Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Βόσπορος και Κεράτιος Βόσπορος και Κεράτιος
Καθώς λοιπόν διασχίζουμε τη γέφυρα του Γαλατά, στεκόμαστε για μια στιγμή να χαζέψουμε τους εκατοντάδες ερασιτέχνες ψαράδες της γέφυρας που έχουν απλώσει τα καλάμια τους και τα καραβάκια που πάνε και έρχονται στον Κεράτιο κόλπο, το Haliç των Τούρκων. «Μια ατμάκατος στολισμένη με τα πρώτα σημάδια της / σαν καυχησιάρης κόκορας βολτάρει στα νερά» διαβάζουμε στο ποίημα του Sabri Esat Siyavuşgil. Οι στίχοι μάς φέρνουν στον νου και τις υπέροχες φωτογραφίες του σπουδαίου τούρκου φωτογράφου Ara Güler που έχει αφιερώσει χιλιάδες φωτογραφίες στην Κωνσταντινούπολη, πολλές από αυτές στον Κεράτιο κόλπο.
Στρέφοντας τα νώτα μας στον κόλπο και κοιτώντας ανατολικά, ταξιδεύουμε νοερά προς την ασιατική ακτή, μέχρι να διασχίσουμε τον Βόσπορο (Boğaziçi), τον πορθμό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία, με κάποιο από τα πολλά καραβάκια που κάνουν καθημερινά αυτή τη διαδρομή για τους πολίτες αλλά και για τους επισκέπτες, όπως ακριβώς οι ήρωες του Μάρκαρη στο μυθιστόρημα Παλιά, πολύ παλιά. Με το καραβάκι αυτό θα μπορέσουμε να δούμε στην ακτογραμμή του Βοσπόρου τα υπέροχα ξύλινα yalılar άλλα φθαρμένα από τον χρόνο, μα ακόμα γοητευτικά, και άλλα πλήρως ανακαινισμένα. Οι χίλιες λέξεις του Αλέξανδρου Μασσαβέτα και του Γιάννη Ξανθούλη για αυτά τα yalılar αξίζουν περισσότερο από μια εικόνα, ενώ ο τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ νοσταλγεί τις βόλτες που έκανε μικρός στη δεκαετία του ΄50 στον Βόσπορο. Μας συνοδεύουν πάντα οι εξαιρετικές γκραβούρες του λεβαντίνου ζωγράφου Antoine I. Melling από το Voyage pittoresque de Constantinople et des rives du Bosphore αλλά και μία εικόνα του ιταλού ζωγράφου Jean Brindesi.
Ο Κεράτιος ξυπνάει...
Αργά αργά σέρνει το βάθος του ο Κεράτιος κόλπος
Σαν μαύρα ψάρια περασμένα σ’ ένα σκοινί
Οι μικρές φορτηγίδες ξυπνούν απ’ τον φόβο της πίσσας.Πλησιάζει στο ακρογιάλι ένα συνεργείο:
Μια ατμάκατος στολισμένη με τα πρώτα σημάδια της
Σαν καυχησιάρης κόκορας βολτάρει στα νερά.Χαρά
Σημαδεύει την προκυμαία με ατέλειωτα κύματα
Έξω με το φως ενός ξεχασμένου φαναριού
Σαράντα καλώδια δεμένα στις κολώνες.Η μέρα, μεγαλώνει μ’ ένα σκοινί που σέρνει η φορτηγίδα
Αθώρητα έντομα τσιμπούν με μανία
Στα βρεμμένα παλαμάρια κουρνιάζουν τα πουλιά.Παλιά, πολύ παλιά...
Καθόμαστε στο κατάστρωμα με λιακάδα και ένα ελαφρό αεράκι που μυρίζει θάλασσα και πετρέλαιο. Οι δύο κυρίες με έχουν στριμώξει στη μέση και κουβεντιάζουν πάνω από τον θώρακά μου. Ευχαρίστως θα τις έβαζα δίπλα-δίπλα, για να πάω μερικά καθίσματα πιο πέρα και να αφοσιωθώ στις σκέψεις μου, αλλά οι κυρίες είναι της παλαιάς σχολής και βάζουν πάντα τον άντρα στη μέση.
Ο νους μου είναι κολλημένος στους γείτονες των Ντάγντελεν. Δεν ξέρω αν ζουν ή πέθαναν, δεν ξέρω πού βρίσκονται και αν τους βρήκε η Μαρία. Ψάχνω ψύλλους στα άχυρα μιας πόλης δεκαεπτά εκατομμυρίων. Ο Μουράτ δε με έχει πάρει, πράγμα που σημαίνει ότι δε βρήκε άκρη ακόμα, συνεπώς εγώ εύλογα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Αν δεν υπάρξει άλλος φόνος, το λογικό θα είναι να επιστρέψουμε στην Αθήνα μέσα στις επόμενες μέρες. Αν όμως η Μαρία μας επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις, τότε βλέπω να βγαίνει αληθινός ο Γκίκας, να γυρίζω δηλαδή στην Αθήνα για τον γάμο της Κατερίνας και να επιστρέφω την επομένη στη Βασιλεύουσα.
Προσπαθώ να διώξω τις δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό μου και να απολαύσω τον θαλάσσιο περίπατο στον Βόσπορο. Το πλοίο πηγαίνει λοξά και πλευρίζει μια στην ευρωπαϊκή ακτή και μια στην ασιατική, ενώ ελίσσεται ανάμεσα σε μαούνες, σε μικρά εκδρομικά πλοιάρια, αλλά και σε μεγάλα φορτηγά μέχρι και πετρελαιοφόρα. Σε κάθε προβλήτα υπάρχει και μια ξύλινη κατασκευή, κάτι σαν αίθουσα αναμονής, που θυμίζει ξύλινο σπιτάκι μέσα στη θάλασσα. Οι ξυλοκατασκευές θα πρέπει να είναι παμπάλαιες, αλλά τις έχουν ανακαινίσει με χτυπητά χρώματα, εξ ων πιο συχνό, η μεγάλη αδυναμία των Τούρκων ελαιοχρωματιστών, το φιστικί.
«Παλιά, όταν δεν υπήρχαν ακόμα οι γέφυρες του Βοσπόρου, όλη η κυκλοφορία από την Πόλη προς την ανατολική ακτή γινόταν με το βαπόρι» μας εξηγεί η Κουρτίδου. «Αν ήθελες να πας στο Μόδι, στου Σκούταρι ή στο Κουζκουντζούκι, έπρεπε να πάρεις το Βαπόρι. Τώρα όλα τα βαπόρια έχουν το ίδιο μέγεθος, παλιά όμως αυτά που πηγαίνανε στα Νησιά ήταν πιο μεγάλα. Τα βαπόρια του Βοσπόρου ήταν πιο μικρά, κατάμαυρα και με πανύψηλα φουγάρα. Με τις γέφυρες η κυκλοφορία έγινε πιο εύκολη, δε λέω, αλλά το βαπόρι ήταν πιο ρομαντικό» προσθέτει η Κουρτίδου γελώντας. «Άσε που υπήρχαν και οι παρέες του βαποριού. Αυτές ήταν ανδροπαρέες, που αντάμωναν κάθε μέρα στο ίδιο δρομολόγιο. Πάνε τα βαπόρια, πάνε και οι παρέες».
Το πλοίο πλευρίζει στην ανατολική ακτή, κοντά σε ένα κάστρο, πιο μικρό από το βυζαντινό απέναντί του. Κοιτάζω πέρα και μπορώ να διακρίνω το άνοιγμα του Βοσπόρου προς τον Εύξεινο Πόντο.
Όταν χτυπάει το κινητό μου είμαι τόσο βέβαιος πως είναι ο Μουράτ, που δεν κοιτάζω καν στο καντράν για να δω τον αριθμό, και πατάω το κουμπί με ένα «yes».
«Εσείς είστε, κύριε αστυνόμε;» ακούω μια ανδρική φωνή στα ελληνικά.
Απαντάω με ένα «ναι» αυτήν τη φορά, που δεν ξέρω αν εκφράζει ανακούφιση ή απογοήτευση.
«Μάρκος Βασιλειάδης εδώ. Μήπως ενοχλώ;»
Απομακρύνομαι από την Αδριανή και την Κουρτίδου, για να μιλήσω πιο άνετα «Όχι, δε με ενοχλείτε, κύριε Βασιλειάδη».
«Πήρα να μάθω αν έχουμε νέα».
«Έχουμε, αλλά δεν είναι ευχάριστα». Και του εξιστορώ σε γενικές γραμμές όσα μεσολάβησαν από την αναχώρησή του.
«Και δεν τη βρήκατε ακόμα;»
«Όχι, δεν μπορέσαμε δυστυχώς να την εντοπίσουμε. Για την ώρα ψάχνουμε αυτήν την τουρκική οικογένεια και ευχόμαστε να προλάβουμε τα χειρότερα».
Με ευχαριστεί μεταξύ δύο αναστεναγμών και κλείνει, ενώ εγώ επιστρέφω στις συνοδούς μου.
[…]
Το πλοίο έχει πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Προχωράει αργά, κατά μήκος της ακτής, ανάμεσα σε ψαρόβαρκες, με ψαράδες που ψαρεύουν ανά ζεύγη. Λίγο παρακάτω πλευρίζει κοντά στο μεγάλο κάστρο της ευρωπαϊκής όχθης.
«Αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το άλλο» παρατηρεί η Αδριανή.
«Αυτό το είχε κτίσει ο Μεχμέτ ο Πορθητής για να κόψει τη βοήθεια απέξω στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που δεν είχε που την κεφαλήν κλείναι».
«Σαν θηρίο στο κλουβί» σχολιάζει η Αδριανή.
«Σαν κοιμισμένο θηρίο στο κλουβί. Αυτό που λένε, ότι ο Μεχμέτ τους έπιασε στον ύπνο, δεν είναι αλήθεια. Οι βυζαντινοί είχαν πέσει σε λήθαργο από χρόνια».
Το τηλεφώνημα του Μουράτ φτάνει τελικά όταν πλησιάζουμε στο Μέγα Ρεύμα και εγώ μπορώ να διακρίνω από το πλοίο την ψαροταβέρνα «Ευθαλία», όπου είχαμε φάει πριν από μερικές μέρες.
«What news?» τον ρωτάω, χωρίς να κάνω προσπάθεια να κρύψω την αγωνία μου.
«No news, good news» μου απαντάει γελώντας.
«Τι θα πει αυτό, ότι δεν τους βρήκατε ακόμα;»
«Τους βρήκαμε. Είναι μια οικογένεια Ταϊφούρ. Δεν μένει πια στο Τζιχανγκίρ, αλλά μακριά από το κέντρο, σε μια περιοχή που λέγεται Εσέντεπε».
«Και;»
«Δε μοιάζει να έγινε κάτι. Ρωτήσαμε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, αλλά δεν τους αναφέρθηκε τίποτα. Συνεπώς, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ή δεν πήγε καθόλου ή δεν τους βρήκε ακόμα. Πάντως, είπα στο τμήμα να παρακολουθούν διακριτικά την πολυκατοικία και αν δουν μια γριά με την περιγραφή της Χάμπου, να την συλλάβουν αμέσως».
«Με την οικογένεια δε μίλησες ακόμα».
«Όχι. Περίμενα να τους δούμε μαζί. Μου είπες βέβαια αυτά που έμαθες από τη Ρωμιά, αλλά προτίμησα να είσαι κι εσύ παρών, γιατί εσύ τα ξέρεις καλύτερα και μπορεί να προσέξεις κάτι που εμένα να μου έχει διαφύγει. Πού βρίσκεσαι τώρα;»
«Κάνω το βόλτα του Βοσπόρου». Κοιτάζω την ταμπέλα εκεί που πλεύρισε το πλοίο. «Είμαστε κάπου που το λένε Αρναβουτκιόι και επιστρέφουμε στο λιμάνι».
«Ωραία, θα είμαι με ένα περιπολικό στη βαπορόσκαλα. Αν δεν έχω φτάσει ακόμα, να με περιμένεις».
Κάθομαι ανακουφισμένος στη θέση μου. Τώρα που ησύχασα κάπως, μπορώ να απολαύσω, έστω και στην επιστροφή, τη θεά και το αεράκι.Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, 259-263.
Κωνσταντινούπολη. Η πό...
Η δίψα για τα παυσίλυπα πανοράματα των υδάτων έκανε τους αριστοκράτες της Ρωμανίας να κτίζουν τις επαύλεις τους στις κορυφές των λόφων, ενώ τράβηξε και τους Αυτοκράτορες στο belvedere των Βλαχερνών. Ωστόσο, η πρωτεύουσα της Ρωμανίας ήταν περιορισμένη στην Επτάλοφο, που τη διέτρεχαν ψηλά τείχη. Η οθωμανική πρωτεύουσα ήταν που σκαρφάλωσε τους λόφους της Περαίας και απλώθηκε και στις ακτές του Βοσπόρου και του ασιατικού Μαρμαρά. Από τον 17ο αιώνα, το Κατάστενο έγινε εκλεκτή περιοχή παραθερισμού για τους οθωμανούς πασάδες, τους Φαναριώτες και τους πλούσιους χριστιανούς εμπόρους. Οι Οθωμανοί ανέπτυξαν μια καινούρια και ακόμη στενότερη σχέση με το νερό, που αποτυπώνεται στον τύπο κατοικίας που είναι γνωστός ως «yalı».
Το «γιαλί» είναι ένας τύπος ξύλινης –παραδοσιακά– κατοικίας, κτισμένης ακριβώς πάνω στην ακτή, με τα παρτέρια της -και πολλές φορές τα σκεπαστά μπαλκόνια της- να προεξέχουν πάνω από το νερό. Τα γιαλί εντυπωσίαζαν όλους τους ξένους περιηγητές. Αυτή η σχέση με το νερό ήταν μια σχέση πολύ κτητική. Οι ιδιοκτήτες των γιαλί απολάμβαναν εντυπωσιακή θέα των υδάτων, αλλά οι κολλημένες στο νερό επαύλεις τους απέκλειαν την πρόσβαση και τη θέα της παραλίας για όλους τους υπολοίπους. Το ιδανικό της εποχής –που παραμένει ιδανικό των πολυεκατομμυριούχων του σήμερα– ήταν το πανόραμα του Βοσπόρου να πλαισιώνει το σαλόνι τους εισβάλοντας από τα μεγάλα παράθυρα, ώστε να μπορούν να το απολαμβάνουν καθισμένοι στους κτιστούς καναπέδες τους.
Οι παραλιακές λεωφόροι του Βοσπόρου αποτελούν πρόσφατες προσθήκες. Τις κατέστησε δυνατές η σχεδόν εξαφάνιση, από το κεμαλικό κράτος, των τάξεων στις οποίες ανήκαν τα περισσότερα γιαλί — της οθωμανικής αριστοκρατίας και των μειονοτικών μεγιστάνων. Ως τις αρχές του 20ου αιώνα, τις μεταφορές εξυπηρετούσαν δρόμοι που διέρχονταν από το εσωτερικό των χωριών, τα σπίτια των οποίων έφταναν ως την ακτή και τα έγλειφε το νερό. Σύμφωνα με μία θεωρία, η λέξη γιαλί προέρχεται από το τουρκικό ρήμα yalamak (γλείφω), αν και πιθανότερη είναι η προέλευση της από την ελληνική λέξη αιγιαλός. Τα περισσότερα γιαλί είχαν δική τους αποβάθρα και σκεπασμένο χώρο για τη φύλαξη των καϊκιών. Με τα καΐκια αυτά, που κωπηλατούσαν υπηρέτες, μετέβαιναν οι ιδιοκτήτες στην Πόλη για τις δουλειές τους. Διασχίζοντας με το πορθμείο τον Βόσπορο, μπορείς ακόμη να εντοπίσεις κάποια ξύλινα γιαλί εδώ κι εκεί. Πάρα πολλά κάηκαν και τα περισσότερα αντικαταστάθηκαν από τσιμεντένιες βίλες καθώς σήμερα η συντήρηση ξύλινων οικοδομών είναι και δύσκολη και οικονομικά ασύμφορη.
Οι μεταφορές προς και από τα χωριά του Βοσπόρου γίνονταν με ιδιωτικά καΐκια και βάρκες, που μετέφεραν τους εκδρομείς μέχρι την καθιέρωση του ατμόπλοιου στα μέσα του 19ου αιώνα. Χάρη στα πυκνά δρομολόγια των ατμόπλοιων η πρόσβαση στα προάστια έγινε πολύ ευκολότερη. Έτσι, πολλοί ευκατάστατοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εγκατέλειψαν τις πυκνοκατοικημένες και θορυβώδεις κεντρικές συνοικίες για να κατοικήσουν μόνιμα σε κάποιο από τα χωριά του Βοσπόρου. Σιγά σιγά, τα κοντινότερα και τα δημοφιλέστερα μεταμορφώθηκαν σε προάστια, εντεταγμένα στον αστικό βίο. Η αστικόποιηση της Μπελ Επόκ προίκισε το Στενό με ξύλινες επαύλεις ρυθμού Αρ Νουβό και εντυπωσιακές εκκλησίες όλων των δογμάτων.
Το να έχεις γιαλί στον Βόσπορο θεωρείτο ανέκαθεν προνόμιο. Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι ιδιοκτήτες των παραθαλάσσιων οικιών ευκατάστατοι. Σε πολλά από τα μικρότερα χωριά, για τις ακτές των οποίων δεν είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι ανώτερες τάξεις, στην ακτογραμμή δεν βρίσκονταν γιαλί-επαύλεις αλλά μικρά σπίτια, ψαράδων και άλλων –κυρίως Ρωμιών– μεροκαματιάρηδων. Τους καλοκαιρινούς μήνες, οι ιδιοκτήτες αυτοί γίνονταν ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των συγχωριανών τους, που τους επισκέπτονταν για να κολυμπήσουν στον Βόσπορο από τις βεράντες των σπιτιών τους και να κάνουν ηλιοθεραπεία σ’ αυτές. Ακόμη πιο δημοφιλή γίνονταν τα παιδιά τους μεταξύ των συμμαθητών τους, που μαζεύονταν στα σπίτια των τυχερών για να κολυμπήσουν. Τότε οι σημερινές συνοικίες ήταν χωριά και όλοι γνώριζαν όλους, και η ανταλλαγή αυτών των επισκέψεων ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου. Σήμερα, κανείς με σώας τας φρένας δεν κολυμπάει εκεί, αλλά και κανείς από τους γείτονες δεν έχει οικειότητα με τους ιδιοκτήτες των παραθαλάσσιων σπιτιών, που είναι πάμπλουτοι και τους φυλάσσει ιδιωτική ασφάλεια. Πολλά από τα μεγαλύτερα γιαλί, εξάλλου, έχουν μετατραπεί σε εστιατόρια, κέντρα αναψυχής και ξενοδοχεία.Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, σ. 597-600.
Κωνσταντινούπολη. Των ...
Το σπίτι των φίλων της φίλης του φίλου βρισκόταν στο βάθος ενός αδιεξόδου. Ήταν ένα βαθύσκιωτο αδιέξοδο, με πλατάνια και φλαμουριές. Μια ψηλή ξύλινη πόρτα, με κάτι σαν αραβούργημα από μέταλλο στο πάνω μέρος, όπως μπόρεσα να διακρίνω στο μισοσκόταδο, οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο κήπο, κατάφυτο από τριανταφυλλιές, που μοσχομύριζαν όπως εκείνες οι παλιές ράτσες, που σήμερα σπάνια συναντάς σε κάποιους επαρχιακούς κήπους. Περπατήσαμε σ’ ένα ανηφορικό λιθόστρωτο μονοπάτι, περιστοιχισμένο από πεζούλες πέτρινες, για να βρεθούμε σε μια μαρμάρινη, όπως μου φάνηκε, βεράντα, που την τύλιγε μια άναρχη κληματαριά. Οι κληματσίδες της σέρνονταν παντού, μπλεγμένες με τρυφερά πλοκάμια γλυσίνας και κισσού.
«Πρόσεξε μη σου αρπάξουν το πόδι» είπε η Αλέβ. «Είναι χειρότερες κι από χταπόδια…»
Πρόσεξα να μην πέσω θύμα όλων εκείνων των απειλητικών κλαδιών που με γοήτευαν από παιδί, αφού οι «κήποι της ζωής μου» ήταν εγκλωβισμένοι σε αναρριχητικά, που ύφαιναν παραμυθένιες μυστικοπαθείς καταστάσεις.
Ύστερα, σαν να πέσαμε ξαφνικά πάνω σε ένα φωτισμένο καράβι από κρύσταλλο και ξύλο, πρόβαλε το σπίτι.
«Μπροστά είναι ο κήπος και πίσω η θάλασσα. Εξαρτάται αν η διάθεσή σου ζητάει το μπλε ή το πράσινο».
Η Αλέβ έδειχνε να γνωρίζει τα κατατόπια του σπιτιού. Ήταν ένα σπίτι με την ψευδαίσθηση του πλωτού, όπως όλα τα «γιαλιά», δηλαδή αυτά τα ξύλινα μικρά παλάτια, που οι προύχοντες της Πόλης έστηναν στις όχθες του Βοσπόρου σαν θερινές κατοικίες ή σαν ερωτικά καταφύγια, για να ξοδέψουν τον χρόνο με την ασυνάρτητη γεύση της ανασφαλούς εξουσίας. Συνήθως αξιωματούχοι ανώτεροι, πρίγκιπες, αδερφές σουλτάνων με πάθη, πλούσιοι άνθρωποι κι άλλοι εξαρτώμενοι άμεσα απ’ την κυκλοθυμία του εκάστοτε Πατισάχ. Τέτοιοι ήταν οι κάτοχοι των «γιαλιών». Άραγε η ονομασία τους να προέρχεται απ’ τον ελληνικό γιαλό; αναρωτήθηκα.
Ο Βόσπορος έγινε μόδα κυρίως μετά τη φαινομενικά διασκεδαστική «περίοδο της τουλίπας», όταν η φανερά εξασθενημένη αυτοκρατορία του Οσμάν θέλησε να διασκεδάσει την παρακμή της. Αργότερα τα παλατάκια αυτά πέρασαν στα χέρια Ευρωπαίων εγκατεστημένων στην Πόλη, σε διπλωμάτες και αρπακτικά της νέας πολιτικής τάξης.
Και τώρα να με σε ένα «γιαλί», να σφίγγω τα χέρια ετερόκλητων ανθρώπων που με αντιμετώπιζαν φιλικά αδιάφορα, λες και ήμουν ανάμεσά τους πριν από λίγες μέρες, λες και με ήξεραν από πάντα.
Η Αλέβ φίλησε κάποιες ηλικιωμένες κυρίως με μαλλιά σε χρώμα ανεμώνας και, βέβαια, με παρουσίασε ως φίλο του Νεντίμ, που δυστυχώς έλειπε στην κηδεία της πριγκίπισσας θείας του, στην Ιορδανία. Αφού ήμουν «κολλητός» του Νεντίμ, δεν χρειάζονταν περαιτέρω συστάσεις.
Εμφανίστηκαν δύο χλωμές νεαρές υπηρέτριες με παγωμένη λεμονάδα για τις κυρίες και ρακί για τους κυρίους, ενώ μια ψηλή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο και, όπως μου είπε η Αλέβ, «στραμπουλισμένη γλώσσα απ’ τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αραβικά», ανακοίνωσε σε τουρκικά, όπου περίσσευαν τα «οσμανλιτσά» στοιχεία, πως σε μισή ώρα θα καθόμασταν στο τραπέζι.
«Είναι η οικοδέσποινα, η Φεριντέ Ζιγιά, που πριν από καιρό δίδασκε καλλιγραφία στην Αρχιτεκτονική Μιμάρ Σινάν».
Πιάστηκα απ’ τις διευκρινίσεις της Αλέβ για να νιώσω στοιχειωδώς άνετα και, ρουφώντας το ρακί, που το σέρβιραν σε μικρά παγωμένα ποτήρια με μεζέ ξερά βερίκοκα, γεμιστά με ένα πιπεράτο λευκό τυρί, περιπλανήθηκα στο ευρύχωρο καθιστικό. Υπέθεσα πως όλοι οι καλεσμένοι προέρχονταν από μια «εξάστερη» τάξη, έχοντας ως μέτρο σύγκρισης τα αστέρια των ξενοδοχείων της Πόλης, που συνήθως ανταποκρίνονται με συνέπεια στους αστερισμούς τους. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και είχαν αποχρώσεις ανθρώπων εσωτερικών χώρων και διεργασιών.
[…]
Το «γιαλί» της Φεριντέ Ζιγιά είχε άφθονα στοιχεία αρ-νουβό και μουσειακής ξυλογλυπτικής, ιδίως στο κλιμακοστάσιο, που παρέπεμπαν σε ένα χορταστικό ζαχαροπλαστικό υπερθέαμα. Παντού ήταν κρεμασμένες γκραβούρες με αναπαραστάσεις απ’ τη ζωή της παλιάς Κωνσταντινούπολης, μινιατούρες που απεικόνιζαν σκηνές απ’ τις τελετές του παλατιού, με καλά μελετημένες ποσότητες χρυσού ανάμεσα στα μπλε ζαμπάκια, στους κρίνους, στις φιγούρες με τα μογγολικά μάτια και στα τουρμπάνια των ανδρών που υποκλίνονταν στο ερωτικό κάλεσμα μιας προκλητικής θηλυκής σεμνοτυφίας. Γυναίκες με μάτια μαύρα σαν κέλυφος μυδιών και στήθη γυμνά, με θηλές από τουρκουάζ. Και παντού γύρω οι τουλίπες να υπενθυμίζουν τον Προφήτη, μια και ήταν οι αγαπημένες του, πολύ πριν τις ανακαλύψουν και τις εμπορευτούν οι Ολλανδοί.
Στο πάτωμα χαλιά λεπτά, με σχέδια ατελών σωμάτων που θάφτηκαν για να ανθίσουν βαριά μπουκέτα λυπημένων λουλουδιών, ή κιλίμια σε χρώμα αίματος, ξεθωριασμένα απ’ το θράσος του ήλιου. Αιμάτινες γεωμετρικές διαδρομές, πλαισιωμένες από ειρηνικούς ρόμβους στον πιο δραματικό τόνο του ξερού χόρτου. Ζαλίστηκα περπατώντας προσεκτικά, αποφεύγοντας να πατήσω πάνω στην ιστορία, που τη διηγούνταν σε μια μάταιη γλώσσα λησμονιάς… Τόσα χαλιά, τόσα κιλίμια και ποιος ξέρει πόσα σαράκια μες στα φρυγανισμένα ξύλα του «γιαλιού».
Ο Βόσπορος, με τους νανουριστικούς κυματισμούς του, διάβρωνε τα θεμέλια του σπιτιού. Με χτύπησε η αρμύρα στο πρόσωπο μόλις βγήκα στο μπαλκόνι να φανταστώ πως ταξίδευα πέρα απ’ τη φαντασία. Το ξύλινο πάτωμα, με τα μεγάλα αραλίκια που άφηναν τα σανίδια, έτριζε σε κάθε μου βήμα. Ένα κερί έλιωνε στο οξειδωμένο φανάρι της οροφής, μεγιστοποιώντας κάθε υποψία σκιάς. Κι ύστερα, καθώς έστριβα από ένα μισοσκότεινο διάδρομο, πίσω από λεπτές κουρτίνες, στο βάθος, είδα τα σώματα να έρχονται κοντά: η σιλουέτα της Αλέβ κι ενός άντρα. Ίσα που χωρούσε μια χούφτα άνεμος ανάμεσά τους. Παρ’ όλη την ελαττωματική ακοή μου, ένιωσα τους ψιθύρους να χαϊδεύουν τους τοίχους του διαδρόμου. Ήχοι από ανήσυχα κύματα πάθους…Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 86-89 & 93-94.
Ιστανμπούλ. Πόλη και α...
Ο παιδίατρος Αλμπέρ που μας τρόμαζε με ό,τι διέθετε, από το μουστάκι του μέχρι την τσάντα του, μετά τις πρώτες εμπύρετες μέρες είπε ότι ο αδελφός μου κι εγώ έπρεπε για θεραπεία να πηγαίνουμε για ένα διάστημα κάθε μέρα στον Βόσπορο να παίρνουμε αέρα. Έτσι ταυτίστηκαν στον νου μου η λέξη Μπογάζ (Βόσπορος), που στα τουρκικά σημαίνει λαιμός, και το «παίρνω αέρα». Ίσως γι’ αυτό να μη μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έμαθα ότι τα Ταράμπια εκατό χρόνια πριν, τότε που δεν ήταν όπως τώρα διάσημο θέρετρο αναψυχής με τουριστικά εστιατόρια και το ξενοδοχείο του, αλλά ένα μικρό ήρεμο ρωμαίικο ψαροχώρι όπου έζησε ένα μέρος από τα παιδικά του χρόνια ο σπουδαίος ποιητής Καβάφης, λεγόταν Θεραπειά. Ίσως επειδή στον νου μου ο Βόσπορος έχει σχέση με την έννοια της γιατρειάς, μου κάνει πάντα καλό να τον βλέπω.
Αντίθετα με την πόλη που τη σάπιζαν μέχρι το μεδούλι η ηττοπάθεια, τα συντρίμμια, το σύμπλεγμα κατωτερότητας, η θλίψη και η φτώχεια, ο Βόσπορος βαθιά στον νου μου ήταν ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της, πηγάζουν από τον Βόσπορο. Αν και η πόλη στην αρχή δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στον Βόσπορο που γι’ αυτήν ήταν ένας θαλάσσιος δρόμος, ένα ωραίο τοπίο και τους τελευταίους δύο αιώνες ένα μέρος για τα καλοκαιρινά παλάτια και γιαλί (παραθαλάσσια αρχοντικά).
Στον Βόσπορο, όπου δεν ζούσαν παρά μόνο μερικοί κάτοικοι σε κάποια ρωμαίικα ψαροχώρια, από τον δέκατο όγδοο αιώνα, όταν άρχισαν να πηγαίνουν εξοχή διαπρεπείς Οθωμανοί, ιδιαίτερα στις περιοχές Γκιόκσου, Κιουτσκιούκσου, Μπεμπέκ, Καντίλι, Ρούμελιχισαρ, Κάνλιτζα, αναπτύχθηκε μια εσωστρεφής κουλτούρα που ανήκε στην Ιστανμπούλ και τον οθωμανικό πολιτισμό. Τα γιαλί που έχτισαν κι έζησαν οι Οθωμανοί πασάδες, οι δυνατοί, οι πλούσιοι του τελευταίου αιώνα, αργότερα, τον εικοστό αιώνα, με την αναστάτωση που προκάλεσε η δημοκρατία και ο τουρκικός εθνικισμός, έγιναν τα πρότυπα της τουρκο-οθωμανικής ταυτότητας και αρχιτεκτονικής. Όμως τα «μοντέρνα» κτίρια του Σεντάτ Χακί Ελντέμ με τα στενά και ψηλά παράθυρα, τα φαρδιά γείσα, τις λεπτές καμινάδες και τα σαχνισιά και τ’ αντίγραφά τους, δεν είναι παρά μόνο οι σκιές που απέμειναν από τον πολιτισμό αυτό που γκρεμίστηκε και τα γιαλί που αποτύπωσαν σε γκραβούρες ζωγράφοι όπως ο Μελίν και των οποίων τις φωτογραφίες και τα σχέδια βλέπουμε στο βιβλίο του με τίτλο Αναμνήσεις από τον Βόσπορο.
Το λεωφορείο Τακσίμ-Εμιργκιάν στη δεκαετία του ’50 περνούσε και από το Νισάντας. Το παίρναμε από τη στάση μπροστά στο σπίτι μας με τη μητέρα μου για να πάμε στον Βόσπορο. Αν παίρναμε το τραμ μέχρι το τέρμα στο Μπεμπέκ, αφού περπατούσαμε αρκετή ώρα στην παραλία, μπαίναμε στο καΐκι του βαρκάρη που μας περίμενε κάθε μέρα στο ίδιο μέρος. Μου άρεσαν πολύ και δεν ήθελα να τελειώνουν ποτέ οι βόλτες στον κόλπο του Μπεμπέκ ανάμεσα στις βάρκες, στα κότερα, στα βαπόρια της γραμμής, στις σημαδούρες με τα μύδια, στον φάρο, ν’ ανοιγόμαστε στη θάλασσα και να νιώθουμε τη δύναμη των ρευμάτων του Βοσπόρου, κι ενώ η βάρκα μας κουνιόταν στα κύματα που σήκωναν τα βαπόρια που περνούσαν.
Το ωραίο σε μια βόλτα στον Βόσπορο είναι ότι, ενώ είσαι σε μια πόλη μεγάλη, ιστορική και παραμελημένη, νιώθεις μέσα σου την ανεξαρτησία και τη δύναμη μιας θάλασσας πανίσχυρης και αεικίνητης. Ο επιβάτης που κινείται με ταχύτητα στα ρεύματα των νερών του Βοσπόρου, καταμεσής της βρομιάς, του καπνού, του θορύβου μιας μεγάλης πόλης, αισθάνεται ότι ακόμη και ανάμεσα στο πλήθος, στην ιστορία, στα κτίρια, μπορεί να μένει μόνος και να είναι ανεξάρτητος. Το κομμάτι αυτού του νερού που περνάει μέσα από το κέντρο της πόλης, δεν μπορεί να συγκριθεί με τα κανάλια της Βενετίας ή τα ποτάμια του Παρισιού ή της Ρώμης που τα χωρίζουν στα δύο: ο Βόσπορος έχει ρεύματα, ανέμους, κύματα, είναι βαθύς και σκοτεινός. Αν έχετε το ρεύμα πίσω σας ή αν αφεθείτε να σας παρασύρει προς την κατεύθυνση των καραβιών της γραμμής, αρχίζοντας από τις ηλικιωμένες που σας παρακολουθούν με τα μάτια πίνοντας το τσάι τους στα μπαλκόνια, από τις πολυκατοικίες, από τα γιαλί, από τα καφενεία με τις κληματσίδες και τις σκάλες των βαποριών δίπλα, από τα παιδιά που μπαίνουν με τα βρακιά τους στη θάλασσα εκεί όπου αδειάζουν οι σωλήνες της αποχέτευσης στην παραλία και που έπειτα ξαπλώνουν στην άσφαλτο για να ζεσταθούν, από αυτούς που ψαρεύουν στην παραλία κι απ’ όσους τεμπελιάζουν στα σκάφη τους, από τους μαθητές με τις τσάντες τους που μετά το σχολείο περπατάνε στην παραλία κι από τους επιβάτες των λεωφορείων που όταν ο δρόμος κλείνει από την πολλή κίνηση κοιτάζουν από τα παράθυρά του τη θάλασσα, από τις γάτες που στην προκυμαία περιμένουν τους ψαράδες, από τα πλατάνια που τώρα ανακαλύπτετε πόσο ψηλά είναι, από τ’ αρχοντικά στους κήπους που βλέπετε ότι είναι εκεί μόνο όταν κοιτάζετε από τη θάλασσα αφού δεν φαίνονται από τον παραλιακό δρόμο, από τις ανηφόρες, από τους λόφους πέρα από τις ανηφόρες, από τις πολυκατοικίες μακριά, από μπροστά σας περνάει όλη η Ιστανμπούλ με το χάος της, τα τζαμιά της, τις απόμερες γειτονιές της, τις γέφυρες, τους μιναρέδες της, τους πύργους της, τους κήπους της, τα ψηλά κτίριά της, που κάθε μέρα ξεφυτρώνει κι άλλο ένα. Η βόλτα στον Βόσπορο με βαπόρι, με μηχανοκίνητο σκάφος, ή όπως εγώ στα παιδικά μου χρόνια με βάρκα, δίνει τη δυνατότητα απόλαυσης της Ιστανμπούλ από πολύ κοντά, γειτονιά προς γειτονιά, σπίτι προς σπίτι, και συνάμα από πολύ μακριά σαν είναι μια σιλουέτα, ένα όνειρο που αλλάζει συνέχεια.
[…]
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, η βόλτα στον Βόσπορο με την Ντοτζ του 1952 που οδηγούσε ο πατέρας μου ή ο θείος μου, τις Κυριακές το πρωί για να πάρουμε αέρα, ήταν συνήθεια μοναδική. Ακόμη κι αν μελαγχολούσαμε λίγο εξαιτίας του ανύπαρκτου πια οθωμανικού πολιτισμού, ως νεόπλουτοι της εποχής της Δημοκρατίας δεν νιώθαμε απώλεια και θλίψη, αλλά περηφάνια και παρηγοριά, συνεχιστές καθώς πιστεύαμε ότι ήμαστε του «πολιτισμού του Βοσπόρου». Κάθε φορά που πηγαίναμε στον Βόσπορο, οπωσδήποτε περνούσαμε από το καφενείο «Τσινάραλτι» στο Εμιργκιάν για χαλβαδόπιτα, περπατούσαμε κάπου στο Μπεμπέκ μπορεί και στο Εμιργκιάν δίπλα στη θάλασσα, κοιτάζαμε τα καράβια που περνούσαν τον Βόσπορο, κι η μητέρα μου σταματούσε το αυτοκίνητο για ν’ αγοράσει κανένα λουλούδι ή δύο μεγάλα λαβράκια.
Θυμάμαι όσο μεγάλωνα να βαριέμαι, να πνίγομαι από τις βόλτες της πυρηνικής οικογένειας — μαμά-μπαμπάς-δυο παιδιά αγόρια. Ωστόσο πήγαινα πάντοτε μαζί τους, αν και οι μικροί οικογενειακοί διαπληκτισμοί που κατέληγαν σε καβγά, τα παιχνίδια με τον αδελφό μου που πάντοτε γίνονταν ανταγωνιστικά και οι δυστυχίες της «πυρηνικής οικογένειας» που έτρεχε με το αυτοκίνητο να πάει να πάρει φρέσκια ανάσα έξω από τη ζωή της στην πολυκατοικία, δηλητηρίαζαν το κάλεσμα του Βοσπόρου. Τα επόμενα χρόνια, όταν στους δρόμους του Βοσπόρου, μέσα σε διαφορετικά αυτοκίνητα έβλεπα οικογένειες δυστυχισμένες, να τσακώνονται όλο φασαρία, ενώ είχαν βγει όπως εμείς για την κυριακάτικη βόλτα τους, δεν σκεφτόμουν ότι η ζωή μου δεν ήταν και τόσο ιδιωτική, αλλά ότι ο Βόσπορος ίσως είναι για τις οικογένειες της Ιστανμπούλ η μοναδική πηγή ευτυχίας.
Όταν σιγά σιγά, όπως κάηκαν ένα ένα τα γιαλί, χάθηκαν και πολλά πράγματα που κάνανε τον Βόσπορο των παιδικών μου χρόνων ένα μέρος ιδιαίτερο, η βόλτα στον Βόσπορο άρχισε να μου προσφέρει και την απόλαυση της ανάμνησης. Μου αρέσει πια κι εμένα να μιλάω για τα νταλιάνια που δεν υπάρχουν πια, για τον πατέρα μου που μου έλεγε ότι το νταλιάνι είναι ένα είδος παγίδας που στήνεται με τα δίχτυα για να πιάνονται τα ψάρια, για τα καΐκια που πηγαίνανε γιαλό γιαλό και πουλούσανε φρούτα, για τις πλαζ του Βοσπόρου όπου πηγαίναμε με τη μητέρα μας, πόσο όμορφα είναι να κολυμπάς στον Βόσπορο, για τις αποβάθρες του Βοσπόρου που τις κλείσανε τη μία μετά την άλλη, τις εγκατέλειψαν, κι αργότερα τις μετέτρεψαν σε πολυτελή εστιατόρια, για τους ψαράδες που πήγαιναν τις βάρκες τους κοντά στις αποβάθρες, για το γεγονός ότι δεν μπορεί πια να κάνει κάποιος έστω και μια μικρή βόλτα με αυτές τις βάρκες. Ένα πράγμα εξακολουθεί να μένει για μένα το ίδιο όπως τότε που ήμουν παιδί: ο Βόσπορος είναι υγεία, βελτιώνει τον άνθρωπο, κρατάει όρθιους στα πόδια τους την πόλη και τη ζωή, είναι αστείρευτη πηγή καλοσύνης και αισιοδοξίας.
«Δεν μπορεί να είναι τόσο χάλια η ζωή», σκέφτομαι καμιά φορά. «Ό,τι και να γίνει, ο άνθρωπος στο τέλος μπορεί να πάει να περπατήσει στον Βόσπορο».Ορχάν Παμούκ, Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις, Ωκεανίδα, 2005, σ. 82-90 & 99-102.
Μετάβαση στο σημείο: Βόσπορος και Κεράτιος