Κωνσταντινούπολη
Μια πόλη φασματική, μια πόλη φαντασμαγορική
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)Το Πέρα των Ελλήνων και το Beyoğlu των Τούρκων Το Πέρα των Ελλήνων και το Beyoğlu των Τούρκων
Η περιήγησή μας στην Κωνσταντινούπολη θα ξεκινήσει από την περιοχή του Πέραν. Το Beyoğlu των Τούρκων, διασχίζει η Μεγάλη Οδός, η Grande Rue de Péra των Ευρωπαίων, η Οδός Ανεξαρτησίας των Τούρκων (İstiklâl Caddesi). Πολλά ονόματα για έναν δρόμο, πεζόδρομο πλέον, γεγονός που εκτός από την ποικιλία των εθνών που έζησαν στην περιοχή, πιστοποιεί και τη σπουδαιότητά του. Η οδός ξεκινάει από την ιστορική πλατεία Ταξίμ (Taksim) και φτάνει μέχρι την άλλη ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, τον Γαλατά.
Η ενότητα αρχίζει και τελειώνει με ένα απόσπασμα από το ταξιδιωτικό κείμενο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων. Ξεκινάμε λοιπόν ρίχνοντας μια ματιά στο σύγχρονο Πέρα μέσα από το προσωπικό βλέμμα ενός περιηγητή του 21ου αι. που κατέληξε τελικά να εγκατασταθεί μόνιμα στην Πόλη και συνεχίζουμε με τη βόλτα ενός μοναχικού και παρατηρητικού flâneur στην περιοχή από τον Sait Faik Abasıyanık, σπουδαίου τούρκου συγγραφέα του πρώτου μισού του 20ού αι. Ακολουθεί μια σύντομη ιστορία της περιοχής από τον Μασσαβέτα που εστιάζει στο μεταίχμιο δύο αιώνων, για να επικεντρωθούμε στη συνέχεια σε πέντε μυθοπλαστικά αποσπάσματα. Μέσα από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη ΄55, θα απολαύσετε τη, σχεδόν προφορική, νοσταλγική αφήγηση μιας Ρωμιάς της Πόλης με έντονο το πολίτικο ιδίωμα, η οποία αναφέρεται σε μια εποχή όπου η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ ακμαία ενώ στην περιοχή διαβιούσε ακόμα ένα κράμα από διαφορετικές φυλές. Το τραγούδι «Κωνσταντινούπολη» της δεκαετίας του 1920 μοιάζει να συνοδεύει ιδανικά την αφήγηση της πολίτισσας. Στον Λεωνή του Γιώργου Θεοτοκά, αναπαρίσταται, μυθοπλαστικά μεν αλλά με ζωντανές τις αναμνήσεις του πολίτη Θεοτοκά, η ζωή στον δημοτικό κήπο του Ταξίμ, τα παιχνίδια των εφήβων, ο κινηματογράφος αλλά και οι κρυφές ερωτικές συνευρέσεις στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Ερχόμενοι στο παρόν ο Πέτρος Μάρκαρης μας συστήνει το τουριστικό Πέρα που κατακλύζεται καθημερινά από κόσμο. Ο Ziya Osman Saba μας ξεναγεί στην ευρύτερη περιοχή του Beyoğlu μιας αλλοτινής εποχής. Η περιήγησή μας ολοκληρώνεται ρίχνοντας μια ματιά στη σχέση των ευρωπαίων περιηγητών με το Πέραν. Τέλος, το φωτογραφικό υλικό προσπαθεί να εμπλουτίσει, όσο αυτό είναι εφικτό, την αναγνωστική εμπειρία.
Κωνσταντινούπολη. Η πό...
Οι πρώτες εικόνες του Πέραν με ταρακούνησαν τόσο πολύ, ώστε να αλλάξουν την πορεία της ζωής μου. Ήταν το θέαμα της περίφημης Μεγάλης Οδού, αλλοτινής Grande Rue de Péra και σημερινής İstiklâl, το βράδυ μιας Παρασκευής, της πρώτης μου Παρασκευής στην Κωνσταντινούπολη. Βρέθηκα στο οδόστρωμα της πεζοδρομημένης Μεγάλης Οδού λίγες ώρες αφού το κρουαζιερόπλοιο στο οποίο δούλευα, μαζεύοντας χρήματα για να περάσω ένα έτος ταξιδεύοντας, αγκυροβόλησε στον Γαλατά. Εντός λεπτών, πήρα και την απόφαση. Τα σχέδια για οικονομίες και για ταξίδια επί έναν χρόνο διαλύθηκαν μπροστά στην ταινία των προσόψεων της Μεγάλης Οδού, και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο το μυαλό μου ταλαιπωρούσε ένα μόνο σχέδιο: πώς θα μετοικούσα στην Πόλη.
Εκείνο το απόγευμα μένει στη μνήμη μου ολοζώντανο, μια συνέχεια εικόνων σαν σε ταινία. Διέσχισα, θυμάμαι, το Καράκιοϊ, ανέβηκα μέχρι τον Πύργο του Γαλατά από τον δρόμο στον οποίο βρίσκονται οι οίκοι ανοχής (οι θαμώνες τους με κοιτούσαν έκπληκτοι, εγώ πάλι δεν είχα ιδέα από πού περνούσα!), χάθηκα μέσα σε κάτι στενά και, δεν θυμάμαι ακριβώς πώς, βγήκα στο τετράστρατο του Γαλατάσαραϊ, λίγα μέτρα πιο πάνω από το σπίτι που μένω σήμερα. Τι ήταν πάλι τούτο; Έμοιαζε με γιορτή. Ποτάμια κόσμου πηγαινοέρχονταν ανέμελα. Νεαρά αγόρια και κορίτσια ήταν ντυμένα σύμφωνα με τη μόδα που συναντάς στη Βαρκελώνη και στο Τελ Αβίβ· ζευγάρια κομψών ηλικιωμένων περπατούσαν χέρι χέρι δίπλα σε πανύψηλες τραβεστί με πρόσωπα μακιγιαρισμένα σαν μάσκες και σε κάτι θείτσες με μαντίλες και λουλουδιαστές φούστες.
Ήταν περίπου δέκα το βράδυ, αλλά πολλά βιβλιοπωλεία ήταν ακόμα ανοιχτά. Ένα μελαγχολικό κομμάτι κλασικής μουσικής ξεχυνόταν από τα μαγαζιά στον δρόμο, συμπληρώνοντας μια ατμόσφαιρα που αψηφούσε όλες τις κατηγοριοποιήσεις στο μυαλό μου. Εδώ δεν ήταν Ευρώπη, δεν ήταν Λατινική Αμερική, αλλά σίγουρα δεν ήταν και Μέση Ανατολή. Εδώ ήταν, εν πάση περιπτώσει, το μέρος όπου έπρεπε να εγκατασταθώ, το μέρος για το οποίο προοριζόμουν. Θύμωσα, μάλιστα, με τον εαυτό μου, τη ζωή και τους πάντες: πώς το ανακάλυπτα τόσο αργά!
Αυτό που με μάγεψε, και με μαγεύει, ήταν η αρχιτεκτονική. Η Μεγάλη Οδός παραμένει μεγαλόπρεπη, ταινία από περίτεχνα κεντημένες προσόψεις που αντιπροσωπεύουν όλους τους ρυθμούς που μεσουράνησαν στην Ευρώπη της Μπελ Επόκ. Στους λόφους πάνω από το σημείο που ο Βόσπορος συναντά τον Κεράτιο και την Προποντίδα έχουν φυτέψει μία νησίδα Ευρωπαϊσμού που —παρά τη φυγή όσων την έκτισαν και την κατοικούσαν— διατηρεί έναν χαρακτήρα που την ξεχωρίζει από την υπόλοιπη Πόλη. Τα περισσότερα κτίρια του Πέραν είναι αφρόντιστα, αλλά η εγκατάλειψή τους τα κάνει να μοιάζουν ακόμα πιο μαγικά, γεμάτα μυστήριο.
Το Πέραν καταρρίπτει την εικόνα για την Κωνσταντινούπολη που έχουν δημιουργήσει χιλιάδες αφίσες τουριστικών γραφείων, πουλώντας «εξωτισμό». Πάνω από τις πυκνοκτισμένες γειτονιές του, όπου στριμώχνονται μεγαλόπρεπες πολυκατοικίες με εντυπωσιακές εισόδους, κόγχες με αγάλματα και περίτεχνα κάγκελα, δεν ορθώνονται μιναρέδες, αλλά καμπαναριά. Στο Πέραν, αρχιτεκτονικά, προέχει αυτό που είναι «οικείο» στο μάτι του δυτικού επισκέπτη, όχι το εξωτικό. Κοιτώντας τις θείτσες με τις μαντίλες και τους χωριάτες με τα μουστάκια που μοιάζουν (και είναι) εκτός τόπου εδώ, θυμάται κανείς τους περιηγητές του 19ου αιώνα που σχολίασαν πως «αν δεν ήταν για τα κόκκινα φέσια, θα ξεχνούσες ότι το Πέραν βρίσκεται στην Ανατολή».
Η αρχιτεκτονική το φωνάζει τόσο δυνατά, ώστε κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει: το Πέραν ήταν το προπύργιο των Χριστιανών. Καταφύγιο των μειονοτήτων, με μη μουσουλμανική πλειοψηφία ως τη δεκαετία του 1970, έχει καταγραφεί στην αστική μνήμη της Πόλης ως η πιο ανεπτυγμένη γειτονιά της, η μόνη που προσέφερε τις ανέσεις του σύγχρονου αστικού βίου — δημοτικούς κήπους, θέατρα, πολυτελή ξενοδοχεία, πολυκαταστήματα, κινηματογράφους, εμπορικές στοές, καφέ, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια παντός είδους.
[…]
Παρά τις πολυεπίπεδες αλλαγές, το Πέραν παραμένει το κέντρο και η βιτρίνα της διασκέδασης και της καλλιτεχνικής και πνευματικής κίνησης της Πόλης, αν και όχι πια του εμπορίου. Μετά την πεζοδρόμησή της τη δεκαετία του 1980, η Μεγάλη Οδός έγινε ο κεντρικότερος περίπατος της Κωνσταντινούπολης. Η κίνηση δεν σταματά παρά μόνο για λίγες ώρες πριν το ξημέρωμα, και ο δρόμος δεν ερημώνει ποτέ. Δέχεται πέντε εκατομμύρια επισκέπτες κάθε Σάββατο και Κυριακή, και ένα εκατομμύριο τις καθημερινές! Στην Ιστικλάλ διατηρούν υποκαταστήματα και μεγάλες βιτρίνες όλες σχεδόν οι μεγάλες εταιρείες, τουρκικές και διεθνείς. Πρόκειται για υποκαταστήματα flagship, που δεν έχουν στόχο το κέρδος, αλλά τη διαφήμιση των προϊόντων στο ευρύ κοινό. Εξάλλου οι εταιρείες πρέπει να πληρώσουν «αέρα» ένα με ενάμισι εκατομμύριο δολάρια για να νοικιάσουν χώρο πάνω στον πεζόδρομο. Τα ίδιο τα ενοίκια είναι αστρονομικά και συναγωνίζονται τους ακριβότερους δρόμους των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και της Νέας Υόρκης.
Κάποτε τα μέγαρα και οι δρόμοι του Πέραν ήταν σημείο συναναστροφής ανθρώπων από διαφορετικά έθνη, που ανήκαν ωστόσο όλοι στην αστική τάξη. Σήμερα, η γειτονιά έχει χάσει τον πολυεθνικό της χαρακτήρα. Στεγάζει, όμως, ανθρώπους από πολύ διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Το άλλοτε άντρο των εθνικών μειονοτήτων είναι σήμερα καταφύγιο μειονοτήτων κοινωνικών. Η ποικιλία των φυλών, των γλωσσών και των θρησκειών αντικαταστάθηκε στο Πέραν του 21ου αιώνα από μία άλλη πολυφωνία, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η ποικιλία τρόπων ζωής και ένα μωσαϊκό από κοινωνικά περιβάλλοντα. Στο Πέραν, δίπλα στους πανταχού παρόντες Ανατολίτες χωρικούς, θα βρεις του μποέμ που σιγά σιγά επιστρέφουν στις γειτονιές του, τους yuppies, τους καλλιτέχνες, τους ισλαμιστές, τους gay και την gay υποκουλτούρα, τους νεόπλουτους επενδυτές και τους αλλοδαπούς μετοίκους, που αποτελούμε εμείς πια την ξενόγλωσση και αλλόθρησκη συνιστώσα.
Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τη λέξη kozmopolit ως επίθετο προσδιοριστικό τόπων. Σε αντίθεση με την ελληνική λέξη της οποίας αποτελεί παραφθορά, η λέξη kozmopolit δεν υποδηλώνει απαραίτητα την συνύπαρξη διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών ομάδων, αλλά το ανακάτεμα διαφορετικών ηθών και τρόπων ζωής και την ιδιαιτέρως ρευστή ατμόσφαιρα που αυτό το ανακάτεμα δημιουργεί. Βρίσκεται, δηλαδή, κοντύτερα στην έννοια του πλουραλισμού. Νομίζω ότι, τουλάχιστον στην Πόλη, οι περισσότεροι Τούρκοι θα ανέφεραν το Πέραν ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη χρήση της λέξης. Και ίσως θα ήταν σωστό να πει κανείς πως, στη σημερινή Ιστάνμπουλ, ο πλουραλισμός μιας μεγαλούπολης με αξιώσεις «παγκόσμιας πόλης» έχει αντικαταστήσει τον κοσμοπολιτισμό της οθωμανικής Κωνσταντίνιγιε.Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, σ. 337-340 & 370-371.
Το φωτογραφείο των ευτ...
Εκείνο το απόγευμα είχα σχολάσει νωρίς από τη δουλειά μου. Είπα έτσι να περπατήσω λιγάκι στο Πέραν. Πέρασα από τη γέφυρα δίνοντας τη χαρά στα γεμάτα με βρόμικο αέρα πνευμόνια μου να αναπνεύσουν οξυγόνο, και χαιρέτησα τον Κεράτιο Κόλπο και τον Βόσπορο.
Τα πλοία είχαν πάντα την ίδια αδημονία αναχώρησης, όμοια με τα καραβάκια των παράκτιων συνοικιών όπου κατοικούσα άλλοτε. Να τώρα, άρχισε να ηχεί το κουδούνι της αναχώρησης του καραβιού των 6.00 προς την Χαλκηδόνα. Να τώρα, το καραβάκι των 6.05 θα πλεύσει για την ανατολική όχθη του Βοσπόρου… Κάποτε αυτοί οι αριθμοί που ακόμη και τα δευτερόλεπτα, πότε στο παρά πέντε και πότε στο και πέντε, ήταν πολύτιμα για μένα, τώρα πώς έχουν χάσει τόσο πολύ το νόημα τους! Το κουδούνι τώρα όσο θέλει μπορεί να χτυπά, ο υπάλληλος της σκάλας μπορεί όσο θέλει να κρατά την πόρτα μισάνοιχτη για να με απειλεί ότι θα την κλείσει. Εγώ πλέον δεν είμαι ο τακτικός επιβάτης αυτών των καραβιών, δεν έχω πλέον κανέναν συγγενή σε κείνα τα μέρη. Έτσι, τώρα μπορώ να ανηφορήσω αργά - αργά, όπως εγώ επιθυμώ την ανηφόρα του Γιουκσέκ Καλντερίμ και να αφήσω τον εαυτό μου χαζεύοντας μπροστά στη βιτρίνα ενός παλαιοβιβλιοπωλείου. Μπορώ επίσης να παρακολουθήσω εκείνους που περιμένουν στη στάση του Τούνελ με ένα θλιβερό πρόσωπο για να επιβιβαστούν στο τραμ, κι έπειτα με ένα ύφος ανθρώπου που πήρε την απόφαση να πεζοπορήσει, μπορώ να περπατήσω ανέμελα και παρατηρώντας τριγύρω μου να ανηφορήσω προς την περιοχή του Γαλατάσαραϊ έως και την πλατεία Ταξίμ.
Εδώ έρχονται άνθρωποι από όλα τα μήκη και τα πλάτη της πόλης, μπροστά μου συναντώ ανθρώπους, πίσω με πλησιάζουν άνθρωποι. Όσοι έρχονται από πίσω με προσπερνούν, ενώ εκείνοι που έρχονται από την αντικρινή πλευρά του δρόμου, οι ματιές μας με ορισμένους συναντιούνται. Άλλοι πάλι δεν με βλέπουν καν, κι εγώ μερικούς δεν τους βλέπω, άλλοι με σπρώχνουν και προσπερνούν ξυστά στο πέρασμά τους. Άντρες, γυναίκες, ψηλά κορμιά, κοντά κορμιά, ηλικιωμένοι, νέοι, όμορφοι, άσχημοι, πλούσιοι, φτωχοί… Γυναίκες που συνοδεύονται από τους άντρες τους, ζευγάρια νέο- αρραβωνιασμένα, άλλοι που περπατούν μόνοι κι εκείνοι που έχουν αγκαλισμένη την αγαπημένη τους, υπάρχουν όμως και τα παιδιά που περπατούν δίπλα στη μάνα τους. Όπως είπε κι ο ποιητής Τζαχίτ Σιτκί Ταραντζί σε κάποιο ποίημά του, «ο θησαυρός της μέρας», τα νέα κορίτσια που περπατούν φορώντας τις ψηλές μπότες σαν να έχουν φυλακίσει μέσα τα πόδια τους, μιας ολόκληρης ζωής θησαυρός. Υπάρχουν όμως και παιδάκια με γυμνά πόδια. Προσπαθούν να πουλήσουν εφημερίδες περνώντας ξυστά ανάμεσα από εκείνους που φορούν παπούτσια. Όμως, σαν να μη κρυώνουν τα πόδια τους, μάλλον, λέω εγώ, θα έχουν συνηθίσει. Μάλιστα, εκείνα δεν είναι λιγότερο ευτυχισμένα από όσους φορούν παπούτσια του τσαγκάρη. Οι πλούσιοι που αγοράζουν εφημερίδες, δεν τους ζητούν τα ρέστα. Το φιλοδώρημα που λαμβάνουν αυξάνει περισσότερο τη χαρά τους.
Στις δυο πλευρές του δρόμου υπάρχουν σαλόνια, μαγαζιά, καταστήματα που προσπαθούν να κάνουν τους ανθρώπους περισσότερο ευτυχισμένους, να τους διασκεδάσουν, να τους χορτάσουν και να τους ντύσουν. Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μη βυθιστώ σε πελάγη φαντασίας, σαν τους παρακολουθώ να στέκονται μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων. Αυτό το σετ επίπλων πόσο ωραίο είναι. Πόσο ευχάριστα μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος μετά το φαγητό σε έναν φαρδύ καναπέ, ποιος ξέρει! Αυτό το αμπαζούρ, ποιος ξέρει τι απαλό και γλυκό ροζ χρώμα μπορεί να δώσει στα μάγουλα της γυναίκας που είναι αφοσιωμένη στο πλεκτό της. Τότε ο άντρας της παρατάει την ανάγνωση της εφημερίδας και ταξιδεύει σε πελάγη ευτυχίας καθώς κοιτάζει τη γυναίκα του… Αυτό το τραπέζι φαίνεται πως φτιάχτηκε αποκλειστικά για τα ραδιόφωνα που πουλιούνται στο αντικρινό κατάστημα, θα ταιριάζουν πάρα πολύ. Και πάνω στο ραδιόφωνο, να εκείνο πιο πέρα, ένα από τα μπιμπελό του αντικέρ… Ο μεγαλύτερος επιπλοποιός της πόλης έχει ένα ολόκληρο σετ κρεβατοκάμαρας στην έκθεσή του. Ένα διπλό κρεβάτι, ένα στρωμένο ατλαζένιο πάπλωμα, στο προσκεφάλι πάνω στο κομοδίνο μια λάμπα νύχτας, στο πάτωμα το μικρό χαλί, έχουν σκεφτεί ακόμη και το τούλι που θα τοποθετηθεί στην κουρτίνα, ακριβώς μια σωστή κρεβατοκάμαρα… Ανάμεσα στις κουρτίνες διαφαίνεται ένα χειμωνιάτικο ντεκόρ. Όλο το δωμάτιο πλημμυρισμένο μέσα σε έναν κόκκινο φωτισμό, σαν να ανυπομονεί περιμένοντας τους ιδιοκτήτες του…
Όμως, όλα αυτά τα έπιπλα πού να τα μεταφέρει κανείς; Ένα από αυτά τα διαμερίσματα της έκθεσης επίπλων θα μπορούσε άραγε να γίνει δικό μου; Προχωρώ…
Βλέπω αυτό το γαλάζιο κολιέ σε τούτο το κατάστημα. Από τις κοπέλες που γνωρίζω, πόσο θα ταίριαζε σε εκείνη με τα γαλανά μάτια! Αυτή η κοπέλα όμως δεν είναι η αγαπημένη μου!
Στην τζαμαρία ενός τσαγκάρη οι γυναικείες παντόφλες με όλες τις ιδιαιτερότητες, άλλες κλειστές κι άλλες με άνοιγμα, όλες όμως κάνουν τον άνθρωπο να ονειρευτεί την οικογενειακή ζωή.
Αχ, αυτά τα καταστήματα που πουλάνε ρουχισμό, εσώρουχα και άλλα γυναικεία αντικείμενα… Σκέφτομαι, πως όσα χρήματα κι αν έχω, για να μπορέσω να αγοράσω όσα θέλω από αυτά τα ρούχα, τα εσώρουχα, τα ταγιέρ, τα παλτά, δεν έχω καμιά γυναίκα για να τα φορέσει ή να τα χρησιμοποιήσει ώστε να της πω: «Όλα αυτά είναι για σένα!».
Όλα τούτα τα καταστήματα, σαν να πουλάνε ευτυχία σε όλους αυτούς τους περαστικούς ανθρώπους. Αυτή η ποικιλία χρωμάτων και ειδών στα τρόφιμα που πουλάει ο μανάβης, όπως αυτά τα τεράστια κίτρινα με το τσόφλι φαίνεται να μην είναι πορτοκάλια, προσφέρουν μια άλλη γεύση που θα προσθέσει ευτυχία στο τραπέζι, η ευτυχία του αρώματος και της φρεσκάδας. Αυτοί εκεί οι πωλητές βροντοφωνάζουν θέλοντας να πουν: Πάρτε από αυτά που πουλάμε, για να γίνετε ευτυχέστεροι. Και μάλιστα με την μποζά. Αυτό το ποτό αν δεν αποτελεί αποκλειστική ευτυχία για τον πατέρα τον ίδιο τι άλλο μπορεί να είναι, αφού ελάχιστες ώρες μετά το φαγητό θα προσφέρει την μποζά προσθέτοντας κανέλλα και στραγάλια από πάνω, για να γευτούν όλα τα μέλη της οικογένειας;
Σε αυτή τη λεωφόρο ως τώρα πόσοι φωτογράφοι έχουν συγκεντρωθεί, σε πόσες βιτρίνες στάθηκα για να δω φωτογραφίες. Όλοι αυτοί οι ευτυχισμένοι άνθρωποι, φαίνεται πως θα έχουν συρρεύσει για να επιβεβαιώσουν την ευτυχία τους. Σε αυτές τις φωτογραφίες το χαμόγελό τους θα έχει περισσότερη διάρκεια σε σύγκριση με το χαμόγελο στην πραγματική τους ζωή. Αυτή η νύμφη δεν είναι άραγε η γυναίκα που συνοδευόταν από τον άντρα της λίγο πριν έξω στον δρόμο; Αυτό το κοριτσάκι με το ροδομάγουλο, με τις δίπλες πλεξούδες στα μαλλιά, δεν είναι η νεαρή κοπέλα που πετάχτηκε ξαφνικά δίπλα μου νωρίτερα; Είναι φανερό! Είναι ολοφάνερο! Σε τούτα τα καταστήματα φωτογραφίας δεν υπάρχουν φωτογραφίες πεθαμένων. Έξαλλου, τo κοντινότερο νεκροταφείο από εδώ απέχει πολλά χιλιόμετρα μακριά. Σε αυτή τη λεωφόρο μπορεί να περπατήσει κανείς μόνο όταν είναι ευτυχισμένος. Ακόμη μόνο και μόνο που βρίσκεται κανείς σε αυτή τη λεωφόρο είναι ευτυχισμένος! Θα πρέπει κι εγώ να σκεφτώ τη ζωή μου, την ευτυχία μου. Σε τόσα καταστήματα μέσα, δεν πιστεύω να μην υπάρχουν κάποια πράγματα που να με κάνουν ευτυχισμένο ή τουλάχιστον χαρούμενο. Εδώ πέρα μπορώ να βάψω τα παπούτσια μου. Αυτή τη γραβάτα μπορώ οπωσδήποτε να την αγοράσω. Αυτή η νεοεκδοθείσα ποιητική συλλογή μπορεί να μου προσφέρει ευχάριστες στιγμές. Κι εγώ μπορώ να μπω σε ένα κατάστημα φωτογραφιών, όπως αυτοί οι ευτυχισμένοι άνθρωποι που φωτογραφήθηκαν, και μπορώ να πω ότι κι εγώ είμαι ευτυχισμένος, επιθυμώ να τραβήξετε και τη δική μου φωτογραφία. Κι ο φωτογράφος δεν θα έχει καμία άρνηση, και δεν θα μου πει, εσείς δεν έχετε κανέναν, τι σας χρειάζεται η φωτογραφία. Αν ρωτήσει, θα του απαντήσω ότι κάποια μέρα κι εγώ θα αποκτήσω μια αγαπημένη. Μπορώ ακόμα να του πω, ότι αυτή την πιο ωραία φωτογραφία που θα τραβήξετε, η αγαπημένη μου θα την βάλει σε μια κρυφή θέση μέσα στην τσάντα της και θα κείτεται ανάμεσα στα ωραία αρώματά της.
Κωνσταντινούπολη. Η πό...
Ο Γαλατάς και το Πέραν δεν χωρίζονταν από την Παλιά Πόλη μόνο γεωγραφικά, αλλά είχαν ζωή διαμετρικά αντίθετη από αυτή των Μουσουλμάνων. Ενώ οι τελευταίοι ζούσαν στους αργούς ρυθμούς που δεν είχαν αλλάξει για αιώνες, με ευνούχους, χαρέμια και το ισλαμικό ιερατείο να ανθίσταται σε κάθε καινοτομία, οι δύο «ευρωπαϊκές» συνοικίες ζούσαν με το τηλέφωνο, τον τηλέγραφο, τα καφενεία, τις μπιραρίες, τα πολυκαταστήματα, τα πολύγλωσσα βιβλιοπωλεία και τα νέα ήθη, ενίοτε σοκαριστικά, που έρχονταν από τον βορρά. Στα καφέ του Πέραν μπορούσες να βρεις εφημερίδες και περιοδικά που εκδίδονταν στην Ευρώπη. Οι πρώτες «κινούμενες εικόνες» προβλήθηκα στην μπιραρία Sponeck το 1897, και στο Πέραν γρήγορα συγκεντρώθηκαν οι κινηματογράφοι της Κωνσταντινούπολης.
«Το Πέραν είναι το West End της ευρωπαϊκής παροικίας, όπου μπορεί κανείς να βρει τις χαρές και τις ανέσεις της ζωής» έγραψε ο D’ Amicis. Μέσα στο κλίμα της dolce vita, που σημάδεψε την Μπελ Επόκ, το Πέρα έγινε the place to be. Τα νέα appartements «παρισινής κομψότητος» στέγασαν ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο: για πρώτη φορά συγκατοικούσαν στο ίδιο κτίριο άτομα από διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες. Οι μεγαλοαστικές οικογένειες των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, αλλά και πολλές της τουρκικής αριστοκρατίας, σύχναζαν στις ίδιες λέσχες, στα ίδια σαλόνια, στα ίδια θέατρα και εστιατόρια. Δόθηκε έτσι τέλος στην οθωμανική παράδοση που ήθελε τα διαφορετικά millet να ζουν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς ιδιαίτερη κοινωνική συναναστροφή πέραν του χώρου εργασίας, εξ ορισμού βασίλειο των ανδρών. Το χαρακτηριστικό μοντέλο της οθωμανικής πόλης, όπου το κάθε millet κατοικούσε σε χωριστή περιοχή, καταρρίφθηκε έτσι στα νέα πολυώροφα μέγαρα του Πέραν. Ο αστικός βίος εκκοσμικεύθηκε, γλιτώνοντας από το άγρυπνο μάτι των εκκλησιών, και μία «υπερηφάνως κοσμοπολιτίζουσα» αστική τάξη γεννήθηκε.«Αισθάνεται [τις] ιδιαιτέραν ευχαρίστησιν περιπατών επί των πεζοδρομίων του Πέραν, τα οποία, αν και δεν έχουν πλάτος πλέον των δύο μέτρων, είναι ο καθημερινός περίπατος απείρου κόσμου, διεθνούς και περιέργου, εν τω μέσω ευρωπαϊκής ζωής, ενθυμιζούσης εναλλάξ τους Παρισίους, την Ιταλίαν, την Αλεξάνδρειαν, τας Αθήνας. […] Εις το Πέραν, όπου επικρατεί το ελληνικόν στοιχείον, είναι συγκεντρωμέναι αι περισσότεραι πρεσβείαι, η Ιταλική, η Γαλλική, η Αγγλική, δεσπόζουσα του Κερατίου, η Ρωσική, άλλον αληθινόν φρούριον, κυριαρχούσα του Βοσπόρου […] Εδώ ευρίσκονται τα πλούσια και μεγάλα εμπορικά καταστήματα, αι λέσχαι, τα κοσμοβριθή καφενεία, τα εστιατόρια, τα λαμπρά ξενοδοχεία και θέατρα. Υπάρχει πάντοτε σχεδόν ένας θίασος ελληνικός και ένας ξένος, γαλλικός συνήθως ή ιταλικός, πολλά καφωδεία και καφενεία μετά μουσικής, café chantants και café dansants, εκτάκτως δε κίνησις κατά το εσπέρας ανά τους δύο κυρίους δρόμους, της Μεγάλης Λεωφόρου και των Μνηματακίων, και στα παρακείμενα στενά και τις διόδους, τις γνωστές ως passages και impasses. Ως προς τις brasseries, τα ποικίλα ζυθοποιία και τα ποικίλα οινοπνευματοπωλεία, το Πέραν αφήνει πολύ οπίσω τας Αθήνας. Πολλάκις εις καμμίαν στοάν νομίζετε ότι είσθε στο Μόναχον ή το Βέλγιον, ενώ εις τα μεγάλα και λαμπρά καφενεία του Μεγάλου Δρόμου επανευρίσκετε εν μέρει τον Παρισινόν βίον με Παρισινάς τινάς συλφίδας και τα διεθνή γύναια των καφωδείων»[1].
Η λέξη κοσμοπολιτισμός και τα παράγωγά της συνοψίζουν την εμπειρία του αστικού βίου του Πέραν. Η Μεγάλη Οδός και όλες οι κεντρικές αρτηρίες του Έκτου Διαμερίσματος ήταν γεμάτες ταμπέλες στα ελληνικά, γαλλικά, αρμενικά, ρωσικά, οθωμανικά και ιουδαιοϊσπανικά. Ο Bertrand Bareilles περιγράφει μια τυπική σκηνή του Πέραν. «Δύο Λεβαντίνοι κάθονται σε μία μπιραρία που ονομάζεται “Η Αυθεντική Μακεδονία” και ανήκει σ΄ έναν Έλληνα από το Καρπενήσι, ο οποίος ωστόσο σερβίρει μπύρα Pilsen εισαγόμενη από το Μόναχο. Αρχίζουν το γεύμα τους με τρεις ελιές και ένα ποτήρι ρακί και συνεχίζουν με ρωσικό χαβιάρι και αγγλικό steak». Η Μαρία Ιορδανίδου θυμάται τον Δημοτικό Κήπο στο Ταξίμι, «όπου με πήγαιναν μικρή για τον καθημερινό περίπατό μου. Και δίπλα στον κήπο ήταν η Bella Vista. Εκεί πηγαίναμε τα απογεύματα με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου να φάμε γερμανικό ψωμάκι, σαλάμι ουγγαρέζικο, γραβιέρα ελβετικιά, τσίρους φρεσκοψημένους στην χόβολη και να πιούμε μπίρα Μπαβαρέζικη. Από κει φαίνουνταν ο Βόσπορος. Εκεί πηγαίναμε όταν σκοτείνιαζε να σεργιανίσουμε τον ντονανμά[2], τη φωταψία —την Ενετική γιορτή που οργάνωνε ο Σουλτάν Χαμίτ για να τιμήσει τον ερχομό του Κάιζερ στην Πόλη. Και γέμιζε τότε ο Βόσπορος από καΐκια στολισμένα με χρωματιστά φαναράκια, που άλλα παριστάνανε κύκνους και άλλα καλάθια με λουλούδια».
Οι Έλληνες του Πέραν θυμούνται τις γαλλικές ταινίες, τις ιταλικές οπερέτες και τους χορούς —ιδίως τους «μπάλους» των πρεσβειών και των λεσχών— όπου παίζονταν όλοι οι ευρωπαϊκοί ρυθμοί και όπου συναγελάζονταν όλες οι εθνότητες. Η ανατροφή σε τέτοιο κοσμοπολίτικο περιβάλλον σφράγιζε την κουλτούρα τους σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αισθάνονται ανώτεροι και έτη φωτός μπροστά από τους ομογενείς τους που ζούσαν σε άλλες γειτονιές της Πόλης. Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι της καλής κοινωνίας αρέσκονταν να μιμούνται τους τρόπους των «Φράγκων» που εργάζονταν στις πρεσβείες και στα προξενεία, και πολλοί Έλληνες συγγραφείς της εποχής τούς κατηγορούν πως «λεβαντινίζουν». Αλλά, πράγματι, οι Περότες υπήκοοι του Σουλτάνου, παρά τα φέσια που υποχρεούνταν να φορούν όπως όλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι, «θεωρούν εαυτούς τόσο Φράγκους σαν να είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στις όχθες του Σηκουάνα και του Τάμεση. Και αν τυχόν διακωμωδήσεις αυτή την ομολογουμένως πρωτότυπη θεώρηση, θα τους προσβάλεις βαθύτατα».
Αλλά δεν ήταν μόνο η ελληνική πλειοψηφία και οι μεγάλες κοινότητες των Αρμενίων, Λεβαντίνων και Εβραίων αστών που χαίρονταν τις ανέσεις και τις μικρές χαρές της αστικής ζωής. Οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι —των ανωτέρων φυσικά τάξεων— άρχισαν δειλά δειλά να γεύονται τους απαγορευμένους καρπούς και να ζητούν και να εύχονται επίμονα να μιμηθούν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Έτσι, ο Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), ο μεταρρυθμιστής Σουλτάνος με τη Γαλλίδα μητέρα, ερχόταν τακτικά στο Πέραν για να παρακολουθήσει συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και όπερα. Αργότερα, οι Σουλτάνοι προσέρχονταν μασκαρεμένοι στους αποκριάτικους χορούς των πρεσβειών. Και μεταξύ των χαμηλότερων τάξεων συνέχιζε η παράδοση, από τον μεσαίωνα και τη Magnifica Comunità, να προσέρχονται στα καπηλειά, διακριτικά, για να πιουν και να τρυπώσουν στους οίκους ανοχής, και αργότερα στα κέντρα διασκεδάσεως. Όλες αυτές, βέβαια, ήταν ελευθερίες που απολάμβαναν μόνο οι άνδρες Μουσουλμάνοι, καθώς οι γυναίκες είχαν εξαιρετικά περιορισμένη κινητικότητα και μόνο στο πλευρό του πατέρα ή του συζύγου μπορούσαν να χωθούν ανάμεσα στις συντροφιές των Χριστιανών και των Εβραίων του Πέραν.[1] Γεώργιος Σ. Φραγκούδης, Κωνσταντινούπολις, Αθήνα, 1899.
[2] Donanma στα τούρκικα σημαίνει στόλος.
Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, σ. 350-353.
΄55...
Στο Πέρα το κοσμοπολίτικο απεφάσισα να περπατήσω. Εκθαμβωτικό μέρος, από τον καιρό που το αντίκρισα με τα παιδικά μου μάτια· όταν με κατέβασε εδώ ο πατέρας μου πρώτη φορά, θα ήμουνα ίσα με οκτώ χρονών κοριτσάκι. Γευματίσαμε οι δυο μας στο «Ζυθοπωλείο Londres» του Καραγιαννόπουλου. Ήταν μεγαλοπρεπέστατο ρέστοραν, ένα από τα κοσμήματα του Πέρα. Με ειδική άδεια για σερβίρισμα αλκοολούχων ποτών. Στους πελάτες προσέφεραν τουρκικές, ελληνικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες. Έχω κρατήσει τον λογαριασμό, ο πατέρας μου είχε πληρώσει για το γεύμα μας τριάντα γρόσια. Δεκαέξι γρόσια, από οχτώ, για το φαγητό του καθενός μας, τέσσερα για την μπίρα και τα υπόλοιπα για το φιλοδώρημα. Ήταν γνωστός χουβαρντάς στην Πόλη ο μπαμπάς, άφηνε γενναίο χαρτζιλίκι στα γκαρσονάκια.
Εδώ στο Πέρα, μπορούσες και μπορείς να εύρεις ό,τι ζητάει η ψυχή σου σε κάθε είδους προϊόντα και από κάθε χώρα. Βεβαίως ο καθείς έχει τις αρέσκειές του και τις συνήθειές του. Προσωπικώς προτιμώ να είμαι πελάτης στα καταστήματα που με γνωρίζουν χρόνια, με περιποιούνται, με κάνουνε και σκόντο. Τα είδη ρουχισμού τα προμηθευόμουν απ’ τον Μεγάλο Δρόμο. Παλαιότερα οι πιο πολλοί Ίσιο Δρόμο τον λέγανε. Τώρα επικράτησε το Ιστικλάλ τζαντεσί, λεωφόρος Ανεξαρτησίας.
Τα πάντα ψώνιζα εκτός από υποδήματα. Και ποια η ανάγκη μου να ψωνίζω παπούτσια, γόβες, γαλότσες απ’ το Πέρα; Στα Ταταύλα μετρούσαμε εξήντα εργαστήρια υποδηματοποιίας πρώτης κλάσεως. Σε όλη την Πόλη ήταν φημισμένο το χωριό μας για την καλλιτεχνική κατασκευή υποδημάτων τελευταίας μόδας και μοντέλων πολυτελείας. Έρχονταν απ’ το Μέγα Ρεύμα, απ’ το Κοντοσκάλι, από παντού, και παράγγελναν παπούτσια ή αγόραζαν έτοιμα, στου Διαμαντάκη, στου Τομάζου, στου Αραμπατζόγλου.
Στο Πέρα, υφάσματα αγόραζα πάντοτε από τον Νικολίδη, δίπλα στη Σάντα Μαρία των Καθολικών. Καπέλα ψώνιζα από τον Λαζαρέτο, στην οδό του Πέρα, αριθμός 329. Ενίοτε και από το πιλοπωλείο του Κολλάρου, πάλι στην οδό του Πέρα, στο νούμερο 170. Στον Γαλατά, στην οδό Τροχιοδρόμου 13, πλάι στο χάνι της Δημαρχίας, υπήρχε το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο των αδελφών Δεπάστα, πλήρως ενημερωμένο σχετικώς με την ελληνική βιβλιογραφία. Μεσημεράκι, εφόσον τύχαινε να αργοπορήσω κι αν δεν είχα ετοιμάσει φαγητό, θα τσιμπούσα κάτι στο ξενοδοχείο «Ο Παράδεισος», το οποίο σέρβιρε μόνο μεσημβρινό γεύμα στην περιποιημένη σάλο του. Πλάι στο Σουλτάν χαμάμ του Γαλατά βρισκόταν αυτό.Θα κατεβώ λοιπόν σήμερα στο Μπαλούκ παζάρι και ό,τι ψωνίσω, θα περάσει απ’ τα μαγαζιά και θα τα μαζέψει όλα ο βοηθός μου ο Γκιουρμπούζ και θα τα μεταφέρει στο σπίτι.
[…]
Μπερεκετλίδικη αγορά το Μπαλούκ παζάρ. Ευφραίνεται το μάτι απ’ τα καλούδια του Θεού. Και δεν στέκομαι στις ποικιλίες των ζαρζαβατικών, των φρούτων, των κρεάτων και των τυριών. Αν πιάσουμε κουβέντα γι’ αυτά, θα χρειαστούμε ώρες. Τα τυριά και τα κασεροειδή, αν καθίσεις να τα καταγράψεις και να απαριθμήσεις, με τις ποικιλίες και τα τερτίπια τους, αμφιβάλλω αν θα ολοκληρώσεις ποτέ την έρευνά σου. Γιατί, κάθε περιοχή, πόλη, κασαμπάς[1], χωριό, της Ανατολίας και της ευρωπαϊκής Θράκης, που εδώ τη λέμε Ρούμελη, χώρα των Ρωμιών δηλαδή, έχει την ιδιαιτερότητά του στον τρόπο ζύμωσης και παρασκευής των γαλακτοκομικών. Τουλουμοτύρια κάθε λογής, κασκαβάλια[2] και τυροειδή σε πλεξούδες, πικάντικα λευκά και σκούρα τυριά του Ντιγιάρ Μπακίρ, ζυμωμένα με μπαχαρικά κάθε λογής, με μυρωδικά, με χόρτα, παραδοσιακά κασέρια θρακιώτικα, και τα λοιπά. Σπουδαία η αγορά του Μπαλούκ παζάρ. Θα ψωνίσω σαλαταλίκια, στην Ελλάδα τα λένε αγγουράκια, εμείς εδώ, αισχυνόμεθα, τα αποκαλούμε δροσερά. Λακέρδα πολίτικη έχω παραγγείλει, σκουμπράκι καπνιστό, φιμέ το λέμε εδώ, λικουρίνους παστούς, χαβιάρι ρώσικο. Απ’ το ζαχαροπλαστείο «Σακάρια» θα πάρω το σιροπιαστό μου, το σαράι σαρμασί[3], που λιώνει στο στόμα, γεμίζουν οι γευστικοί κάλυκες με άρωμα πράσινου φιστικιού και μπουκώνεις, λιγώνεσαι απ’ το ψημένο βούτυρο, ακόμη και ελάχιστο ένα κομματάκι να φας.
Αν κουραστώ από τα ψώνια, θα κατέβω στον Μεγάλο Δρόμο, να πάρω τον καφέ μου και να κάνω σεργιάνι τους περαστικούς. Στον καιρό μου ωραίο ζαχαροπλαστείο ήτανε το «L’ Orient», το οποίο διαφέντευε ο δαιμόνιος Ηπειρώτης Φίλιππος Λένας, που ήταν φίλος μου και τα λέγαμε και κομματάκι. Έφτιαχνε ιδιαιτέρως νόστιμα γλυκά και είχε αποκτήσει γι’ αυτό τεράστια φήμη. Από το εργαστήριο του απεφοίτησαν μερικοί από τους καλύτερους ζαχαροπλάστες της Πόλης και οι πιο πολλοί αργότερα κατέβηκαν στην Ελλάδα.[1]Κωμόπολη, κεφαλοχώρι.
[2]Κασέρι
[3]Σιροπιαστό γλύκισμα, με γέμιση πράσινου φιστικιού. Κυριολεκτικά: τυλιχτό του σαραγιού.
Λεωνής...
Ο δημοτικός Κήπος του Ταξιμιού ήτανε κόσμος ολόκληρος. Για να μπεις πλήρωνες εισιτήριο, οι μεγάλοι ένα γρόσι, τα παιδιά μισό γρόσι, τα μωρά τίποτα. Τα όρια όμως ανάμεσα στις διάφορες ηλικίες δεν ήτανε χαραγμένα πολύ καθαρά και γινόντανε, στην είσοδο, μεγάλες συζητήσεις με τους δημοτικούς υπαλλήλους για το τι έπρεπε να πληρώσει ο καθένας. Μόλις έμπαινες, αντίκρυζες τους φύλακες που φορούσανε στολή και κρατούσανε μεγάλες βίτσες. Γυρνούσανε παντού και παραμονεύανε τα παιδιά. Αν περπατούσες στα φυτεμένα μέρη, αν έκοβες λουλούδια ή κλαδιά, σε κυνηγούσανε και σε δέρνανε με τη βίτσα. Το ζήτημα ήτανε να μη σε πιάσουν, αν σ’ έπιαναν κανείς δε μπορούσε να γλυτώσει. Αριστερά καθώς έμπαινες, ήταν η μεγάλη χαβούζα με τα κόκκινα ψάρια. Είχε και μικρότερες χαβούζες, άλλες με ψάρια και άλλες χωρίς. Είχε και βατράχους πλήθος, φωνακλάδες και αστείους. Δεξιά ήτανε μια παράγκα που πουλούσε τσοκολάτες, κουφέτα, παστέλι, σιμίτια, φιστίκια, στραγάλια, κολοκυθόσπορους ψημένους και αλατισμένους και κορόμηλα πράσινα. Δέκα κορόμηλα μια δεκάρα, αν παζάρευες μπορεί να έπαιρνες και έντεκα, το βράδυ αρρωστούσες λιγάκι, μα άξιζε ο κόπος.
Δεξιά κι αριστερά ήταν οι επίσημοι περίπατοι του Κήπου, που έκαναν κύκλο και πήγαιναν προς τη μεγάλη πλατεία του κέντρου. Σ’ αυτούς τους δρόμους ήταν όλο νταντάδες, γκουβερνάντες και παιδιά φρόνιμα. Εκεί συναντούσες και τις δυο ιταλίδες αδελφές, την Ίντα και την Τζίλντα, πάντα ντυμένες με όμοια ρούχα. Ήτανε τόσο λεπτοκαμωμένες και μυγιάγγιχτες και τόσο γλυκές! Ο Λεωνής χαιρότανε σαν τις έβλεπε, μα δεν ήξερε τι να πει μαζί τους. Στεκότανε και τις παρακολουθούσε που πηδούσαν σκοινί, ύστερα συλλογιζότανε: «Τώρα τι θα λένε για μένα πού κάθομαι έτσι και τις βλέπω;» Ντρεπότανε κι έφευγε. Μα σε λίγο ξαναπερνούσε από το ίδιο μέρος, με ύφος αδιάφορο, προφασιζότανε πως κάποιον γύρευε ή πως κάτι είχε χάσει και ξανάφευγε βιαστικά και πάλι ξαναπερνούσε. Εκεί παρουσιαζότανε καμιά φορά κι η Λουΐζα η Γαλλίδα, ντυμένη με άσπρα δαντελένια φουστάνια, με τις μακριές καστανές μπούκλες της χυμένες στους ώμους της. Αυτή έκανε τη μεγάλη, διάβαζε μοναχή της ή μιλούσε με τις δασκάλες. Ο Λεωνής την πείραζε, είχε θάρρος μαζί της.
Ανάμεσα στους δυο περιπάτους, καθώς και στα πλάγια του Κήπου, ήτανε πυκνή πρασινάδα, μεγάλα δέντρα και στενά μονοπάτια. Εκεί βασίλευαν οι συμμορίες, τα αγόρια του Λυκείου με επικεφαλής τον Πάρη, τον Μένο και τον Δήμη, τα αγόρια του Ζωγραφείου, τα αγόρια της Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου, τα αγόρια των καθολικών φρέρηδων και διάφορα αδέσποτα αγόρια που δεν ανήκανε σε κανένα σχολειό και τα λέγανε: η μορταρία. Η κάθε συμμορία διάλεγε μια περιοχή που ήταν η έδρα της και δεν άφηνε κανένα αγόρι, έξω από τα μέλη της, να πλησιάσει εκεί. Τα σύνορα όμως δεν ήτανε σεβαστά και γινόντανε συχνά μεγάλοι καβγάδες, ανάμεσα στις συμμορίες, και καμιά φορά και πετροπόλεμος.
[…]
Στην κεντρική πλατεία ήτανε δυο κτίρια, το οίκημα του καφενείου, που αντιλαλούσε συνεχώς από ξεφωνητά των γκαρσονιών, κι η πέτρινη εξέδρα της μεγάλης ορχήστρας, ψηλή, ανοιχτή από τα πλάγια και σκεπασμένη μ’ έναν τρούλλο σαν εκκλησία. Εκεί, τις Κυριακές, οδηγούσε την ορχήστρα ο περίφημος Τούρκος μαέστρος Ιχσάν μπέης και μαζευότανε από κάτω μεγάλο πλήθος και τον σεριάνιζε, γιατί έκανε τέτοια σκέρτσα με την μπαγκέτα του, που ήτανε σωστό θέαμα. Από κει και πέρα ήταν άλλος κόσμος. Ήταν τα τραπεζάκια του καφενείου, κάτω από τα πλατάνια και τις καστανιές, το μεγάλο υπαίθριο μπαρ με τις ψάθινες πολυθρόνες και τα τραπεζάκια του στολισμένα με λουλούδια, οι κομψοί νέοι με ψαθάκι, σκληρό κολλάρο, σκούρο σακάκι και άσπρο λινό παντελόνι, οι ωραίες κυρίες, σφιχτοδεμένες μες στους κορσέδες, με στενόμακρα φουστάνια και πελώρια καπέλα φορτωμένα ψεύτικα λουλούδια και πουλιά, ήταν οι οικογένειες, ήταν οι βοερές πολιτικές συζητήσεις, τέλος πάντων ο κόσμος των μεγάλων. Τα τραπεζάκια έπιαναν μεγάλη έκταση κι έφταναν ίσαμε την άκρη του Κήπου, που σχημάτιζε σαν ένα μπαλκόνι κι έβλεπε από κάτω του τον Βόσπορο κι αντίκρυ την όχθη της Ασίας και το Σκούταρι. Δεξιά ξανοιγότανε ο ορίζοντας της Προποντίδας με τα Πριγκιπόνησα, μισοσβησμένα μες στην ελαφριά ομίχλη. Ήταν ένα πανόραμα που σου γέμιζε το μάτι κι οι ξένοι περιηγητές στεκόντανε και το θαύμαζαν με τις ώρες. Εκεί έπαιζε το καλοκαίρι υπαίθριος κινηματογράφος και, κάθε βράδυ, σαν ήτανε να αρχίσει, γινότανε ένα είδος ιεροτελεστία. Μαζευόντανε όλες οι συμμορίες πίσω από την οθόνη, από όπου έβλεπε κανείς περίφημα, μονάχα που τα έβλεπε όλα ανάποδα, και τα πρόσωπα και τα γράμματα, μα αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Μόλις λοιπόν άρχιζε και σκοτείνιαζε κι είχε πια συναχτεί το παιδοθέμι και αδημονούσε και κλωτσούσε το χώμα, ερχότανε ένας όμιλος από υπαλλήλους του Κήπου που κουβαλούσαν, με ύφος τελετουργικό, ένα πελώριο λάστιχο του ποτίσματος. Το συνδέανε με μια βρύση, το ξεδίπλωναν κι άρχιζαν να καταβρέχουν την οθόνη. Καμιά φορά το νερό δεν ερχότανε, οι υπάλληλοι έφερναν εργαλεία, γινότανε ιστορία ολόκληρη. Τέλος το νερό πιτσιλούσε με δύναμη το πανί κι οι συμμορίες, έξαλλες χειροκροτούσαν, πετούσαν τα καπέλα τους στον αέρα και φώναζαν ζήτω. Κανείς δεν ήθελε να λείψει απ’ αυτή τη σκηνή.
[…]
Υπήρχε, στη δεξιά πλευρά του Κήπου, και μια έκταση πιο σκιερή από τις άλλες, εγκαταλειμμένη, γεμάτη άγριους θάμνους και αγκάθια, όπου δεν πήγαιναν οι μεγάλοι ούτε τα φρόνιμα παιδιά. Αυτήν την περιοχή, που είχε κάτι το μυστηριακό, οι συμμορίες την έλεγαν: το δάσος. Εκεί γινόντανε καμιά φορά αναπαραστάσεις από διάφορα κακουργήματα που έδειχνε ο κινηματογράφος. Μα όλος ο κόσμος ήξερε πως εκεί συνέβαιναν και κάτι άλλα πράματα, πιο περίεργα και πιο ενδιαφέροντα από τα κακουργήματα. Ήτανε μάλιστα ένα είδος παιχνίδι να χώνεσαι με τα τέσσερα μες στους θάμνους του δάσους και να παραμονεύεις. Έβλεπες τότε καμιά φορά κάτι μεγάλα παιδιά που έφερναν εκεί κορίτσια και τα έσφιγγαν και τα φιλούσαν, όμως αν σε ανακάλυπταν που παραμόνευες, η συνήθεια ήταν να σε δείρουν. Οι φύλακες δεν περνούσαν από κει.Γιώργος Θεοτόκης, Λεωνής, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, (1940) 292009, σ. 19-20, 22-24.
Παλιά, πολύ παλιά...
Όταν ξαναβγαίνουμε στο «Πέρα», όπως το λέει η Μουράτογλου χωρίς το «οδός», κοντεύουν μεσάνυχτα, αλλά η κίνηση είναι όπως την είχαμε αφήσει στην κάθοδό μας, στις οχτώ. Ο κόσμος εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, που είναι ακόμα ανοιχτά, όχι μόνο τα φαγάδικα αλλά και τα βιβλιοπωλεία, τα δισκάδικα και τα είδη ένδυσης.
«Καλέ, τι ατέλειωτη λαοθάλασσα είναι αυτή!» αναφωνεί η Αδριανή και προσθέτει μια από τις φράσεις που ανήκουν στο τακτικό αποθεματικό της: «Η κάθοδος των μυρίων!».
Τέτοια κοσμοσυρροή, όπως αυτή που συνωστίζεται στη Μεγάλη Οδό του Πέρα πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, δεν τη συναντάς ούτε στην Πανεπιστημίου ούτε στην πλατεία Ομονοίας σε ώρες αιχμής. Το πλήθος σκεπάζει όλο το πλάτος του πεζόδρομου και περιορίζει την ορατότητα στις πλάτες αυτών που προπορεύονται. Τουλάχιστον δέκα άνθρωποι στο λεπτό εισβάλλουν από τους κάθετους δρόμους στον πεζόδρομο, αλλά είναι τόσο πολλοί, που περισσεύουν και για τις καφετέριες και τα μπαράκια.
«Ήταν πάντα έτσι;» ρωτάει η Αδριανή τη Μουράτογλου.
Η Μουράτογλου χαμογελάει. «Όταν φύγαμε εμείς, η Πόλη ήταν μόλις ένα εκατομμύριο, κυρία Χαρίτου μου. Τώρα είναι επισήμως δεκατέσσερα, ανεπισήμως δεκαέξι και ψιθυριστά δεκαεπτά εκατομμύρια. Αλλά εδώ χτυπούσε πάντα η καρδιά της Πόλης. Και τότε και τώρα».
«Εσείς ερχόσαστε συχνά;» τη ρωτάει η Αδριανή.
«Εμείς μέναμε στο Φερίκιοϊ, από την άλλη πλευρά του Ταξίμ, κοντά στα Ταταύλα. Και σχολείο δεν πήγα στο Ζάππειο αλλά στις καλόγριες, στη Νοτρ Νταμ ντε Σιόν. Για ψώνια όμως ερχόμαστε πάντα στο Πέρα». Ρίχνει ένα βλέμμα γύρω της και λέει με κάποια πίκρα. «Μην κοιτάτε, τώρα έχει ξεπέσει, γιατί κάθε συνοικία απέκτησε την αγορά της. Όπως και στην Αθήνα».
Ένα στα δύο μαγαζιά, δεξιά κι αριστερά, είναι φαγάδικα. Όχι πως εμείς πάμε πίσω, αλλά εδώ δε βρίσκεις φαστφουντάδικα και σουβλατζήδικα. Είναι όλα εστιατόρια σελφ σέρβις, με τα φαγητά εκτεθειμένα στις βιτρίνες και πίσω τους στέκονται άντρες με κάτασπρες ποδιές και σκούφο μάγειρα στο κεφάλι.
[…]
Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε το Πέρα με κατεύθυνση προς την πλατεία του Ταξίμ, ενώ χρειάζεται συχνά ν’ ανοίξουμε δρόμο μέσα στο πλήθος.
«Οι συνάδελφοί σας, κύριε αστυνόμε» μου ψιθυρίζει η Μουράτογλου και μου δείχνει έναν δρόμο αριστερά μου.
Βλέπω τουλάχιστον μια διμοιρία αστυνομικών με κράνη, ασπίδες και γκλομπ, που έχουν κλείσει όλο το πλάτος του δρόμου και είναι έτοιμοι να εφορμήσουν μόλις γίνει το παραμικρό. Σκέφτομαι τι θ’ ακούγαμε εμείς, ο υπουργός και σύσσωμη η κυβέρνηση, αν παρατάσσαμε κάθε βράδυ μια διμοιρία ΜΑΤ στη Σανταρόζα ή στη Χαριλάου Τρικούπη. Όλη την γκάμα, από το χαϊδευτικό «μπασκίνες» ως το περιφρονητικό «φασίστες» και την ιαχή «αστυνομικό κράτος».
«Είναι κάθε βράδυ εδώ ή μήπως υπάρχει σήμερα κάτι έκτακτο;» ρωτάω τη Μουράτογλου.
«Εγώ δεν είμαι κάθε βράδυ εδώ, όπως ξέρετε. Αλλά τους βλέπω κάθε φορά που τυχαίνει να περάσω».
Στην πλατεία Ταξίμ το πλήθος αραιώνει, επειδή διαχέεται, ακριβώς όπως και στο Σύνταγμα. Διασχίζουμε την πλατεία και στρίβουμε αριστερά για να πάμε στο Οτέλ Ερεσίν, το ξενοδοχείο μας.Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 34-37.
Ντολάπντερε...
Τρελαίνομαι για τα ονόματα που έχουν οι γειτονιές της Κωνσταντινούπολης. Μερικά από αυτά είναι τόσο υπέροχα. Και ψέμα να είναι, αλλά και λάθος, αυτά τα ονόματα των συνοικιών πολλές φορές εξάπτουν τη φαντασία του ανθρώπου. Αισθανόμαστε μια αναστάτωση από τις αναμνήσεις που αναβιώνουν μέσα μας και που έρχονται από απροσδιόριστη κατεύθυνση. Στο σκοτάδι του μυαλού μας αρχίζει να ξετυλίγεται μια ταινία.
Το μαγγανοπήγαδο που ποτίζει τα μποστάνια στην περιοχή του Ντολάπντερε[1], το βλέπουμε πριν ακόμη κλείσουμε τα μάτια μας: Τα πηγάδια των μποστανιών στη σειρά, τεράστιοι κουβάδες, ένα άλογο με καλυμμένα τα μάτια του με μαντίλι που κάνει χρόνια τώρα την ίδια δουλειά, ένα τρίξιμο, το νερό που χύνεται αδιάκοπα από τις τρύπες των κουβάδων, ο κρότος των αλυσίδων, οι μύες του αλόγου στο μαγγανοπήγαδο, οι ξύλινοι υδροσωλήνες που διοχετεύουν το νερό στα αυλάκια και το παιχνίδισμα που επιτελείται με το φως και τον ήλιο, το σταμάτημα του αλόγου, το απότομο ξεκίνημά του, η φωνή του μπαξεβάνη που φωνάζει «Χοοοο!» στο ζώο, τα κατακόκκινα τακούνια μιας αρβανίτισσας κοπέλας στα γυμνά της πόδια, ένας πενηντάρης μπαξεβάνης που αναφλέγεται με καπνό και οργή, με τους σπόρους του αγγουριού στα στριφτά κόκκινα μουστάκια, με τους καπνούς από το τσιγάρο, ένα αδιάντροπο θηλυκό σκυλί με την ουρά στον αέρα και γυρισμένη με τρόπο εχθρικό, με τις τρίχες του τεντωμένες στην πλάτη, με το στόμα και τη μύτη να είναι κατάμαυρα, μουσκεμένο και με μια γλώσσα που έχει ένα χρώμα ροδαλό, ένα κόκκινο ξεφτισμένο της παλιάς εποχής…
Μπορείτε να επισκεφθείτε αυτές τις συνοικίες επιλέγοντας οποιοδήποτε σοκάκι. Εγώ επέλεξα το πιο ποιητικό σοκάκι. Κατέβηκα από την περιοχή του Ελμάνταγ[2].
Η περιοχή του Ελμάνταγ, έχει μια μικρή ανηφόρα, όπου είναι διαταγμένα τα σπίτια με έναν υπέροχο τρόπο και στις δυο πλευρές του δρόμου. Κατεβαίνετε την κατηφόρα δίχως να συναντήσετε ούτε μήλα ούτε και βουνό και εισέρχεστε σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο που χάλασε εδώ και κάποια χρόνια. Η συνοικία ξαφνικά μεταμορφώνεται σε φτωχή. Βλέπετε παράγκες φτιαγμένες με ξύλα, πέτρες, λαμαρίνες, παράγκες από χαρτόνι. Βλέπετε επίσης γυμνά, ολόγυμνα παιδάκια. Βλέπετε, ακόμα, καφενεία γυμνά, ολόγυμνα, δίχως καθρέφτες, δίχως ψάθες, δίχως καρέκλες. Βλέπετε, τέλος, την πλατεία της γειτονιάς με τους κατοίκους της και καταλαβαίνετε αμέσως από την προφορά τους ποιοι είναι. Ένας από αυτούς:
— Αδελφέ, λέει, βρε η κόρη σου δεν πηγαίνει στη φάμπρικα;
— Βρε Ρουστέμ, η δική σου η μελαχρινή κόρη, πάλι απολύθηκε από τη δουλειά της; Πουλάει τώρα ψησταριές και μασιές.
Ο μαχαλάς είναι σαν ένας τόπος συνάθροισης στις γιορτές. Ακούγονται ήχοι από τουμπελέκια, από ζουρνάδες και από βιολιά. Κυκλοφορούν γέροι με μαύρο μουστάκι και σαλβάρια. Η καρδούλα σας τρεμοπαίζει σαν δείτε κάποια κορίτσια, αλλά η μύτη σας που δεν είναι συνηθισμένη δεν μπορεί να αντέξει τη βαριά μυρωδιά. Από τη βροχή που έπεσε την προηγούμενη μέρα, στη λάσπη παραμένουν οι πατημασιές των πετάλων από τον περασμένο χειμώνα, μα τι λέω από τον περασμένο, μάλλον από τον προπερασμένο, ή καλύτερα από τότε που ο Μωάμεθ ο κατακτητής εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Στο κάτω μέρος των τοίχων αναδύεται μια οξεία μυρωδιά από αμμωνία που προκαλεί πόνο στα μάτια… Πιο πέρα, λειτουργεί ένα εργοστάσιο δημιουργώντας έντονο θόρυβο. Οι περισσότεροι νέοι του μαχαλά εργάζονται σε αυτό το εργοστάσιο το οποίο παράγει ύφασμα με αποτυπωμένα σχέδια. Το εργοστάσιο το έχουν ζώσει αυτά τα μίζερα σπίτια, και το έχουν μετατρέψει σε σοκάκια δίχως καλντερίμια, σε χώρο δυσωδίας από βαμμένα δέρματα, αμμωνία και από περιττώματα αυτών των ανθρώπων της φάμπρικας. Να, λοιπόν, εδώ είναι η περιοχή του Ντολάπντερε Όταν ξαναβγείτε στην άσφαλτο κατηφορίζετε ευθεία προς την περιοχή του Γιενίσεχιρ. Δεξιά σας η τεράστια Εκκλησία της Ευαγγελίστριας υψώνεται σαν ένας πύργος φεουδάρχη. Αν, μάλιστα, έχει πέσει το σούρουπο κι αρχίζει να βραδιάζει, και γιορτάζει κάποιος άγιος, με τα κεριά και τους πολυελαίους της η Εκκλησία της Ευαγγελίστριας φεγγοβολά μέσα στη νύχτα. Μέσα στην εκκλησία σαν να χορεύουν πόλκα οι πριγκίπισσες και οι κοντέσες με τα ντεκολτέ φορέματα τους με τους δούκες και τους πρίγκιπες με λευκές και πουδραρισμένες περούκες.
Στα εκατοντάδες, χιλιάδες μαγαζιά του Μπέηογλου, στα ραφτάδικα, στα μπαρμπέρικα, στα κέντρα διασκέδασης, στα ιματιοφυλάκια, στα ζαχαροπλαστεία, στα μπαρ, στις μοδίστρες, στα γουναράδικα, και στα σινεμά, εργάζονται με ευτελή αντιμισθία κορίτσια χριστιανών που γεννήθηκαν σε αυτή τη γειτονιά. Από αυτόν τον μαχαλά προέρχονται οι κτίστες, οι μάστορες του μπαντανά, οι καλφάδες των χρυσοχόων, οι τορναδόροι, οι πωλητές κουμπιών, οι μαραγκοί, οι ξυλουργοί, οι μάστορες κλειδαράδες με τους καλφάδες και τους μαθητευόμενους τεχνίτες.
Σε αυτή τη συνοικία είναι δυνατό να συναντήσει κανείς μετανιωμένους λωποδύτες, ναρκομανείς που μόλις πήραν εξιτήριο από το πρόσφατα κατασκευασμένο νοσοκομείο, μάντισσες, παλιούς τουλουμπατζήδες, σικ νέοι ντυμένοι με τη δυτική κομψότητα, μαχαιροβγάλτες, όμορφους νέους αλήτες, κλέφτες πορτοφολάδες, εκβιαστές, ζιγκολό, μητέρες μαστροπούς, άντρες που προωθούν τις γυναίκες τους στην πορνεία… Ακόμα, αισθάνεται κανείς την τσίκνα της μπριζόλας, την πείνα, τη μυρωδιά του ρακιού, τον έρωτα, την σαρκική ηδονή, την καλοσύνη, την κακία, αλλά και την περιγραφή κάθε αφηρημένης έννοιας.
Σαν πέσει το βραδάκι, σε κάθε σοκάκι ακούγονται σφυρίγματα οικεία μεταξύ των ανθρώπων. Στις σκοτεινές γωνιές ερωτικοί ψίθυροι στα ρωμαίικα…
Όταν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια οι χείμαρροι πρώτα απ’ όλα αυτή την περιοχή πλημμυρίζουν. Τις νύχτες του καλοκαιριού, ενώ στις άλλες συνοικίες πλακώνει η δροσερή αύρα, σε αυτή την περιοχή δεν κουνιέται ούτε φύλλο. Οι καφενέδες και οι ταβέρνες της περιοχής Γιενίσεχιρ είναι μεγάλοι και όμορφοι. Η αγορά είναι πλημμυρισμένη με φως και μυρωδιές από κοκορέτσι, από μύδια τηγανιτά, από στρείδια, από χτένια, κόκκινα ραπανάκια, από μαϊντανό, από τηγανιτά συκώτια, από κρασί, από ψάρι στη σχάρα, και από ρακί. Τέλος, εδώ μπορείτε να συναντήσετε πενηντάρηδες παράξενους νέους με μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, με παπούτσια λίγο ψηλά και μυτερά, με παντελόνι καμπάνα 59 και κόκκινο ντύσιμο, που λες και κυκλοφορούσαν στη συνοικία με μόνο προορισμό τις φυλακές.[1] Είναι περιοχή της Κωνσταντινούπολης αλλά σημαίνει και μαγγανοπήγαδο.
[2] Σημαίνει «βουνό με μηλιές».
΄55...
Μία των ημερών λοιπόν με ζητά σε γάμο ένας κύριος, και τι κύριος, πολύ ευκατάστατος και τζέντλεμαν. Ο Θεοφάνης Καλογεράκης απόγονος παλαιάς χανιώτικης οικογένειας με αριστοκρατικά μάλιστα εύσημα. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, επί Μαχμούτ του Β', οπότε εγκαταστάθηκε ο έμπορος πρόγονός τους στην Πόλη, είχαν πολιτογραφηθεί ως μελή της ομογένειας. Σαν τέκνο ευφυών πραματευτάδων είχε επαυξήσει τα βαρβάτα προικώα του αναπτύσσοντας αξιοζήλευτη δραστηριότητα στη μεταπώληση των περίφημων κιλιμιών και ταπήτων πολυτελείας από την περιοχή Χέρεκε. Έμενε στα Θεραπειά με τη χήρα μητέρα του που τα μιλούσε βαριά τα κρητικά. Σ’ ένα διώροφο σεράι αγορασμένο από έναν Οθωμανό μπέη. Με το είχε περιγράψει καταλεπτώς. Από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια του επάνω πατώματος, λέγει, μπορούσες να κάνεις σεργιάνι τον μισό Βόσπορο. Από τα δασωμένα υψώματα του Μπέικοζ, της αρχαίας Φιάλης, μέχρι το πυκνοκατοικημένο Μπεηλέρμπεη, τον αρχαίο Σταυρό. Πολύ με το παίνεψε. -Είμαι εξαιρετικά υπερήφανος μ’ αυτό το ανάκτορο. Τρία σαλόνια έχει, Μαρίκα μου, στο μεγαλύτερο χωρούν μετ’ ανέσεως έως εκατόν πενήντα καλεσμένοι -εν ή περιπτώσει οργανωθεί δεξίωσις-, διαθέτει δε και είκοσι κάμαρες. Από καιρό σε μελετώ, Μαρίκα μου, να εύρεις την ευκαιρία, σε παρακαλώ, να επισκεφτούμε μαζί τη μητέρα μου. Η αδελφή του ήταν σύζυγος του εν Κωνσταντινουπόλει γάλλου προξένου. Μεγάλα πράματα! Ήταν τότε σαράντα επτά ετών και γύρευε να ξαναφτιάξει το σπιτικό του έπειτα από το ναυάγιο του γάμου του με την Τερψιθέα Καπλάνη, μια βαθύπλουτη Ρωμιά, την οποία το διαταραγμένο νευρικό της σύστημα την είχε οδηγήσει νεότατη σε μια κλινική νευροπαθών στην Ελβετία. Ο Καλογεράκης, ο όποιος είχε διατηρήσει κι εκείνος αρκετά το κρητικό αξάν, εύρισκε στο πρόσωπό μου την ιδανική σύζυγο. Δεν ήμουν πλούσια, είχα όμως πρόσωπο στην ομογένεια. Ήμουν και λεβεντογυναίκα, γλεντζού, ανοιχτομάτα, κοσμοπολίτισσα. Με συνόδευε και η φήμη μιας από τις λαμπρότερες περιπτώσεις διδασκάλισσας στους ομογενειακούς κύκλους. Φαινόταν και ερωτευμένος κομμάτι. Διαφωνήσαμε λίγο επάνω στο θέμα της επιλογής του τόπου συναντήσεώς μας. Προσωπικά είχα προτίμηση στο καφενείο «Ήπειρος» του Χότζη στο Πέρα. Ή εκεί που βρισκόμασταν κάπου κάπου κατ’ επιλογήν της με τη φίλη μου την Κάθριν την Εγγλέζα, την προξενικιά, στο καφενείο «Αίγυπτος» του Εμφιετζόγλου, στα Μνηματάκια. Η αφεντιά μου και ο επίδοξος μελλόνυμφος συνοδευόμενος από την αδελφή του και τον γαμβρό του τον πρόξενο, κλείσαμε εν τέλει απογευματινό ραντεβού στο καφέ του «Πέρα Παλάς Οτέλ» στο Τεπέμπασι, ουσιαστικά για να δώσουμε λόγο επίσημα. Σ’ αυτό το ξενοδοχείο διέμεναν κατά παράδοσιν υψηλές προσωπικότητες του εξωτερικού και στις σάλες του έδιναν τα σουαρέ τους οι αριστοκράτες της Σταμπούλ. Τα λαχταρούσε τα μεγαλεία ο Θεοφάνης! Μπορεί η γνωριμία μας να είχε προηγηθεί μα δεν είχαμε αρκούντως γνωριστεί. Ευχάριστο ένα περιβάλλον, πολύ όμορφα περάσαμε, ήπιαμε τον καφέ μας, πήραμε και την πάστα μας, και αφού μας ευχήθηκε το ζεύγος απεχώρησε και μας άφησαν πλέον μόνους.
— Θέλεις να περπατήσουμε στην Ιστικλάλ τζαντεσί, Μαρίκα μου; με πρότεινε τρυφερά ο Θεοφάνης. Και ποιος μπορεί να πει όχι σ’ έναν απογευματινό περίπατο στην καρδιά του κοσμοπολίτικου Πέρα και μάλιστα στη Μεγάλη Οδό, την ξακουστή σε όλη την Ευρώπη Grande rue du Péra; — Θα σε παρακαλούσα, αγαπητή μου, να συζητήσουμε και περί ημερομηνίας της επισημοποιήσεως της μνηστείας μας, αν είσαι έτοιμη. — Λέγω, εντάξει, Φάνη μου, ταμάμ. Σχεδόν τον είχα αποφασίσει με τον εαυτό μου τον αρραβώνα, ας το δοκιμάσουμε κι αυτό το ρεβανί, είπα, να δούμε τι σόι είναι το σιρόπι του.
Όπως βγαίνουμε απ’ το ξενοδοχείο και βαδίζουμε αλά μπρατσέτα προς τον Μεγάλο Δρόμο, ανηφορίζοντας το Γκιονούλ σοκάκ, και τι όνομα, άκουε, είναι αυτό που έχει, ο Δρόμος της καρδιάς, στενούτσικη ανηφορίτσα είναι, μας πλησιάζει κάποιος κακοντυμένος τύπος. Δεν τον αναγνώρισα, σουρούπωνε κιόλας. — Καλησπέρα σας, λέγει στα ελληνικά και πλησιάζοντας με αρπάζει το χέρι και το φιλάει με ευγνωμοσύνη. — Μαμαζέλ Μαρίκα, αδελφούλα μου Μαρίκα, σας χρεωστώ πολλά, ποτέ δεν θα σας λησμονήσω, να σας δίνει μπερεκέτια ο Πανάγαθος. Έβγαλα από το πορτοφόλι μου καλούτσικο ένα ποσό σε λίρες και του το έδωσα. Κάνει μια κίνηση ευχαρίστησης και φεύγει σιωπηλός. Ήταν ο Αριστομένης, ο Μένης που τον λέγαμε, αγαθότατο πλάσμα, αμνός του Κυρίου, φτωχόπαιδο της ομογένειας, που τον βοηθούσαμε από καμιά φορά με τις φίλες μου. Με το χειροφίλημα βλέπω έναν Θεοφάνη και αλλάζει χίλια χρώματα. Και σφίγγοντας με κάπως βίαια -ή έτσι με φάνηκε- το χέρι, με αποτείνεται: — Α, Μαρίκα, εδώ θα τα χαλάσουμε. Επιτρέπεται εσύ, μια κοκόνα Ταταυλιανή, πρώτη μια κυρία της ομογένειας, που είθισται να σε κοιτούν από απόσταση δέκα μέτρων και να μην τολμούν να σε πλησιάσουν, να συναλλάσσεσαι, με τύπους τοιούτου φυράματος; Αύριο θα λέγεσαι κυρία Καλογεράκη! Καλογεράκη δεν είπε, μάλλον στα κρητικά το πρόφερε, σαν Καλοζεράτση ακούστηκε, και με χτύπησε σαν καμπάνα στ’ αυτιά μου. — Πού να με έβλεπες με κάτι άλλους τύπους να νταλαβερίζομαι, λέγω μέσα μου. Και στρεφόμενη προς τον παρ’ ολίγον μνηστήρα μου: — Δεν κατάλαβες τίποτε, Φάνη μου, τίποτε δεν κατάλαβες, τον λέγω, εγώ είμαι καπετάνιος στο καΐκι μου, στη ζωή μου το δικό μου μπαϊράκι σηκώνω. Να εύρεις μια γυναίκα υποτακτική να σε κάνει τα χουσμέτια. Τέτοια χατίρια εγώ δεν κάνω, καρντεσίμ. Σε χαρίζω και το Καλοζεράτση και τα καλοζεράτσια σου, εγώ σκλάβος κανενός δεν γίνομαι! Ελβεντά! Καλό δρόμο! Και χωρίς να περιμένω να δω καν την αντίδραση του παίρνω την κατηφόρα για την Ταρλάμπασι, σταματώ απ’ την κάτω πλευρά του εγγλέζικου προξενείου ένα ταξί και εξαφανίζομαι. Ο Θεοφάνης εκείνο το «έλβεντα» ακόμη θα το θυμάται. Αυτός ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος αρραβώνας μου, που κράτησε δύο ακριβώς λεπτά από το καφέ του «Περά Πάλας» μέχρι τα μισά περίπου του Γκιονούλ σοκάκι.
Κωνσταντινούπολη. Η πό...
Πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές εκφράζουν δυσαρέσκεια με τις αλλαγές αυτές των ηθών. Βλέπουν τους Μουσουλμάνους σαν άγρια θηρία ή εξωτικά πουλιά, και τους θέλουν να παραμείνουν έτσι «αμόλυντοι και απαράλλαχτοι μέσα στη γοητευτική τους βαρβαρότητα». Έχουν έρθει στην Ανατολή για ένα σαφάρι εξωτισμού, όπου τα άγρια ζώα είναι οι ίδιοι οι γηγενείς. Οι περιηγητές γνωρίζουν πολύ καλά πως σύντομα θα επιστρέψουν στις ελευθερίες και στα ήθη της Ευρώπης, αλλά δεν επιθυμούν τις ίδιες ελευθερίες και τις ίδιες ανέσεις για τα αντικείμενα της περιεργείας τους. «Σε εκατό χρόνια θα καταργηθεί το χαρέμι στην Ανατολή, το παράδειγμα των ευρωπαίων γυναικών είναι κολλητικό και μία από αυτές τις μέρες [οι Τούρκισσες] θα αρχίσουν να διαβάζουν μυθιστορήματα. Πάει η τουρκική ηρεμία» γράφει ο Gustave Flaubert. Οι άνδρες Ευρωπαίοι περιηγητές χαίρονται, με περισσή διαστροφή, για τον περιορισμό των Τουρκισσών, που βλέπουν ως «μυστήριο». Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι προσέχουν στο Πέραν μόνο τα ελάχιστα στοιχεία του couleur local. Μιλούν με τρυφερότητα μόνο για τα φέσια που φορούσαν οι Οθωμανοί υπήκοοι ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Τα ίδια αυτά φέσια, προϊόν της «ενδυματολογικής μεταρρύθμισης» του Μαχμούτ Β΄, είχαν προκαλέσει τη φρίκη της Julia Pardoe, που αναπολούσε τα παλιά τουρμπάνια και ειρωνευόταν τα φέσια ότι «κάνουν μία ομάδα Τούρκων να μοιάζει από μακριά με παρτέρι από παπαρούνες».
[…]
Όσο για τους Ευρωπαίους περιηγητές του 19ου αιώνα, ελάχιστοι έχουν κάτι καλό να πουν για το Πέραν. Στα ξενοδοχεία του ή σε σπίτια Περοτών κατέλυαν, στα εδώ εστιατόρια έτρωγαν και στα καφέ του διάβαζαν τις ευρωπαϊκές εφημερίδες. Κατά τα λοιπά, όμως, βλέπουν τη συνοικία (όπως αργότερα τη Σμύρνη) ως κάτι ενοχλητικό, έναν λεκέ που τους χαλά το όνειρο του εξωτισμού, εις αναζήτησιν του οποίου ταξιδεύουν. Θέλουν μία Ανατολή με χαρέμια, τάγματα δερβίσηδων, έρημα σκιερά σοκάκια και τις διασκεδάσεις των βραδιών του Ραμαζανίου. Ο εκσυγχρονισμός της τους απελπίζει. Οικτίρουν το Πέραν ως μη αυθεντικό, ως επίπλαστο και ως «ανωμαλία» στην Ανατολή. Αναφέρονται συνήθως μόνο στα μειονεκτήματά του σε σύγκριση με τις πόλεις των χωρών τους στην Ευρώπη, με τις οποίες και το συγκρίνουν. «Είναι μία γειτονιά που μοιάζει εντελώς με μια φτωχή μικρή επαρχιακή μας πόλη» γράφει ο Lamartine. «Το Πέραν δεν έχει ούτε χαρακτήρα, ούτε αυθεντικότητα, ούτε ομορφιά. Από τους δρόμους του δεν μπορείς να δεις ούτε τη θάλασσα, ούτε τους λόφους, ούτε τους κήπους της Κωνσταντινούπολης. Πρέπει να ανέβεις στις ταράτσες των κτιρίων του για να απολαύσεις τη θαυμάσια θέα με την οποία το έχουν περιβάλει η φύση και ο άνθρωπος». Ξεχνούν, όμως, ότι αυτή η περίφημη Ανατολή, το Λεβάντε, έχει –την περίοδο εκείνη– τόσους Χριστιανούς όσους και Μουσουλμάνους, και ότι η ζωή των πρώτων δεν έχει Ραμαζάνια, χαρέμια και καφασωτά…Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, σ. 355-356 & 357-358.
Μετάβαση στο σημείο: Το Πέρα των Ελλήνων και το Beyoğlu των Τούρκων