Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Γαλατάς Η συνοικία του Γαλατά
Κατηφορίζοντας σιγά σιγά την İstiklâl Caddesi και αφήνοντας πίσω μας το Πέραν, φτάνουμε με το κείμενο του Παύλου Παλαιολόγου στον Γαλατά όπου δεσπόζει ο Κουλάς, ο περίφημος γενοβέζικος Πύργος, να επιβλέπει όχι πλέον τους επιδρομείς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ούτε τους κακοποιούς και παρανόμους της σύγχρονης Τουρκίας που σύχναζαν εκεί, αλλά τους πολυάριθμους τουρίστες της περιοχής. Μπαίνοντας μέσα στον Πύργο θα έχουμε για ξεναγό το αντίστοιχο απόσπασμα από τις επιστολές που στέλνει στην εφημερίδα Πρωία τη δεκαετία του 1930 η πολίτισσα Σοφία Σπανούδη. Ανεβαίνοντας στην κορυφή απολαμβάνουμε τη συγκλονιστική θέα της Πόλης. Συνεχίζοντας τη βόλτα μας με προορισμό τον Κεράτιο, δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να κατεβούμε τα 118 μεγάλα πλακόστρωτα σκαλιά, τα επονομαζόμενα, κάπως ευφημιστικά, Σκαλάκια, που υπήρξαν θύμα του εκσυγχρονισμού της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοτοκάς όμως βρίσκεται εκεί για να μας τα θυμίζει. Το ίδιο και οι φωτογραφίες των αρχών του 20ού αι. Η ενότητα κλείνει με δύο αντιφατικές εικόνες για την περιοχή: από τη μια το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη ΄55 μας συστήνει μια κακόφημη περιοχή ενώ στην περιήγηση της Μάγιας Τσόκλη ο σύγχρονος Γαλατάς αποκαλείται πλέον το Soho της Κωνσταντινούπολης.
Ο Γαλατάς, το Πέραν...
Δύσκολος ο τοπογραφικός προσανατολισμός στην Πόλη. Χρειάζεται κάποια εξοικείωση, ώσπου να καταλάβετε πού τελειώνει η Ευρώπη και πού αρχίζει η Ανατολή. Δύο ήπειροι σε τόση απόσταση η μια από την άλλη, όσο σας χρειάζεται για να καπνίσετε ένα τσιγάρο στο πλοιάρι που σας μεταφέρει στην απέναντι ακτή.
Έχετε δε, για να σας μπερδεύει στον προσανατολισμό, και τον Κεράτιο με τις δυο γέφυρες, που δίνουν την απατηλή εντύπωση ότι γεφυρώνουν την Ανατολή με τη Δύση.
Καλά που είναι και ο πύργος του Λέανδρου, λευκός τη μέρα, φωτεινό τη νύχτα σημείο στίξεως πάνω σε γαλάζιο κείμενο, που προσδιορίζει τα ορόσημα του Μαρμαρά και του Βοσπόρου.
Για την επίσκεψη της Πόλης προτιμήστε θαλάσσιους δρόμους. Θα ζήσετε πιο έντονα το μεγαλείο της.
Ο Γαλατάς το σημείο αποβιβάσεώς σας. Αγνώριστος με τις λεωφόρους που ανοίχτηκαν. Επισκευάζεται ακόμα το τούνελ, η σήραγγα που σας ανεβάζει σε τρία λεπτά στο Πέραν.
Πηγαίνετε και πεζός από τα γραφικά Σκαλάκια, που έπαυσαν να είναι κλίμακες, για να γίνουν κατάλληλα και σε τροχοφόρα.
Νεότερη και υπόγεια διάβαση του Γαλατά, ανάλογη με τη δική μας στην Ομόνοια.
Οι Γενοβέζοι στους οποίους ανήκε το εμπορικό και ναυτικό αυτό κέντρο, έχτισαν, μαζί με άλλα χτίσματα και τον «Κουλά», πύργο πανύψηλο, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι, για να επισημαίνουν τις πυρκαγιές, πολύ πυκνές στο παρελθόν σε μια πολιτεία όπου ήσαν ξύλινα τα περισσότερα σπίτια.
Κέντρο πολυτελείας τώρα ο Κουλάς. Μπαλκόνι απ’ όπου αγκαλιάζετε την Πόλη. Ασανσέρ σας ανεβάζει στα ύψη του. Διάκοσμος και φωτισμός με ανατολικό χρώμα. Μια πλάκα στην είσοδο αναφέρει ότι οι Γενοβέζοι, από την πρώτη κιόλας μέρα της Αλώσεως παρέδωσαν τον Πύργο τους στον Πορθητή.Γράμματα από την Πόλη...
Ο Κουλάς, -ο ιστορικός βυζαντινός πύργος του Γαλατά, που τον κατέλαβαν οι Γενοβέζοι και τον έκαμαν φρούριο και ορμητήριο τους στον 12ο αιώνα- είναι σήμερα για ένα τουρίστ στην Πόλη ό,τι η Τουρ Εφφέλ στο Παρίσι, το Καμπανίλε στη Βενετία, το Ντουόμο στο Μιλάνο. Το καλύτερο παρατηρητήριο και το κέντρον της πανοραματικής θέας της που ξετυλίγεται από τα ύψη του σε όλη της την έκταση και το μεγαλείο. Χτισμένος με ογκολίθους σ’ ένα από τα ιστορικά υψώματα του Γαλατά στο τέρμα του ανηφορικού δρομίσκου, σ’ ένα σπίτι του οποίου γεννήθηκε ο Αντρέ Σενιέ, μαυρισμένος από τις προαιώνιες πυρκαϊές, που κατέστρεψαν κατά καιρούς όλο το εσωτερικό του μα άφησαν άθικτο τον γιγάντιο προμαχώνα του, ο Κουλάς είναι σήμερα το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της Πόλης, μαζί με τα βέλη των μιναρέδων της Σταμπούλ, ένα οικειότατο και απαραίτητο μνημείο της που προβάλλει ογκολιθικό από την κάθε της όψη. Το ύψος του είναι σχετικώς μικρό -60 μέτρα και 180 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας-, η τοπογραφική του θέσις όμως είναι μοναδική κι ασύγκριτη για την εξερεύνηση και της τελευταίας εσχατιάς της Πόλης. Κοντά στον όγκο του, οι άλλοι ιστορικοί πύργοι της Πόλης, οι τετρακόσιοι ερειπωμένοι σήμερα πύργοι των βυζαντινών τειχών, και ο πύργος του Ανεμά, ο πύργος του Μαγκανά, ο πύργος της Κόρης, ο πύργος του Σερασκεράτου, που σώζονται ακέραιοι σε τόσα επίκαιρα σημεία της, φαίνονται σαν απλά διακοσμητικά παιγνίδια. Προ πάντων όταν τους βλέπεις από τη μεγάλη περιφερειακή ταράτσα της κορυφής του, που προκαλεί τον ίλιγγο και στον τολμηρότερο επισκέπτη. Ας αρχίσωμε όμως από τη βάση του, τη γρανιτώδη κυκλική του περιφέρεια, την υγρή και ανήλια, πριν ανεβούμε στη μαγεμένη κορυφή του.
Η βάσις αυτή έχει κάτι το εφιαλτικό. Ο Κουλάς αυτός ο γιγάντιος δεν υψώνεται σε καμιά πλατεία. Είναι το τέρας των ανηφορικών δαιδάλων του Γαλατά, που κάτω από την κεντρική αρτηρία του αρχίζουν να συμπλέκονται σ’ ένα θλιβερό δίχτυ, σκαρφαλώνοντας προς το Πέραν. Καλντιρίμια απαίσια, κι αποκρουστικά στενοσόκακα πλαισιωμένα από τις δυο μεριές από στενά, άνισα και δυσανάλογα υψηλά σπίτια, σφηνωμένα το ένα κοντά στο άλλο, που η μαυρίλα τους ανιστορεί μόνο αθλιότητες και φόβους και κρυφούς καημούς, που στάζουν από κάθε τους προεξοχή την υγρασία την αποθηκευμένη μέσα στα σκοτάδια τους χιλιάδες χρόνια… Το αργό βάδισμα των λίγων διαβατών απάνω στα υγρά λιθόστρωτα ξυπνά τρομαγμένες ήχους δεσμωτηρίων… Κοπάδια ψυχές, σκλάβες αλύτρωτες απ’ τις προλήψεις και βαριές απ’ τους καημούς μιας άχαρης ζωής, επιφοιτούν εδώ τις νύχτες που δεν έχουν ξημέρωμα και τις μέρες που μοιάζουν νύχτες, και σημαδεύουν με τ’ αχνάρια τους αυτά τα θλιβερά καλντιρίμια… Η θεωρία των μαύρων σπιτιών ανεβαίνει, φθάνει στο τέρμα. Αγγίζει με τη μαυρίλα της τη μαυρίλα του Πύργου. Στη νότια πλευρά του πέτρινου θεριού, ένα φανάρι αναμμένο μέρα-νύχτα τρεμοφέγγει. Προς τη βόρεια κυκλική πλευρά βλέπεις τα περίφημα «Σκαλάκια» μυρμηκιασμένα απ’ την πλημμύρα της καθημερινής οχλοζωής. Δυτικά ένας μακρύς στενός δρόμος ξανοίγει προς κάποιο μακρινό αντιφέγγισμα του Κερατίου και καταλήγει στον κατήφορο του Κασήμ πασά. Η προοπτική του δρόμου αυτού με τον Κουλά στο βάθος είναι πολύ ιδιότυπη και χαρακτηριστική –απρόοπτη όπως το κάθε τι που ξεπροβάλλει στο γύρισμα του φιλμ της Πόλης.
Κάνοντας τον γύρο του Κουλά, του πέτρινου αυτού Εφιάλτη που πλακώνει τα σπίτια τα χτισμένα ολόγυρά του φράζοντας κάθε πνοή και κάθε θέα, ανακαλύπτομε την είσοδό του. Μια στενή αψιδωτή πόρτα ολάνοιχτη, που τα σκαλοπάτια της οδηγούν προς το εσωτερικό του Πύργου, το πνιγμένο μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Το σκοτάδι αυτό και η φριχτή γύμνια της υγρής φυλακής δείχνουν τον Πύργο απέραντο. Μάταια το μάτι εξερευνά με αγωνία ν’ αναμετρήσει το ύψος του, να διακρίνει την περίμετρο των τοίχων του που κάθετα τούς αυλακώνουν οι σαύρες, γλιστρώντας αθόρυβα και ύπουλα σαν κολασμένοι στοχασμοί σε μαύρη συνείδηση αμαρτωλού που απαρνήθηκε το φως και τη σωτηρία. Η μόνη διέξοδος βρίσκεται δεξιά απ’ την είσοδο. Μέσα στον τοίχο, διαπερνώντας όλο το πάχος του, είναι χτισμένη ελικοειδώς η πετρένια σκάλα που φέρνει στην κορυφή του Πύργου. Το ασφυκτικό σκοτάδι περισφίγγει την ψυχή με μιαν ανείπωτη αγωνία σ’ όλη την κοπιώδη ανάβαση -281 σκαλοπάτια- κι ο απότομος κλονισμός που φέρνει στον αναβάτη η ξαφνική μετάπτωσις προς τον αέρα και το φως όταν φθάσει στο τέρμα είναι αληθινά επικίνδυνος. Τόσο περισσότερο που δοκιμάζει τον ίλιγγο ενός παράτολμου μετεωρισμού, γιατί ο κυκλικός εξώστης χωρίζεται από το κενόν ολόγυρα μόνο με σιδερένιες κιγκλίδες. Πρέπει να κλείσεις τα μάτια λίγα δευτερόλεπτα για να συνέλθεις και ύστερα ν’ αντικρύσεις το θαμπωτικό πανόραμα της Πόλης.
Η θέα από τον Κουλά του Γαλατά δεν έχει τίποτε το κοινό με τη θέα από αεροπλάνο. Το ύψος είναι τόσο μόνο, όσο χρειάζεται για να ξετυλιχθεί το πανόραμα, με όλες τις ανάγλυφες πλαστικότητες που παρουσιάζει η Επτάλοφη, χωρίς τη γεωμετρική ισοπέδωση, ούτε τη φευγαλέα εντύπωση του αεροπορικού ταξιδιού, που ψαύει επιπολής κι εξανεμίζει τις ωραιότερες εικόνες. Απ’ εκεί επάνω δεν βλέπεις τίποτε καθέτως. Απεναντίας σε περιζώνουν με τις μαγείες τους όλες οι οριζόντιες καμπύλες των θαλασσών και των λόφων. Φιδίσια κορμιά ξηράς, ηδονικά ξαπλωμένα, καθρεφτίζουν τις χαρές τους μέσα στους χρυσογάλανους καθρέφτες, νεράιδες πρασινομαλλούσες παιζογελούν λουσμένες στους αφρούς, η Πόλη στολισμένη με όλα τα χρυσαφικά και τα διαμαντικά της και τα παλάτια της στραφτοκοπά στον ήλιο, ζαφείρια και ζουμρούτια και ρουμπίνια και τοπάζια σπέρνουν τον αιθέρα ολόγυρα με τις μυριόχρωμες αναλαμπές τους, οι μιναρέδες λογχίζουν με τις αστραφτερές αιχμές τους τους ουρανούς… Γιατί η Πόλις έχει πολλούς ουρανούς κι αμέτρητους ορίζοντες, όπως έχει πολλές θάλασσες και βουνά και ηπείρους. Να τα μετρά κανείς από το ύψος του Κουλά, όλα τ’ αμέτρητα πλούτη της, που σμίγουν στο μέτρημά τους τόσους ιστορικούς καιρούς και σταθμούς και ακατάλυτα σημάδια, είναι μια θριαμβευτική χαρά και μαζί μια ανείπωτη οδύνη…
Λεωνής...
Την ίδια ώρα, από μια άλλη άκρη της Πόλης, ξεκινούσε ο Δήμης με μια είδηση εξίσου συνταραχτική. Δεν μπορούσε να την κρατήσει, έπρεπε να την ξεφωνίσει. Τον βάραινε αυτή η είδηση, τον εμπόδιζε να συλλογιστεί οτιδήποτε άλλο, του έσφιγγε τον λαιμό. Έπρεπε να την πετάξει από πάνω του, να ανασάνει.
Έφτασε στον Κήπο, τον γύρισε όλον με μια αναπνοή, λαχανιασμένος, κάθιδρος, έξαλλος. Δεν βρήκε κανέναν. Κανείς δεν ήταν εκεί για να πάρει την είδηση, να γίνει έξαλλος κι αυτός και να αρχίσει να τρέχει να τη μεταδώσει αλλού, ώστε να ελευθερωθεί ο Δήμης. Ούτε στις αλέες ούτε στα τραπεζάκια ούτε στις πιο απόκρυφες γωνιές, κανείς!
Βγήκε από τον Κήπο τρέχοντας, ρίχτηκε στο Πεδίο του Άρη, γύρισε με την ίδια φόρα τις παράγκες των Ρώσων –κανείς! Ήτανε κάτι φοβερό να μην μπορεί να βρει άνθρωπο. Δε ζητούσε τίποτα παράλογο. Έναν άνθρωπο ζητούσε για να του μιλήσει, έναν άνθρωπο που να ξέρει τι ήταν η Ελένη Φωκά, τι σήμαινε στον κόσμο το όνομα Ελένη Φωκά. Κι η Ομάδα δε θα συναζότανε στην έδρα της πριν από ώρες.
Ο Δήμης περπάτησε γοργά όλο τον Ίσιο-Δρόμο ίσαμε το Τούνελ, προχώρησε στα Σκαλάκια. Μηχανικά άρχισε να κατεβαίνει τα μεγάλα λιθόστρωτα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν από το Πέρα στο Γαλατά, ανάμεσα από σπίτια ετοιμόρροπα και ανάστατες προθήκες.
Εκεί, λίγα χρόνια πριν, ανεβοκατέβαινε με τον Λεωνή ώρες ολόκληρες, οπότε είχανε μερικά γρόσια περισσευάμενα κι αποφασίζανε να κάμουνε σπατάλες. Ήταν ένα μέρος παραμυθένιο, το πιο πολυσύχναστο ίσως μέρος των χριστιανικών συνοικιών της Πόλης και, συνάμα, η μόνιμη έδρα της πιο λαμπρής κοσμοπολιτικής αγοράς ψιλικατζήδων που μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Ήτανε το σημείο όπου συναντιότανε τα ψιλικατζίδικα δαιμόνια της Τουρκιάς, του Ελληνισμού, της Ρωσίας, της λατινικής Ευρώπης, του Ισραήλ, των Βαλκανίων, του Καυκάσου, και γινότανε ακατάπαυστα μια πλημμύρα από ξεχαρβαλωμένα παιχνίδια και μουσικά όργανα όλων των κατηγοριών, από ζωγραφιές και ταχυδρομικά δελτάρια όλων των τόπων του κόσμου, από χάρτινους αγγέλους, χριστουγεννιάτικες φάτνες, λαϊκά ντυσίματα, κεντήματα, φλουριά και μπιχλιμπίδια της Δύσης και της Ανατολής, στολές μασκαράδων, μουτσούνες, ψεύτικες μύτες και γενειάδες, παλιά βιβλία με πολύτιμα εξώφυλλα, μεγάλα πορτραίτα του Ναπολέοντα, της βασίλισσας Βικτωρίας ή των σουλτάνων της Αυτοκρατορίας, συλλογές γραμματοσήμων, χαλκομανίες, φωτογραφίες γυμνών γυναικών σε αφάνταστες ποσότητες και μπουρέκια, μπουγάτσες, χαλβάδες, παστέλια σε τέτοια αφθονία και τέτοια ποικιλία, που ποτέ δεν ήτανε δυνατό να ξέρεις όλες τις αποχρώσεις και τις ποιότητες το κάθε είδους όση πείρα και σοφία κι αν είχες αποκτήσει στα ζητήματα αυτά. Από τις δυο άκρες των Σκαλακιών, οι πουλητάδες διαλαλούσανε την πραμάτεια τους, ο καθένας στη γλώσσα του, ανακατώνοντας, στο τέλος, όλες τις γλώσσες. Στήνανε στη μέση του δρόμου και κάτι πελώρια κοφίνια γεμάτα εμπόρευμα που ξεπουλούσανε όσα-όσα. Είχες το δικαίωμα να γονατίσεις και να χώσεις τα δυο χέρια μες στα κοφίνια, να ψάχνεις όση ώρα ήθελες, να διαλέγεις με το κέφι σου, να δοκιμάζεις παιχνίδια καταγής. Οι πουλητάδες τραγουδούσανε ρυθμικά: «Φαλιμέντο πράμα! Φαλιμέντο πράμα!» Αυτό ήτανε έκφραση διεθνική, που είχε διαμορφωθεί από το ανακάτωμα των γλωσσών. Ο Λεωνής και ο Δήμης γονατιστοί μες στην πυκνή σκόνη του δρόμου, με τα χέρια βουτηγμένα ως τον αγκώνα στα παιχνίδια και τις ζωγραφιές, ενθουσιασμένοι και συγκινημένοι, τραγουδούσανε κι αυτοί στον ίδιο τόνο: «Φαλιμέντο πράμα!…»
Πού εκείνα τα χρόνια!
Τα Σκαλάκια είχαν τελειώσει. Τώρα ο Δήμης περιδιάβαζε στις προκυμαίες του Γαλατά σαν χαζός. Έξαφνα, το συλλογίστηκε πως αυτό που έκανε δεν μπορούσε να έχει νόημα απολύτως. Κανένας λόγος δεν υπήρχε να συναντήσει κάποιον από τους φίλους του εκεί. Μια βίδα θα του είχε στρίψει ή καμιά αλλιώτικη μυίγα θα τον είχε τσιμπήσει, για να κάμει όλον εκείνο τον δρόμο με τέτοια φούρια και χωρίς αιτία. Κοίταξε τα αναρίθμητα πλοία που λικνιζόντανε ελαφριά, μες στις τελευταίες ζωηρές αχτίνες του ήλιου που κόντευε να βασιλέψει. Μελαγχόλησε. Πάντα αυτό το μεγάλο θέαμα του λιμανιού τον έκανε να μελαγχολεί, δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί.
Ήτανε κουρασμένος, άβουλος, εμβρόντητος. Δεν καταλάβαινε. Εκεί, στις γκρίζες προκυμαίες, τελείωνε ο κόσμος του και άρχιζε το άγνωστο, το κενό. Δεν καταλάβαινε το κενό. Ούτε καταλάβαινε καθόλου τη μεγάλη είδηση που κουβαλούσε μέσα του. Συνέβαιναν πράματα άνω – ποταμών κι αυτός τα ακολουθούσε, αστόχαστα, κι έτρεχε στους δρόμους, σαν παλαβός, κι ύστερα ρωτούσε τον εαυτό του τι γύρευε και δεν ήξερε να απαντήσει. Τι διάβολο ήτανε δυνατό να γυρεύει εκείνη την ώρα εκεί, στην άκρη του κενού, μόνος με τη μελαγχολία του και μ’ αυτή τη μεγάλη, αχρησιμοποίητη είδηση που τον τυραννούσε;
Και τα Σκαλάκια τι νόημα είχαν τώρα πια, που ο Δήμης κι ο Λεωνής δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν μαζί με τους πουλητάδες; Τι σήμαινε τώρα όλη εκείνη η παραζάλη κι η τρελή βοή;
Ο κόσμος γύριζε σαν σβούρα, κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε και τι ήθελε. Ένα μικρό βαπόρι με ελληνική σημαία ξανοιγότανε πέρα από τον Πύργο του Λεάνδρου, έστρεφε προς τον Νοτιά. Άλλα βαπόρια ερχόντανε από τον Νοτιά, από τον Βόσπορο, από την όχθη της Ασίας. Η απέραντη Πόλη ρουφούσε καράβια απ’ όλες τις μεριές, μέσα σ’ όλους τους κόλπους της, ρουφούσε και ξέβραζε ακατάπαυστα φορτία κι ανθρώπους. Ήτανε κάτι πολύ μεγάλο και λυπητερό, ο Δήμης βαρέθηκε να στέκεται εκεί, δεν του άρεζε να μελαγχολεί. Πήδησε σ’ ένα τραμ αφαιρεμένος και γύρισε, σιγά-σιγά, στο Πέρα.Γιώργος Θεοτόκης, Λεωνής, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, (1940) 292009, σ. 141-144.
΄55...
Ψώνισα τα ψαράκια μου, χαιρέτησα τον φίλο μου τον Σερντάρη, και πήρα την ευθεία για τη συνοικία του Γαλατά.
Τα σπίτια και τα μαγαζιά, κάτω στον Γαλατά και στο Κασίμ Πασά, όπου συγκεντρώνονταν οι χασισοπότες, ούτε τα γνώριζα ούτε και ήθελα να τα μάθω. Το Κασίμ Πασά σαν γειτονική μας περιοχή το είχα κάμποσες φορές επισκεφτεί. Ημερήσιοι περίπατοι πάντοτε. Νύχτα, ποιος να τολμούσε! Ο Γαλατάς ήταν ανακατωμένη περιοχή. Ήταν λιμάνι μεγάλο και πολυσύχναστο, γι’ αυτό και διέθετε εκτός από τελωνεία και εμπορικά καταστήματα, πολλά καφενεία, καφωδεία, καπηλειά, ξενοδοχεία αλλά και πορνεία. Στα σοκάκια του Γαλατά περνούσα καμιά φορά μεσημεράκι με άκρα προσοχή, γιατί κυκλοφορούσαν και κλέφτες όταν σουρούπωνε. Ασυνόδευτη γυναίκα σε τέτοια περιοχή, μέσα στα σκότη αδιανόητο.
Η φίλη μου η Μουζαφέρ άμπλα, μοδιστρούλα, που έμαθε την τέχνη δίπλα σε Ρωμιά μαστόρισσα, την περίφημη Φεγγάρα, με συμβούλευε: «Πα, πα, καθόλου δεν φοβάσαι και είσαι πολύ απερίσκεπτη, αμπλατζίμ. Στα σοκάκια του Γάλατα που είναι σκέτη κόλαση μπαίνεις; Θα σε παραφυλάξει κανένας αλήτης, και δεν είναι που θα σε κλέψει, εγώ άλλο φοβούμαι, επειδή είσαι εμφανίσιμη, να μη σε απαγάγουν και σε βάλουνε στο βαπόρι και σε στείλουνε σε κανένα χαρέμι στο Μπέιρουτ. «Εν τεχλικελί γέριμιζ Γκάλατα» . Πολλά γκενέλ έβλερί, κοινώς λεγόμενα «σπίτια» ή «μπορντέλα» λειτουργούν εκεί, μέσα στην περιοχή του Γαλατά. Διάφοροι επιτήδειοι ξεγελούν φτωχά κορίτσια και τα οδηγούν σ’ αυτή την ελεεινή ζωή. Κάποιες βέβαια πηγαίνουν με τη θέλησή τους. Από όλες τις ράτσες έχει, και δικές μας, και Εβραίες, και Αρμένισσες, και Τούρκισσες και Ευρωπαίες. Δυστυχισμένα πλάσματα, τα χτυπούν και τα βασανίζουν συχνά οι εκμεταλλευτές τους.
Ένας ξεχωριστός τούρκος λογοτέχνης, ο Νετζατί Τζουμαλί εμπνευσμένος από τη δύστυχη ζωή μιας νεαρής πόρνης του Γαλατά, μιας κοπέλας που ανήκε στην παιδική του παρέα, έγραψε το ποίημα «Εμινέ».Η Εμινέ στο Αμπανόζ.
Στα δεκαεφτά της έπεσε στα χέρια της Άφρως.
Τώρα είναι στα εικοσιένα της,
έλιωσε σαν κερί μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Τα μεταξωτά μαλλιά της, το κορμί της, σάπισαν,
έσβησε η φωτιά στα μελιά της τα μάτια,
χάθηκε η παλιά χαρά της,
συνήθισε σιγά σιγά στον καπνό και στα βρομόλογα.
Με τον καιρό ταίριαξε με το περιβάλλον,
γλυκάθηκε με τις συνήθειες του σπιτιού.
Εκείνη που ήταν ένα κορίτσι απ’ την παρέα μας,
κάποιος την είχε αδερφή
και κάποιος άλλος πέθαινε γι' αυτήν από έρωτα.Στην περιοχή του Γάλατα μέσα σε ένα μεγάλο και ωραίο καφενείο, έχω σεργιανίσει και την πρώτη ταινία της ζωής μου, πρέπει να ήμουνα δώδεκα ετών, με πήρε ο παππούς μου και πήγαμε. Μαυρόασπρη φυσικά. Πέντε-δέκα λεπτά κράτησε το φιλμ το γαλλικό, κάτι αεροπλάνα έδειχνε με τους πιλότους, κάτι μηχανήματα, και κάτι εξοχικά τοπία, είχαμε εντυπωσιαστεί πάρα πολύ. Τα αφηγούμασταν σε φίλους και δεν μας πίστευαν.
Χαμηλά σε μια κατηφόρα του Γάλατα, στο Νανέ σοκάκ, στο Κιουτσούκ μπαϊράμ σοκάκ, στο Τοπτσεκερλέρ σοκάκ, έξω από το Μπαλαμπάν κιραάτχανεσι, εκεί κοντά είχα αντικρύσει για πρώτη μου φορά -και μάλιστα καταμεσήμερο- ανθρώπους σε ελεεινό χάλι από τη χρήση οπίου, ίσως και άλλων παραισθησιογόνων.
Μετάβαση στο σημείο: Γαλατάς