Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Η Ασιατική πλευρά της Πόλης Η Ασιατική πλευρά της Πόλης
Κωνσταντινούπολη: η μοναδική πόλη που μοιράζεται ανάμεσα σε δύο ηπείρους. Αφήνοντας την ευρωπαϊκή ακτή, είτε με τα καραβάκια που διασχίζουν τον Βόσπορο, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, είτε με την εντυπωσιακή του γέφυρα που μοιάζει να υπερίπταται του πορθμού φτάνουμε στην απέναντι πλευρά, την ασιατική. Στο Καντίκιοϊ (Kadıköy), όπως ο Θεόφιλος Γκωτιέ στα μέσα του 19ου αι., ή στο Σκούταρι (Üsküdar) σαν τη Λούλα και την Αγνές, τις ηρωίδες του μυθιστορήματος της Νίκης Μαραγκού Γεζούλ, οι οποίες ανάμεσα στον ορυμαγδό του πολέμου της Κριμαίας και την ανακούφιση των τραυματιών στο νοσοκομείο του Σκούταρι, μπόρεσαν να θαυμάσουν τουλάχιστον το τέμενος της Μιχριμάχ Σουλτάνας, χτισμένο από τον σπουδαίο αρχιτέκτονα Σινάν. Μπορούμε κι εμείς να φανταστούμε τι περίπου έβλεπαν οι δύο γυναίκες μέσα από το σχέδιο του λευκώματος των R. Walsh και Th. Allom που βρέθηκαν την ίδια περίπου εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, στο Σκούταρι δηλαδή, εντοπίζεται και το μεγαλύτερο κοιμητήριο ολόκληρης της Τουρκίας, όπως μαθαίνουμε από τις περιηγήσεις της Μάγιας Τσόκλη. Άραγε να έχει δίκιο ο Χάριτος, η αστυνομική persona των μυθιστορημάτων του Μάρκαρη, όταν υποστηρίζει πως η ασιατική πλευρά είναι ομορφότερη;
Γεζούλ...
Όλο τον Ιανουάριο δε σταμάτησε να βρέχει. Ένας παγωμένος αέρας φυσούσε, η Λούλα δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι. Τα νέα από το μέτωπο ήταν φοβερά. Έφταναν καθημερινά πληγωμένοι στο νοσοκομείο στο Σκούταρι και ακούστηκε πως έφτασαν από το Λονδίνο καμιά σαρανταριά νοσοκόμες. Στο επόμενο τσάι συζητήθηκε το θέμα και είπαν πως πρέπει κάπως να βοηθήσουν τους τραυματίες. Καμιά γυναίκα όμως δεν τολμούσε να πάει μέχρι εκεί, ιδιαίτερα αυτές που οι σύζυγοί τους ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Η Αγνές γύρισε προς τη Λούλα και της είπε στο αυτί. «Θέλεις να πάμε εμείς; Οι άντρες μας λείπουν και δε θα το καταλάβουν». Η Λούλα τής έγνεψε «ναι» και, με ένα γράμμα στο χέρι, ξεκίνησαν το άλλο πρωί με την άμαξα και έφτασαν στην ξύλινη γέφυρα του Γαλατά. Εκεί, ο αμαξάς παζάρεψε μια βάρκα που θα τους έπαιρνε απέναντι, στην ασιατική ακτή. Η βάρκα ήταν κλειστή και, μέχρι να φτάσουν στην απέναντι ακτή, η Λούλα αισθάνθηκε να ανακατεύεται το στομάχι της. Στην απέναντι ακτή, τα κυπαρίσσια του τούρκικου νεκροταφείου δημιουργούσαν μια τεράστια πράσινη μάζα. Οι Οθωμανοί δεν ήθελαν να θάβονται στη μολυσμένη από τους άπιστους ευρωπαϊκή πλευρά και έτσι κάθε μουσουλμάνος που σεβόταν τον εαυτό του φρόντιζε να έχει τάφο στην ασιατική ακτή. Γι’ αυτό το νεκροταφείο στο Σκούταρι ήταν το μεγαλύτερο στην Πόλη και φαινόταν από τον Γαλατά.
Μόλις πλησίασαν την ακτή φάνηκε η κρήνη του Αχμέτ, το τέμενος της Μιχριμάχ Σουλτάνας, που της εξήγησε η Αγνές ότι το έκτισε ο Σινάν προς τιμή της αγαπημένης κόρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και γυναίκας του Ρουστέμ Πασά. Πιο κάτω ήταν το τζαμί του Σεμσί Πασά, που λεγόταν Κους Κονμάζ -που θα πει τζαμί που δε φιλοξενεί πουλιά-, το τζαμί της Βαλιδέ Σουλτάνας και το νεκροταφείο του Καρατζά Αχμέτ. Ο Αχμέτ βρήκε αμέσως άμαξα στην πλατεία των Γερακάρηδων, όπως λεγόταν η πλατεία στο Σκούταρι, ή αλλιώς Surre-i humayun, γιατί από κει ξεκινούσε κάθε χρόνο το καραβάνι με τους πιστούς για τη Μέκκα και τη Μεδίνα, με την άσπρη καμήλα να προπορεύεται, που έπαιρνε δώρα από τον Σουλτάνο στον Σερίφη της Μέκκας.
Προχώρησαν στην ακτή περνώντας το νησάκι με τον πύργο και αριστερά στον λόφο ήταν το στρατόπεδο. Με το που πέρασαν την πόρτα του στρατοπέδου, όπου είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο, μια μπόχα τους κτύπησε στο πρόσωπο, μια μυρωδιά από απλυσιά, ούρα, κόπρανα, μια μυρωδιά θανάτου. Της Λούλας της ήρθε λιποθυμία, μα κρατήθηκε. Παντού υπήρχαν πληγωμένοι, σε πρόχειρα κρεβάτια εκστρατείας, στο πάτωμα. Βρήκαν μια εγγλέζα νοσοκόμα και της είπαν τον λόγο της επίσκεψής τους. Μια ξυλόσομπα δεν κατάφερνε να ζεστάνει το δωμάτιο, λίγα κρεβάτια είχαν κουβέρτες. Τις πήρε σε μια γωνιά που ήταν ένα τραπέζι με κάτι χαρτιά.
«Υπάρχουν πολλά να γίνουν» τους είπε «μας λείπουν τα πάντα, αλλά έχουμε και ανάγκη από κάποιον που να μπορεί να γράφει γράμματα από τους στρατιώτες προς τους δικούς τους, που να τους μιλά και να τους παρηγορεί. Να, εκείνο το παιδί στη γωνιά πεθαίνει, αν μπορείτε να καθίσετε λίγο κοντά του. Όταν τελειώσω τη δουλειά μου θα μιλήσουμε».
Η Λουλά κάθισε δίπλα από τον νεαρό άντρα και του έπιασε το χέρι. Ήταν ένα χέρι παγωμένο, κοκαλιασμένο, της θύμιζε λίγο τον Εγγλέζο. Δε θα ήταν πάνω από είκοσι τριών χρονών. «Tell Eliza that I love her» της είπε και ψέλλισε μια διεύθυνση. Η Λουλά έφερε χαρτί και κάθισε κοντά του.
Από εκείνη την ημέρα πήγαιναν τακτικά με την Αγνές στο Σκούταρι, κρυφά, μην το μάθουν οι σύζυγοί τους. Ο Τζον έλειπε και ο άντρας της Αγνές ήταν κι αυτός στο μέτωπο. Δασκάλεψαν λοιπόν τον Αχμέτ να μην πει τίποτα, και στη μαγείρισσα είπαν ότι έκαναν φιλανθρωπικές επισκέψεις. Μάζεψαν κουβέρτες, μάλλινα ρούχα, έπλεξαν κάλτσες. Πρώτη φορά η Λούλα ξέχασε τον πόνο του παιδιού της. Ήταν σαν να τα έκανε όλα αυτά για τα δικά της παιδιά και αφοσιώθηκε στο έργο αυτό, που αισθανόταν να της ελαφρύνει την καρδιά. Στην αρχή έκλαιγε όταν καθόταν δίπλα από κάποιο ετοιμοθάνατο παιδί κι αυτός της έσφιγγε το χέρι και της υπαγόρευε, όσο μπορούσε βέβαια, ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Αισθανόταν ότι αυτό που γινόταν ήταν ένα εντελώς παράλογο πράγμα, αυτός ο πόλεμος που κανένας καλά καλά δεν καταλάβαινε γιατί γινόταν· όλη αυτή η σφαγή, μέσα σ’ αυτό το κρύο, το χιόνι, την υγρασία, όλα αυτά τα κρυοπαγήματα, το απλανές βλέμμα, οι πληγές που μολύνονταν από τα βρόμικα ρούχα, τα βογγητά, το απελπισμένο κλάμα, η παράδοση, ο ρόγχος του θανάτου.
Μπροστά σ’ όλη αυτή τη φρίκη, η δική της τραγωδία έπαιρνε μιαν άλλη διάσταση, και θύμωνε με όλο αυτό το πράγμα, με αυτή τη μηχανή του πολέμου, θύμωνε με τον ίδιο της τον άντρα. Ήταν κι αυτός μέρος αυτής της μηχανής, ήταν κι αυτός άντρας-πολεμιστής· και ένιωσε ξαφνικά μιαν απέχθεια, που απομάκρυνε τον φόβο που υπέβοσκε μήπως αυτός γύριζε και μάθαινε για το Σκούταρι. Θα της το απαγόρευε σίγουρα, και η Λούλα πρώτη φορά έκανε κάτι που ήξερε ότι ο άντρας της δε θα το επικροτούσε.
[…]
Γύριζαν απόγευμα από την ασιατική ακτή και, καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τον Πύργο του Γαλατά, έλαμπαν σαν χρυσά τα τζαμιά, η Αγία Σοφία, το Σεράι. Της Λουλάς της έφευγε όλη η κούραση της μέρας ξαφνικά, όλη η ένταση, όταν κοίταζε αυτό το θέαμα. Κορμοράνοι και γλάροι βουτούσαν στη θάλασσα ανάμεσα στο συνεχές πηγαινέλα των πλοίων.Νίκη Μαραγκού, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2010, 131-135.
Κωνσταντινούπολη...
Επιτέλους το Μπανγκόρ, έτσι ονομαζόταν αυτό το απαίσιο παλιοκάραβο, προσορμίστηκε μπροστά στην πέτρινη προκυμαία, εκτοπίζοντας ένα στολίσκο από καΐκια, και εμείς πατήσαμε το πόδι μας στην ξηρά.
Το λεγόμενο λιμάνι του Καντίκιοϊ, αν και η λέξη λιμάνι είναι κάπως πομπώδης, πλαισιώνεται από τουρκικά, αρμενικά και ελληνικά καφενεία, πάντα γεμάτα με πολυποίκιλο κόσμο. Οι κάτοικοι του Πέραν και οι Έλληνες πίνουν μεγάλα ποτήρια νερό ασπρισμένο από το ρακί, το τοπικό αψέντι· οι μουσουλμάνοι πίνουν γουλιές γουλιές θολού καφέ· Φράγκοι, Έλληνες και Τούρκοι κάνουν, εν χορώ, το ροδόνερο μες στην κρυστάλλινη καράφα των ναργιλέδων να γουργουρίζει, και η πολύγλωσση κραυγή «φωτιά!» σκεπάζει τον υπόκωφο βόμβο των συνομιλιών.
Δεν υπάρχει πιο ευχάριστη αίσθηση από το ν’ αναπνέεις τις αναθυμιάσεις από το τουμπεκί καθισμένος πάνω στο εξωτερικό ντιβάνι ενός τέτοιου καφενείου, βλέποντας λουσμένα σ’ ένα γαλαζωπό φως στο βάθος μπροστά σου, πάνω στην όχθη της Ευρώπης, τα επαλξωτά τείχη του σεραγιού, τα σπίτια των Ψωμμαθειών και τις ογκώδεις κατασκευές του Επταπυργίου· αλλά δεν ήρθα στο Καντίκιοϊ για ν’ απολαύσω αυτό το θέαμα.
Με είχε προσκαλέσει για δείπνο ο Λούντοβικ, ένας Αρμένιος στο μαγαζί του οποίου είχα ψωνίσει περσικές παντόφλες, καπνοσακούλες από τον Λίβανο, μεταξωτές εσάρπες της Προύσας με χρυσό και ασημένιο υφάδι, και κάποια από εκείνα τα ανατολίτικα κομψοτεχνήματα χωρίς τα οποία ένας ταξιδιώτης ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη δεν είναι ευπρόσδεκτος στο Παρίσι. Ο Λούντοβικ διαθέτει ένα από τα πιο όμορφα καταστήματα αξιοπερίεργων αντικειμένων για το οποίο είχα μιλήσει αναλυτικά όταν αναφέρθηκα στο Παζάρι, και έχει χτίσει στο Καντίκιοϊ μια όμορφη κατοικία. Σαν τους εμπόρους της Σιτέ, οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης περνούν τη μέρα τους στο μαγαζί τους και επιστρέφουν κάθε βράδυ σε κάποια εξοχική κατοικία ή αγρέπαυλη για να ζήσουν με την οικογένεια τους, αφήνοντας κάθε εμπορική σκέψη στο κατώφλι.
Ακολούθησα ως το τέρμα τον μεγάλο δρόμο του Καντίκιοϊ, σύμφωνα με τις οδηγίες που μου είχαν δώσει· είναι αρκετά γραφικός, με τα βαμμένα σπίτια του, τα χαγιάτια, τους επικλινείς ορόφους, τους μουχαριαμπέδες με τα πυκνά καφασωτά, και τις πιο μοντέρνες κατοικίες όπου γίνονται αισθητές κάποιες αδιαμόρφωτες ακόμα τάσεις αγγλικής ή ιταλικής τεχνοτροπίας. Μερικές λευκές προσόψεις διακόπτουν κάπου κάπου την αρμενική και τουρκική ποικιλοχρωμία χωρίς να προξενούν πολύ κακή εντύπωση. Στο σκαλοπάτι των ανοιχτών θυρών ήταν καθισμένες ή συγκεντρωμένες όμορφες κοπέλες που δεν το έβαζαν στα πόδια με μια ματιά· ταλίκες τραντάζονταν πάνω στο λιθόστρωτο, μεταφέροντας οικογένειες που πήγαιναν στην εξοχή· Τούρκοι ιππείς περνούσαν καβάλα στα βερβερικά άλογα τους, μ’ έναν υπηρέτη να τους ακολουθεί πεζός και με το χέρι ακουμπισμένο πάνω στα καπούλια του υποζυγίου· παπάδες, ντυμένοι μ’ ένα βιολετί χιτώνα παρόμοιο με τον χιτώνα των καθηγητών μας του γυμνασίου και μ’ ένα δικαστικό πίλο στο κεφάλι από τον οποίο κρεμόταν ένα μακρύ πέπλο από μαύρη γάζα, περπατούσαν με βαρύ βήμα χαϊδεύοντας την κατσαρή γενειάδα τους· παντού υπήρχε ζωηρή κίνηση.
Στο τέλος του μεγάλου δρόμου, τα σπίτια αραιώνουν και περιβάλλονται από πιο μεγάλους κήπους. Περπατάει κανείς κατά μήκος μακριών λευκών τοίχων ή ξύλινων φραχτών, πάνω από τους οποίους προβάλλουν σε συστάδες τα σαρκώδη φύλλα της συκιάς ή σε γιρλάντες οι κληματίδες του αμπελιού.
Μετά από λίγα λεπτά περπάτημα, διέκρινα μια λευκή πόρτα με γαλάζια ανάγλυφα στολίδια: ήταν το σπίτι του Λούντοβικ· μπήκα, και με υποδέχτηκε μια γοητευτική γυναίκα με μεγάλα μαύρα μάτια και μακρόστενο νεανικό πρόσωπο που έφερε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της αρμενικής φυλής, μιας από τις πιο όμορφες του κόσμου, που θα προτιμούσα ίσως από την ελληνική, αν η καμπύλη της μύτης δε γινόταν πολύ γαμψή με την ηλικία.
Η κυρία Λούντοβικ μιλούσε μόνο τη μητρική της γλώσσα, και η συζήτηση μεταξύ μας σταμάτησε φυσικά μετά τους πρώτους χαιρετισμούς· […]
Η άφιξη του Λούντοβικ, που μιλάει με μεγάλη ευχέρεια τα γαλλικά, μου έδωσε πάλι τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω τη γλωσσά μου. Πριν από το δείπνο, με ξενάγησε στο σπίτι του: δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τίποτα πιο δροσερό και πιο φιλάρεσκα απλό· οι τοίχοι και οι οροφές των δωματίων, με ξύλινη επένδυση, ήταν βαμμένοι με φωτεινά χρώματα, λιλά, γαλανό, αχνοκίτρινο, και ήταν διακριτικά τονισμένοι με λευκά ανάγλυφα στολίδια· λεπτές ψάθες από σπάρτο Ινδίας, που αντικαθίστανται τον χειμώνα από παχιά χαλιά του Ισπαχάν και της Σμύρνης, κάλυπταν τα πατώματα· ντιβάνια με παλιά τουρκικά υφάσματα, με πρωτότυπα και αλλόκοτα σχέδια, στολισμένα αραιά και πού με χρυσοκλωστές και ασημοκλωστές, και μαξιλαράκια από μαροκινό δέρμα, σε προκαλούσαν να ραχατέψεις σε κάθε γωνιά. Μια σκευοθήκη με πίπες, με μαρκούτσια από κερασιά και γιασεμί, με πελώρια κεχριμπαρένια επιστόμια, με λουλάδες από ροδοκόκκινο άργιλο, επισμαλτωμένο και επιχρυσωμένο, και δοχεία από πορσελάνη Κίνας γεμάτα με μεταξένιο ξανθό καπνό, έταζαν στον καπνιστή τις τέρψεις ενός απολαυστικού καπνίσματος· μερικά τραπεζάκια με ένθετο σεντέφι, χαμηλά σαν σκαμνάκια, που χρησιμεύουν για την τοποθέτηση των δίσκων με τα γλυκά και τα σερμπέτια, συμπλήρωναν την επίπλωση.
Επειδή έκανε πολλή ζέστη, δειπνήσαμε έξω, κάτω από το περιστύλιο με θέα στον κήπο, που ήταν φυτεμένος με κλήματα, συκιές και κολοκυθιές. Το γεύμα μας απαρτιζόταν από ψάρια τηγανισμένα στο λάδι, ένα ιδιαίτερο είδος που στην Κωνσταντινούπολη ονομάζουν σκορπιούς, αρνίσια παϊδάκια, αγγούρια γεμιστά με κιμά, γλυκά με μέλι, σταφύλια και φρούτα, και το συνοδέψαμε με δυο είδη ελληνικών κρασιών, το ένα γλυκό με μια ελαφριά γεύση μοσχάτου, το άλλο πικρό επειδή ήταν ανάμεικτο με εκχύλισμα κουκουναριών -ανάμνηση από την αρχαιότητα- που θύμιζε αρκετά το βερμούτ του Τορίνο.
Τα πιάτα τα έφερνε μια μικρόσωμη υπηρέτρια δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων που, μες στη βιασύνη της, έκανε τα ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά της πόδια να κροταλίζουν πάνω στο χαλικόστρωτο μωσαϊκό της αυλής. Πήγαινε και τα έφερνε από τον φούρνο όπου μαγείρευε ένας τροφαντός Αρμένιος κοιλαράς με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και παπαγαλίσια μύτη, που είχε, στην ειδικότητα του, ένα μεγάλο ταλέντο· γιατί τα καλύτερα γεμιστά αγγούρια τα έφαγα από τα χέρια αυτού του Καρέμ της Ασίας, στον οποίο εκφράζω εδώ την ικανοποίηση ενός στομαχιού γεμάτου ευγνωμοσύνη. Καθώς οι γαστριμαργικές τέρψεις σπανίζουν στην Τουρκία, είναι καλό να τις αναφέρω.
Αφού τελειώσαμε το γεύμα, πήγαμε να πιούμε καφέ και να καπνίσουμε μια πίπα κάτω από τα ψηλά δέντρα που πλαισίωναν γραφικά την απόκρημνη ακτή του κόλπου· κάτι μουσικοί τραγουδούσαν κλαψουριστά ένα παράπονο με τη λαρυγγική χροιά, τον ιδιόμορφο ρυθμό, τη μελαγχολική βραχνάδα που αρχικά σου φέρνουν γέλια, και τελικά σε μαγεύουν σαν τ’ ακούς πολλή ώρα· την ορχήστρα αποτελούσαν μια ρεμπάπα, ένας δερβίσικος αυλός κι ένα ταμπούρλο. Εκείνος που έπαιζε τη ρεμπάπα, ένας παχουλός Τούρκος με ταυρίσιο λαιμό, κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του με ύφος άρρητης ικανοποίησης, μεθυσμένος θαρρείς από την ίδια του τη μουσική· ανάμεσα στους δυο ισχνούς ακολούθους του, είχε το ύφος ενός τετράπαχου αγαλματιδίου ανάμεσα σε δυο τερατόμορφα ειδώλια.
Αφού χορτάσαμε το τραγούδι των γενίτσαρων και τον θρύλο του Σκεντέρμπεη, μας ήρθε η όρεξη να παρακολουθήσουμε την παράσταση που έδιναν οι Αρμένιοι και Τούρκοι γελωτοποιοί στο Μοντά Μπουρνού, πολύ κοντά στο Καντίκιοϊ.
Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 316-320.
Παλιά, πολύ παλιά...
Ο Γκίκας με πετυχαίνει στον δρόμο της επιστροφής από το Μπέικοζ προς το Σκούταρι και μου χαλάει τη ρέμβη μου στον Βόσπορο. «Έχουμε κανένα νέο;» με ρωτάει.
Του δίνω μια σύντομη αναφορά για τις έρευνες μου από κοινού με τον Μουράτ και για τις έρευνες που έκανα πίσω από την πλάτη του Μουράτ.
«Δηλαδή, ως τώρα έχουμε δύο θύματα και οι δύο ελληνορθόδοξοι» σχολιάζει.
«Ακριβώς».
«Και τι συμπέρασμα βγάζεις;»
«Στον πρώτο φόνο το κίνητρο είναι καθαρό: ήθελε να εκδικηθεί τον αδελφό της. Αλλά, και στον δεύτερο, οι ενδείξεις μάλλον προς τα εκεί δείχνουν. Όλοι οι μάρτυρες συμφωνούν ότι οι σχέσεις της Χάμπου με την οικογένεια Αδάμογλου ήταν κακές. Φαίνεται πως τους το φύλαγε μανιάτικο και το έβγαλε στην τελευταία απόγονο». Κάνω μια μικρή παύση και προσθέτω το ερώτημα που στην ουσία με βασανίζει. «Αλλού είναι για μένα το πρόβλημα».
«Πού;»
«Πού κρύβεται η γριά; Πρώτον, δεν έχουν μείνει πια πολλοί Ρωμιοί, και δεύτερον, πόσες σχέσεις να έχουν απομείνει ακόμα από τον καιρό που ζούσε εδώ; Οι πιο πολλοί γνωστοί της θα πρέπει να έχουν πεθάνει ή να βρίσκονται στην Ελλάδα. Κανονικά, θα έπρεπε να την είχαμε εντοπίσει ως τώρα. Και όμως κυκλοφορεί σα φάντασμα».
«Ψάξατε τα ξενοδοχεία;»
Αναρωτιέμαι αν κάνει τέτοιες ερωτήσεις επειδή μούχλιασε στο γραφείο ή επειδή νομίζει ότι μόλις αποφοίτησα από τη Σχολή Αστυνομίας. «Τα είχαν ψάξει οι δικοί τους στην αρχή» του απαντώ ήρεμα. «Όπως είναι φυσικό, δε βγήκε τίποτα. Τη φαντά¬ζεστε να σκοτώνει και μετά να γυρίζει στο ξενοδοχείο για ύπνο;»
«Ο Τούρκος συνάδελφος σου τι λέει;»
«Συμφωνήσαμε να κάνει έναν κατάλογο κωνσταντινουπολίτικων οικογενειών και ν’ αρχίσει να ψάχνει, μήπως παρ’ ελπίδα έχει τρυπώσει σε καμιά απ’ αυτές».
«Με τον Τούρκο πώς τα πας;»
«Κρατάμε αποστάσεις ασφαλείας».
«Κάνε το σταυρό σου μη βρεθούμε πέραν του δέοντος μπλεγμένοι».
«Δε μου μοιάζει τόσο μεγάλη υπόθεση για να μπλέξουμε» του απαντάω με βεβαιότητα.
«Και η κατσαρίδα μικρή είναι, αλλά σου φέρνει αναγούλα» σχολιάζει σε μια σπάνια έξαρση της φιλοσοφικής σκέψης του.
Κλείνω το κινητό και αφιερώνομαι στο τοπίο. Η Μουράτογλου είχε δίκιο, όταν έλεγε πως η ασιατική πλευρά είναι πιο όμορφη. Η δόμηση θυμίζει λίγο Δροσιά, Άγιο Στέφανο ή Σταμάτα, αλλά οι ομοιότητες τελειώνουν εκεί. Γιατί εδώ ξεπετάγονται ακόμα ανάμεσα σε πενταώροφες πολυκατοικίες, στενά δρομάκια με ξύλινα σπίτια, σε διάφορα χρώματα, καφέ, μπλε ανοιχτό ή κίτρινα. Τα σπίτια φυτρώνουν μπροστά σου εκεί που δεν τα περιμένεις, σε κάποιες κρυφές γωνίες ή φάτσα σ’ έναν δρόμο με κατασκευές της φωτιάς. Κοιτάζω δεξιά μου και βλέπω ένα ανηφορικό δρομάκι, που καταλήγει σ’ έναν λοφίσκο με δέντρα. Δεξιά έχουν παραταχτεί ξύλινα συντηρημένα σπίτια, αριστερά τριώροφες και τετραώροφες πολυκατοικίες, λες κι έχουν πάρει θέσεις μάχης μετωπικά, όπως παλιά τα στρατεύματα. Νιώθω να ψυχοπλακώνομαι, γιατί ως γνήσιος Έλληνας ξέρω εκ πείρας πως το μπετόν νικάει πάντα.
Το πούλμαν σταματάει μπροστά σ’ ένα μεγάλο παραλιακό καφενείο. Είναι λιακάδα και ο κόσμος κάθεται στα τραπεζάκια με θέα τον Βόσπορο.
«Εδώ που είμαστε τώρα είναι η Κάνλιτζα» ανακοινώνει η ξεναγός. «Η Κάνλιτζα είναι γνωστή για το γιαούρτι της. Θα κάνουμε στάση μισής ώρας για να το δοκιμάσετε».Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 122-124.
Μετάβαση στο σημείο: Η Ασιατική πλευρά της Πόλης