του προϋπολογισμού, αξίζει ό,τι κόστισε. Ο ψηλός τρούλος του στρογγυλεύει μεγαλειωδώς στη μέση πολλών ημιθολίων, ανάμεσα στους έξι ένδοξους μιναρέδες του που στεφανώνονται από περίκομψα μπαλκόνια όμοια με βραχιόλια. Μπροστά του έχει μια αυλή που την περιβάλλουν κολόνες με μαύρα και άσπρα κιονόκρανα και μπρούτζινες βάσεις, και οι αψίδες τις οποίες υποστηρίζουν σχηματίζουν ένα τετραπλό περιστύλιο ή στοά. Στη μέση της αυλής ορθώνεται μια κρήνη περίτεχνη, γεμάτη πολύπλοκα αραβουργήματα, περιπλοκάδες και συμπλέγματα, και σκεπασμένη μ’ ένα χρυσαφένιο κουβούκλιο σαν κλουβί, για να προστατεύει σίγουρα την καθαριότητα των νερών που προορίζονται για τους καθαρμούς.
Το αρχιτεκτόνημα αυτό έχει μια τεχνοτροπία ευγενική, αρμονική, και θυμίζει τις καλές εποχές της αραβικής τέχνης, αν και δεν έχει κατασκευαστεί πολύ πριν από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα. Μια μπρούντζινη θύρα, με δυο τρία σκαλιά, οδηγεί στο εσωτερικό του τζαμιού. Αυτό που εντυπωσιάζει αρχικά είναι οι τέσσερις πελώριοι στύλοι, ή μάλλον τέσσερις ραβδωτοί πύργοι που φέρουν το βάρος του κεντρικού τρούλου. Οι στύλοι αυτοί, με κιονόκρανα σκαλισμένα σαν σταλακτίτες, έχουν ολόγυρα, στα μισά του ύψους τους, μια επίπεδη ταινία γεμάτη επιγραφές με τουρκικά γράμματα· οι χαρακτήρες τους έχουν ένα δυνατό μεγαλείο και μια άφθαρτη δύναμη που είναι συγκλονιστική.
Τα εδάφια του Κορανίου διατρέχουν επίσης τους τρούλους και τους θόλους, κατά μήκος των γείσων, διακοσμητικό μοτίβο που έχουν αντιγράψει από την Αλάμπρα και στο οποίο ανταποκρίνεται αξιοθαύμαστα η αραβική γραφή, που οι χαρακτήρες της είναι όμοιοι με σχέδια από εσάρπες του Κασμίρ. Επάλληλα άσπρα και μαύρα πλαγιόξυλα πλαισιώνουν τα τόξα των αψίδων. Το μίραμπ, που είναι προσανατολισμένο προς τη Μέκκα, και όπου κείται το ιερό βιβλίο, είναι λιθοκόλλητο με λαζουρίτη, αχάτη, ίασπη· βρίσκεται ακόμα εκεί, λένε, ένθετο, ένα θραύσμα από τη μαύρη πέτρα της Κάαμπα, κειμήλιο τόσο ανεκτίμητο για τους μουσουλμάνους όσο ένα κομμάτι του Τίμιου Σταυρού για τους χριστιανούς. Μέσα σ’ αυτό το τζαμί φυλάνε το λάβαρο του προφήτη, που ξεδιπλώνεται, όπως η κόκκινη σημαία την εποχή της παλιάς γαλλικής μοναρχίας, μόνο σε πανηγυρικές και εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Μαχμούτ το ξεδίπλωσε όταν, με τους ιμάμηδες ολόγυρά του, ανακοίνωσε στον γονυπετή λαό του την απόφαση της εξόντωσης των γενίτσαρων.
Ένας άμβωνας που επικαλύπτεται από ένα κωνικό ουρανό· εξώστες στηριγμένοι σε κολονάκια απ’ όπου οι μουεζίνηδες καλούν τους πιστούς στην προσευχή· πολυέλαιοι στολισμένοι με κρυστάλλινες σφαίρες και αυγά στρουθοκαμήλου, συμπληρώνουν τον διάκοσμο, που είναι ίδιος σε όλα τα τζαμιά· όπως στην Αγία Σοφία, κάτω από τους θόλους των πλαϊνών κλιτών στοιβάζονται σεντούκια, μπαούλα, δέματα: παρακαταθήκες που τοποθετούν υπό τη θεία φύλαξη οι θεοσεβείς μουσουλμάνοι.
Δίπλα στο τζαμί είναι το τουρμπέ ή τάφος του Αχμέτ, του ένδοξου πατισάχ που αναπαύεται στο ταφικό παρεκκλήσι του, κάτω από ένα αμφικλινές φέρετρο σκεπασμένο με τα πιο βαρύτιμα υφάσματα της Περσίας και της Ινδίας, έχοντας ένα τουρμπάνι μ’ ένα λοφίο από πετράδια στο κεφάλι και δυο πελώρια κεριά χοντρά σαν κατάρτια στα πόδια. Περιβάλλεται από τριάντα περίπου φέρετρα μικρότερων διαστάσεων: είναι τα φέρετρα των παιδιών του και των παλλακίδων του, που τον συνοδεύουν στον θάνατο όπως και στη ζωή. Στο βάθος μιας σκευοθήκης αστράφτουν τα σπαθιά, οι χαντζάρες και τα όπλα του που είναι κοσμημένα με διαμάντια, ζαφείρια και ρουμπίνια.Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 269-271.
Γράμματα από την Πόλη...
Τα καθαυτό τζαμιά της Πόλης δεν είναι όμως τα βυζαντινά μοναστήρια και οι Ναοί που μετετράπησαν σε τεμένη. Είναι τα μνημειώδη δημιουργήματα της αραβικής τέχνης που έχτισαν κατά καιρούς οι Σουλτάνοι στα πλέον περίβλεπτα σημεία της Πόλης. Το Σουλτάν-Αχμέτ, το Σουλεϋμανιέ, το Νούρι Οσμανιέ, το Φατήχ, το Βαγιαζήτ, το Λαλελή, το Σαχ-ζαδέ, το Γενή-τζαμί κ.ά. Απ’ τα περίφημα αυτά για την αρχιτεκτονική και τη διακοσμητική τους τέχνη μνημεία, επισκεφθήκαμε σήμερα τα δύο ωραιότερα: το Σουλεϋμανιέ και το Σουλτάν-Αχμέτ.
Το Σουλεϋμανιέ-τζαμί είναι το αριστούργημα του αρχιτέκτονος Σινάν, του διασήμου για τις δημιουργίες του τούρκου καλλιτέχνου που ακμάζει στα μέσα του 16ου αιώνος. Μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του στην Ουγγαρία ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής τον εκάλεσε και τον διέταξε να χτίσει ένα μνημείον-σύμβολον του χρυσού αιώνος της Αυτοκρατορίας. Και ο Σινάν έβαλε στο τέμενος αυτό όλη την ψυχή του και την τέχνη του. Ο Σινάν θέλησε να υψωθεί αντιμέτωπος και αντίζηλος του Ανθεμίου μέσα στους αιώνες.
Και στο εξωτερικό σχέδιο του Σουλεϋμανιέ και στην εσωτερική του διάταξη πρωτοστατεί η ευγένεια και ο πλούτος της αραβικής τέχνης. Το πλήθος εκείνο των ημιθολίων που επισωρεύονται το ένα επάνω στ’ άλλο για να προσκυνήσουν τη χρυσή Ημισέληνο του κεντρικού μνημείου, φανερώνει μια δική του σφραγίδα, μια δύναμη επιβολής και όλη την κυριαρχία της τέχνης επάνω στο πλούσιο συσσωρευμένο υλικό. Η ώρα που μπαίνομε μέσα στο ιστορικό αυτό τέμενος είναι η υποβλητικότερη ώρα της μεσημεριάτικης προσευχής. Μας φορούν στα πόδια τα υποχρεωτικά σανδάλια. Πριν μπούμε από την κεντρική μεγάλη Πύλη, μας σταματά μια εικόνα, που θα σκηνοθετούσε ξεπίτηδες εκεί αυτή τη στιγμή ένας μεγάλος καλλιτέχνης για να εξάρει τη βαθειά σημασία του ιερού προσκυνήματος. Ένας τυφλός ζητιάνος ανέβηκε με το ραβδί του τις μαρμάρινες βαθμίδες, ηύρε την είσοδο ψηλαφώντας με τα χέρια του τον αέρα, σταμάτησε κι έβγαλε τα παπούτσια του στο σημείο ακριβώς που άρχιζε το αγιασμένο χαλί του τζαμιού, και μπήκε μέσα. Ήταν γέρος και τα ρούχα του κρέμονταν ξεσχισμένα. Η μορφή του ήταν τραγική. Τα μάτια του, το πρόσωπό του όλο, ρημαγμένα, αυλακωμένα από σημάδια φωτιάς, καταστροφής ή αρρώστιας… Μα την τραγική αυτή μορφή ανάδευε μια φλόγα Αγιοσύνης, όλη η φλόγα της Πίστης που νίκησε το Μοιραίο. Ακολουθούμε με συντριβή τον ηθικόν αυτόν Ήρωα μέσα στο τέμενος. Και γνωρίζομε για πρώτη φορά ένα θαύμα.
Το θαύμα του Ισλάμ. Αυτό το ανείπωτο μυστήριο περιλούζει τον επισκέπτη του Σουλεϋμανιέ με μια μέθη, μια γλύκα θανατερή και ακαθόριστη. Δεν είναι ο μηδενισμός της βουδικής Νιρβάνας, που πνίγει τελειωτικά τη δοκιμασμένη ψυχή των θνητών. Είναι μια υπόσχεσις άγνωρων παραδείσων, που τους ανιστορεί σε μιαν ατελείωτη μονότονη ψαλμωδία ο αθέατος ιμάμης μέσα στο αιθέριο ημίφωτο του αχανούς τεμένους. Απάνω απ’ τα πλήθη των γονατισμένων πιστών ένα ονειρεμένο δάσος από αψίδες αραβικού ρυθμού απλώνεται σαν σκέπη και σαν ευλογία. Τα χρώματα των μαρμάρων, των γλυπτών ξύλων, των απέραντων περσικών χαλιών, που σκεπάζουν τα δάπεδα, είναι όλα σκιερά, πολύτιμα και ακαθόριστα. Η ατμόσφαιρα που σε περιβάλλει εκεί μέσα είναι γεμάτη ευαισθησία. Η ακουστική –ένα θαύμα εντατικότητος– αποδίδει σε μύριες δονήσεις και τον θαμπότερο ελιγμό της φωνής του ιμάμη. Και δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί ιδεωδέστερο «πιανίσιμο» από τις ευγενικές αναπάλσεις της συγκρατημένης αυτής φωνής, της απόκοσμης, που αντηχεί μέσα στ’ απέραντο εκείνο δάσος των αψίδων – παθητικότατο σόλο, και διεισδύει ως την τελευταία εσχατιά του τζαμιού μέσα στην απέραντη σιωπή και στην απέραντη ανυπαρξία των πιστών που προσεύχονται βουβά συσπειρωμένοι κατά γης.
Μετάβαση στο σημείο: Χώροι Λατρείας: τζαμιά και εκκλησίες