Ερμούπολη
Ερμούπολη της Σύρου
Συγκρότηση ενότητας: Έφη Πέτκου- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Βιώνοντας την ακμή και την παρακμή Στα χρόνια της παρακμής
8 Νοεμβρίου 1896. Ταξί...
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ
8 Νοεμβρίου 1896
Ταξίδια θιάσων στην ελληνική επαρχία
«Εις άγγελος απέπτη εις τους ουρανούς και δυσμοίρων γονέων καρδίας εσπάραξεν ο ανάλγητος και τυφλός θεριστής με το δρέπανόν του το φρικτόν. Αιμορροούσι και χαίνουσιν αι φρικώδεις πληγαί των υπό της ανηκέστου οδύνης του θανάτου του αγγέλου προσφιλούς πληγεισών καρδιών, ουδέν δ’ εν των κόσμω βάλσαμον ικανόν να πραΰνει, να επουλώσει πληγάς, ας αυτοί ούτοι οι πληγέντες αναξέουσι, διότι τοις αναμιμνήσκουσι τον άγγελον όστις έφυγε, δεν υπάρχει πλέον».
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του Μιχαήλ Σανούδου κι αυτό μόνο μπόρεσε να γράψει μέσα στο σπαραγμό του, ως συμπαράσταση, για τον μικρότερο γιο των φίλων του Άγγελου και Ζενής Πινά. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» και την κηδεία του δωδεκάχρονου παιδιού, άωρου θύματος μιας ξαφνικής επιδημίας, της διφθερίτιδας, που εκείνο τον καιρό χτύπησε στην πόλη και άλλα δεκατρία θύματα, παρακολούθησε σύσσωμη η κοινωνία του τόπου. Για μήνες μετά οι εφημερίδες δημοσίευαν τις γενναίες δωρεές χρημάτων που δίνονταν εις μνήμην του και ορισμένες κατέφθαναν ανώνυμες. Θα περνούσαν όμως κάμποσα χρόνια για να μάθει ο Άγγελος Πινάς, σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του, τον αποστολέα, που δεν ήταν παρά ο βαθύπλουτος Στέφανος Μαρκαδάκης, ο οποίος είχε να πατήσει στην πόλη τους, στο νησί τους, τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Είναι άγνωστο πως στην ευχή το έμαθε ο Πινάς και πως, χωρίς να έχει εκείνος ιδιαίτερες σχέσεις μ’ ένα τέτοιο μυθικό πρόσωπο του πλούτου, γίνονταν αυτές οι ηγεμονικές δωρεές του στα φιλανθρωπικά ιδρύματα εις μνήμην ενός αθώου πλάσματος.
Γιατί πράγματι εις άγγελος απέπτη εις τους ουρανούς και βύθισε την οικογένεια σε βαρύ πένθος τουλάχιστον για πέντε χρόνια. Ούτε θέατρα, ούτε χοροί, ούτε επισκέψεις. Ελάχιστα μόνο ταξίδια στο εξωτερικό για να δουν τα άλλα δύο παιδιά τους. Κι όταν επέστρεφαν, ο Πινάς καταλάβαινε ότι μαζί με το παιδί του είχε φύγει και η πόλη του.
Το βυρσοδεψείο του ολοένα ρήμαζε και γερνούσε σαν τον ίδιο και σαν τους ελάχιστους εργάτες του. Οι παλαιοί πελάτες είχαν χαθεί. Ελάχιστοι απέμεναν. Όλα πια γίνονταν ελάχιστα στη ζωή του.
Τη φωτογραφία του νεαρού Πινά την είχε κορνιζώσει ο λαμπρός φωτογράφος Γεώργιος Παντζόπουλος, μαζί με άλλες στους τοίχους του φωτογραφείου του. Μόλις είδε τον Πινά να κοιτάζει τη βιτρίνα του σκέφτηκε αμέσως δύο πράγματα. Αν άφηνε τη φωτογραφία στη θέση της, αυτό θα ήταν βέβαια μια πράξη αγάπης και εκτίμησης προς την οικογένεια του παιδιού, αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει την αντίδραση του τραγικού πατέρα. Αν την έκρυβε, γλίτωνε σκηνές που δεν ήθελε να σκέπτεται. Άρπαξε, λοιπόν, το κάδρο και το ’κλεισε γρήγορα σ’ ένα απ’ τα συρτάρια του γραφείου του. Ανάσανε. Και τότε βγήκε στην πόρτα να τον υποδεχθεί.
Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά. Χτυπούν την πόρτα σου—μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε κι εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα, πώς σε βρίσκουν;
Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτα δεν θέλεις. «Και πώς με το κλειδί;» σου λένε. «Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία». Πώς να εξηγήσεις. Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.
Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, «κάτι διαφημίζει αυτός», έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.
Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου. Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια —για γούρι— τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο. Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.
Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο. Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα ’ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ’ αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.
Τέσσερις μήνες πριν φύγει για πάντα από το νησί ο Άγγελος Πινάς, θέλοντας κάπως να ξεκουραστεί και να σεργιανίσει, σκέφτηκε να πάει στο εργαστήρι του διάσημου φωτογράφου Γιώργου Πανταζόπουλου. Ήταν ευκαιρία να τον συμβουλευτεί τι χρώμα ρούχα θα ’πρεπε να φορέσει ο ίδιος και η γυναίκα του, προκειμένου να βγουν όσο γίνεται καλύτερα στο καφέ ή στο λιλά χρώμα της φωτογραφίας. Ήταν ακόμη μια ευκαιρία να αγοράσει και μερικές φωτογραφίες της πόλης του για να τις έχει ως ενθύμιο.
«Ζω σε μια πόλη ξεπεσμένου ελληνισμού» σκεφτόταν όσο προχωρούσε. Αδύνατο να καταλάβει πως τους ανακαλύπτουν τα πλοία. Μάλλον τυχαία τους βρίσκουν. Υποπτεύεται ότι καθώς πλησιάζουν το λιμάνι οι καπετάνιοι ζαλίζονται, παραμιλούν, τραυλίζουν προσευχές και επικοινωνούν με τους άλλους κάνοντας χειρονομίες, ίδιες με των ανθρώπων που τα ’χασαν όλα. Τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με την καταγραφή του λιμεναρχείου, κατέφθασαν στο λιμάνι τους 124 ατμόπλοια, από τα οποία 21 ελληνικά μη συμβατικά, ένα πολεμικό, 42 ταχυδρομικά ελληνικής και ξένης σημαίας, που εξυπηρετούν την εξωτερική συγκοινωνία της επικράτειας και ανήκουν σε εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό, και 60 φορτηγά ελληνικής και ξένης σημαίας. Τον αντίστοιχο περσινό μήνα ήταν κάπως λιγότερα, αλλά το κέρδος για την πόλη ήταν τεράστιο. Για όλους, εκτός από κείνον.
Έφτασε στον μικρό ανηφορικό δρόμο. Εδώ απότομα σταματούσε η φασαρία της πόλης. Ήταν τα σύνορα ενός άλλου κόσμου. Στη γωνία το ζαχαροπλαστείο του Ευστάθιου Κουνάβη που κατασκεύαζε περίφημα σμυρναίικα κουλουράκια, ονομαστό από χρόνια. Μύριζαν ανθόνερο και καμένο σουσάμι. Έφτιαχνε και κουφέτα. Από εδώ αγόραζε όλο το νησί για γάμους, βαφτίσια και κόλλυβα.
Δίπλα ήταν το ραφείο του Νικηφόρου Νεοχωρίτη με τις δύο κοκάλινες ανδρικές κούκλες στη βιτρίνα και τα ξεθωριασμένα παριζιάνικα φιγουρίνια. Στα ράφια του καταστήματος περίμεναν, τυλιγμένα προσεκτικά με μπλε ύφασμα, για να μην ξεθωριάζουν και σκονίζονται, και με σακουλάκια λεβάντας για το σκόρο, τα πιο φίνα εγγλέζικα υφάσματα για τους μερακλήδες πελάτες. Έπαιρναν τη σειρά τους από πολύ νωρίς για να τους ετοιμάσει κοστούμι ή παλτό και να το φορέσουν την ορισμένη ημερομηνία.
Τρίτο στη σειρά ήταν το κατάστημα της Ελίζας Βάλβη. Εδώ κάθε μέρα κατέφθαναν οι μικρές μαθητευόμενες μοδίστρες της πόλης κι εκείνη τους ετοίμαζε τα νέα δείγματα υφασμάτων και κουμπιών ραμμένα πάνω σε χρωματιστό χαρτί, σημειώνοντας και την τιμή. Εκτός όμως από την Ελίζα εργάζονταν και τέσσερις κοπέλες που έφτιαχναν ζώνες, αγκράφες, ροζ και γαλάζια ρούχα για τα μωρά και κυρίως καπέλα υπό την άγρυπνη εποπτεία της κυρίας Φεβρωνίας Βάκα, μεγαλύτερης αδελφής της Ελίζας. Υπήρχε ακόμη μία αδελφή, η Ασπασία, που μαζί με τη Φεβρωνία και το γαμπρό της ταξίδευαν κάθε είκοσι μήνες σχεδόν στην Ευρώπη. Από εκεί έφερναν δαντέλες για νυφικά φορέματα, μεταξωτά μαντίλια και κάλτσες, ασημένιες και από σμάλτο μπομπονιέρες, τεχνητά λουλούδια από χαρτί, βελούδο, μπροκάρ ή τσόχα για τα γυναικεία καπέλα, κορδέλες και σιρίτια για τα φορέματα, μπουκαλάκια με υγρό για το καθάρισμα των μεταξωτών, μεγάλες καρφίτσες για το στερέωμα του καπέλου στα μαλλιά, ρετάλια γουναρικών που γίνονταν καπέλα για το χειμώνα, ψάθινα ή πικεδένια για το καλοκαίρι και, φυσικά, φιγουρίνια που έδιναν λύσεις για κάθε μεταποίηση. Η βιτρίνα τους, με την πανέμορφη νύφη τυλιγμένη στις οργαντίνες και τις δαντέλες, που πατούσε σ’ ένα χαλί από λουλούδια καμωμένα από σμάλτο, ήταν σίγουρα η ωραιότερη της πόλης. Κι εκεί απέξω μαζεύονταν τα βράδια οι μέλλουσες πελάτισσες.
Ακολουθούσε το αρωματοπωλείο του Ισίδωρου Μαλατέστα. Ένας ισχνός, μοναχικός, αταξίδευτος και από πάντα υπέργηρος κύριος, χωμένος ως το λαιμό σχεδόν σε κάποιο σκοτεινό, υγρό υπόγειο της πόλης. Φορούσε πάντα το ίδιο μαύρο κοστούμι με τη λεπτότατη λευκή ρίγα και παπιγιόν με κάτασπρο κολάρο. Μοσχομύριζε ο δρόμος λεμόνι και ανθόνερο, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει γνωστός ή άγνωστος έξω από το μαγαζί και να μην τον φωνάξει με την ψιλή ένρινη φωνή του για να του ρίξει δυο σταγόνες για δροσιά στις παλάμες του. Στο πίσω μέρος του καταστήματος ήταν το εργαστήριο με τα πελώρια μπρούντζινα καζάνια ν’ αστράφτουν, τους φούρνους που και ο καπνός τους ακόμη ευώδιαζε την ατμόσφαιρα, τα κοφίνια γεμάτα με τα άνθη της εποχής, τις γυάλινες νταμιτζάνες με τα χωνιά στο στόμιο μέσα σε κασόνια με άχυρο, με δύο παιδόπουλα πάντα για παραγιούς και από δίπλα ο ανιψιός του που, όταν τέλειωνε τη λογιστική δουλειά και ταξινομούσε τις παραγγελίες της εβδομάδας, κολλούσε προσεκτικά τις πολύχρωμες ετικέτες με την ωραία χρυσοτυπία σε περίτεχνα κρυστάλλινα και γυάλινα μπουκαλάκια, ειδική παραγγελία στο φημισμένο γυαλάδικο της περιοχής. Συσκεύαζε ακόμη είκοσι είκοσι τα μπουκαλάκια, τα ’βαζε στα ειδικά κουτιά και τα ’φτιαχνε δέματα για να τα στείλει σ’ όλη την επικράτεια.
Πέμπτο κτίσμα στη σειρά ήταν ένα τριώροφο με θαυμάσια μαρμάρινα μπαλκόνια, το ισόγειο κατάστημα του οποίου δεν ανέδιδε μυρωδιές, αλλά μουσικές. Κάθε οικογένεια που είχε κάποια οικονομική άνεση ήθελε να προμηθευτεί μόνο από τον Ευστάθιο Σπέλλα ένα πιάνο, μια κιθάρα ή ένα βιολί, τον Ευστάθιο Σπέλλα, που ξέπεσε στο νησί, όπως έλεγε ο ίδιος γελώντας, για τα μάτια της γυναίκας του. Ήταν ωραίος και χαριτωμένος άνθρωπος. Ήξερε να παίζει πολλά όργανα, παρέδιδε κατά καιρούς μαθήματα κιθάρας και πιάνου κι ακόμη πουλούσε στους πιο φτωχούς μεταχειρισμένα μουσικά όργανα που τα επιδιόρθωνε ο ίδιος. Ήταν και ο μοναδικός χορδιστής πιάνων στην πόλη.
Δίπλα του ήταν το κατάστημα του Γιάννη Ψυχάλη. Πουλούσε εικονίσματα, στεφάνια για τους επιταφίους, τάματα, μανουάλια, μικρούς πολυελαίους, ασημένια καντήλια, βίους αγίων, θρησκευτικά βιβλία και κυρίως λιβάνι που το ’φτιαχνε ο ίδιος. Χώρος συνάντησης για ατέλειωτες συζητήσεις, καθώς εκεί μαζεύονταν οι περισσότεροι παπάδες των συνοικιών κι από εκεί ξεκινούσαν για τις δουλειές τους.
Στη συνέχεια ήταν το καραμελάδικο του Ευδόκιμου Πρέγκα, διάσημο για τις καραμέλες του, τα πρωτότυπα σχέδιά τους, το χρώμα τους και φυσικά για τη γεύση τους. Δύο φορές το χρόνο έφτιαχνε και γλυκά του κουταλιού, σταφύλι, κυδώνι και μελιτζανάκι. Δεν του άρεσαν οι φασαρίες και τα παζάρια. Ήταν άξιος, αν έβλεπε τον παραμικρό δισταγμό ή κάποιο μορφασμό για τις τιμές του, να τα αποσύρει αμέσως από τον αγοραστή.
Προτελευταίο στη σειρά ήταν το μαγαζί που πουλούσε κεριά. Μαγαζί των ονείρων του Γαβριήλ Ωνάσογλου, από την Αμάσεια της Μικράς Ασίας. Τα κεριά τα ’φτιαχναν τ’ αδέλφια του στην εξοχή και εκείνος στεκόταν πάντα στην πόρτα χαμογελαστός και πάντα με μια γαρδένια ή ένα γαρίφαλο στο πέτο, καρφιτσωμένο από τα χέρια της γυναίκας του, της Στρατηγούλας.
Τελευταίο, στη γωνία, ήταν το φωτογραφείο του Πανταζόπουλου.
Ο Πινάς στάθηκε και κοίταξε τη βιτρίνα με τα ξερά λουλούδια κάνοντας με το χέρι του σκιά στα μάτια του. Στη μέση ξεχώριζε μια μεγάλη χρυσή κορνίζα με τη φωτογραφία της σπουδαίας ηθοποιού Πιπίνας Βονασέρα, με θερμή αφιέρωση στο φωτογράφο, και πάνω σε κόκκινο βελούδο ήταν στολισμένες οι φωτογραφίες των άλλων, σαν τα μοντέλα που έβλεπε στα φιγουρίνια της μόδας, μόνοι ή με τις οικογένειές τους, όλοι σχεδόν γνωστοί του, παλιοί συμμαθητές και φίλοι οι περισσότεροι, που τον επισκέπτονταν να του ευχηθούν χρόνια πολλά στη γιορτή του, ή άλλοι με τους οποίους είχε μόνο μια τυπική καλημέρα. Σεβάσμιοι καθηγητές με γενειάδες, επηρμένοι πολιτικοί, σκοτεινοί τοκιστές και χρηματιστές, σοβαρές αγέλαστες κυρίες ή κοπέλες ντυμένες με άσπρες οργάντζες, δίχως χαμόγελο, κρατώντας ένα δερματόδετο βιβλίο με το δείχτη του χεριού περασμένο ανάμεσα σε κάποια σελίδα. Άλλες ακουμπούσαν με χάρη πάνω στην τεράστια βελούδινη κουρτίνα που ήταν στερεωμένη στο ταβάνι, ατενίζοντας το μέλλον. Κατάλαβε, και λυπήθηκε κιόλας, πόσο εύκολο ήταν ν’ αποκτήσει κανείς τη φωτογραφία κάποιου χωρίς ο ίδιος να του την έχει χαρίσει. Ξαφνικά είδε εκεί ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες, και τον θυμήθηκε με συγκίνηση, τον πρώτο του εξάδελφο, τον μακαρίτη Δαμιανό Πινά, τον κακορίζικο μοναχογιό που τον είχαν ρουφήξει κι αυτόν οι θεατρίνες και τα μυστικά πράσινα τραπέζια της χαρτοπαιξίας, και ήταν γραφτό να πάρει εκείνος τη θέση του στην καρδιά του θείου του. Ο εξάδελφος πέθανε μια βραδιά καρναβαλιού στην αγκαλιά μιας ψευτοχορεύτριας στο δωμάτιο ενός εξοχικού καφενείου. Όπως ακριβώς στα μυθιστορήματα. Έξω να βρέχει του καλού καιρού. Το μαγκάλι να καίει. Στο διπλανό δωμάτιο να παίζουν οι οργανοπαίκτες. Ο εξάδελφος είχε χαρίσει στη χορεύτρια έναν ακριβό σταυρό κι ένα βραχιόλι. Τα χρήματα τα ’δωσε στο χρυσοχόο μετά το θάνατό του ο φαρμακωμένος πατέρας. Κάτι είχε γίνει τότε με την παρουσία ενός ύποπτου τρίτου χαρτοπαίκτη, του οποίου ο ρόλος δεν μαθεύτηκε ποτέ. Έπαιξε κι έχασε. Αυτό ήταν όλο. Η καρδιά του. Αποδώ και πέρα σιωπή. Ο θείος ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε για ανακρίσεις και τα παρόμοια. «Καημένε Δαμιανέ, καημένε θείε. Θεός σχωρέσ’ τους. Μα τα ίδια ακριβώς δεν κάνει κι ο αδελφός μου; Ποιος περίμενε ότι το σόι μας θα πέσει τόσο χαμηλά; Και ποιος περίμενε να φτάσω κι εγώ εδώ που είμαι τώρα…»
—Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; τον ρώτησε ο φωτογράφος που βγήκε περιχαρής στην πόρτα, κουμπώνοντας το σακάκι του.
—Σκέπτομαι να βγάλω μια οικογενειακή φωτογραφία, είπε ο Πινάς. Το πρόβλημά μου είναι ότι πρέπει να σας συμβουλευτώ προηγουμένως για κάτι λεπτό, κατά τη γνώμη μου, που έχει σχέση με την επιτυχία της φωτογράφισης.
—Καλύτερα είναι να περάσετε μέσα, κύριε Πινά. Στα διάφορα άλμπουμ θα μπορέσετε να διαλέξετε με άνεση και τα ντεκόρ και τη στάση σας.
Και καθώς έμπαινε ο Πινάς, ο φωτογράφος ξεφώνισε:
—Μα, βέβαια, σήμερα γιορτάζετε. Μιχαήλ και Γαβριήλ των Αρχαγγέλων. Φυσικά. Εορτάζουν και οι Σταμάτηδες και οι Αγγελικές. Φυσικά. Εύχομαι να ζήσετε πολλά χρόνια και ποτέ στο μέλλον να μη δείτε πόνους και αρρώστιες. Θα δεχθείτε επισκέψεις σήμερα, έμαθα. Φυσικά…
—Ναι. Και σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Θα είναι η τελευταία μου ονομαστική γιορτή στο νησί.
—Κάτι άκουσα…
—Η γυναίκα μου… εκείνη το αποφάσισε… γέμισε και το σπίτι με χρυσάνθεμα, όπως το είχαμε άλλοτε συνήθεια και από… τότε… θυμάσθε… Το βράδυ όμως θα πάμε επιτέλους στο θέατρο. Στην κυρία Παρασκευοπούλου. Τη γνωρίζετε… Κάποια στιγμή πρέπει να της κάνουμε και τραπέζι, και σ’ όλο της το θίασο μ’ έναν μικρό κύκλο φίλων. Μεγάλη καλλιτέχνις… Το γνωρίζετε…
—Φυσικά. Δυστυχώς δεν τη φωτογράφισα ποτέ. Θα προσπαθήσω εφέτος να την πλησιάσω… αν με βοηθούσατε.
Άνοιξε ένα ντουλάπι, έβγαλε το μπουκάλι με το γαλλικό κονιάκ και δύο κρυστάλλινα ποτήρια.
—Ο Πινάς πίνει, είπε ο Πινάς με ξαφνική ευφορία, γελώντας με το ρήμα που βγήκε απροσδόκητα από το επίθετό του, ρήμα της αμηχανίας του περισσότερο. Όταν κατάλαβε τι ανόητα το ξεστόμισε, ήταν πια πολύ αργά για να το διορθώσει.
Στην αμηχανία του –που συνεχιζόταν– πήρε από το χαμηλό τραπεζάκι ένα χαρτί με ζωγραφιές γύρω από μια φωτογραφία, στο οποίο ο Παντζόπουλος διαφήμιζε τους τρόπους που φωτογράφιζε και τις τιμές των φωτογραφιών του. Στην κορυφή ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα «Βραβείον του Αυτοκράτορος της Περσίας». Διάβαζε γρήγορα και λαχανιαστά, καθώς ο Παντζόπουλος είχε αποτραβηχτεί για να τον αφήσει να το διαβάσει με την ησυχία του. «… Φωτογραφικόν κατάστημα καθ’ όλα διοργανωμένον ευρωπαϊκώς και κεκοσμημένον δια μηχανών και φαρμάκων της τελευταίας εφευρέσεως, ας εσχάτως ερχόμενος εκ Παρισίων επρομηθεύθη… Τα φιλοτάραχα βρέφη και οι νευρικής καταστάσεως όντες δύνανται να φωτογραφηθώσιν ακριβέστερον μετά μεγάλης λεπτότητος, ως έπος ειπείν αστραπηδόν… Υπόσχεται… αναλαμβάνει… πωλούνται δε παρ’ αυτώ άπαντα τα προς φωτογραφίαν χρειώδη…» Και ακολουθούσαν οι τιμές.
—Λοιπόν, κύριε Παντζόπουλε, ίδιες τιμές με τον Nadar. Στο θέμα μας τώρα. Θέλω να ξέρω τι ρούχα είναι τα πιο κατάλληλα για να πετύχει μια φωτογραφία…
Εν Ερμουπόλει...
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΕΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΕΙ¼
Σκιές του Άδη — ρούχα του νερού
βομβαρδισμένο σκοτεινό τοπίο
μιας εποχής του κόσμου τ’ αλμυρού
και μιας αποκριάς το προσωπείο.
Το πλοίο γι’ άλλους κήπους ξεκινά.
Μεγάφωνα σκορπούν την «Κομπαρσίτα».
Το έξωμό σου φόρεμα πεινά.
Θα γίνουν όλα απόψε, αυτή τη νύχτα.
Τρελή Σελήνη, μάγισσα γριά,
σαν φάντασμα στου Μάκβεθ τα λιβάδια
που τρώει τα σπασμένα τα γυαλιά
και τα σκυλιά χορταίνει με σμαράγδια.
Μητρόπολη, παρέλαση, φωνές
κι η μπάντα με τα χάλκινα στο χιόνι.
Αρχαίοι συγγραφείς, περγαμηνές,
της τέχνης μου θα γίνουν οι δαιμόνοι.
Πικρά νησιά κοχύλια της ψυχής.
Αισθήματα που ζουν μες στη φορμόλη.
Μια πιστολιά στην Πρέβεζα που ζεις.
Γράμμα στερνό που αρχίζει: Εν Ερμουπόλει¼
Μάνος Ελευθερίου, «Εν Ερμουπόλει» (ποίημα), Το νεκρό καφενείο, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 50.
Τα απομνημονεύματα ενό...
ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ
ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Α’
Εγεννήθηκα στην πτωχική συνοικία της Ερμουπόλεως της Σύρου Νεάπολις το δύσμοιρον για την πατρίδα μας έτος 1897. Οι γονείς μου ήσαν πτωχοί. Ο πατέρας μου ήταν τεχνίτης, μηχανουργός εις το Νεώριον, η μητέρα μου ασπρορουχού. Ήταν η εποχή που η Σύρος ήκμαζε. Η μητέρα μου είχε πελάτισσες πολλές πλούσιες κυρίες, που ημιλλώντο ακόμη και για την ποιότητα των εσωτερικών ενδυμάτων των κατά τον τρόπον, που ωραία τον περιγράφει ο συμπολίτης μου Εμμανουήλ Ροΐδης εις τα «Συριανά διηγήματά» του.
Ενθυμούμαι ότι παιδί ακόμη, εξ-επτά χρονών αισθανόμουν ευάρεστον αίσθημα, όταν κάποια από αυτές τις κυρίες, τις όμορφες και κομψοντυμένες έφθανεν έως το πτωχικό μας για να παραγγείλει εσώρουχα. Άφηνε στο σπίτι μας κάτι από την αρχοντιά της, από το άρωμά της.
Αντιθέτως, ο πατέρας μου έρχονταν το δειλινό στο σπίτι σχεδόν μουτζουρωμένος με την φόρμα της δουλειάς. Μύριζε σκουριά και λάδι μηχανών και χρειαζόταν ολόκληρη διαδικασία για να πλυθεί, να «αλλάξει» και να πάει στην «Μεγάλη Σαντορινιά» να πιει κανένα κατοσταράκι με τους φίλους του.
Αδέλφια δεν απέκτησα. Οι μόνοι στενοί συγγενείς μου είναι κάποιοι εξάδελφοι, παιδιά της αδελφής της μητέρας μου, που ξενιτεύτηκαν και αυτοί. Έχουν άλλο επίθετον, άλλα επαγγέλματα, ζουν, νομίζω, παρασιτικώς εδώ και αν με ενθυμηθούν κάποτε είναι για να μου ζητήσουν κανένα, ανεπίστρεπτον, βέβαια, δάνειον.
Έτσι, όταν εχάσαμεν τον πατέρα μου, σχετικώς νέον ακόμη, εμείναμεν η μητέρα μου και εγώ μόνοι, χωρίς κανένα προστάτην. Φυσικά τα οικονομικά μας υπήρξαν την εποχήν εκείνην πολύ δύσκολα. Όμως η αείμνηστη μητέρα μου εκράτησε γερά. Με την σκληρή δουλειά των χεριών της με εσπούδασε. Ετελείωσα την Εμπορικήν Σχολήν Σύρου – τότε ελειτουργούσαν στις πόλεις παραλλήλως προς τα Γυμνάσια και Εμπορικαί Σχολαί – με στερήσεις, αλλά με επιτυχίαν. Ήμουν καλός μαθητής. Ο Διευθυντής της Σχολής μας, ιδιόρρυθμος άνθρωπος, γραφικός τύπος και διόλου σχολαστικός, Κυκλαδίτης και αυτός, με συμπαθούσε ιδιαιτέρως.
—Αν συνεχίσει ανώτερες σπουδές, έλεγε στην μητέρα μου, θα γίνει ένας εξαίρετος επιστήμων, ένας καλός οικονομολόγος¼
Και η μητέρα μου άκουγε την προτροπή με πόνον. Το επιθυμούσε και εκείνη. Όμως τα οικονομικά μας δεν το επέτρεπαν. Κοντά στα άλλα είχεν αρχίσει σιγά-σιγά η οικονομική παρακμή της αγαπημένης μου μικρής πατρίδος. Οι βιομηχανίες, το μεγαλεμπόριον μετεφέροντο ολίγον κατ’ ολίγον, δειλά εις την αρχή, όμως σταθερά προς τον Πειραιά. Το ίδιο και τα εφοπλιστικά γραφεία. Και φυσικά και οι άρχοντες του τόπου. Έτσι και της μητέρας μου η εργασία όλο και ελιγόστευεν. Πολλά ασπρόρουχα των κυριών τα έφερναν τώρα έτοιμα τα καταστήματα.
Ενθυμούμαι πάντοτε με ευγνωμοσύνην εκείνες τις ολίγες κυρίες, που έμεναν πιστές εις την μητέρα μου. Εμεγάλωναν και εκείνες μαζί της, γίνονταν σιγά-σιγά σεβάσμιες, τα εσώρουχά των πλέον σοβαρά.
Πήγαινα κάποτε-κάποτε τις παραγγελίες των στα αρχοντικά τους. Πάλιωναν και αυτά. Βέβαια, δεν είχε πτωχύνει ακόμη ο τόπος, η ζωή κυλούσε άνετη, αρχοντική, «ευρωπαϊκή», στην ωραία πολιτεία μας. Όμως οι πρώτες αλλαγές πρόβαλλαν σιγά-σιγά. Τώρα η μητέρα μου έραβε και ρόμπες του σπιτιού.
*
Σχεδόν μόλις ετελείωσα—αριστούχος—την Σχολήν, με την σύστασιν του Διευθυντού της, προσελήφθην βοηθός του λογιστού στο ονομαστόν γραφείον του Αλεξάνδρου Μαυρογορδάτου. Ήταν παλαιότερα εφοπλιστικόν γραφείον, τώρα είχε περιορισθεί σε εργασίες εξαγωγών και εισαγωγών. Αντιπροσώπευεν μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης εις τις προμήθειές των Ναξίας σμύριδος. Πραγματοποιούσε και κάποιες εξαγωγές κίτρων της Νάξου.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Μαυρογορδάτος είχε πλέον αποσυρθεί ουσιαστικώς από την εργασίαν. Τον ανεπλήρωνε, άξιος διάδοχός του, ο ανεψιός του Γεώργιος Βάλβης. Ήταν νέος τετράγωνος άνθρωπος, τίμιος και εργατικός, που επίστευεν ως προορισμόν της ζωής του την εργασίαν. Κάθονταν με τις ώρες στο χαμηλοτάβανο γραφείο του, στην πλατείαν Κανάρη και έγραφεν ο ίδιος στην γραφομηχανήν την εμπορικήν αλληλογραφίαν. Δεν έπαυε να συζητεί με πάθος δια την εργασίαν και να μας νουθετεί. Στον καλόν εκείνον άνθρωπον χρεωστώ την εργατικότητα και την τάξιν, που διέκριναν και την ιδικήν μου ζωήν.
Εκεί λοιπόν εις το γραφείον επερνούσε σχεδόν όλες τις ώρες του. Κοντά του και εμείς. Νομίζω πως τον βλέπω και τώρα ακόμη, με το μαντήλι περασμένο οπίσω στον γιακά του υποκαμίσου του να γράφει, να γράφει συνεχώς. Κάποτε διέκοπτε για λίγο το γράψιμον βγάζοντας τα γυαλιά του και έστρεφε το βλέμμα ρεμβαστικά προς το λιμάνι.
Ήταν τώρα σχετικώς ήσυχο το λιμάνι της Σύρου. Τα λίγα παροπλισμένα φορτηγά εσκούριαζαν στην άκρη του λιμανιού προς το Νεώριον. Και μόνον τα «ποστάλια» το ζωντάνευαν το δειλινό από τα νησιά για τον Πειραιά. Ξεχύνονταν βιαστικοί οι επιβάτες στην παραλία ν’ αγοράσουν λουκούμια και χαλβαδόπιτες.
Οι βάρκες λικνίζονταν κοντά στις πλακόστρωτες αποβάθρες. Συνήθως κάποιο μικρό κότερον Συριανού εφοπλιστού έλαμπε στο ηλιοβασίλεμα με τα μπρούντζα του. Οι τηλεγραφηταί του Αγγλικού περνούσαν βιαστικοί, όμως πάντα κομψοί, για την βάρδια τους στο Τηλεγραφείον. Χάζευα τότε και εγώ παρακολουθώντας την κίνηση του λιμανιού. Όμορφη που ήταν τότε η Σύρος!
*
Με πόσην λύπην αποχωρίστηκα τον ωραίον τόπον μου, όταν με την θερμήν σύστασιν του κυρίου Βάλβη προς το μικρόν εφοπλιστικόν γραφείον του Πειραιώς «Η Μεσογειακή», με το οποίον συνεργάζοταν, έφευγα από την Σύρον για να εργασθώ σ’ αυτό, παλικαρόπουλο δέκα εννιά περίπου χρόνων!
Άφηνα εις την Σύρον την νεότητά μου, την καρδιά μου και, ευτυχώς προσωρινώς, την μητέρα μου. Θα ενθυμούμαι έως το τέλος της ζωής μου, που δεν είναι πια μακρινόν, τον χωρισμόν μας ένα καλοκαιρινό βράδυ στην αποβάθρα του λιμανιού. Έκλαιγεν εκείνη έκλαιγα και εγώ. Με ευγνωμοσύνην ενθυμούμαι τον βαρκάρην μας, τον μακαρίτην Κωνσταντήν, που υιικά υποβαστάζοντας την μητέρα μου, την απεμάκρυνε από την αποβάθραν.
Έκλαιγεν όλην την νύχτα, όπως μου έλεγεν αργότερα, και τρεις-τέσσερις νύχτες έμεινεν άυπνη.
Ενθυμούμαι λοιπόν εκείνο το πρώτο ταξίδι της ζωής μου με σπαραγμόν. Έφευγα από το σπίτι μας, από την αγκαλιά της μητέρας μου, από την προστασίαν του κυρίου Βάλβη, από τους φίλους μου, για να ριχθώ τώρα πια ολόκληρος και μόνος εις την βιοπάλην της ξενιτιάς. Γιατί ξένος ήταν τότε για μένα ο Πειραιεύς. Αργότερα, βέβαια, τον αγάπησα και αυτόν ωσάν δεύτερη πατρίδα. Εις αυτόν «επρόκοψα» εις αυτόν ανδρώθηκα, εις αυτόν έκαμα νέους προστάτας και νέους φίλους. […]
Μετάβαση στο σημείο: Βιώνοντας την ακμή και την παρακμή