Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Το Φανάρι Το Φανάρι
Έχοντας διασχίσει τη γέφυρα του Γαλατά στρίβουμε δυτικά και κινούμαστε παράλληλα προς τον Κεράτιο κόλπο. Λίγο μετά τη γέφυρα του Ατατούρκ, τη δεύτερη από τις δύο γέφυρες που ενώνουν τις όχθες του κόλπου, θα βρεθούμε στη γειτονιά του Φαναρίου (Fener). Εκεί, με το πάλαι ποτέ έντονο ελληνικό στοιχείο, δεσπόζει η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Fener Rum Erkek Lisesi) ή Κόκκινο Σχολείο (Kırmızı Okul). Για τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της περιοχής με τα πολύχρωμα σπίτια διαβάζουμε την Πόλη των απόντων του Μασσαβέτα ενώ για τη νέα πληθυσμιακή της σύσταση, αφότου οι Έλληνες την εγκατέλειψαν σταδιακά και σχεδόν ολοκληρωτικά τη δεκαετία του 1960, την Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων του Γιάννη Ξανθούλη. Από το ταξίδι της Μάγιας Τσόκλη μαθαίνουμε για τις προσπάθειες που κάνει ο δήμος τα τελευταία χρόνια να αναδείξει την περιοχή. Τη σπουδαιότητα του Φαναρίου για τον ελληνισμό τονίζει με τις ανταποκρίσεις της η Σοφία Σπανούδη ενώ στην εποχή των Φαναριωτών επιστρέφουμε με τον Θεόφιλο Γκωτιέ. Τέλος πάνω ακριβώς στον Κεράτιο κόλπο μπορούμε να θαυμάσουμε τη νεογοτθικού στυλ Βουλγαρική Εκκλησία, τη Sveti Stefan Kilisesi, την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, τη μόνη ορθόδοξη εκκλησία φτιαγμένη από χυτό σίδηρο.
Κωνσταντινούπολη. Η πό...
Εκτός από τη μορφή της Μεγάλης Σχολής, έτερο σύμβολο του Φαναρίου είναι τα περίφημα σπίτια σε σειρές. Πρόκειται για κατασκευές μετρίου ύψους, συνήθως τριώροφες, με στενές προσόψεις, σκεπαστά μπαλκόνια στον δεύτερο όροφο, μεγαλοπρεπείς εισόδους και πατώματα και ταβάνια από τεράστιες ξύλινες δοκούς. Παραδοσιακά, είναι βαμμένα στους τόνους της κόκκινης και κίτρινης ώχρας, του καφέ και του πράσινου. Οι λεπτομέρειες του διακόσμου τους –με κεφαλές του Ερμή και της Αθήνας στα πλαίσια των παραθύρων και αρχαιοελληνικές κολόνες στις εισόδους– προδίδουν μία κοινωνία που εμπνεόταν από την ελληνική αρχαιότητα.
Ο τύπος των σπιτιών σε σειρές είναι προϊόν παντρέματος πολλών παραδόσεων. Η ανοικοδόμηση ομοιόμορφων σειρών εισήχθη από την Ευρώπη. Κυρίως στην Αγγλία και στις Κάτω Χώρες, η ανοικοδόμηση κατοικιών σε σειρές έγινε εξαιρετικά δημοφιλής από τα τέλη του 17ου αιώνα. Όλα τα σπίτια της σειράς κτίζονταν από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα για λόγους οικονομίας. Στην Πόλη, ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος, εμβληματικός της αστικοποίησης, προσαρμόστηκε στους κανόνες της πολίτικης αρχιτεκτονικής. Στις πολίτικες σειρές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, συναντούμε τα σκεπαστά μπαλκόνια του δευτέρου ορόφου και τα διακοσμητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παράδοση των Ελλήνων και Λεβαντίνων. Η διαφορά με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική εντοπίζεται στην επανάληψη όμοιων προσόψεων και του βασικού μορφολογικού τύπου. Τα σπίτια μιας σειράς διαφέρουν μεταξύ τους μόνο στις λεπτομέρειες του διακόσμου. Οι κατασκευές δεν έχουν το μέγεθος ούτε και τον περίτεχνο διάκοσμο των μεγάρων του Πέραν. Είναι ωστόσο κομψά και πολύ ανθρώπινα. Ο νέος αυτός τύπος κατοικίας εξυπηρετούσε τον τρόπο ζωής μιας μεσοαστικής τάξης εμπόρων, βιοτεχνών και δασκάλων. Κάθε σπίτι της σειράς προοριζόταν για μία οικογένεια. Παρόμοιες σειρές βρίσκονται στις περισσότερες γειτονιές που κατοικούνταν από μη Μουσουλμάνους, όπως στο Κούμκαπι, το Πέραν, το Pangaltı, το Bomontı αλλά και προάστια του Βοσπόρου. Στο Φανάρι και στο Μπαλάτ, ωστόσο οι σειρές σώζονται ακέραιες κατά μήκος ολόκληρων δρόμων, διατηρώντας το αστικό τοπίο της ύστερης οθωμανικής Πόλης.
Το Φανάρι διατήρησε αμιγώς ελληνικό χαρακτήρα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η έξοδος των Ρωμιών ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτικής συνεχούς παρενόχλησης, που δεν εκδηλώθηκε μόνο στις περιστάσεις των Σεπτεμβριανών και των απελάσεων του 1964. Η ερήμωση των σπιτιών μοιάζει να απηχεί την απελπισία των ελλήνων ιδιοκτητών τους, που εξαναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν παρά τη θέλησή τους. Είναι ένα θέαμα που σου ραγίζει την καρδιά. Ένας τούρκος αρχιτέκτονας έγραψε κάποτε πως τα σπίτια «θρηνούν και ικετεύουν τις ψυχές μας».
Το σημερινό Φανάρι αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα της «μεταμόρφωσης» της Κωνσταντινούπολης. Η αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο των κτιρίων και στον κόσμο των ζώντων καταδεικνύει τη δραματική μεταβολή στη δημογραφία και στην αστική ταυτότητα. Τα σχολεία, οι εκκλησίες και η αρχιτεκτονική προδίδουν ένα αστικό ελληνικό παρελθόν. Ωστόσο, ο σημερινός πληθυσμός είναι απόλυτα ξεκομμένος από τον υλικό αυτόν κόσμο που τον περιβάλλει. Οι νεοφερμένοι της επαρχίας, ανίκανοι να αναπτύξουν ουσιαστικό σύνδεσμο με το κτιριακό περιβάλλον, αισθάνονται ακόμη ξένοι στη γειτονιά –όσο επιθετικά και αν προσπαθούν να τη διεκδικήσουν–, έχοντας πέσει οι ίδιοι θύματα των ισλαμο-εθνικιστών. Ομολογούν πολύ συχνά ότι τους διακατέχει ένα συναίσθημα αλλοτρίωσης.Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, 287-289.
Κωνσταντινούπολη. Των ...
Με τη δική του ζωή και το γειτονικό Φανάρι.
Τα κάποτε αρχοντικά –αλλά όχι προκλητικά, για να μην εγείρουν τον φθόνο στους αφεντάδες Οθωμανούς– σπίτια των Φαναριωτών στέκουν ακόμη όρθια. Εξαθλιωμένα αλλά όρθια. Με επεμβάσεις ανάλογης απελπισίας με τους «γκετζέ-κοντού[1]». Φυσικά, εδώ έχουμε τοίχους με πέτρα, σκάλες από γαριασμένα μάρμαρα και κιγκλιδώματα-μάρτυρες της προ δύο αιώνων ευημερίας των ενοίκων τους. Μπορεί και γι’ αυτό να δείχνουν τόσο θλιβερά μασκαρεμένα με το δάσος των μπουριών, τα «πιάτα» των τηλεοράσεων, τα χαρτόνια που αντικαθιστούν σπασμένα τζάμια στα παράθυρα και τις εκατοντάδες γάτες που επινοούν μαλαγανιές για να κερδίσουν κανένα μεζέ, πέρα απ’ τα ποντίκια που μασούν ιστορία, κουρέλια, ξύλα από πόρτες ή και δαχτυλάκια μικρών παιδιών.
Πόσα παιδιά μετρώ κάθε φορά… Έχασα τον λογαριασμό. Κι από πού ξεφυτρώνουν; Από παντού, αλλά κυρίως απ’ τα σαλβάρια-παντελόνια των μανάδων τους. Μέσα από κάθε πτυχή των ρούχων της χωριάτισσας, που η μοίρα την καταδίκασε να ζει στην ποθητή Ιστανμπούλ με μόνη προοπτική να φχαριστηθεί μολυσματικές αρρώστιες ή και καμιά «άτυπη» χολέρα, ξεπροβάλλουν κεφάλια παιδιών που κλαψουρίζουν «ανέ…ανέ…». Χαμογελούν αν δουν ξένο και, ξεθαρρεύοντας τα μεγαλύτερα, σε ακολουθούν απαιτώντας «μπαξίς». Στο Φανάρι αποκτάς τη βεβαιότητα πως η κύηση κρατά πολύ λιγότερο από εννιά μήνες — ίσως κάτι παραπάνω από την αντίστοιχη της γάτας. Βέβαια φταίνε και οι τουρίστες-επισκέπτες-προσκυνητές του Πατριαρχείου, που τα κακόμαθαν. Μάλλον για να γλιτώσουν, αδειάζουν τις τσέπες τους απ’ τα άφθονα ψιλά στις αρπακτικές παλάμες των μελλοντικών Ευρωπαίων, «εάν και εφόσον…». Κι όλα αυτά κάτω απ’ το επιβλητικό γοτθικό «Κουρμουζού οκούλ», όπως το λένε, δηλαδή το «Κόκκινο Σχολείο»: τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που διαιωνίζει με την ψυχή στο στόμα το κύρος της.
[…]
Στο ευτράπελο περιθώριο των περιπάτων μου στο Φανάρι κι ενώ προσπαθώ ακόμη να φανταστώ την κινητικότητα της εποχής στα χρόνια ακμής των Φαναριωτών –εκείνους τους κυκλοθυμικούς καιρούς, όπου οι Σουλτάνοι έπαιζαν βόλεϊ με τα κεφάλια των υπηκόων τους– ξαφνιάζομαι με τη σημερινή τσιρκολάνικη κατάσταση.
Σε ακαταλαβίστικες διαλέκτους, οι Τουρκάλες στήνουν πανεύκολα καβγάδες, θρηνούν, δέρνονται, πετούν λεκάνες με απόνερα, καπνίζουν βαριά τσιγάρα ή τρίβουν με τις ώρες τις πατούσες τους, έχοντας τα χέρια βαμμένα με «κινά», εξ ονόματος κάποιας αόριστης μάλλον γιορτής. Γιορτάζουν την εξαθλίωσή τους όσο μπορούν πιο ηχηρά, στα σκαλιά και στις κάμαρες των παλιών αρχοντόσπιτων.[1] Τα χτισμένα σε ένα βράδυ από τενεκέδες και άλλα υλικά σπίτια των φτωχών της Τουρκίας
Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 49-50 & 52.
Γράμματα από την Πόλη...
Σε μιαν άκρη του Μπαλατά, η Βουλγαρική Εκκλησία, ολόκληρη από χυτό σίδερο, στήθηκε μετά το Σχίσμα για κάρφος στα μάτια της Ορθοδοξίας. Αριστερά της εκτείνεται το Φανάρι, παλαιϊκό, υγρό και ανήλιο και μέσα στο μεσουράνημα του καλοκαιριού ακόμη. Στον λόφο του Μουχλιού επάνωθέ του υψώνεται η Μεγάλη του Γένους Σχολή –κάρφος στα μάτια των Φράγκων καλογήρων, που έβλεπαν με φθόνο ανείπωτο τόσα χρόνια τα δυο παλλάδια της Ορθόδοξης εκπαιδεύσεως, τη Μεγάλη Σχολή και το Ιωακείμειον Παρθεναγωγείον, να δεσπόζουν στο Φανάρι επάνω από τον περίβολο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βούλγαροι, Εβραίοι, Λατίνοι, Ορθόδοξοι, Σύροι Ουνίται – τι μωσαϊκό μάταιων φυλετικών αντεγκλήσεων, και πώς προκαλεί τώρα το ειρωνικό χαμόγελο του αντικειμενικού θεατού της πρόσφατης ιστορίας.
Το Φανάρι. Πυξίς, κιβωτός και παρακαταθήκη. Η σκυθρωπή όψη του αναλλοίωτη. Το βλέπομε βυθισμένο στην ίδια συλλογή, με τα χρόνια έχει εξελιχθεί σε μια στωικότητα και σε μια νάρκη. Ο στενός περίβολος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θωρακισμένος απ’ τη θαμπάδα της αρχαιότητος και από την παρέλαση των γεγονότων. Διάχυτο γύρω του ένα χρώμα βασανισμένο αλλοτινών καιρών. Κοντά στα ξυλένια οικοδομήματα που δίνουν μιαν όψη πρόσκαιρης κατασκηνώσεως στο προαιώνιο Παλλάδιο της Ορθοδοξίας –ας μη ξεχνούμε πως το Πατριαρχείο του Φαναριού είναι ο έκτος Οίκος της Ορθοδοξίας– το μεσαιωνικό πέτρινο κτίριο –το «γκιαβγκήρι» ο παλαιός πύργος του Ανεμά, δίνει μια γνήσια βυζαντινή νότα στο βαρύθυμα μελαγχολικό σύνολο. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου αριστερά από την μεσαία Πύλη με την τιμιοτάτη παρακαταθήκη των βυζαντινών Εικόνων της Παμμακαρίστου, του Χριστού, της Φανερωμένης, τα Άγια Λείψανα, τη στήλη που εφραγγελώθη ο Χριστός ευωδιάζει όλη από μύρα πολύτιμα, σμύρνας, αλόης, βενζόης και νάρδου – σταθμός δακρύβρεχτου προσκυνήματος, βραχύς σταθμός που βιάζεται τώρα να τον περάσει η πτοημένη ψυχή, που νοσταλγούσε φλογερά τόσα χρόνια να παραδοθεί στην ολονύχτια δέηση των αναμνήσεων.
Ανεβαίνομε τη σκάλα της Μεγάλης Πρωτοσυγκελίας. Είναι η ώρα της Δύσεως και ποταμοί ανάεροι από μενεξεδένιους ατμούς φωτός σκορπίζονται στον αιθέρα. Στο μαραμένο φως του φαναριώτικου δειλινού οι ήχοι της καμπάνας του εσπερινού ξεφυλλίζονται αργά και θλιμμένα… Ένα βλέμμα στο πορφυροβαμμένο πανόραμα του Κερατίου, που το πλαισιώνουν απ’ εδώ τα δασύφυλλα πλατάνια και οι φτελιές της πατριαρχικής αυλής και τόσα ακόμα γέρικα δέντρα, κλεισμένα από την εποχή της Αλώσεως μέσα στον ιερό περίβολο. Μα είναι ώρα να συνέλθομε. Ο Μέγας Πρωτοσύγκελος μάς ειδοποιεί ότι ο Πατριάρχης μάς περιμένει.Κωνσταντινούπολη...
Βγήκαμε επιτέλους από αυτή την ελεεινή συνοικία και μπήκαμε στο Φανάρι, όπου κατοικούν οι διακεκριμένοι Έλληνες, ένα είδος Γουέστ Εντ πλάι σε μια Αυλή των Θαυμάτων. Τα πέτρινα σπίτια έχουν ένα όμορφο αρχιτεκτονικό ύφος. Πολλά διαθέτουν μπαλκόνια που τα συγκρατούν κονσόλες λαξεμένες κλιμακωτά ή ελικοειδείς γεισίποδες· άλλα πιο παλιά θυμίζουν τις στενές προσόψεις των μικρών μεσαιωνικών πανδοχείων, που είναι κατά το ήμισυ κάστρα και κατά το ήμισυ αστικές οικίες· οι τοίχοι τους έχουν πάχος που αντέχει μια πολιορκία, τα σιδερένια παραθυρόφυλλα αντέχουν τις σφαίρες, τεράστια κιγκλιδώματα υπερασπίζονται τα παράθυρα που έχουν στενέψει σαν τουφεκίστρες, και τα οδοντωτά γείσα γίνονται άνετα επάλξεις και προεξέχουν σαν μουχαριαμπέδες, αθώα αμυντική πολυτέλεια που χρησιμεύει μόνο για την προστασία από την πυρκαγιά, που οι ανήμπορες γλώσσες της γλείφουν μάταια την πέτρινη αυτή συνοικία.
Εδώ έχει καταφύγει το αρχαίο Βυζάντιο, εδώ ζουν μες στα σκοτάδια οι απόγονοι των Κομνηνών, των Δουκών, των Παλαιολόγων, πρίγκιπες δίχως πριγκιπάτα, με προγόνους που είχαν φορέσει την πορφύρα και με αυτοκρατορικό αίμα στις φλέβες τους· οι σκλάβοι τους τους φέρονται σαν σε βασιλιάδες, κι εκείνοι παρηγοριούνται μεταξύ τους για τον ξεπεσμό τους με τούτες τις παρωδίες του σεβασμού. Σημαντικά πλούτη είναι συσσωρευμένα μέσα στα στέρεα σπίτια τους, που έχουν πλούσια διακόσμηση στο εσωτερικό, μολονότι εξωτερικά είναι πολύ απλά· γιατί στην Ανατολή η χλιδή είναι δειλή και εκφράζεται μόνο κρυφά από τα βλέμματα. Οι Φαναριώτες φημίζονταν για καιρό για τη διπλωματική τους ικανότητα: άλλοτε διαχειρίζονταν όλες τις διεθνείς υποθέσεις της Πύλης· αλλά το κύρος τους μοιάζει να έχει μειωθεί πολύ από τον καιρό της ελληνικής επανάστασης.Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 229.
Μετάβαση στο σημείο: Το Φανάρι