Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Τα Πριγκηπόνησα Τα Πριγκηπόνησα
Τέτοια πόλη που εκτείνεται ανάμεσα σε δύο ηπείρους και διαβρέχεται τόσο από έναν πορθμό όσο και από έναν κόλπο θα ήταν παράδοξο να μην έχει και τα νησιά της. Εννιά συνολικά τον αριθμό, τα αποκαλούμενα Πριγκηπόνησα ή Πριγκηπονήσια (Prens Adaları) τέσσερα μεγαλύτερα και πέντε μικρότερα. Τα πιο γνωστά από αυτά η Πρώτη (Kınalıada), η Χάλκη (Heybeliada), η Αντιγόνη (Burgazada) και η Πρίγκηπος (Büyükada). «Πολύτιμα σμαράγδια από περιδέραιο» τα αποκαλεί η Σοφία Σπανούδη και μας υπενθυμίζει πως παρά το μαγευτικό τους όνομα, τα νησιά αυτά, εκτός από τόπος εξορίας των αντιφρονούντων της οθωμανικής Πύλης υπήρξαν και τόπος θανάτου για χιλιάδες σκυλιά της Πόλης την εποχή των Νεότουρκων. Για τον Ψυχάρη βέβαια δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: ένα είναι το Νησί, η Πρίγκηπος. Και ο Γκωτιέ, απ' όλα τα νησιά, αυτή επέλεξε να επισκεφθεί ενώ από τον Θεοτοκά μαθαίνουμε για το σκάνδαλο της εποχής, όταν κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου οργανώθηκαν εκεί για πρώτη φορά κοινά λουτρά. Το βίντεο με τα σύγχρονα μουσουλμανικά μαγιό συνδέει διαισθητικά τις δύο εποχές. Τη χαμένη ρωμαίικη κοινότητα αυτού του νησιού αναπολεί ο τούρκος υπηρέτης στο μυθιστόρημα της Ογιά Μπαϊντάρ Απόμειναν μόνο οι καυτές τους στάχτες. Εξορίες και θανατώσεις ανήκουν βέβαια στο παρελθόν. Μια βόλτα με το περίφημο παϊτόνι, μέσα από την εκπομπή της Μάγιας Τσόκλη, μπορεί να σας πείσει. Παλιότερες φωτογραφίες αλλά και ένα χαρακτικό από το λεύκωμα των R. Walsh και Th. Allom συνομιλούν με τα κείμενα.
Γράμματα από την Πόλη...
Πολύτιμα σμαράγδια από περιδέραιο, που κάποτε έσπασε και σκορπίσθηκε επάνω στη θάλασσα της Προποντίδος, τα Πριγκηπόνησα φαντάζουν στην ασημογάλανη λεκάνη της σαν τα ωραιότερα στολίδια της Πόλης. Είναι εννέα εν όλω νησιά, τα τέσσερα κατοικημένα, η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη, η Πρίγκηπος, τα πέντε ερημονήσια, ακατοίκητα μα πάντα καταπράσινα, σκεπασμένα από μιαν οργιαστική βλάστηση, χειμώνα καλοκαίρι. Χιλιάδες γλάροι φωλιάζουν στα βραχάκια τους, και τα βουνά τους είναι γεμάτα κυνήγι. Είναι η Πλάτη, η Οξειά, η Πήττα, η Αντιρόβιθος, η Νηάντρος. Η Πλάτη και η Οξειά έχουν την ιστορία τους. Η πρώτη είναι γνωστή ως σήμερα ως το «νησί του Μπούλβερ». Ο αδελφός του γνωστού άγγλου συγγραφέως που έγραψε τις Τελευταίες ημέρες της Πομπήιας σερ Μπώλβερ Λάυττον, πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη κατά τα μέσα του περασμένου αιώνος, αγάπησε τόσο πολύ το ωραίο αυτό νησάκι, ώστε τ’ αγόρασε από την Οθωμανική Κυβέρνηση κι έχτισε ένα ωραίο λευκό παλάτι. Έτσι η Πλάτη γνώρισε για λίγον καιρό δόξες και υποδοχές και κοσμικές συγκεντρώσεις για να μείνει πάλι σε λίγα χρόνια το ίδιο ερημονήσι με τα λευκά ερείπια του παλατιού του Μπούλβερ ως μόνο σημάδι του περάσματος μιας ζωής επάνω του.
Της Οξειάς η ιστορία είναι πολύ δραματικότερη. Στον καταπράσινο αυτό κωνικό βράχο, που ήταν περίφημος για την εξαγωγή των ωραίων στρειδιών της παραλίας του, και που υψώνεται μυτερός κατάντικρα στην επίπεδη Πλάτη (απ’ το ιδιόρρυθμο σχήμα τους πήραν τα ονόματά τους τα δυο αυτά ερημονήσια) είχαν εξορίσει κατά το 1910 οι Νεότουρκοι όλα τα κοπάδια των σκύλων της Πόλης. Οι σκύλοι αυτοί που αποτελούσαν από αμνημονεύτων χρόνων το κυριότερο διακοσμητικό στοιχείο των δρόμων της Σταμπούλ, ζούσαν αδέσποτοι, ξένοιαστοι κι ευτυχισμένοι, θρεμμένοι πλουσιοπάροχα απ’ τη φιλανθρωπία των αστών κι απ’ τα σκουπίδια των δρόμων, τους οποίους καθάριζαν μ’ ευσυνειδησία ανώτερη δημαρχιακών οδοκαθαριστών. Το σκυλίσιο αυτό «κράτος εν κράτει» της Πόλης, είχε τας παραδόσεις του, τους νόμους του, τα ήθη και έθιμά του, την ποίηση του – υποβλητικότατη κατά τις σεληνόφωτες νύχτες, όταν αντηχούσαν απ’ τα στενά σοκάκια τα επαναστατημένα γαυγίσματα των σκύλων προς την Πανσέληνο, που ήταν ένα φόβητρο για τα δεισιδαίμονα τετράποδα· ή όταν, η συμφωνική τους ορχήστρα συνόδευε με ουρλιάσματα τις εξαγγελτικές φωνές «Γιαγκίν βαρ!…» του νυχτόβιου μπεχτσή, που έτρεχε από γειτονιά σε γειτονιά, απαίσιος εξάγγελος της φωτιάς που ρήμαζε ολόκληρα τετράγωνα της Πόλης, φωτίζοντας τις άκρες του ορίζοντος με τραγικές αναλαμπές… Οι σκύλοι της Πόλης ήταν τ’ αγαθότερα ζώα του κόσμου. Δεν πείραζαν ποτέ κανένα διαβάτη, είχαν το μερτικό τους από την καθημερινή ζωή, και –το περιεργότερο απ’ όλα– δεν λύσσιαζαν ποτέ, ίσως γιατί ζούσαν σε μιαν απόλυτη ελευθερία ενστίκτων.
Μα ο εκπολιτιστικός νεοπλουτισμός των Νεοτούρκων τους εθεώρησε ως ένα στίγμα για την Πόλη. Και τους εξόντωσε κατά τον φρικωδέστερο τρόπο. Ειδικά συνεργεία από χαμάληδες και μαούνες μετέφεραν κάθε μέρα φορτία ολόκληρα σκύλων στην Οξειά που βρίσκεται σε απόσταση δώδεκα μιλίων απ’ την Πόλη, και τα εγκατέλειπαν εκεί επάνω στο έρημο νησί, χωρίς τροφή, χωρίς νερό, για να ψοφήσουν. Πολλά απ’ τα δυστυχισμένα ζώα ζήτησαν να σωθούν κολυμπώντας, μα πνίγηκαν στα κύματα. Τ’ άλλα ηύραν τον απαισιότερο των θανάτων επάνω στους έρημους βράχους, όπου τα κοπάδια των καταδίκων πλήθαιναν κάθε μέρα με νέα φθασίματα –χιλιάδες χιλιάδων ζώων– μεταβάλλοντας το ποιητικό νησί της Προποντίδος σε δαντικό τοπίο κολάσεως. Έτσι και ο τελευταίος σκύλος της Πόλης εξοντώθηκε και η Οξειά έγινε θέατρο φρίκης και σπαραγμού, προμηνώντας τις φρίκες του Μεγάλου Πολέμου. Από την τραγωδία αυτή των σκύλων εμπνέεται τον καιρό του Πολέμου ο Εδμόνδος Ροστάν ένα από τα ωραιότερά του ποιήματα, στο οποίον οραματίζεται την Οξειά, το μοιραίο «σκυλονήσι» ως τον μόνο κατάλληλο τόπο για την εξορία του Κάιζερ και όλων των Χοεντζόλλερν.
[…]
Η Χάλκη είναι από τα ποιητικότερα νησιά του κόσμου. Είναι η ίδια ένα γραμμένο ποίημα ειδυλλιακό, γαλαζοπράσινο, αφροστεφανωμένο, μα και δραματικό μαζί – την ώρα που πέφτει στον ορίζοντα η τραγική αμφιλύκη, και βαρησκιώνουν οι ουρανοί και τα πεύκα θρηνολογούν δαντικούς αντιλάλους «dell’ altra riva» που αντιβοΐζουν, θα ’λεγε κανείς, απ’ την αντίπεραν όχθη των ασφοδελών λειμώνων. Έτσι, το παναρμόνιο αυτό νησί, ντύνεται από τη μια πλευρά του με γελαστή πασίχαρη όψη – προς την Αντιγόνη, που σέρνεται να την αγγίξει χαϊδευτικά με τις απαλόγραμμες καμπύλες της ακρογιαλιάς της. Γιατί ένα κύμα τα χωρίζει κι ένα κύμα τα ενώνει τα δυο αγαπημένα αυτά Πριγκηπόνησα. Ενώ από την άλλη πλευρά, η σκηνογραφία απότομα αλλάζει. Μετά τον γραφικότατο όρμο του «Τσαμλιμανιού», τον βυθισμένο μέσα σε πυκνότατες σκιές, που αντιφεγγίζουν στα κοιμισμένα βαθυπράσινα νερά του τα φουντωμένα δάση των πεύκων που πλαισιώνουν, τις δυο του όχθες, το τοπίο παίρνει έξαφνα μιαν όψη αγριεμένη. Η μαλακότατη παραλία κόβεται σαν βραχύβιας χαράς στιγμή. Ένας οργισμένος Εγκέλαδος έσχισεν εδώ με τα πελέκια του τους φλογισμένους βράχους κι άνοιξε μιαν άβυσσο που κατεβαίνει κάθετα από την κοκκινόχρωμη βουνοπλαγιά προς τη δίνη των αφρισμένων κυμάτων. Απάνω στο μονοπάτι του γκρεμνού, μια λιτανεία μαύρων κυπαρισσιών παίρνει τον δρόμο προς το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, σαν κολασμένοι καλόγηροι που βαδίζουν προς εξιλασμό και για συμπλήρωμα της μαύρης μελαγχολίας του τοπίου, το φοβισμένο μάτι ξανοίγει στον παραπάνω λόφο τους άσπρους σταυρούς των μνημάτων του βουνού ν’ ανθίζουν –θανατερά λουλούδια– ανάμεσα στο δάσος των μαύρων κυπαρίσσων. Μόλις στρίψεις την τραγική αυτή καμπή, ο μεγάλος δρόμος του Νησιού που φέρνει προς τα Λειβαδάκια, αρχίζει να διαγράφεται γεμάτος ζωή και κίνηση με τους ανθόκηπους των ωραίων εξοχικών σπιτιών του, που βομβούν χαρμόσυνα σαν μελίσσια. Μια λιθόστρωτη κατωφέρεια φέρνει προς το γραφικό λιμάνι και τη σκάλα του βαποριού. Ο περιφερικός δρόμος του Νησιού αριστερά, χωρίζεται σε τρεις διακλαδώσεις –προς την Αγία Τριάδα, στον ορμίσκο του Μύλου, μιαν αχτιδόχαρη γελαστή παραλία και προς τα υψώματα της σκήτης του Μακαρίου και της σκήτης του Αρσενίου– δυο ασύγκριτες σκοπιές απ’ τις οποίες τ’ αχόρταγο μάτι βυθίζεται στην έκσταση του αναπεπταμένου ορίζοντος της Προποντίδος απ’ το μακρυσμένο ανατολικό πανόραμα των ακτών της Βιθυνίας ως την ολόχρυση σιλουέτα της Σταμπούλ που αστράφτει στον δυτικό ορίζοντα.
[…]
Η Πρίγκηπος είναι το κοσμικότερο νησί, που παρουσιάζει δικαιωματικά τις μεγαλύτερες αξιώσεις. Διεκδικεί τα πρωτεία της αριστοκρατικής ζωής με τα Θεραπειά του Βοσπόρου. Τα ξενοδοχεία της, που είναι χτισμένα στις ωραιότερες τοποθεσίες των κλιμακωτών λοφίσκων της, θυμίζουν τα ονομαστά ξενοδοχεία της Κυανής Ακτής. Μα και η όλη εν γένει η διαδρομή της Πριγκήπου δίνει μια μικρογραφία των καλλονών της Ριβιέρας, με τις κομψές και πλούσιες εξοχικές επαύλεις που στολίζουν τους δρόμους της αμφιθεατρικά χτισμένες με τους κρεμαστούς κήπους της που κατεβαίνουν ως τη θάλασσα, με τους θαυμάσιους πευκώνας και τα δάση που στεφανώνουν το κάθε της τοπίο. Ο γύρος της Πριγκήπου είναι η ζωντανότερη κινηματογραφική ταινία που ξετυλίγεται μέσα σε μιαν αδιάκοπη μαγεία των αισθήσεων και της ψυχής. Είναι ευτύχημα ότι τ’ αυτοκίνητα δεν κατέστρεψαν ακόμη με τη βάρβαρη επιδρομή τους τις ρομαντικές καλλονές του ωραίου νησιού. Οι αμαξάδες και οι γαϊδουριάρηδες με τα χαριτωμένα τους τετράποδα, φανταχτερά στολισμένα με βελουδένιες σέλλες και με κουδουνάκια, διατηρούν ακόμη ακέραια όλα τα δικαιώματά τους. Έτσι ο μαγεμένος ταξιδιώτης δεν εκβιάζει τις εντυπώσεις του με τον ασθματικό ίλιγγο της βενζίνας, και βρίσκει όλο τον καιρό ν’ αποταμιεύσει άνετα τις ασύγκριτες εικόνες που ξετυλίγονται εμπρός του.Ήτανε ένα το Νησί…...
Πρώτη θα σου πούνε την Πρώτη, θα σου πούνε Αντιγόνη την Αντιγόνη, τη Χάλκη Χάλκη θα σου την πούνε· μόνο την Πρίγκιπο θα σου την πούνε το Νησί! Άλλο Νησί στον κόσμο δεν έχει, πουθενά· πουθενά δε μυρίζουνε, όπου και να στραφείς, όπου και να πατήσεις, γαζίες πιο μαγευτικές, πουθενά δε σε μεθούνε πιο θεότρελα τα πεύκα, δε φυσά πιο βελουδένιο αγέρι. Ένα θάμα είναι όλο το Νησί. Από τη σκάλα του βαποριού, όταν κατέβεις, ως την Καλυψώ, πιο μακριά ως το Διάσκελο, ακόμη πιο μακριά ως τον Άη Γιώργη απάνω, έπειτα γυρίζοντας ως τον Άη Νικόλα, ως του Λαδά, ως τον Πλάτανο και στρίβοντας πάλε ως το ριχτίμι της σκάλας, σαν κάμεις τον μεγάλο γύρο του Νησιού, τότες, από τις δυο κορφούλες τις χαριτωμένες που στολίζουνε της Πρίγκηπος τα στήθια, σα νάτανε κορίτσι, από τον Άη Γιώργη, από τον Χριστό, από τον Άη Νικόλα, κάτω από τον γιαλό, από το ήσυχο το κύμα που λούζει τη Γλώσσα του Φενερλή, από τα περιβόλια, τα δένδρα, τα ολόπηχτα πεύκα, τα κυπαρίσσια, τις ελιές, τις μυρτιές και τις δάφνες, από τ’ άσπρα τα καλαμπάσια του Μάη, από τα θυμάρια του βουνού κι από τα λουλούδια του κάμπου, από τα Νησιά γύρω γύρω, από την Αντιρέβιθο, από την Πλάτη και την Οξεία την έρημη, από την Ασία την αντικρυνή, από τον Όλυμπο με το κεφάλι του το χιονισμένο, από τον ουρανό, από της θάλασσας τα σμαράγδια και από τις πρασινάδες της γης, από παντού, νιώθεις πως στάζει γαλήνη στην ψυχή σου και πως καταστάλαξες ο ίδιος στο Νησί της Αγάπης.
Κωνσταντινούπολη...
Καθώς είχα εξαντλήσει όλα σχεδόν τ’ αξιοθέατα της Κωνσταντινούπολης, πήρα την απόφαση να πάω να περάσω λίγες μέρες στα Πριγκηπονήσια, ένα μικρό αρχιπέλαγος σπαρμένο στη θάλασσα του Μαρμαρά, στην είσοδο του Βοσπόρου, που θεωρείται τόπος διαμονής πολύ ωφέλιμος για την υγεία και πολύ θελκτικός. Τα νησιά αυτά είναι επτά: η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη, η Πρίγκιπος, η Νέανδρος, η Οξεία, η Πλάτη και δυο τρία άλλα νησάκια που δεν υπολογίζονται. Η Πρίγκιπος είναι η πιο μεγάλη και η πιο πολυσύχναστη από τούτα τα θαλάσσια λουλούδια που φωτίζει ο πρόσχαρος ήλιος της Ανατολίας και ριπίζουν οι δροσερές αύρες του πρωινού και του απόβραδου. Φτάνει κανείς εκεί με αγγλικά ή τουρκικά ατμόπλοια σε μιάμιση σχεδόν ώρα. Το τουρκικό πλοίο που είχα διαλέξει είχε έναν ασυνήθιστο μηχανισμό που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί πουθενά: το έμβολο, που προεξείχε στο κατάστρωμα, ανεβοκατέβαινε σαν πριόνι που το χειρίζονταν δυο πριονιστές. Παρά την ιδιορρυθμία αυτή, το αγγλικό πλοίο μάς προσπέρασε, και δικαίωσε πλήρως το όνομα Swan που ήταν γραμμένο πάνω στην πρύμνη του με χρυσά γράμματα: το λευκό σκαρί του έσκιζε πράγματι το νερό σαν κύκνος.
Η ακτή της Πριγκίπου προβάλλει, όπως έρχεται κάνεις από την Κωνσταντινούπολη, με τη μορφή μιας ψηλής όχθης με κοκκινωπά κατσάβραχα, πάνω στην οποία δεσπόζει μια σειρά σπιτιών· ξύλινες κλίμακες ή απότομα μονοπάτια, που διαγράφουν οξείες γωνίες, κατηφορίζουν από τον γκρεμό στη θάλασσα, που πλαισιώνεται από ξύλινες καμπίνες για τους λουόμενους. Μια εκπυρσοκρότηση αναγγέλλει ότι το ατμόπλοιο είναι ενόψει, και αμέσως ένας στόλος από καΐκια και λέμβους ξεκολλάει από την ξηρά για να προϋπαντήσει τους επιβάτες, γιατί η ρηχότητα των νερών δεν επιτρέπει στα πλεούμενα με μεγάλη καρίνα να πλησιάσουν.
Είχα κλείσει δωμάτιο εκ των προτέρων στο μοναδικό πανδοχείο του νησιού: ένα δροσερό και καθαρό ξύλινο σπίτι, κάτω από τη σκιά ψηλών δέντρων, και με παράθυρα που είχαν άπλετη θέα στη θάλασσα ως τ’ ατέρμονά βάθη του ορίζοντα.
Απέναντι διέκρινα το νησί της Χάλκης, με το τουρκικό χωριό της να καθρεφτίζεται στη θάλασσα και μ’ ένα ελληνικό μοναστήρι στην κορυφή του βουνού της. Το νερό πλατάγιζε στη βάση του γκρεμού όπου είχε κουρνιάσει το πανδοχείο, και μπορούσε κανείς να κατέβει εκεί με παντόφλες και με μπουρνούζι για να κάνει ένα απολαυστικό μπάνιο πάνω σ’ έναν αμμουδερό βυθό που εκτεινόταν αρκετά μακριά.
Στην τραπεζαρία, όπου η εξυπηρέτηση ήταν άψογη, ερχόταν και καθόταν μεγαλόπρεπα μια κυρία· πίσω της στεκόταν ένας επιβλητικός έλληνας υπηρέτης με στολή παλικαριού, όλη με χρυσά και ασημένια κεντίδια, που υπηρετούσε την κυρία του με μια σοβαρότητα αντάξια άγγλου υπηρέτη. Αυτός ο χαρακτηριστικός λεβέντης, πιο κατάλληλος για να γεμίζει κοντόκανα όπλα και καραμπίνες πίσω από ένα βράχο πάρα για ν’ αλλάζει σερβίτσια, προξενούσε αλλόκοτη εντύπωση, και θαρρώ ότι ποτέ κανείς δεν έχει βάλει κρασί σε ποτήρι με τόση μεγαλοσύνη. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι υπηρεσίες του δεν περιοριζόταν μόνο σ’ αυτό, αλλά πρέπει πάντα να πιστεύεις μονάχα τα μισά απ’ όσα λένε.
Το απόβραδο, στον περίπατο που γινόταν στον στενό χώρο ανάμεσα στα σπίτια και την ακτή, οι Αρμένισσες και οι Ελληνίδες συναγωνίζονταν στα λούσα: τα πιο βαριά και τα πιο πλούσια μεταξωτά φορέματα ξεδίπλωναν εκεί τις πολλαπλές πτυχές τους· τα διαμάντια στραφτάλιζαν στις αχτίδες της σελήνης και τα γυμνά μπράτσα ήταν φορτωμένα με τεράστια χρυσά βραχιόλια με πολλές αλυσίδες, ιδιαίτερο στολίδι της Κωνσταντινούπολης, που καλά θα έκαναν να αντιγράψουν οι κοσμηματοποιοί μας, γιατί δίνει λυγεράδα στον καρπό και κολακεύει το χέρι.
Οι αρμενικές οικογένειες είναι το ίδιο γόνιμες με τις αγγλικές, και δεν είναι καθόλου σπάνιο να δει κανείς μια πληθωρική κυρά ν’ ακολουθεί τέσσερις πέντε κόρες, τη μια πιο όμορφη από την άλλη, και αλλά τόσα ζωηρά αγόρια· οι ποικίλες κομμώσεις, τα τολμηρά μπούστα, χαρίζουν στον περίπατο την όψη ενός υπαίθριου χορού· ξεχωρίζουν κάποια παριζιάνικα καπέλα, όπως στο Πράδο της Μαδρίτης, αλλά ελάχιστα.
Μες στα καφενεία, που όλα έχουν μπαλκόνια με θέα τη θάλασσα, τρώνε παγωτά φτιαγμένα από το χιόνι του Ολύμπου της Βιθυνίας, ρουφούν καφέ σε φλιτζανάκια που συνοδεύονται από ποτήρια με νερό, και καίνε ταμπάκο με όλους τους δυνατούς τρόπους· τσιμπούκι, ναργιλές, πούρα, τσιγάρα, τίποτα δε λείπει· η χρωματιστή φιγούρα του Καραγκιόζη αποχαλινώνεται πίσω από τη διαφανή οθόνη και λέει τις βωμολοχίες της υπό τον ήχο του ντεφιού.
Πότε πότε, μια γαλάζια αντανάκλαση σαν εκείνη του ηλεκτρικού φωτός έρχεται να φωτίσει αλλόκοτα μια πρόσοψη σπιτιού, μια συστάδα δέντρων, μια παρέα διαβατών· όλοι στρέφονται, την κοιτάζουν και χαμογελούν: κάποιος ερωτευμένος καίει ένα βεγγαλικό προς τιμήν της ερωμένης του ή της μνηστής του. Πρέπει να υπάρχουν πολλοί ερωτευμένοι στην Πρίγκιπο, γιατί πριν προλάβει να σβήσει ένα φως άναβε άλλο. Λέγοντας ερωμένη, εννοείται, με τη σημασία της παλιάς γαλαντομίας, γυναίκα που την περιποιούμαστε για να την κάνουμε να μας αγαπήσει με πρόθεση να την παντρευτούμε, και όχι κάτι άλλο, γιατί τα ήθη εδώ είναι πολύ αυστηρά.
Σιγά σιγά όλοι επιστρέφουν σπίτια τους, και προς τα μεσάνυχτα όλο το νησί παραδίδεται σ’ έναν ειρηνικό και μακάριο ύπνο. Ο περίπατος αυτός και τα θαλάσσια μπάνια αποτελούν τις τέρψεις της Πριγκίπου· για να τους δώσω κάποια ποικιλία, έκανα μαζί μ’ έναν αξιαγάπητο νεαρό που είχα γνωρίσει στην τραπεζαρία μια μεγάλη εκδρομή με γαϊδούρια στο εσωτερικό του νησιού. Διασχίσαμε πρώτα την αγορά του χωριού, χάρμα οφθαλμών, με ποικιλόμορφα αγγούρια, καρπούζια και πεπόνια Σμύρνης, ντομάτες, καυτερές πιπεριές, σταφύλια και ασυνήθιστα προϊόντα· ύστερα ακολουθήσαμε με τη θάλασσα πότε από κοντά και πότε από μακριά, μέσα από φυτείες δένδρων και καλλιεργημένους αγρούς, και φτάσαμε στο σπίτι ενός παπά, μεγάλου καλοζωιστή, που έβαλε μια όμορφη κόρη να μας κεράσει ρακί και ποτήρια με παγωμένο νερό· κατόπιν, κάνοντας τον γύρο του νησιού, φτάσαμε σε ένα παλιό ελληνικό μοναστήρι, μάλλον ρημαγμένο, που χρησίμευε τώρα για άσυλο τρελών.
Τρεις τέσσερις φουκαράδες, ρακένδυτοι, πελιδνοί και σκυθρωποί, σέρνονταν κατά μήκος των τοίχων, με τις σιδερένιες αλυσίδες τους να κροταλίζουν, μέσα σε μία ηλιόλουστη αυλή. Μας έδειξαν στο βάθος του παρεκκλησιού, με αντάλλαγμα λίγα γρόσια για μπαξίσι, κάτι άσχημες εικόνες με χρυσό φόντο και μαυριδερά πρόσωπα, σαν αυτές που φτιάχνουν στον Άθω, πάνω σε βυζαντινά πρότυπα, προορισμένες για την ελληνική λατρεία· η Παναγία φαινόταν, όπως είθισται, με μελαμψό πρόσωπο και χέρια, μέσα από το περίγραμμα ενός ασημένιου ή επιχρυσωμένου πλαισίου, και το παιδί, ο Ιησούς, πρόβαλλε σαν νεγράκι μες στο φωτοστέφανό του με τα τρία τόξα. Ο άγιος Γεώργιος, πολιούχος του τόπου, κατατρόπωνε τον δράκο στην καθιερωμένη στάση.
Η θέση του μοναστηριού είναι θαυμάσια: καταλαμβάνει την κορυφή ενός κρηπιδώματος από βράχια, και πάνω από τα δώματά του η ρέμβη μπορεί να βυθιστεί μες στο απεριόριστο βαθυγάλανο του ουρανού και της θάλασσας. Δίπλα στη μονή, μισοβουλιαγμένα θολωτά ορύγματα δείχνουν ότι το μοναστήρι κάλυπτε άλλοτε πολύ μεγαλύτερη έκταση και ότι είχε άλλη διάταξη.
Επιστρέψαμε από έναν άλλο δρόμο, πιο άγριο, μέσα από συστάδες μύρτων, δέσμες τερέβινθων και πεύκων που φυτρώνουν φυσικά, και που οι κάτοικοι κόβουν για να κάνουν καυσόξυλα, και φτάσαμε στο χάνι, προς μεγάλη ικανοποίηση των γαϊδουριών μας, τα οποία χρειαζόταν να σπιρουνίζουμε και να βιτσίζουμε δυνατά για να μην τα πάρει ο ύπνος στη διαδρομή, γιατί είχαμε κάνει το σφάλμα να μην πάρουμε μαζί μας τον γαϊδουρολάτη, πρόσωπο αναντικατάστατο σε καραβάνι τέτοιας λογής, καθώς τα ανατολίτικα γαϊδούρια περιφρονούν πολύ τους αστούς και μένουν εντελώς ασυγκίνητα στις ξυλιές τους.
Τέσσερις πέντε μέρες αργότερα, αφού απόλαυσα αρκούντως τις τέρψεις της Πριγκίπου, έφυγα για να κάνω μια εκδρομή στον Βόσπορο, από την άκρα του σεραγιού ως την είσοδο της Μαύρης Θάλασσας.Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 330-334.
Λεωνής...
Γεωργούλης λεγότανε ο καφετζής που είχε ανακαλύψει και εκμεταλλευτεί πρώτος την αμμουδιά που βρίσκεται πλάι στη Γλώσσα της Πριγκίπου, μες στο δάσος των πεύκων. Η αμμουδιά είχε πάρει το όνομά του, είχε γίνει το Γιωργούλι και μ’ αυτό το όνομα είχε δοξαστεί, γιατί εκεί, στον πόλεμο, οι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν οργανώσει τα πρώτα μικτά λουτρά που είχε δει η Πόλη. Το ζήτημα αυτό είχε συνταράξει κάποτε την κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία. Ερχόντανε πλήθος άνθρωποι στην Πρίγκιπο ειδικά για να δούνε αυτό το πρωτάκουστο θέαμα, κουβαλιόντανε σωρηδόν στο Γιωργούλι με τα αμάξια, με τις βάρκες, με τις ατμάκατες. Ήτανε κάτι πάρα πολύ παράξενο, μα και ανησυχητικό, να βλέπει κανείς πελώριους άντρες μουστακαλήδες και τριχωτούς να μπαίνουνε στη θάλασσα μαζί με γυναίκες ντυμένες πολύπλοκα και ποικιλόχρωμα μπανιόρουχα, να πιάνονται χέρι-χέρι και να τσαλαβουτούνε και να παίζουνε, σαν τα μικρά παιδιά, και να πιτσιλά ο ένας τον άλλον και να βάζουνε τις φωνές. Κι ύστερα να ξαπλώνονται στον ήλιο και να μην τους μέλλει που τα ρούχα κολνούσαν απάνω τους και φαινόντανε όλες οι γραμμές τους, και να αραδιάζουνε στη σειρά τα γυμνά τους ποδάρια, σαν να ήτανε τα ποδάρια ένα πράμα για να το επιδεικνύει κανείς. Πολλοί από τους θεατές έπαιρναν ύφος θυμωμένο και καταδίκαζαν τα νέα ήθη, έλεγαν πως όλα αυτά είναι μεγάλη διαφθορά και διάλυση της κοινωνίας, κατά βάθος όμως δε θα τους δυσαρεστούσε και τόσο πολύ το σεριάνι, γιατί δεν το κουνούσαν από κει παρά μονάχα όταν συμμαζευόντανε οι κολυμβητές. Ήταν άλλωστε λουτρά περιωπής, συναντούσε κανείς εκεί μεγάλα πρόσωπα και γυναίκες διάσημες για τα λούσα τους και την ομορφιά τους. Εκεί η μητέρα της Ελένης Φωκά είχε πάρει τον αέρα των στρατηγών.
Τώρα τα πράματα είχαν εκλαϊκευτεί. Οι Σύμμαχοι είχαν διαδώσει τα μικτά λουτρά σ’ όλες τις παραλίες των Πριγκιπονήσων και του Βοσπόρου, άρχιζε κι ο πολύς ο κόσμος να τα συνηθίζει. Τα πλήθη των Ρώσων προσφύγων είχαν καταργήσει και το μπανιόρουχο. Έβλεπες τις αριστοκράτισσες σερβιτόρες να βουτάνε θεόγυμνες σ’ όλες τις απόμερες ακροθαλασσιές, χωρίς να σκοτίζονται αν στεκόντανε οι διαβάτες και τις παρακολουθούσαν. Οι στρατοί κι οι στόλοι καλοπερνούσαν, το καλοκαίρι ήτανε μια ατέλειωτη, πάνδημη εορτή. Το Γεωργούλι, ωστόσο, διατηρούσε από τα περασμένα μεγαλεία του κάποια ιδιαίτερη αίγλη.Γιώργος Θεοτόκης, Λεωνής, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, (1940) 292009, σ. 121-122.
Απόμειναν μόνο οι καυτ...
Το πλοίο αράζει στη γέφυρα, προς την πλευρά του Εμίνονου.
— Πρέπει να βιαστούμε, λέει ο Αρίν.
Την πιάνει απ’ το χέρι και την τραβάει. Τρέχοντας φτάνουν στην αποβάθρα των Νησιών. Πηδούν στο πλοίο των νησιών χωρίς να έχουν προλάβει να πάρουν εισιτήριο. Δεν τον ρωτάει πού πάνε. Ξέρει ότι θα μείνουν μαζί, θ’ αγκαλιαστούν, θα κάνουν έρωτα, ίσως για τελευταία φορά.
Φτάνουν στην Πρίγκιπο κατά το σούρουπο. Στο πλοίο δεν υπάρχει πολύς κόσμος, οι παραθεριστές δεν έχουν έρθει ακόμα, λίγος ο κόσμος που αποβιβάζεται. Διασχίζουν την αποβάθρα και προχωρούν πιασμένοι χέρι χέρι. Οι μιμόζες και τα ζουμπούλια σκορπούν το άρωμα τους, ανάμεικτο με τη μυρωδιά της καβαλίνας και του σαπισμένου άχυρου. Νιώθει την ανάγκη ενός αναψυκτικού, όμως δεν το λέει, σωπαίνει. Ανηφορίζουν ένα καλντερίμι - φυσάει ελαφρύς νοτιάς. Το άρωμα της μιμόζας τώρα είναι πιο κοντινό, πιο καθαρό.
Μπαίνουν απ’ την πόρτα του κήπου ενός παλιού αρχοντικού. Φαίνεται πως στο παρελθόν το κατοικούσαν Ρωμιοί. Έχει μαρμάρινες κολόνες, μαρμάρινες σκάλες και το μπρούντζινο ρόπτρο της πόρτας έχει σχήμα κεφαλής λιονταριού. Ο Αρίν χτυπάει την πόρτα. Περιμένουν. Στην αρχή ακούγεται ένα φιλικό γάβγισμα απ’ την πλευρά του κήπου. Ένα λευκό σκυλί με μαύρα στίγματα έρχεται τρεχάτο, σηκώνεται στα πίσω πόδια και τυλίγεται με πολλή αγάπη στον Αρίν. Μετά, ένας ηλικιωμένος κύριος που είναι φανερό πως έχει ντυθεί πολύ βιαστικά -θα πρέπει να ήταν ο φύλακας του σπιτιού- ανοίγει την πόρτα. Στο πρόσωπο του διαγράφεται στην αρχή έκπληξη, μετά όμως χαρά που δεν είναι καθόλου προσποιητή.
— Τυχερή μου μέρα η σημερινή, νεαρέ κύριε! Ποιος άνεμος σας έφερε κατά δω; Ελάτε αμέσως μέσα, φυσάει για τα καλά ο νοτιάς. Περάστε, μικρή μου κυρία.
Προτρέχει αναστατωμένος.
— Μετά τον θάνατο του θείου σας δεν ήρθατε καθόλου. Το ξέρω, η μητέρα σας δεν αγαπάει το νησί. Του κακοφαινόταν του κυρίου. Δεν ξεχνάω ποτέ τα παιδικά σας χρόνια, πώς τρέχατε πάνω κάτω εδώ γύρω.
— Έχεις δίκιο, Σαλίχ εφέντη, έχουμε πολύ καιρό να ’ρθουμε. Το ξέρεις όμως, δεν ήμουν στην Τουρκία. Σήμερα το πρωί μιλούσα με τη μητέρα μου· θυμηθήκαμε αυτό το σπίτι και έτσι πήρα τη φίλη μου και ήρθα. Τώρα λοιπόν, εμπρός! άναψε το τζάκι. Τις νύχτες κάνει κρύο.
Η Ουλκιού έχει την εντύπωση ότι ο φύλακας την παρατηρεί με προσοχή και σκέφτεται ενδόμυχα: «Πριν από σένα πέρασαν κι άλλες απ’ εδώ - να δούμε, εσύ τι πράγμα είσαι;» Προσπαθεί να χαμογελάσει, με το στανιό όμως.
— Μάσαλλαχ! Και η κοπελίτσα μας είναι πολύ όμορφη. Τρέχω να φέρω ξύλα. Είστε τυχεροί, το πρόβλεψε φαίνεται η γριά μου. Κάθισε σήμερα κι έκανε μπουρέκι. Πόσο το αγαπούσατε στα μικράτα σας.
Ο Αρίν της ψιθυρίζει, προσπαθώντας να μην τον ακούσει ο γέρος:
— Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω φάει μπουρέκι εδώ.
Πόσο φυσικά, πόσο χαρούμενα είναι τα πάντα. Η σκηνή της ταινίας που ο μικρός κύριος της οικογένειας επισκέπτεται το αρχοντικό τους, το οποίο εδώ και πολύ καιρό δεν είχε επισκεφθεί, κι έρχεται τη μέρα εκείνη με την αρραβωνιαστικιά του, την ερωμένη του ή τη σύζυγο του…
Περνούν στο χειμερινό δωμάτιο όπου βρίσκεται και το τζάκι.
— Εδώ δεν έχει αλλάξει τίποτα, λέει ο Αρίν. Έχω σχεδόν τέσσερα χρόνια να πατήσω το πόδι μου· τα πάντα είναι όπως τα είχε αφήσει ο μακαρίτης ο θείος μου. Ακόμα κι ο Σαλίχ εφέντης έχει παραμείνει ίδιος.
Ο σκύλος βρίσκει την ευκαιρία να ορμήσει μες στο σπίτι και γεμάτος χαρά τρέχει δεξιά αριστερά, ξαπλώνει και σηκώνεται. Ο Αρίν βγάζει ένα μπουκάλι μέσα απ’ τον κομψό αγγλικό μπουφέ που βρίσκεται σε μια γωνιά.
— Ο θείος μου ήταν πολύ μερακλής, του άρεσε το καλό πιοτό, ιδιαίτερα το κρασί. Δεν του άρεσε πολύ το ρακί. Δεν του πήγαινε η κουλτούρα του καπηλειού. Θύμωνε με τον πατέρα μου επειδή έπινε ρακί. Για να δούμε πώς είναι αυτό το παλιό γαλλικό κρασί! Αν δεν έχει ξινίσει θα το πιούμε μια χαρά.
— Δεν μου είχες μιλήσει ποτέ γι’ αυτό το σπίτι.
Μόλις τελειώνει τη φράση της μετανιώνει. Αισθάνεται σαν να του ζήτησε να πληροφορηθεί τα περιουσιακά του στοιχεία. Κοκκινίζει, σωπαίνει.
— Δεν ξέρω. Ίσως επειδή δεν ερχόμουν συχνά. Όταν ήμουν μικρός ο θείος μου περνούσε τα καλοκαίρια του εδώ. Κι εμείς ερχόμασταν κάθε καλοκαίρι και μέναμε στη «Λέσχη Αναντολού». Βέβαια, εδώ στο αρχοντικό υπήρχε χώρος για όλους μας, όμως η μητέρα μου ήθελε να μένει στη Λέσχη. «Εκεί υπάρχει άλλη ατμόσφαιρα», έλεγε. Τα χρόνια εκείνα το νησί ήταν πανέμορφο.
Ο Σαλίχ εφέντης καταφθάνει με τα πιάτα με τα μπουρέκια στο χέρι και στρώνει το τραπέζι για δύο άτομα.
— Αχ, κύριε μου, το νησί έπαψε να είναι εκείνο που ξέρατε. Ούτε η Λέσχη είναι ίδια. Οι Ρωμιοί φεύγουν ένας ένας. Πού εκείνες οι πανέμορφες ταβέρνες των Ρωμιών. Αντικαταστάθηκαν με μαγαζιά που πουλάνε λαχματζούν. Ακόμα κι οι επιβάτες των πλοίων άλλαξαν. Αν πεις οι κήποι, είναι άνω κάτω. Αύριο ρίξε μια ματιά εδώ γύρω με το φως της μέρας. Πού να βρεις εκείνα τα πανέμορφα λουλούδια που σκορπούσαν το άρωμα τους, τα τριαντάφυλλα, τα ζουμπούλια, τα μπρισίμια. Ακόμα και τις πανέμορφες μιμόζες ξηλώνουνε για να χτίσουν οικοδομές. Να το θυμάσαι, αύριο θα λες, ο Σαλίχ εφέντης μού το είχε πει, σε λίγα χρόνια δεν θα μείνει κανένα αρχοντικό, όλα θα γίνουν πολυκατοικίες. Άντε να δεις τους αμαξάδες. Πού εκείνοι οι παλιοί, που ήταν κύριοι. Οι τωρινοί, όλοι τους, πλιατσικολόγοι - άγνωστο από πού έχουν ξεφυτρώσει. Σας πονοκεφαλιάζω, κοπέλα μου, αλλά εσείς έπρεπε να δείτε το νησί είκοσι χρόνια πριν. Ακόμα και δέκα χρόνια πριν η κατάσταση ήταν υποφερτή. Αν με ρωτήσετε…
Ο Αρίν τον διακόπτει γελώντας:
— Δεν σε ρωτήσαμε κι είπες τόσα, φαντάσου να σε ρωτούσαμε.
— Με συγχωρείτε, μικρέ μου κύριε, σας πονοκεφάλιασα. Όμως ο άνθρωπος, όταν θυμάται εκείνες τις παλιές καλές μέρες, δεν κρατιέται. Άντε να σας αφήσω μόνους. Αν χρειαστείτε κάτι χτυπήστε το κουδούνι. Οι κρεβατοκάμαρες στον πάνω όροφο είναι έτοιμες. Τις έχουμε πάντα έτοιμες. Αν πάλι χρειαστείτε κάτι…
— Να ’σαι καλά, αν θέλω κάτι, θα σε φωνάξω…
Μετάβαση στο σημείο: Τα Πριγκηπόνησα