Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Γαλατάς Η γέφυρα του Γαλατά
Φτάνοντας στον Κεράτιο κόλπο θα βρεθούμε μπροστά σε μία από τις δύο γέφυρές του, την πέμπτη εκδοχή της περίφημης γέφυρας του Γαλατά, που ενώνει τις δύο πλευρές της δυτικής Πόλης, της ευρωπαϊκής ακτής. Οι σπουδαίοι φωτογράφοι της Πόλης Abdullah Frères αλλά και άλλοι διατήρησαν ζωντανή ωστόσο στη μνήμη με τη δύναμη που προσφέρει ο φωτογραφικός φακός τους και την προηγούμενη εκδοχή της. Σε αυτήν αναφέρεται νοσταλγικά και το απόσπασμα από το '55 του Θωμά Κοροβίνη. Διασχίζοντας τη γέφυρα στεκόμαστε και παρατηρούμε, όπως έκανε παλιότερα ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, τον πολυτάραχο όσο και πολύ ζωντανό βίο της γέφυρας αλλά και των χιλιάδων ανθρώπων της που εργάζονται εκεί, ψαρεύουν ή απλά τη διασχίζουν. Ένα απόσπασμα από την ταινία America America του Elia Kazan μας δίνει μια ζωντανή εικόνα των χαμάληδων που εργάζονταν κάποτε εκεί, για να ανεφοδιάσουν τα πλοία που έφευγαν για τη Δύση. Μέσα από τους στίχους του Orhan Veli Kanık χαζεύουμε και εμείς ό,τι συνέβαινε κάποτε καθημερινά πάνω και γύρω από αυτή τη γέφυρα. Για ό,τι συμβαίνει όμως σήμερα θα ανατρέξουμε στο απόσπασμα από το περιηγητικό κείμενο του Μακ Χέιρτ. Τέλος, ο Κούρδος Μεχμέτ Ουζούν εγκιβωτίζει στο μυθιστόρημά του τη φωτογραφία της γέφυρας από τους Abdullah Frères και μας την ανασυστήνει μυθοπλαστικά.
΄55...
Πήγαινα συχνά στον Βεφά να πιω τρεις γουλιές απ’ το αγίασμα της Παναγιάς και κατόπι τριγύριζα στην περιοχή. Στα μεγάλα τα σικλέτια μου, για να ξεσκάσω, περπατούσα από τη γέφυρα Ατατούρκ στην παραλία του Κερατίου κόλπου κι απ’ εκεί μέχρι τη γέφυρα του Γαλατά. Έπινα τον καφέ μου ή το ρακί μου, πάντοτε μονάχη μου, στα μαγαζάκια που βρίσκονταν από κάτω. Καθόμουν από τη μέσα πλευρά που βλέπει στο Φανάρι και στο βάθος του Κερατίου. Ήταν το καλύτερο σεργιάνι εδώ, γιατί απ’ εκείνα τα καφενεδάκια περνούσαν πλανόδιες ορχήστρες Τσιγγάνων, εκεί σύχναζαν ανήσυχοι διανοούμενοι, ρομαντικοί ποιητές, αριστεροί σπουδαστές.
Δεν υπάρχει πιο σημαδιακό σημείο για την Πόλη απ’ αυτή την πολύπαθη και πολυάνθρωπη γέφυρα, που ενώνει από τη μια πλευρά την ιστορική παλιά πόλη, την Κωνσταντινούπολη του Βυζαντίου, Κονσταντινόπλ των ξένων και Σταμπούλ των Οθωμανών, με την άλλη πλευρά, τον Γαλατά και το ευρωπαϊκό Πέραν, και που τα μάτια της είδαν κόσμο και ντουνιά να την περπατά, να τη διαπερνά με βάρκες και βαπόρια μέσα απ’ τα σπλάχνα της, να ψαρεύει, να λαγοκοιμάται, να αποχαυνώνεται σε ρεμβαστικές ώρες τα δειλινά, να επαναστατεί, να χορεύει, να πέφτει στο νερό, να μεθά, να ερωτεύεται, σ’ αυτό το μοναδικό σημείο συνάντησης φυλών, θρησκειών, εθνών και πεπρωμένων.
Η τέταρτη στη σειρά γέφυρα, που χτίστηκε στην ίδια ακριβώς θέση της τρίτης και προτελευταίας, ήταν εκείνη που έμελλε να ζήσω και να απολαύσω, να συνομιλώ μαζί της σαν να πρόκειται για ζωντανό οργανισμό. Και σήμερα, είτε, όταν, σπανίως πλέον, περπατώ την τελευταία, τη διάδοχή της, είτε νοερά, όταν βρίσκομαι μακριά της, νιώθω ότι κουβεντιάζω μαζί της, σαν με κάποιον πολυπρόσωπο άνθρωπο. Την έκαψαν, οι άθλιοι, το ’91, τι, εγώ υπερήλιξ έστω, άμα όλα τα μάθαινα, αμέσως με ήρθε το μαντάτο το κακό. Την πυρπόλησαν τα συμφέροντα των μαφιόζων, έπειτα την κατεδάφισαν –έστεκαν παραμερισμένα δεξιά της μέσα στο νερό για πολλούς μήνες τα διαμελισμένα κομμάτια της, μέχρι να τα σηκώσουν οι γερανοί και να την ξαναστήσουν στο βάθος του Κερατίου, προς το Εγιούπ, όπως με πληροφόρησαν. Στη θέση της έχτισαν πλέον τη σημερινή. Η ζωή της παλιάς γέφυρας κράτησε ογδόντα χρόνια και «σήκωνε στις πλάτες της το βάρος οχτώ χιλιάδων τόνων», όπως έγραψε ο ποιητής Τζαν Γιουτζέλ. Ογδόντα χρόνια βαστούσε με το χιλιοπατημένο μα πάντοτε φιλόξενο κορμί της τα πάθη και τους καημούς της Σταμπούλ.Η θέα από τη γέφυρα το...
Την καλύτερη συνολική θέα της Κωνσταντινούπολης, της παράξενης αυτής πόλης, όπως πράγματι είναι, αν δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να διασχίσει τους φρικτούς δρόμους της, την προσφέρει η νέα γέφυρα, η κύρια συγκοινωνιακή αρτηρία ανάμεσα στα δύο τμήματα της πόλης: εκείνο που θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τη συνοικία του Γαλατά και του Πέραν από τη μια πλευρά, και την παλιά τούρκικη Σταμπούλ από την άλλη όχθη του Κεράτιου Κόλπου. Η γέφυρα αυτή είναι ένα σημείο του παρόμοιο του δύσκολα μπορεί να υπάρξει για δεύτερη φορά στον κόσμο.
Από τη ζωηρότατη κίνηση του Γαλατά περνάμε στη γέφυρα όπου χύνονται από τη μια μεριά η ανθρωποθάλασσα του Πέραν και του Γαλατά, και της Σταμπούλ από την άλλη. Σε μας τους Ευρωπαίους κάνουν προπαντός εντύπωση δυο πράγματα: η πολύχρωμη παρδαλότητα της εικόνας και ο αργός της ρυθμός. Όλοι οι απεσταλμένοι της Ανατολής – όχι της Άπω Ανατολής, γιατί δε θυμάμαι καθόλου να είδα Κινέζους και Γιαπωνέζους — μαζί τους όλος ο γραφικός συρφετός της Μεσογείου, Μικρασίας, Αφρικής και του Αρχιπελάγους, βάλε σ’ αυτούς και του Καυκάσιους και Πέρσες, Τσερκέζους, Αρμένιους, Έλληνες κι όλες τις φυλές των Βαλκανίων—, όλη αυτή η ανθρωποθάλασσα σκαμπανεβάζει εδώ συνέχεια με αργούς πολύχρωμους κυματισμούς. Εδώ βλέπει κανείς κουρελήδες μεροκαματιάρηδες και ανώτατους αξιωματούχους, ειδικά κληρικούς, μεταξύ τους τους μελαψούς Αρμένιους με τα μακριά ανεμίζοντα ράσα, οι περισσότεροι με πολύ ωραία κεφάλια με μακριά γένια και πλούσια κόμη που πίσω στον τράχηλο χάνεται κάτω από το μαύρο ράσο, στο κεφάλι το ιδιόρρυθμο, στρογγυλό, ψηλό, σκληρό καλυμμαύχι που προσδίδει στον φορέα του πάντως το ύφος της σεμνοπρέπειας και του σπουδαίου. Δίπλα, Τούρκοι μουλάδες σχεδόν αποκλειστικά ξερακιανές μορφές που βαδίζουν σκυφτά με μια πολύ παραμελημένη αμφίεση. Δερβίσηδες με τους ψηλούς τσόχινους σκούφους, με μακριούς πτυχωτούς χιτώνες κι από πάνω κάπου-κάπου κι ένα φουσκωτό πανωφόρι, ανάμεσα τους πολλά νέα παιδιά που δεν έχουν ακόμη ούτε καν το πρώτο χνούδι γύρω στα χείλη και στο πηγούνι, τέλος καλόγεροι με ακατάστατα ράσα και αδελφές του ελέους.
Να και γέροι Εβραίοι πραματευτάδες με βαθιά ρυτιδωμένο πρόσωπο, τυλιγμένο το κεφάλι με πολύχρωμο τουρμπάνι, μέσα σε καταξεσκισμένα κουρέλια. Ανάμεσά τους μαύροι ευνούχοι ντυμένοι ευρωπαϊκά, που ξεχωρίζουν μέσα στο ανακάτωμα αυτό των παραλλαγών της σκονισμένης παρδαλότητας με την εντυπωσιακή καθαρότητα της μαύρης αμφίεσης, του κουμπωμένου μέχρι ψηλά μαύρου σακακιού. Όποιος είδε ποτέ έστω κι έναν ευνούχο, αναγνωρίζει τους παρόμοιούς του ανάμεσα και σε χίλιους ακόμη νέγρους. Αυτούς που έχει προσλάβει στην υπηρεσία του ο σουλτάνος, που είναι φαίνεται οι ωραιότεροι, ξεχωρίζουν όλοι με το ασυνήθιστο μεγάλο ανάστημα. Το αγένειο πρόσωπο είναι σαρκώδες κι έχει κοντά φουσκωτά χείλη. Τα σκέλη είναι, σε αναλογία προς τον άνω κορμό, ασυνήθιστα μακριά κι έχουν το καλούμενο σχήμα Χ, οι γοφοί είναι δυνατοί, η στάση νωθρή και άσκημη, η ράχη καμπουριαστή. Σέρνουν τα πόδια τους, όταν πηγαίνουν κι έχουν ένα κουνάμενο-σουρνάμενο βάδισμα. Το κάλυμμα της κεφαλής είναι το κόκκινο φέσι. Κατά τα άλλα είναι, όπως είπαμε, μαύροι σαν κοράκια και ντυμένοι με μια καθαρότητα που κάνει εντύπωση. Μέσα σ’ αυτήν την τύρβη με τις παράξενες και εντυπωσιακές μορφές ανακατεύονται λοιπόν οι Ανατολίτες και οι Ευρωπαίοι άποικοι.
Η γέφυρα του Γαλατά...
Στέκομαι πάνω στη γέφυρα
Και σας χαζεύω όλους σας με κέφι
Άλλος τραβάει σιγά-σιγά κουπί
Άλλος βγάζει μύδια απ’ το καραβάκι
Άλλος κρατάει το τιμόνι στο πλοίο
Άλλος κουμαντάρει το παλαμάρι στο κεφαλόσκαλο
Άλλος είναι πουλί, πετάει, σαν ποίημα
Άλλος είναι ψάρι αστραφτερό
Άλλος βαπόρι, άλλος λαμπόγυαλο
Άλλος σύννεφο, στον αέρα
Άλλος είναι ατμάκατος με καπνοδόχο
Περνάει βιαστικά κάτω απ’ τη γέφυρα
Άλλος είναι ντουντούκα και σφυρίζει
Άλλος είναι ντουμάνι και καπνίζει
Όμως εγώ τρυπώνω μέσα σε όλων σας
Σε όλων σας τον καημό
Μήπως εγώ είμαι το κέφι που φωλιάζει μέσα σας
Είναι η μέρα που θα σας πω ένα ποίημα
Πού ίσως θα στρέφεται γύρω από σας
Έχω πέντε-έξι γρόσια στα χέρια μου
Και η κοιλιά μου είναι χορτάτη.Στη γέφυρα του Γαλατά....
Στο αναμεταξύ είχαμε ζήσει μια βομβιστική απόπειρα. Η γέφυρα είναι μια πόλη σε μικρογραφία, και υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο και εδώ. Όταν ακούστηκε ο υπόκωφος κρότος, ένα ηλιόλουστο πρωινό, όλοι ήξεραν αμέσως τι έτρεχε. Στις σκάλες και τις αποβάθρες των φέρι μποτ ακούστηκαν ουρλιαχτά, και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η αποβάθρα είχε αδειάσει – εκτός από μια χούφτα τραυματίες.
Και παλαιότερα είχε γίνει απόπειρα, σε ένα εστιατόριο δίπλα στο Καφέ Γαλατάς. Αυτή τη φορά ανατίναξαν το πρωί ένα σκουπιδοτενεκέ κοντά στις σκάλες του σταθμού λεωφορείων, όπου αργότερα την ημέρα κάθονται πάντα οικογένειες και περιμένουν. Η ζημιά δεν ήταν πολύ μεγάλη. Τρία άτομα διακομίστηκαν στο νοσοκομείο, και κατά το μεσημέρι οι πυροτεχνουργοί και τα τηλεοπτικά συνεργεία ήδη μάζευαν τα μπογαλάκια τους.
[…]
Στη συνέχεια άρχισαν τα βράδια του ραμαζανιού και η ατμόσφαιρα στη γέφυρα θύμιζε τη γιορτή του Αϊ-Νικόλα ή τα Χριστούγεννα, η ίδια γιορτινή ατμόσφαιρα, η ίδια θαλπωρή, η ίδια ροπή προς ζεστασιά και φαγητό. Η φωνή της λαχειοπώλισσας αντηχούσε όπως πάντα χαρούμενα και δυνατά στην εμπορική στοά. Ένα φασαριόζικο τσούρμο ναρκομανών έκανε έφοδο στον πάγκο της για ένα τελευταίο λαχείο. Τους αντιμετώπισε με θάρρος. «Είναι η τελευταία τους ελπίδα. Τους ξέρω». Αυτές τις μέρες δεν τα πήγαινε άσχημα, δεν είχε πουλήσει πολλά μεγάλα λαχεία, αλλά το ξυστό είχε μεγάλη πέραση. Μας ψιθύρισε: «Μου δώσανε καινούργια χάπια, βοηθάνε στ’ αλήθεια, γι’ αυτόν τον θυμό μέσα μου».
Οι περισσότεροι άνθρωποι στη γέφυρα, ακόμα και οι «ουμανιστές», τηρούσαν ευλαβικά τους κανόνες του ραμαζανιού. Μόνο μετά τη δύση του ήλιου έτρωγαν, αλλά, όταν δινόταν αυτό το σινιάλο, η γέφυρα μεταμορφωνόταν μεμιάς σε ένα τεράστιο στόμα που κατάπινε. Παντού εμφανίζονταν ξαφνικά ως διά μαγείας γεύματα, σερβιτόροι και ντελιβεράδες έτρεχαν πέρα δώθε, σε κάθε γωνιά πραματευτές, λούστροι και πορτοφολάδες έχωναν φαΐ στο στόμα τους, σε κάθε μαγαζάκι έβλεπες αφεντικά και προσωπικό να κάθονται μαζί γύρω από το τραπέζι, για λίγο η γέφυρα σώπαινε και μόνο μασούσε.
Ήταν μια γιορτή που έμοιαζε να διαδραματίζεται ακόμη με την αχρωμία των παλιών φωτογραφιών της γέφυρας που είχα περιεργαστεί κατά δεκάδες και ήταν χαραγμένες στον αμφιβληστροειδή μου ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Όσο άψυχη κειτόταν στο βάθος η παλιά γέφυρα, τόσο ξεριζωμένοι είναι ενίοτε οι κάτοικοι της τωρινής γέφυρας. Η Λισαβόνα κυλιέται στη saudade της, εδώ γνωρίζουν τη hüzün, μια ήπια μελαγχολία στην οποία οι κάτοικοι της πόλης σιγοψήνονται ευχαρίστως, μια διάθεση που σιγά σιγά ταυτίζεται με την πόλη, όσο σύγχρονη κι αν είναι ώρες ώρες.
Το βλέπεις στα χρώματα: στη σημερινή γέφυρα φοράνε μαύρο, καφέ και γκρίζο, αν εξαιρέσεις λίγες μεμονωμένες φλόγες. Από το έντονο πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο, χρυσό, κίτρινο, μπλε και τιρκουάζ, απ’ όλα αυτά τα συναρπαστικά χρώματα που έβλεπε να περνούν το 1878 από τη γέφυρα ο Εντμόντο ντε Αμίτσις, δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Ο Ορχάν Παμούκ γράφει για ένα «ασπρόμαυρο συναίσθημα» με το οποίο οι σημερινοί κάτοικοι της Ισταμπούλ βιώνουν την πόλη τους, μια έλλειψη χρώματος που ταιριάζει απόλυτα με το βαθύ συναίσθημα νοσταλγίας και την αντίστοιχη σεμνότητα.Το πηγάδι του πεπρωμέν...
Η γέφυρα του Γαλατά… Άλλη μια εικόνα από το μυθιστόρημα Το πηγάδι του Πεπρωμένου. Πώς και από πού πρέπει να ξεκινήσει κανείς; Η τρίτη φωτογραφία του μυθιστορήματος έχει σχέση με τη γέφυρα του Γαλατά. Τραβήχτηκε στις αρχές του 1900, όταν ο Τζελαντέτ γνωρίζει πια τα περίχωρα και είναι σε ηλικία που μπορεί να περνάει πια μόνος του στην άλλη πλευρά της Πόλης.
Η φωτογραφία απεικονίζει μια άποψη της γέφυρας. Πάνω στη γέφυρα υπάρχουν άνθρωποι, αχθοφόροι, γαϊδούρια, αυτοκίνητα και άμαξες. Αυτοί που την έβγαλαν ζουν στον Γαλατά και φαίνεται πως από εκεί την τράβηξαν. Η φωτογραφία πιάνει από την άκρη της γέφυρας, που βρίσκεται στον Γαλατά, και φτάνει στενεύοντας ως την άλλη άκρη. Στον φόντο φαίνονται τζαμιά, μιναρέδες, παραλιακά κονάκια, οι στέγες κάποιων σπιτιών και μερικά μαύρα σύννεφα στον ουρανό. Πρόκειται για μια ωραία άποψη της Ισταμπούλ και μια εικόνα της πολυσύχναστης γέφυρας του Γαλατά. Είναι μια φωτογραφία της σύνθεσης πόλης και ανθρώπων, ατόμου και κοινωνίας. Στο μπροστινό μέρος διακρίνονται, μέχρι τη λεπτομέρεια του μουστακιού τους, πέντε φύλακες της γέφυρας και ο εισπράκτορας. Τρεις στα αριστερά και δυο στα δεξιά, οι φύλακες, ντυμένοι με ολόλευκες στολές, στέκονται σκοπιά. Ο εισπράκτορας που στέκεται στα δεξιά, με ανοιγμένα τα χέρια, εισπράττει διόδια από όσους θέλουν να περάσουν τη γέφυρα. Οι φύλακες έχουν συνεχώς τα μάτια τους στο πλήθος των περαστικών. Στα δεξιά τρεις τέσσερις άντρες με μαύρα μπαστούνια στο χέρι προχωρούν προς την πλευρά του Γαλατά. Δυο αχθοφόροι πηγαίνουν προς την άλλη όχθη κουβαλώντας μεγάλα βάρη στην πλάτη. Δυο γυναίκες προχωρούν πλάι πλάι, δυο άντρες με φέσι στο κεφάλι περπατούν συζητώντας έντονα με χειρονομίες. Δυο γαϊδούρια φορτωμένα έρχονται προς την πλευρά του Γαλατά• τα ακολουθούν δυο αχθοφόροι. Κάποιοι, ακουμπισμένοι στα κάγκελα, στη μια ή την άλλη πλευρά της γέφυρας, αγναντεύουν τη θάλασσα Λίγο πιο πέρα δυο άμαξες, η μια πλάι στην άλλη, απομακρύνονται. Εκεί κοντά διακρίνεται κάποιο πλήθος. Στη φωτογραφία μπορεί να μετρήσει κανείς τουλάχιστον εκατό, εκατόν πενήντα ανθρώπους.
Κάτω από την τρίτη φωτογραφία του Πηγαδιού του πεπρωμένου, που είναι κορνιζαρισμένη, γράφει με μεγάλα γράμματα Abdullah Frères. Αδερφοί Αμπντουλάχ. Είναι το όνομα δυο διάσημων φωτογράφων της εποχής. Οι δυο τους ήταν τόσο διάσημοι στον Γαλατά, όσο και ο Ρ. Κενταμιάν στο Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα). Μπορούμε άνετα να πούμε ότι κάτω από την ομορφιά και την τέχνη βρίσκεται πάντα η υπογραφή των Abdullah Frères. Μια υπογραφή γνωστή όχι μονάχα στην Ισταμπούλ, αλλά σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, ακόμα και στην Ευρώπη. Αυτοί οι δυο δεν είναι μόνο μάστορες στην απεικόνιση απόψεων της Ισταμπούλ, είναι και οι δεξιοτέχνες που φωτογραφίζουν τον σουλτάνο, τον βεζίρη, πασάδες, διανοούμενους, συγγραφείς, ναύτες, κυρίες της καλής κοινωνίας. Αμπντουλάχ Σουκρού εφέντη, έτσι λέγεται ο μεγάλος αδελφός και από το δικό του όνομα παίρνει την ονομασία του το ατελιέ τους. Το όνομα του μικρού αδερφού δεν αναφέρεται συχνά, είναι απλώς ο αδερφός του Αμπντουλάχ Σουκρού εφέντη και οι δυο μαζί αναφέρονται ως Abdullah Frères. Το ατελιέ τους βρίσκεται σ’ ένα στενό δρόμο στο Πέρα. Οι πιο γνωστές φωτογραφίες του Πέρα και του Γαλατά βγαίνουν από τα δικά τους χέρια. Είναι οι πιο παλιοί φωτογράφοι της περιοχής. Το ατελιέ τους είναι πάντα γεμάτο. Στο σαλόνι, κρεμασμένες στον τοίχο, μέσα σε βαριές κορνίζες, υπάρχουν φωτογραφίες τους από το Πέρα και τον Γαλατά. Κρεμασμένη στον τοίχο, μέσα σε επίχρυση κορνίζα, είναι η περγαμηνή με το βασιλικό διάταγμα που είχαν πάρει από τον σουλτάνο Αμπντουλαζίζ. Με αυτήν την περγαμηνή απόκτησαν το αξίωμα του «σουλτανικού φωτογράφου», για το οποίο περηφανεύονται. Όταν μετά τον Αμπντουλαζίζ ανέβηκε στο θρόνο ο Αμπντουλχαμίτ, εκείνοι παρέμειναν φωτογράφοι του σουλτάνου.
Στο Πέρα και τον Γαλατά υπήρχαν περισσότεροι φωτογράφοι σε σύγκριση με το Καντίκιοϊ. Ο Βούτσιο και ο Φετέλ, ο Ματιέ Παπαζιάν, ο ιδιοκτήτης του «Φώτο Φοίβος» Πωλ Ταρκουνιάν, ο Θεόδωρος Βιλβιλίδης, ο Κωνσταντίνος Σοφιανός, ο ιδιοκτήτης του Φώτο Παρνασσός Γκρεγκουάρ Ντεραρσέν, οι Γκιουλμέζ Φρερ και πολλοί άλλοι. Οι Abdullah Frères όμως ξεχώριζαν. Στα χέρια τους η Πόλη γινόταν μια στολισμένη νύφη, ο Γαλατάς και το Πέρα μια γωνιά του Παραδείσου και οι ωραίες γυναίκες της Μεγάλης Οδού του Πέρα μεταμορφώνονταν σε ουρί που ζουν μόνο στη φαντασία.
Στην τρίτη φωτογραφία, όπως και σε όλες τις άλλες φωτογραφίες του μυθιστορήματος Το πηγάδι του πεπρωμένου, διακρίνει κανείς καθαρά όχι μόνο το αντικείμενο της φωτογραφίας αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε όλες της τις λεπτομέρειες. Έτσι, στη φωτογραφία αυτήν μπορεί κανείς να παρατηρήσει και λεπτομέρειες από τη γέφυρα του Γαλατά, που παλιότερα την έλεγαν Νέα Γέφυρα, Γέφυρα του Θανάτου ή Γέφυρα του Παραδείσου: τα κάγκελα, τα στολίδια τους, τις δάδες που χρησιμοποιούνταν για τον φωτισμό, το ξύλινο πάτωμα της γέφυρας, τα καρφιά που ήταν καρφωμένα στα ξύλα, τα καταστήματα που βρίσκονταν στο πάνω μέρος της, τις στολές των φρουρών, τις ενδυμασίες των περαστικών, το βάδισμα των αχθοφόρων.
Από τη φωτογραφία και τις λεπτομέρειες είναι φανερό ότι η γέφυρα αποτελούσε σημαντικό κέντρο δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής της Ισταμπούλ εκείνης της εποχής. Δεν ήταν όμως μονάχα αυτό, η γέφυρα είχε πλούσια και ενδιαφέρουσα ιστορία. Ας μη λησμονούμε ότι πολλά προσωπικά δράματα συμπορεύτηκαν παράλληλα με τη δική της ιστορία. Πόσοι έρωτες δεν άνθησαν πάνω στα ξεχαρβαλωμένα ξύλα της, πόσα δάκρυα δεν χύθηκαν, πόσες καρδιές δεν λαχτάρησαν και δεν σκίρτησαν. Πόσες ραγισμένες καρδιές ακουμπισμένες στα κάγκελα δεν είπαν τον πόνο τους στη θάλασσα. Αυτά τα ατομικά δράματα, αυτά τα αισθήματα είναι για το μυθιστόρημα Το πηγάδι του πεπρωμένου τόσο σημαντικά όσο και η ιστορία της γέφυρας. Το μυθιστόρημα αυτό δεν θα υπήρχε χωρίς τη γέφυρα του Γαλατά. Πάνω σ’ αυτήν τη γέφυρα χτύπησε τον Τζελαντέτ για πρώτη φορά η αρρώστια του έρωτα. Πρώτη φορά πάνω σ’ αυτήν τη γέφυρα άναψαν φωτιά στην καρδιά του οι πρώτες σπίθες των υπαρξιακών του αναζητήσεων. Για πρώτη φορά πάνω στη γέφυρα του Γαλατά είδε και βίωσε όλη τη γύμνια και τον τρόμο του θανάτου.
Ναι, η γέφυρα του Γαλατά, γέφυρα του έρωτα και των ερωτευμένων, γέφυρα του θανάτου και του εγκλήματος.Μια φθινοπωρινή βραδιά του 1905, η γέφυρα του Γαλατά, η γέφυρα του έρωτα και των ερωτευμένων, του θανάτου και του εγκλήματος σφύζει από ζωή. «Καρφίτσα αν έριχνες δεν θα ’πεφτε κάτω», όπως θα έλεγαν οι Εβραίοι του Γαλατά. Η γέφυρα είναι ασφυκτικά γεμάτη κόσμο. Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν, στέκονται. Κάποιοι φωνάζουν, κάποιοι κλαίνε, άλλοι γελούν. Ορισμένοι βιάζονται και κάποιοι, όπως ο Αμπντουρεζάκ μπέης, ο Σουρεγιά κι ο Τζελαντέτ, απολαμβάνουν το όμορφο απόβραδο. Το βουητό και οι φωνές έρχονται από παντού από τους ανθρώπους, τη γέφυρα, τα ξύλα της, από τα αυτοκίνητα και τις άμαξες, από τα καράβια και τα καΐκια, από τον Γαλατά… Χάνει η μάνα το παιδί… όπως λένε οι Κούρδοι του Καντίκιοϊ. Μέρα της κρίσεως. Οι γλώσσες, τούρκικα, κούρδικα, αραβικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, σλαβικά, βουλγάρικα, αγγλικά, έχουν μπλεχτεί η μια μες στην άλλη.
Άλλη μια μέρα από τις τόσες ετοιμάζεται να γείρει. Ο ήλιος έχει πάρει να βασιλεύει, κουβαλώντας στους ώμους του την κούραση ολόκληρης της μέρας. Σκορπάει τα φθινοπωρινά του χρώματα και ετοιμάζεται να μας αποχαιρετήσει. Η πόλη ετοιμάζεται για άλλη μια κεφάτη νύχτα. Από μακριά, δυο πλοία εκσφενδονίζουν καπνούς απ’ τα φουγάρα τους και προχωρούν κόβοντας τη θάλασσα στα δυο, μερικά ιστιοφόρα με φουσκωμένα τα πανιά λικνίζονται ναζιάρικα στο νερό. Ο ουρανός είναι διαυγής• μόνο προς τη μεριά της δύσης οι αχτίδες του ήλιου τον έχουν βάψει κόκκινο. Στα πόδια της γέφυρας, οι ψαράδες, μέσα σε βάρκες, ψήνουν στα κάρβουνα τα ψάρια που πιάσανε και τα πουλάνε φωνάζοντας, ψάρι ψωμί.
Μια διαπεραστική μυρωδιά καλύπτει τη γέφυρα. Μυρωδιά θάλασσας ανάκατη με μυρωδιά ψαριών που ψήνονται και μυρωδιά ιδρώτα. Τα ωραία αρώματα που φορούν οι Λεβαντίνες του Γαλατά σμίγουν με τον ιδρώτα των αχθοφόρων που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα πάνω στη γέφυρα. Ο Τζελαντέτ, που έχει μπει στα δώδεκα, λατρεύει αυτές τις βραδινές στιγμές της γέφυρας. Νιώθει στα κατάβαθα της ψυχής του τη δύση του ήλιου, τα παράξενα χρώματα της, τις τόσο διαφορετικές μυρωδιές και γεύσεις. Θα ήθελε να βρίσκεται εδώ κάθε βράδυ, να τα βλέπει όλ’ αυτά με τα μάτια του, να οσφραίνεται τις μυρωδιές, να ακούει τις φωνές με τ’ αυτιά του. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Σουρεγιά, είναι εκείνος που του έμαθε «να κοιτάζει, να βλέπει και να νιώθει». Συνήθως, όπως και σήμερα, έρχονται στη γέφυρα μαζί. Τον Τζελαντέτ τον ενθουσιάζει όλη αυτή η ανάμειξη από φωνές, χρώματα και μυρωδιές. Το τραγούδι ενός αχθοφόρου, το κλάμα ενός παιδιού, η φωνή ενός γλάρου, το σφύριγμα ενός πλοίου, η μυρωδιά του ψαριού που ψήνεται στα κάρβουνα, η ενδυμασία μιας κομψής κυρίας, το φέσι ενός μπέη, το στριφτό μουστάκι του εισπράκτορα της γέφυρας, όλα προσθέτουν κάτι στον παιδικό του κόσμο.
Ο Τζελαντέτ, ο Αμπντουρεζάκ κι ο Σουρεγιά, ακουμπισμένοι στα κάγκελα, παρακολουθούν αυτά που διαδραματίζονται γύρω τους. Ο Σουρεγιά, με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο και την ελαφριά κοιλίτσα, σπουδάζει στην περίφημη σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία Μεκτέμπι Σουλτανιέ, τη Σουλτανική Σχολή. Ο Τζελαντέτ, όταν έρχεται στην αντικρινή πλευρά της Ισταμπούλ, περνά, τις περισσότερες φορές, πρώτα από τη σχολή, παίρνει τον Σουρεγιά και έρχονται μαζί στη γέφυρα. Σήμερα είναι μαζί τους και ο γιος του θείου τους, ο Αμπντουρεζάκ, που είναι πολύ μεγαλύτερος τους. Αυτός εργάζεται στην ακολουθία του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ, ως μεταφραστής και τελετάρχης. Αργότερα θα περάσουν όλοι μαζί απέναντι. Ο Αμπντουρεζάκ θα μείνει σήμερα σπίτι τους. Όχι όμως πριν δουν τη δύση του ήλιου από τον Γαλατά. Κατέβαλαν τα τρία γρόσια, ένα γρόσι για τον καθένα, στον εισπράκτορα και τώρα βρίσκονται πάνω στη γέφυρα και παρακολουθούν το ηλιοβασίλεμα.Μεχμέτ Ουζούν, Το πηγάδι του πεπρωμένου, Καστανιώτης, 2002, σ. 67-72.
Μετάβαση στο σημείο: Γαλατάς