Ερμούπολη
Ερμούπολη της Σύρου
Συγκρότηση ενότητας: Έφη Πέτκου- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Βιώνοντας την ακμή και την παρακμή Η αστική ζωή κατά την περίοδο της ακμής
Η μεγάλη χίμαιρα...
M. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ
(Β΄απόσπασμα, σσ. 74-79)
Τώρα που ο Μηνάς έφυγε, το σπίτι φαίνεται πιο άδειο. «Πώς μπόρεσε να το γεμίσει με τη θέρμη της παρουσίας του, μέσα σε δυο βδομάδες!» θαυμάζει η Μαρίνα.
Την άλλη μέρα την πέρασε άνεργη, βαριεστημένη. Δεν είχε διάθεση ούτε να κατέβει στη Σύρα, ούτε να διαβάσει. Το βράδυ ήρθε ο κ. Ανθεμίου, για το συνηθισμένο μάθημα. Το βρήκε ανιαρό. Προφασίστηκε πως είναι αδιάθετη κι έδιωξε τον καθηγητή μισή ώρα νωρίτερα. Τη νύχτα κοιμήθηκε δύσκολα κι ανήσυχα.
Το πρωί όμως ξύπνησε φρέσκη, δυνατή κι ισορροπημένη. «Όλ’ αυτά χρωστιώνται στ’ ότι απομονώθηκα περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει. Και το πιο εξαίσιο μελόμηνο πρέπει, κάποτε, να δώσει θέση σε ζωή κοινωνικότερη. Δεν είναι σωστό να τραβώ τον άντρα μου από τους φίλους του. Απεναντίας, πρέπει να τους κάνω και δικούς μου φίλους. Η επαφή με τον ολόγυρα κόσμο είναι απαραίτητη.»
Οι Συριανοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και πρόσχαροι. Όπως όλοι οι νησιώτες έχουν χαραχτήρα μαλακό, πάθη συγκρατημένα από την πολιτιστική αγωγή που τους χάρισε η γειτονιά της θάλασσας. Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίσει αργότερα στη στεριά. Το ίδιο κι οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στη θάλασσα, να βρει τον πολιτισμό. Πως ό,τι ωραίο κι ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας το ’δωσε: ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης. Πάνω στα κύματά της δεν κυκλοφορεί μονάχα ο υλικός, μα κι ο ηθικός πλούτος της γης. Ο ναύτης, στα μακρινά λιμάνια, μαζί με τη σερμαγιά εμπορεύεται και τις ιδέες του. Γυρνώντας στην πατρίδα, δεν φέρνει μόνο το καράβι του φορτωμένο πραμάτιες ξωτικές, αλλά και το μυαλό του γεμάτο νοήματα ενός άλλου κόσμου. Πάνω στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου. Όποιος έσχισε τη θάλασσα έμαθε πολλά· κι όποιος την κρατάει γερά, κρατάει τα πάντα τούτης της γης μέσα στα χέρια του. Αρκεί να δεις ένα ηλιοβασίλεμα στη μέση του πελάγου, για να νιώσεις πολλά κρυφά, μυστήρια αμέτρητα. Η σοφία των λαών, ένιωσε βαθιά τούτη την αλήθεια· τη στέριωσε, την ανύψωσε σε σύμβολο· κι ανακήρυξε πατέρα του πολιτισμού τον Οδυσσέα, τον αλήτη των ταραγμένων νερών.
Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας και του βυζαντινού χριστιανισμού· αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση· αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής· αίμα ιταλικό, ποτισμένο ύπουλο αισθησιασμό· αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο. Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα. Μεγάλη τους φροντίδα είναι ο έρωτας, ο πιο σύμφωνος με τη φυσιολογική του σημασία, δηλαδή τη χαρά των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όλη η περιορισμένη νοημοσύνη τους αφιερώνεται σε τούτο το σπαρταριστό παιγνίδι. Οι στοχασμοί, οι ώρες της μέρας και της νύχτας, οι κουβέντες, ολόκληρη η βιοτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν άλλο σκοπό. Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδείτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία.
Στη Σύρα, τα πάθη του κορμιού είναι παντοδύναμα. Οι λιγοστές ικμάδες του άδροσου βράχου έχουν ποτίσει τους ιστούς των ανθρώπων· έχουν κορέσει τις σάρκες, αφήνοντας την πέτρα κατάξερη. Οι αισθήσεις κυβερνούν· παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού είναι τα αισθήματα. Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, ηθική γραμμή υποκειμενική ή αντικειμενική. Η γυναίκα που επιθυμεί έναν άντρα πιστεύει πως τον αγαπάει· και του δίνεται απλά, πρόσχαρα, δίχως μεγάλο προηγούμενο αισθηματικό έλεγχο, σαν να εκτελεί κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο. Έτσι, τα ερωτικά μικροδράματα, οι μικροτραγωδίες του πάθους, της ζήλειας και του πληγωμένου εγωισμού δεν έχουν μετρημό. Τα πάντα όμως περνούν απαρατήρητα κι ασχολίαστα μέσα στο ρέμα της αμέριμνης κι ηδονιστικής ζωής, που δικαιολογεί τα πάντα. Ο απατημένος παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες. Η μοιχαλίδα, τις πιότερες φορές, ξαναγυρνά συχωρεμένη στο νόμιμο κρεβάτι· κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά.
Ο άλλος κόσμος — ο αστικός — είναι πιο σύνθετος σε νοοτροπία, αρκετά αταξινόμητος μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το μεγάλο εμπόριο έφερε στην Ερμούπολη μια πανσπερμία από Έλληνες, διαφορετικούς σε καταγωγή και κοινωνική εξέλιξη, μα που τους ένωσε ο κοινός σκοπός του κέρδους. Χιώτες κουτοπόνηροι, Αντριώτες δουλευταράδες κι αφελείς, Μοραΐτες σκοτεινοί και δίβουλοι, Κασιώτες απλοϊκοί και τίμιοι κρατώντας, κατά κάποιο τρόπο, τις τοπικιστικές φατρίες τους, ενώθηκαν σε σύνολο ρευστό κι απροσδιόριστο, με βασικό κριτήριο το χρήμα. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς που η μόρφωση και κάποια ψυχική ανωτερότητα ξεχώρισε απ’ τη μάζα, οι άλλοι θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής. Δημιούργησαν μια κοινωνική ζωή βασισμένη στην επίδειξη του πλούτου, που δίνει ξώπετση εντύπωση πολιτισμού. Λέσχη πολυτελής, σπιτικά καλοβαλμένα, τρόποι ευπροσήγοροι, γλώσσα συγκρατημένη, φιλοξενία παροιμιακή. Κάτω όμως από τούτη τη βιτρίνα, τα πάθη που γεννάει η έλλειψη βαθύτερης καλλιέργειας σαλεύουν παντοδύναμα. Δεύτερη συνέπεια της γνωστικής φτώχιας, είναι ένας άκρατος μοντερνισμός κι ένας αδιάλλαχτος κοσμοπολιτισμός, που φυτρωμένοι σ’ έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτεί δημιουργούν στενόχωρες τραγελαφικότητες. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο, οι Κασιώτες αποτελούν παρήγορη παραφωνία. Οι «παλιοί» τους θεωρούν νεόπλουτους, μολονότι οι χρονολογίες του πλουτισμού και των δυονών δεν χωρίζονται από μεγάλη απόσταση. Μα οι Δωδεκανησιώτες θαλασσινοί έχουν την εξυπνάδα να βλέπουν τα πράγματα στις πραγματικές διαστάσεις τους. Ζουν άνετα και διακριτικά, σ’ ένα μισόφωτο ανάλογο με το φτωχικό τους ξεκίνημα. Χωρίς να ξιπαστούν από το χρήμα — που γνωρίζουν τη σχετική τους αξία — προσπαθούν να ανυψώσουν την κοινωνική τους στάθμη στο οικονομικό τους επίπεδο κι όχι να την ξεπεράσουν. Εργάζονται σκληρά κι ευσυνείδητα στα βαπόρια τους και τα γραφεία τους της Σύρας, του Πειραιά και του Λονδίνου, ακριβώς όπως μοχθούσαν οι πατεράδες τους στα καραβόσκαρά τους. Και περιμένουν την ώρα τους υπομονετικά, απόλυτα βέβαιοι πως κάποτε θα φτάσει.
Αναγκαστικά, οι Ρεΐζηδες πλησίασαν πιότερο τους συμπατριώτες τους. Οι Κασιώτες ζουν κάπως παράμερα, κλεισμένοι στον κύκλο τους και κοιτώντας με κάποια δυσπιστία τους παλιούς Συριανούς. Τα πιο ξεχωριστά μέλη της παροικίας ήσαν οι δυο αδελφοί Παπαδάκη — άνθρωποι απλοί και τίμιοι — κι οι γυναίκες τους, νέες ακόμα, πολύ ευγενικές κι αρκετά μορφωμένες. Ο Καστρινός, τριανταπεντάρης ήσυχος και μαλακός, αφοσιωμένος στο κουμάντο των βαποριών του. Ο Πατερίδης, εξαιρετικά έξυπνος και δραστήριος, που τον πιότερο καιρό έμενε στον Πειραιά, όπου διεύθυνε το γραφείο των Παπαδάκηδων. Ο Μηνάς Ψάλτης, πενηντάρης έξυπνος, αγαθός και μειλίχιος, φοβερά ερωτευμένος με την τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα του. Κι ο καπετάν Ηλίας Μανίτης, πολύ απλοϊκός άνθρωπος, σαστισμένος και ζαλισμένος στο κατάστρωμα της στεριάς, μην μπορώντας να ξεχάσει τη λαμαρίνα του βαποριού του. Όλοι αυτοί ήσαν μεταξύ τους συγγενείς ή συμπέθεροι, πάντα αγαπημένοι κι ενωμένοι, παρά τις προσωρινές διαφωνίες που δεν μπορούσαν να μην υπάρχουν, μα που δεν κατάφεραν να τους χωρίσουν.
Οι διασκεδάσεις τους ήσαν απλές, μικροαστικές, γεμάτες απ’ τη γαλήνη της επαρχιακής ζωής. Επισκέψεις στα διάφορα σπίτια, λίγο πόκερ, περισσότερο πινάκλ και μπριτζ, αρκετό κουτσομπολιό, σπάνια κανένας χορός «οικογενειακός». Έτσι πέρασε ο πρώτος χειμώνας της Μαρίνας στη Σύρα, με μοναδική εξαίρεση τις Απόκριες, που απαίτησαν δραστηριότερη κοσμικότητα. Η λέσχη είχε τα πρωτεία, με τους επίσημους και πολυτελείς χορούς της. Έγιναν όμως και δεξιώσεις ιδιωτικές, όπου οργίαζε η πιο μάταιη επίδειξη.
Με την άνοιξη οι κοσμικότητες αραίωσαν. Οι Ρεΐζηδες ξαναγύρισαν στο συνηθισμένο νησιώτικό κύκλο τους. Μαζεύονταν στη μικρή λέσχη του Πισκοπιού, απ’ όπου η θέα προς τη θάλασσα, τα ολόγυρα νησιά και την πολιτεία είναι μοναδική για τη λιτή ομορφιά της. Πολλές φορές ξεκινούσαν για κοντινές εκδρομές στις παραλίες του νησιού — το Φοίνικα, τη Ντελαγκράτσια — τις πλαισιωμένες από βράχους άδροσους κι άφυλλους. Μα η αμμουδιά ήταν από τρυφερή και χλιαρή χρυσόσκονη· η θάλασσα από κρύσταλλο αχνογάλανο. Η Μαρίνα — που τα παντοτεινά ψυχρά και θολά νερά του Ατλαντικού δεν την ενθουσίασαν ποτέ — βρήκε χαρά καινούργια κι απροσμέτρητη να βυθίζει το κορμί της στη χαδιάρικη χλιάδα του Αιγαίου. Πολύ σύντομα έμαθε να κολυμπάει σαν ψάρι· να βγαίνει στ’ ανοιχτά· να ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας την απαλή ανασαιμιά της θάλασσας να την λικνίζει ηδονικά. Άλλοτε πάλι έφτανε σε κάποιο απόμακρο βράχο, σκαρφάλωνε τις απότομες πλαγιές του, έριχνε το κορμί της πάνω στην οδυνηρή σκληράδα της ανώμαλης πέτρας και το παράδινε στις συγκερασμένες αντιθέσεις της χαυνωτικής θέρμης του ήλιου και του διεγερτικού χαδιού του άνεμου.
Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, είδε το Γιάννη να κανονίζει το ξυπνητήρι.
—Τί συμβαίνει; τον ρώτησε με απορία.
—Θα ξυπνήσουμε νωρίς, της αποκρίθηκε χαμογελώντας μυστηριακά. Σου ετοιμάζω μια έκπληξη.
Ξύπνησαν στις τρισήμισυ. Ντύθηκαν βιαστικά, ρούφηξαν τον καφέ τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατέβηκαν στην πολιτεία, στο λιμάνι. Μια μεγάλη ψαρόβαρκα με τέσσερις ναύτες και με μηχανή που δούλευε, τους περίμενε. Στην πλώρη ήσαν στοιβαγμένα ένα σωρό παράξενα πράματα, κάτι σα χαμηλά πανέρια γεμάτα σπάγκους.
—Πού λες να τα ρίξουμε; ρώτησε ο Γιάννης το γεροντότερο ναύτη.
—Κατά τις Δήλες.
Η βάρκα έσκισε το κοιμισμένο λιμάνι και βγήκε στο πέλαγο. Το σκοτάδι ήταν βαθύ, μόλις αλαφρωμένο από τη μαρμαρυγή των τρισμύριων αστεριών του πεντακάθαρου ουρανού. Γύρω απ’ τη λίμνη του μαύρου πηχτού νερού, μόλις μαντεύονταν οι σκοτεινότεροι όγκοι των νησιών να ορθώνονται προς τον αστροστόλιστο θόλο. Καθώς προσπέρασαν τον κάβο, κρύφτηκαν τα λιγοστά φώτα της Σύρας· μα το αντιφέγγισμά τους απόμεινε μετέωρο πάνω απ’ το βράχο, σα λαμπεράδα πυρκαγιάς μακρινής. Σε δυο σημεία του ορίζοντα — σ’ ανατολή και νότο — μερικά φωτάκια που τρεμόπαιζαν, μαρτυρούσαν την Παναγιά της Τήνος και το λιμάνι της Μύκονος. Κι ανάμεσά τους ο φάρος του Τσικνιά έριχνε, με χρονικό ρυθμό αδέκαστο, τη φωτερή του λόγχη πάνω στο μαύρο διαμάντι της νυχτερινής θάλασσας. Η Μαρίνα, για μια στιγμή που έσκυψε, είδε πως το νερό που ανάγειρε η πλώρη της βάρκας χόχλαζε, στολισμένο με μύριους πολύχρωμους φωσφορισμούς. Γητεμένη και παραξενεμένη, άγγιξε το χέρι του άντρα της.
—Γιάννη. Η θάλασσα φωσφορίζει; Ή εγώ το θαρρώ;
—Δεν το θαρρείς. Είναι οι αμέτρητοι μικροοργανισμοί του πλαγκτού, που λάμπουν μέσα στο σκοτάδι.
Και με κάποια ειρωνεία στη φωνή, τη ρώτησε:
—Πώς δεν το ’ξερες αυτό εσύ, η παντογνώστρια;
—Μην είσαι κακός…
Βρήκε την ειρωνεία του Γιάννη άτοπη· στεναχωρέθηκε. Εκείνος το κατάλαβε, κι είπε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά:
—Κι εσύ, μην είσαι κουτή…
Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα, 171995, σ. 74-79.
Για την Ερμούπολη...
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ
[Για την Ερμούπολη]
[…] Ευπαθής αναγνώστης της στήλης αυτής και με λογοτεχνική αρετή προικισμένος, ο κ. Ευάγγελος Ν. Ρούσσος, μου στέλνει γράμμα πλατύ και αξιομνημόνευτο: «Ερμηνεύσατε μία οδύνη μου με τη σημερινή ομιλία σας στο ραδιόφωνο για τα “Κλειστά σπίτια”. Είναι μία μελαγχολική βίωση, που κυριαρχεί στην ευαισθησία μου, κάθε φορά που πηγαίνω στον τόπο μου, την Ερμούπολη. Δεν ξέρω αν τη γνωρίσατε αυτή την πολιτεία κι αν ζήσατε ποτέ το ρυθμό της ζωής της. Μα μόνο αν έτυχε ν’ ακούστε κάτι για την ακμή, τη δύναμη και την αρχοντιά της τη χθεσινή, θα πικραθείτε πολύ να την αντικρίσετε τώρα… Περιδιαβάζοντας κάτω από τ’ αρχοντικά των Βαποριών, του Πισκοπιού και της ακτής Μπέλλα-βίστα, τα παλατάκια τούτα με τις ορθομαρμαρώσεις, τις πλατειές τους βεράντες, το ρυθμό το φωτόχαρο και τον άνετο, δε βρίσκεις πια να θρέψεις την ακοή σου με τα θέλγητρα του γνώριμου απόηχου μιας ευτυχισμένης ζωής που έκλειναν μέσα τους. Τώρα στέκουν σα ρολόγια, που το παρήγορο εκείνο καθημερινό τους τικ-τακ ξεψύχησε στα σπλάχνα τους από καιρό, χωρίς μάλιστα να σημαδέψουν την ώρα του θανάτου με το δείχτη τους». Όσο προχωρεί ο κ. Ρούσσος, τόσο κ’ ευαισθητότερος και λυρικώτερος γίνεται. Τον συνεπαίρνει ο καημός για ό,τι σπουδαίο και όμορφο έχει χαθεί. Απάνω στην ώρα έβγαλε κι ο κ. Γεώργιος Δ. Κυπραίος τα «Συριανά» του πρώτη σειρά, ένα εύγλωττο βιβλίο αφιερωμένο στους τύπους και τις φυσιογνωμίες της Σύρας του παλιού καιρού. Ανάμεσά τους ο κομμωτής και στιχουργός Νάννος κι ο πολιτευτής Βοκοτόπουλος, αυτό το πασίγνωστο άλλοτε συντηρητικό παλαιοθήριο των Κυκλάδων. Αναδρομή στα περασμένα.
Τώρα δα τα θυμούμαι κ’ εγώ τα Βαπόρια και το Πισκοπιό και την Μπέλλα-βίστα. Έτυχε πολλές φορές και να περάσω από τη Σύρα και να σταθώ για λίγο εκεί. Έμεινε ασάλευτη στη μνήμη μου μια βραδιά με μεγάλο φεγγάρι, ανοιξιάτικη, που περπατούσα μ’ εύθυμη συντροφιά στα Βαπόρια. Τα όμορφα σπίτια και τα μεγάλα, μουδιασμένα, ναρκωμένα, αφώτιστα, τα κοίμιζε στην αγκαλιά της η σιωπή. Μονάχα το κύμα τραγουδούσε στην ακροθαλασσιά, το κύμα με τα αιώνια νιάτα. Έμεινε ασάλευτο στη μνήμη μου κ’ ένα πρωινό στην Μπέλλα-βίστα, στην αμμουδιά, καλοκαίρι, με πολλά τριαντάφυλλα. Επήρα μαζί μου την εντύπωση ενός χώρου ονείρου, που τον κυβερνούσε η απουσία. Λοιπόν, πολύ συχνά ο άνθρωπος την ασχημίζει τη φύση· αλλά και άλλο τόσο συχνά της δίνει μία ιδιαίτερη έκφραση, ένα πιο ζεστό και πιο οικείο περιεχόμενο, ένα νόημα.
Είναι μεγάλο ευτύχημα, φρονώ, που επέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Ροΐδης στη Σύρα. Έτσι έχουμε ένα αυθεντικό χρονικό της παλιάς της ακμής και του ρυθμού και του τόνου της ευχάριστης και άνετης ζωής, που ήταν στα χρόνια εκείνα η ζωή της, πριν ακόμη ο Πειραιάς της διαμφισβητήσει και της αποσπάσει το προβάδισμα στη ναυτική κίνηση. Ο Πειραιάς, σύμβολο των νέων συνθηκών της ναυσιπλοΐας, και γενικότερα της θαλασσινής ζωής, έχει σκοτώσει, χωρίς κι ο ίδιος, φυσικά, να το επιθυμεί, πολλές ελληνικές ναυτικές πολιτείες —ακόμη και την Πάτρα και την Καλαμάτα και, κατά μέρος, τη Θεσσαλονίκη. Η Ερμούπολη υπήρξε το μεγάλο ναυτιλιακό κέντρο της χώρας κατά την εποχή της πρώτης βασιλείας και λίγο αργότερα. Η οικονομική άνεση και η άμεση επαφή με τα λιμάνια του εξωτερικού έπλασαν μία ιδιότυπη κοινωνία, που αγαπούσε τα γράμματα, τις τέχνες, που είχε μάθει να στοχάζεται και που ήξερε να ντύνει με ομορφιά και με χάρη την καθημερινή της ζωή. Φυσικά, ο Ροΐδης, αποφασισμένος και συχνά κακεντρεχής «ειρωνιστής», αποκρυπτογραφούσε την κωμική πλευρά των πραγμάτων. Αλλά τα πράγματα δεν έπαυαν να υπάρχουν. Η «Ψυχολογία συριανού συζύγου», αυτό το αριστούργημα της φιλοπαιγμοσύνης και της πνευματικής ευκινησίας είναι, από μίαν άλλη πλευρά, κ’ ένας πίνακας ηθών, που μας μεταφέρει σε μία πρόσχαρη και ζωντανή κοινωνία. Ο κ. Ρούσσος μου θυμίζει τον «Απόλλωνα», το δημοτικό θέατρο της Σύρας, χτισμένο στα 1862, «χαριτωμένη και κομψή μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου». Λαμπροί θίασοι, ιταλικοί οι περισσότεροι, έδωσαν εκεί αξιομνημόνευτες παραστάσεις. Οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί χοροί έδιναν κ’ έπαιρναν. Ένα τέτοιο χορό μας περιγράφει ο Ροΐδης στην «Ψυχολογία συριανού συζύγου». Τον οργάνωσε «ο κ. Δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ’ αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών. Ο χορός εκείνος», διηγείται ο συριανός σύζυγος, «επέσκηπτε πρόωρος και απροσδόκητος και ολίγος απέμεινε καιρός εις τας Συριανάς δια να ετοιμασθώσιν. Όλαι ήσαν άνω κάτω. Επί τρεις ημέρας έτρεχεν η Χριστίνα εις τα εμπορικά, την δε τετάρτην μετεβλήθη ολόκληρος η οικία μας εις εργαστήριον ραπτικής. Πανταχού κομμάτια υφασμάτων, φόδραι, ορνέκια, στηθόδεσμοι και υποδήματα προς δοκιμήν. Δεν εύρισκα πλέον πού να καθίσω· το δε εσπέρας έπρεπε να περιμένω έως τας εννέα, ή και αργότερα, ν’ αδειάσει η ράπτρια την τράπεζαν του γεύματος, δια να δειπνήσομεν με μίαν σαλάταν ή σμαρίδας τηγανιτάς. Η μόνη μας τω όντι εγκυκλοπαιδική υπηρέτρια είχε χειροτονηθεί κ’ εκείνη μοδίστρα και δεν επρόφθανε να μαγειρεύει. Άδικον όμως θα ήτο να παραπονεθώ δια τούτο, αφού το κακόν ήτο γενικόν. Πλην των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις την Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών. Το οχληρότερον από όλα ήτο η διηνεκής απασχόλησις της Χριστίνας και τα παντός είδους χαρτιά, τα οποία ετύλιγε την νύκτα εις τα μαλλιά της. Από την ημέραν όπου ελάβομεν το κατηραμένον εκείνο προσκλητήριον ήτο ως να μην είχα γυναίκα». Απόσπασμα χαρακτηριστικό της συριανής ζωής. Η Ερμούπολη είχε γίνει μία μικρή διεθνής πολιτεία. Και μάλιστα ύστερ’ από την αποτυχημένη ιταλική επανάσταση, του 1848, όταν πλήθος Ιταλοί κατέφυγαν στη Σύρα και ζούσαν, καθώς διηγείται ο Ροΐδης, ως «ακονηταί ξυραφίων, καθαρισταί κηλίδων, συγκολληταί σπασμένων πινακίων, ανακαινισταί παλαιών υποδημάτων, διακοσμηταί των νεκρικών φερέτρων, ευνουχισταί πετεινών, υπαίθριοι τηγανισταί σμαρίδων και πάντες ανεξαιρέτως ζωγράφοι, λιθοξόοι, χοροδιδάσκαλοι και μουσικοί». Το λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη, όπου και ο Ροΐδης αι ο Βικέλας εφοίτησαν, είχε πολύ μεγάλη φήμη. Ο Χρήστος Ευαγγελίδης είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, αλλ΄ έμεινε ορφανός, στην επανάσταση του Εικοσιένα, και, μαζί με άλλα Ελληνόπουλα, τον πήραν οι Αμερικανοί, στη Νέα Υόρκη, να τον προστατεύσουν και να τον εκπαιδεύσουν. Εγύρισε στην Ελλάδα με τ’ όνειρο ό,τι έμαθε να το μεταδώσει και στους δικούς του. Εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη, πήρε γυναίκα του «Χίαν αγαθήν και ενάρετον», κατά τα λεγόμενα του Βικέλα, «επεδόθη εις το στάδιον της διδασκαλίας και, τη βοηθεία των Αμερικανών προστατών του, κατόρθωσε να ιδρύσει το Λύκειόν του. Γράμματα πολλά δεν είχε μάθει· νομίζω ότι δεν εγνώριζε κατά βάθος ούτε την αγγλικήν, την οποίαν εδίδασκεν —αλλ’ είχεν αποκτήσει εις την Αμερικήν έξεις παιδαγωγικάς, των οποίων η εισαγωγή την Ελλάδα ήτο ευεργετική». Περίφημο υπήρξε, για ένα καιρό, και του Ι. Βαλέττα το εκπαιδευτήριο. Αλλά δυο ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, καλά οργανωμένα, προϋπέθεταν μια «κοινωνία». Και αυτή η κοινωνία από τη Σύρα δεν έλειπε. […]
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, [Για την Ερμούπολη], Μορφές της ελληνικής γης, Φιλιππότης, Αθήνα 21988, σ.
Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχο...
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ
Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος δια τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μίαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάσει παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη και η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, δια τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε και ούτ' εγώ πολλά: την πατρικήν μου οικίαν, τρεις χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δύο αποθήκας και μίαν θέσιν εκατόν εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχοκόρη καλομαθημένη και αγαπούσε τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χoρoύς;
Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσω μεγάλην, ώστε δεν φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν. Εγώ όμως δεν ήμουν ρωμαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, αλλά μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον, με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον δια να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην. Και πάλιν όμως δεν θ' απεφάσιζα να την νυμφευθώ, αν δεν συνέβαινε ν' αποθάνει κατ' εκείνας τας ημέρας από την στέρησιν και την κακοπάθειαν γέρων θείος μου, τον οποίον επιστεύαμεν όλοι απένταρον, βλέποντες αυτόν να ενδύεται ως Διογένης και να τρέφεται ως ασκητής. Πάσχων προ καιρού από το στήθος, μου είχε ζητήσει εκατόν δραχμάς δια τον ιατρόν και ιατρικά. Αντί όμως να τας μεταχειρισθεί προς τοιούτον σκοπόν, είχε προτιμήσει να προσθέσει και αυτάς εις άλλας πέντε χιλιάδας, όπου είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα, επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί νεκρός. Το πάθημά του μ' έκανε να σκεφθώ, ότι θα ήτο ανοησία να εξακολουθώ να βασανίζομαι από την αϋπνίαν και την ανορεξίαν, αφού είχα τα μέσα να ιατρευθώ. Την Χριστίναν την επήρα καθώς παίρνει κανείς κινίνον δια ν' απαλλαχθεί από τον πυρετόν.
Αν και ήμην ανυπόμονος, ηναγκάσθην από την κοινήν πρόληψιν και τον δεσπότην μας Λυκούργον να περιμένω το τέλος του Μαΐου δια να στεφανωθώ. Ευθύς μετά τον γάμον επήγαμεν να περάσωμεν το μελοφέγγαρον εις την Ζιάν. Ημπορώ να είπω ότι είδα εκεί καλάς ημέρας. Το νησί ήτο καταπράσινον, το εξοχικόν μας σπίτι αναπαυτικόν, τα τρόφιμα εξαίρετα, ο καιρός ωραίος και ακόμα ωραιοτέρα η Χριστίνα. Εκείνο όπου μ' έκανε να την προτιμήσω από όλας, είναι ότι μόνη αυτή δεν είχε κανέν από τα συνηθισμένα παρθενικά ελαττώματτα, δια τα οποία αηδίαζα εν γένει τας κορασίδας. Ούτε λιγνή, ούτε αναιμική, ούτε εντροπαλή, ούτε πολύ νέα. Πιστεύω μάλιστα ότι ήτο κατά τι μεγαλειτέρα από εμέ. Εικοσιέξ έως εικοσιοκτώ ετών, μελαγχρινή, με ανάστημα, με ώμους, με στήθος, με φλόγα εις το βλέμμα και κομψότατα υποδηματάκια. Δια να μη φανεί απίστευτον το άθροισμα τόσων χαρισμάτων αρκεί να προσθέσω ότι ήτο Σμυρναία.
Εις την Κέαν εμείναμεν όλον το θέρος και η θεραπεία μου επροώδευε θαυμασίως. Νομίζω ότι πολύ προτήτερα από τον Βίσμαρκ εφευρήκα εγώ τό «Μακάριοι οι κατέχοντες». Οι αισθηματικοί θεωρούσιν ως ελάττωμα της τοιαύτης κατοχής και εν γένει του γάμου, ότι είναι ο τάφος του έρωτος. Τοιούτον όμως παράπονον δεν ηδυνάμην να έχω εγώ, αφού υπανδρεύθην επίτηδες δια να τον θάψω, από πόθον όχι εκτάκτων απολαύσεων, αλλ' ησυχίας, και κατώρθωνα να είμαι καθ' ημέραν ησυχώτερος. Το πρωί εκάμναμεν θαλάσσιον λουτρόν, το απόγευμα μακρινόν περίπατον ή εκδρομήν με την βάρκαν. Επέστρεφα κατάκοπος, έτρωγα ως λύκος και αφού έλεγα εις την Χριστίναν ό,τι είχα να της ειπώ, εκοιμώμην μονοκόμματα έως το πρωί. Ονείρατα δεν έβλεπα πλέον, πλην ενός μόνου, το οποίον ηδυνάμην και εκείνο να θεωρήσω ως σύμπτωμα τελείας αναρρώσεως. Η εσπέρα ήτο θερμή και είχαμεν εξέλθει ν' αναπνεύσωμεν εις τον εξώστην μετά το δείπνον. Δεν ενθυμούμαι άλλην φωτεινοτέραν λάμψιν πανσελήνου, ούτε τοιούτον της θαλάσσης σπινθηρισμόν, ούτε ευωδεστέρας του δάσους και των κήπων αναθυμιάσεις. Χαριεστάτη ήτο και η Χριστίνα με το άσπρον της φόρεμα χωρίς μέσην ή, ως το έλεγε, peignoir, επί του οποίου εχύνετο έως το γόνατον η λυτή κόμη της ως πλημμύρα μαύρου ποταμού.
Eκοίταξε την θάλασσαν ψιθυρίζουσα την τότε του συρμού καβατίναν «Ερνάνη, Ερνάνη, κλέψε με», όταν αίφνης εσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τα ώτα εις το άσμα αηδόνος αντηχήσαν από τον γειτονικόν κήπον. Πάντα ταύτα ήσαν βεβαίως ποιητικώτατα, αλλ' εις το δείπνον είχα φάγει πολλήν παλαμίδα, την οποίαν επότισα, ως βαρυοστόμαχον, με δύο ή τρία ποτήρια γλυκού οίνου της Κέας. Με κατέλαβε λοιπόν ο ύπνος και ωνειρεύθην… ούτε άσματα αηδόνος, ούτε μαύρας πλεξίδας, ούτε σελήνης μαρμαρυγάς, αλλ' ότι ευρισκόμην εις την Σύραν, εις την Λέσχην, και εκέρδιζα του πρωτομάστορη του πικέτου Αλοϊσίου Κατζαΐτη τρία καπότα κατά σειράν. Άδικον θα ήτο μετά τοιούτον όνειρον ν' αμφιβάλλω ότι ήμην εντελώς ιατρευμένος. Την επομένην εβδομάδα επεστρέψαμεν εις την Σύραν, μετά τετράμηνον διαμονήν εις την Ζιάν, αφού ανέκτησα την πριν ησυχίαν μου, όλην μου την πεζότητα και δύο οκάδες περισσότερον βάρος, ως επείσθην ζυγισθείς κατά την απόβασιν εις τον στατήρα του τελωνείου.
Πολύ βεβαίως θα εγελούσα τότε, αν ευρίσκετo κανείς να μου προείπει, ότι μετ' ολίγας ημέρας θα ήμην πάλιν πολύ περισσότερον παρά προ του γάμου μου ερωτευμένος και δυστυχής. Η πρώτη αφορμή του ξανακυλίσματος υπήρξε χορός, τον οποίον έδωκεν ο κ. δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ' αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών. Ο χορός εκείνος επέσκηπτε πρόωρος και απροσδόκητος και ολίγος απέμενε καιρός εις τας Συριανάς δια να ετοιμασθώσιν. Όλαι ήσαν άνω κάτω. Επί τρεις ημέρας έτρεχεν η Χριστίνα εις τα εμπορικά, την δε τετάρτην μετεβλήθη ολόκληρος η οικία μας εις εργαστήριον ραπτικής. Πανταχού κομμάτια υφασμάτων, φόδραι, ορνέκια, στηθόδεσμοι και υποδήματα προς δοκιμήν. Δεν εύρισκα πλέον πού να καθίσω· το δε εσπέρας έπρεπε να περιμένω έως τας εννέα ή και αργότερα, ν' αδειάση η ράπτρια την τράπεζαν του γεύματος, δια να δειπνήσωμεν με μίαν σαλάταν ή σμαρίδας τηγανητάς. Η μόνη μας τω όντι εγκυκλοπαιδική υπηρέτρια είχε χειροτονηθεί κ' εκείνη μοδίστρα και δεν επρόφθανε να μαγειρεύσει. Άδικον όμως θα ήτο να παραπονεθώ δια τούτο, αφού το κακόν ήτο γενικόν. Πλην των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις την Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών. Το οχληρότερον από όλα ήτο η διηνεκής απασχόλησις της Χριστίνας και τα παντός είδους χαρτιά, τα οποία ετύλιγε την νύκτα εις τα μαλλιά της. Από την ημέραν όπου ελάβαμεν το κατηραμένον εκείνο προσκλητήριον, ήτο ως να μην είχα γυναίκα.
Όση όμως και αν ήτο η απέχθειά μου κατά των τοιούτων προπαρασκευών, πρέπει να ομολογήσω ότι επέτυχε πληρέστατα της Χριστίνας ο στολισμός· φόρεμα με μακράν ουράν από βαρύ βυσσινόχρουν μεταξωτόν και επί της κεφαλής το τελευταίον λείψανον της κειμηλιοθήκης της μητρός της, είδος τι αρχαϊκού διαδήματος από ρουβίνια, των οποίων αι πορφυραί φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως με το κοράκινον χρώμα των τριχών της. Ούτω στολισμένη μου εθύμιζε την Σεμίραμιν, την Φαίδραν, την Κλεοπάτραν, την Θεοδώραν και τας άλλας ηρωίδας, αι οποίαι ετάραττον τον ύπνον μου όταν ήμην εις το σχολείον.
Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ' ακόμη μεγαλείτερος ο φόβος του να μη λησμονήσει ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του, έστω και λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ή άλλον καταστηματάρχην. Ο κόσμος ήτο λοιπόν πολύς και ως πάντοτε συμβαίνει εις την Σύρον τριπλάσιοι των κυριών οι χορευταί. Ταύτας επερίμεναν εις την εξώθυραν με σημειωματάριον εις την χείρα και ανέβαιναν κατόπιν αυτών την κλίμακα επαιτούντες χορόν. Όταν εισήλθομεν εξώρμησαν τουλάχιστον δεκαπέντε κατά της Χριστίνας, της οποίας εθαύμασα κατά την έφοδον ταύτην το θάρρος και την ετοιμότητα, με την οποίαν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά έν βλέμμα και έν μειδίαμα εις έκαστον απαιτητήν. Η τοιαύτη διανομή εξηκολούθησε χωρίς διαλείμματα καθ' όλην την διάρκειαν της εσπερίδος. Μόνον δι' εμέ δεν επερίσσευε τίποτε, αν και την έφεραν δύο ή τρεις φοράς πλησίον μου αι περιπέτειαι του χορού. Μη έχων διάθεσιν να χορεύω και βαρυνόμενος τας οχληράς μου σκέψεις ανεζήτουν κανέν γνώριμον πρόσωπον μεταξύ του πλήθους, όταν διέκρινα κολλημένην εις τον τοίχον ως ταπεσσαρίαν την κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, της οποίας με ήρεσκε πολύ, όχι βεβαίως το υπερώριμον κάλλος, αλλ' η καλωσύνη της, η ευπροσηγορία, η απλότης των τρόπων και της ενδυμασίας της και η φαινομένη έλλειψις πάσης κατακτητικής αξιώσεως και φιλαρεσκείας. Εχόρευε δε και αρκετά καλά, οσάκις συνέβαινε να εύρει χορευτήν. Με την γεροντοκόρην ταύτην εφερόμην μετά πολλής οικειότητος, ως προς καλόν φίλον μάλλον ή φιληνάδα, και εκείνη δε εφαίνετο ευχαριστουμένη να συνομιλεί μαζί μου, να με δίδει συμβουλάς υγιεινής ή οικιακής οικονομίας και να με στέλνει ενίοτε παξιμάδια με γλυκάνισον, προς εκτίμησιν της εξόχου αυτής ζυμωτικής τέχνης. Εύλογος μετά ταύτα ήτο η απορία μου όταν, αντί να με τείνει κατά το σύνηθες την χείρα, απήντησεν εις το καλησπέρα μου δια βλέμματος παγερού και σχεδόν εχθρικού.
― Δεν χορεύετε απόψε; ηρώτησα αυτήν απερισκέπτως, λησμονών ότι τούτο δεν εξηρτάτο από μόνην την θέλησίν της.
― Όχι, κύριε.
― Διατί, ενώ είσθε η καλυτέρα μας χορεύτρια; Τούτο είναι παραξενάδα. ― Υπάρχουν άλλα πράγματα πολύ πλέον παράξενα.
― Δεν με τα λέγετε;
― Υπάρχουν μερικοί κύριοι, οι οποίοι αφού ολόκληρα έτη βεβαιώνουν μίαν 'vέαv' ότι δεν δύνανται ν' αγαπήσουν παρά γυναίκα φρόνιμον, ήσυχον, σεμνήν, νοικοκυράν, πηγαίνουν έπειτα και νυμφεύονται μίαν άσωτην, μίαν κοκέταν, μίαν ξεμυαλισμένην, όπου έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί και μετά τον γάμον της τα ίδια.
Εκ των ανωτέρω ηναγκάσθην να συμπεράνω ότι η κυρία Κλεαρέτη δεν ήτο όσον εφαίνετο καλή, ουδ' όσον ενόμιζα αφιλοκερδείς αι περιποιήσεις της, αι συμβουλαί της και αι αποστολαί παξιμαδίων. Η απροσδόκητος αύτη αποκάλυψις των νυμφικών αξιώσεων γεροντοκόρης, η οποία θα ηδύνατο να είναι μήτηρ μου αν υπανδρεύετο εγκαίρως, ήτο βεβαίως αστειοτάτη. Την εσπέραν όμως εκείνην είχα τα νεύρα μου και αντί να γελάσω δεν απηξίωσα να εκδικηθώ αποκρινόμενος: «Δεν ενθυμούμαι να έκαμα ποτέ τοιαύτας ομιλίας εις καμίαν 'νέαν'».
Η κ. Κλεαρέτη εδάγκασε το χείλος της και μου εγύρισε την ράχιν· η φράσις της όμως «έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί μετά τον γάμον της τα ίδια» δεν έπαυε ν' αντηχεί εις την ακοήν μου ως συριγμός εχίδνης. Η αλήθεια ήτο ότι το επαράκαμνε και η Χριστίνα. Εξακολουθών να την κατασκοπεύω παρετήρησα ότι η διανομή των βλεμμάτων και των μειδιαμάτων της δεν εγίνετο με όσην κατ' αρχάς υπέθεσα ισότητα και αμεροληψίαν. Πολύ μεγαλειτέρα της των άλλων ήτο μερίς κομψοτάτου τινός ξανθού νεανίσκου, όστις, αφού έλαβε δύο χορούς, έμενεν όπισθέν της ενώ εχόρευε με άλλον, συνεχίζων κατά τα διαλείμματα της καδρίλιας ατελεύτητον μετ' αυτής συνομιλίαν. Το περίεργον είναι ότι μου ήτο τελείως άγνωστος ο κύριος ούτος, ενώ οι κάτοικοι της μικροσκοπικής Ερμουπόλεως γνωρίζονται όλοι ως καλόγηροι του αυτού μοναστηρίου.
Η αμηχανία μου ήτο μεγάλη, όταν ήλθε να καθίσει πλησίον μου ο παλαιός μου φίλος Ευάγγελος Χαλδούπης, ο εξυπνότερος αλλά και ο πλέον διεστραμμένος των Συριανών, αδιάντροπος ως πίθηκος και κυνικώτερος του Διογένους. Δια ν' αποφύγει τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρει να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου δια τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτιδος συζύγου του απιστίας. Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάσει τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ΄ και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε δια πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητος αυτών η μακαρίτις. Οπωσδήποτε ευθύς μετά την λήξιν του πένθους εκηρύχθη και πάλιν υποψήφιος γαμβρός. Εκ φόβου όμως, ως έλεγε, μη εξαντληθή το πνεύμα του, αν ηναγκάζετο να κάμει όσην πριν κατάχρησιν αυτού προς υπεράσπισιν της τιμής του, απήτει ήδη παρά της μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά· να είναι άσχημη, κουτή και πλουσία. Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρει συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας.
Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν,
― Τι έχεις; με ηρώτησε· τα μάτια σου είναι βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας. ― Τίποτε, απεκρίθην, με πονεί ολίγον το κεφάλι.
― Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες όταν σου έλεγα ότι δεν είναι δια σένα η Χριστίνα· ότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλεί μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον. Φαίνεται ότι έχουν πολλά να είπουν.
― Τον παλαιόν της φίλον; ηρώτησα εγώ. Πώς γίνεται να μην τον γνωρίζω; Πρώτην φοράν τον βλέπω.
― Δια τον λόγον ότι μόνον προχθές επέστρεψεν από την Ευρώπην. Προ πέντε ετών, πριν αποκατασταθής συ εις την Σύραν, ήτο ερωτευμένος, τρελός με την Χριστίναν, την οποίαν δεν του έδωκαν, διότι δεν είχε τα μέσα να την συντηρήσει. Η απελπισία του ήτο τόση, ώστε ήθελε ν' αυτοχειριασθεί, και θα το έκαμνεν ίσως, αν δεν ανελάμβανεν η γυναίκα μου να τον παρηγορήσει. Ήτο, νομίζω, ο πρώτος της εραστής. Τους συνέλαβα επ' αυτοφώρω, εις τον κήπον του Κωυμού, μίαν ημέραν, όπου είχα υπάγει να επισκεφθώ την Ανίκαν. Η γυναίκα μου τον εβαρέθη ογλήγορα, διότι ήτο πάρα πολύ αισθηματικός. Έπειτα φαίνεται, ότι εξηκολούθει να ενθυμείται την ιδικήν σου. Τον έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήσει και τας δύο και να σπουδάσει φαρμακευτικήν δια να διαδεχθεί τον πατέρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρει λησμοβότανον. Παρατήρησε πώς τρώγει την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχεις και να μη συχνοφέρνεις την γυναίκα σου εις τους χορούς.
― Θ' ακολουθήσω την συμβουλήν σου.
― Μη λησμονήσεις ότι, αν φανείς ζηλιάρης, αν την στενοχωρήσεις και ζητήσεις να την περιορίσεις, είναι ακόμη βεβαιότερον ότι θα την πάθεις. ― Τί θέλεις τότε να κάμω;
― Ούτ' εγώ δεν ηξεύρω. Αφού δεν ήκουσες την συμβουλήν μου, το καλλίτερον όπου έχω τώρα να σου συστήσω, είναι να μιμηθείς τo παράδειγμά μου, και, ό,τι και αν σου συμβή να μην το πάρεις κατάκαρδα. Να σκεφθείς ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είναι τίποτε και να κρεμάσεις και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος, του Ηφαίστου, του Μενελάου… Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον πειρασμόν να πτύσω εις το πρόσωπον του παλιανθρώπου εκείνου, κατ' εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη ατελεύτητον. Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κι εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγει. Επήγα να φέρω την γούνα της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθεί το galopo finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθεί και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά. Ο απλούστατος και συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπει ότι είναι κουρασμένη και να μη χορεύσει με κανένα. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν κόμπο. Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν. Πρέπει εν τούτοις να ομολογήσω, ότι η μουσική του γαλόπου εκείνου, έργου του διευθυντού της ορχήστρας βιολιστού Πατσίφικου, ήτο ωραιοτάτη και ο ρυθμός τόσον ζωηρός, ώστε επτέρωσε τους πόδας και αυτού του κ. δημάρχου και άλλων εξ ίσου σεβασμίων Συριανών. Η περιφορά δίσκου θερμού οίνου εκορύφωσε την γενικήν ζωηρότητα και μόνος εγώ εχολόσκανα εις μίαν γωνίαν βλέπων την Χριστίναν να στροβιλίζει εις του Καρόλου τας αγκάλας. Ο Χαλδούπης ηθέλησε και πάλιν να με πλησιάσει δια να χύσει το φαρμάκι του εις την πληγήν μου, αλλά το βλέμμα το οποίον έρριψα επ' αυτού, ήτο, ως φαίνεται, τόσον άγριον, ώστε εθεώρησε φρόνιμον να μου δείξει την ράχιν. Ανεχωρήσαμεν σχεδόν τελευταίοι, και, όταν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα μας, εσήμαιναν αι πέντε.
Το παράδοξον, ή μάλλον εκείνο το οποίον μ' εφάνη παράδοξον, αν και ήτο φυσικώτατον, είναι ότι όσα υπέφερα εις τον κατηραμένον εκείνον χορόν από την κακολογίαν του Χαλδούπη και την διαγωγήν της Χριστίνας, αντί να με ψυχράνουν με έκαναν να την ερωτευθώ ή τουλάχιστον να την επιθυμήσω σφοδρότερα και από την ημέραν όπου απεφάσισα να την πάρω δια να παύσω να την επιθυμώ. Πλην της ζηλείας και της δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εις έξαψιν του πόθου μου και η έκτακτος πολυτέλεια του εσωτερικού αυτής στολισμού, ο μεταξωτός στηθόδεσμος, τα κεντητά μεσοφόρια, τα ατλάζινα υποδήματα και το μεθυστικόν άρωμα της ίριδος και της υλαγγυλάγκης. Πάντα ταύτα ημπορούν οι ευτυχείς κάτοικοι των μεγάλων πόλεων να τα εύρουν όταν θέλουν με μίαν ή δύο εικοσιπεντάρας, αλλά δια τους δυστυχείς Συριανούς είναι πράγματα έκτακτα, τα οποία δεν απολαμβάνουν παρ' όταν τύχη μεγάλος χορός, καθώς μόνον τα Χριστούγεννα και το Πάσχα γεύονται ψαθούρια, σαμπάνια και γάλον παραγεμιστόν. Όταν λοιπόν επλησίασα την Χριστίναν, πρέπει να υποθέσω ότι οι οφθαλμοί μου ήσαν 'εύγλωττοι', ως κατορθώνουν να γράφουν οι ελαφροί μας φιλόλογοι, τους οποίους είχα, ως φαίνεται, άδικον να περιπαίζω δια τούτο. Πριν τω όντι ανοίξω το στόμα έσπευσεν η Χριστίνα ν' αποκριθεί εις το βλέμμα μου: «Είμαι, καημένε, κατάκοπη, αφανισμένη, άφησέ με, σε παρακαλώ, απόψε».
Την εκαληνύχτισα με βαρυθυμίαν και απεσύρθην εις το ιδικόν μου δωμάτιον. Πρέπει όμως να είπω ότι δια το χωριστόν εκείνο δωμάτιον δεν έπταιεν εκείνη. Το είχα προτείνει εγώ μετά την επιστροφήν μας ως αριστοκρατικώτερον, και κατά τι δια τον λόγον ότι είχα παραχορτάσει εις την Ζιάν. Πλην των άλλων έχουν και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είναι χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν, όταν είναι πεινασμένοι. Την επιούσαν εκοιμάτο ακόμη όταν επήγα περί τας ένδεκα εις το γραφείον μου. Κατά την επιστροφήν μου την ευρήκα εις το πιάνο ευδιάθετον και ζωηράν. ― Άκουσε, με είπε, τί ωραίον είναι αυτό το γαλόπ. Εγώ όπου δεν ημπορώ να παίξω τίποτε χωρίς τετράδιον, μίαν φοράν το ήκουσα και το ενθυμούμαι ολόκληρον. Ταύτα λέγουσα ήρχισε να κυμβαλίζει το τρισκατάρατον γαλόπ του χθεσινού χορού, του οποίου οι ήχοι μού ενθύμιζαν τα βάσανά μου.
― Είμαι, απήντησα αποτόμως, ολίγον ζαλισμένος και η μουσική με πειράζει. Άφησέ το, σε παρακαλώ, δι' άλλην φοράν.
Μ' εκοίταξε με κάποιαν απορίαν, έκλεισε το πιάνο και επήγε να στηριχθεί εις το παράθυρον. Μετ' ολίγον την είδα να χαιρετά με πολλήν χάριν και φιλοφροσύνην. ― Ποίον εχαιρέτησες; ηρώτησα με όσην ηδυνήθην να υποκριθώ αδιαφορίαν. ― Τον δάσκαλον του χορού, τον γέρο Κουέρτζην. Έτρεξα εις το παράθυρον του γειτονικού δωματίου και είδα τω όντι να διαβαίνει τον γέροντα Κουέρτζην, αλλά στηριζόμενον εις τον βραχίονα του νέου Καρόλου Βιτούρη. Διατί λοιπόν να μου αναφέρει μόνον τον Κουέρτζην, ενώ πιθανώτατον ήτο ότι έλαχεν εις τον σύντροφόν του η λεόντειος μερίς του χαιρετισμού;
Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχο...
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ
Το έτος εκείνο υπήρξεν εκτάκτως ευτυχές δια τους Συριανούς, οι οποίοι μετά το κλείσιμον των ισολογισμών των έπαθαν από την χαράν των χορομανίαν. Εις διάστημα ενός μηνός εδόθησαν ένδεκα μεγάλαι και μικραί χοροεσπερίδες. Η Χριστίνα δεν έκαμεν άλλο παρά να ετοιμάζεται όλην την ημέραν, να κουράζεται όλην την νύκτα και να ξεκουράζεται την επομένην· ούτ' εγώ άλλο τίποτε παρά να την συνοδεύω, ν' αγρυπνώ, ν' ανησυχώ, να ζηλεύω, να κατασκοπεύω και να βλέπω εις τον ύπνον μου τον Ήφαιστον, τον Μενέλαον και τον Βιτούρην. Ούτος εξηκολούθει να συχνοδιαβαίνει από τα παράθυρά μας. Ευτυχώς τα έθιμα της νήσου δεν συγχωρούν επισκέψεις παρά μόνον κατά την πρώτην του έτους και την εορτήν του οικοδεσπότου. Επίσκεψις ανδρός εις κυρίαν καθ' ημέραν και ώραν εργάσιμον θα ήτο εις την Σύραν σκάνδαλον ουχί μικρότερον της παραβιάσεως χαρεμίου. Απέμεναν όμως οι χοροί και αι εις τα βαπόρια και την πλατείαν καθημεριναί συναντήσεις. Πλην αυτών έτυχε να ίδω δύο ή τρεις φοράς την γυναίκα μου εξερχομένην από το φαρμακείον του Βιτούρη. Τούτο όμως δεν ηδυνάμην να θεωρήσω ως επιλήψιμον ουδέ καν ως ύποπτον, αφού από εκεί επρομηθεύοντο αι Συριαναί της υψηλής περιωπής τα πασαλείμματα και τα μυρωδικά των. Η σκέψις όμως αύτη δεν μ' εμπόδιζε να τρώγομαι και ν' ανησυχώ.
Εκείνο όμως το οποίον περισσότερον απ' όλα μ' εβασάνιζε και μ' εστενοχωρούσε ήτο, ότι σπανίως κατώρθωνα να ίδω μόνην και ήσυχην την Χριστίναν. Ούτε στρατάρχης κατά την παραμονήν κρισίμου μάχης ηδύνατο να είναι όσον εκείνη απησχολημένος. Τα τρεξίματα εις τα εμπορικά διεδέχοντο τα συμβούλια με τας φιληνάδας της. Πότε τα είχε με την ράπτριαν, η οποία δεν εφύλαξεν την υπόσχεσίν της, και πότε με τον μονάκριβον της Σύρου κτενιστήν Αναστάσην, διότι εβράδυνεν να έλθει, ή ετόλμησεν ο αχρείος να της προτείνει να την κτενίζει από το μεσημέρι, διότι δεν του επερίσσευε καιρός το εσπέρας. Κατόπιν τούτων ήρχετο η κούρασις του χορού, το νύσταγμα ευθύς μετά την επιστροφήν, ο βαθύς ύπνος της έως το μεσημέρι και η ιδική μου βασανιστική αγρυπνία. Δεν κατώρθωνα, όχι να κοιμηθώ, αλλ' ουδέ καν να μένω ήσυχος επί της κλίνης μου. Ως βασανίζει τον διαβάτην της ερήμου η οπτασία βρύσεων, ποταμών και χλοερών λειμώνων, ούτω και εμέ η ανάμνησις των καλών ημερών της Κέας, της μοναξίας, της ησυχίας και της Χριστίνας εξηπλωμένης ολοκλήρους ώρας επάνω εις το τουρκικό διβάνι με άσπρον οικιακόν φόρεμα και βιβλίον εις την χείρα. Και εκείνο το οποίον με φλογερώτερον πόθον ενθυμούμην δεν ήσαν του μέλιτος οι απολαύσεις, όσον η διαδεχομένη ταύτας γαλήνη και ισορροπία του πνεύματος και των αισθήσεων, η οποία μου επέτρεπε να εντρυφήσω και εις τας άλλας του βίου απολαύσεις. Ενώ τώρα η εκ της ζηλείας και της στερήσεως συγκέντρωσις των πόθων μου εις έν μόνον πράγμα με είχε μεταβάλει, εμέ τον φρόνιμον Συριανόν, εις είδος τι Οδοιπόρου ή Ερωτοκρίτου απαγγέλλοντος θρηνώδεις μονολόγους.
Νύκτα τινά, μη αντέχων πλέον, ήνοιξα αθορύβως την χωρίζουσαν ημάς θύραν και επροχώρησα βήματά τινα προς την κλίνην της. Τον θάλαμον εφώτιζε κατά το σύνηθες κυανή κανδήλα καίουσα προ του εικονοστασίου. Το γαλάζιον εκείνο φως, το μεταδίδον χροιάν ονείρου εις την πραγματικότητα, ήτο κ' εκείνο ιδική μου εφεύρεσις των καλών ημερών της Κέας. Ο κάματος και ο νυσταγμός της κατά την επιστροφήν ήτο τοσούτος, ώστε είχεν αφήσει όλα τα πράγματα άνω κάτω. Το φόρεμα εις μίαν άκραν του σοφά, τα φουσκώματα καταγής, τον στηθόδεσμον εις γωνίαν της κλίνης, την γιρλάνδαν επί της προτομής του Κοραή, και σκορπισμένα εις όλα τα καθίσματα το ριπίδιον, την ανθοδέσμην, τα χειρόκτια και τα παράσημα του cotillon. Ο ευνοούμενος αυτής γάτος εκοιμάτο επάνω εις το άσπρον της βoυρνoύζι και επί των μαρμάρων της εστίας εσπινθήριζον τα πετράδια των βραχιολίων και του περιδεραίου. Το δωμάτιον ωμοίαζε ναόν της θεάς Ακαταστασίας. Αδύνατον όμως ήτο να είναι άχαρι το χάος εκείνο, του οποίου ήσαν τόσον εύμορφα όλα τα συστατικά. Εις τα λοιπά προσόντα της Χριστίνας πρέπει να προσθέσω και ότι εσυνείθιζε να κοιμάται με έν γόνατον λυγισμένον και την χείρα όπισθεν της κεφαλής, ως το αρχαίον άγαλμα του Ερμαφροδίτου. Κατ' εκείνην την στιγμήν έβλεπε πιθανώς εις τον ύπνον της τους θριάμβους της εις την Λέσχην, ως υπέθεσα εκ της διαστολής των χειλέων της εις μειδίαμα κατά πάντα όμοιον μ' εκείνα τα οποία εμοίραζεν εις τους χορευτάς της. Επροχώρησα έν άλλο βήμα. Αλλ' αίφνης εκάρφωσε τους πόδας μου εις το έδαφος η σκέψις ότι, αν την εξύπνιζα, θα διεδέχετο το γλυκύ εκείνο μειδίαμα μορφασμός δυσαρεσκείας, έν χάσμημα, έν ουφ! και έν γύρισμα της πλάτης. Ουδέ θα ήτο όλως αδικαιολόγητος η τοιαύτη υποδοχή, αφού μόλις προ μιας ώρας είχε κατακλιθεί και διεφαίνετο ήδη δια των χαραμίδων του παραθύρου το θολόν φως της χειμερινής πρωίας. Απεσύρθην ακροποδητί, έκλεισα την θύραν και ήρχισα πάλιν τον περίπατον και τον μονόλογόν μου. Όταν εσυλλογιζόμην πόσον εύκολον θα ήτο εις την γυναίκα εκείνην να με καταστήσει τον ευτυχέστερον των ανθρώπων, αν κατά τι ολιγώτερον ηγάπα τας διασκεδάσεις και την εργολαβίαν, με ήρχετο όρεξις να την πνίξω. Ο κίνδυνος όμως αυτής δεν ήτο μεγάλος. Δεν πιστεύω να υπάρχει εις τον κόσμον μαλακωτέρα της ιδικής μου καρδίας. Αν επρόκειτο να σφάξω ο ίδιος τα ορνίθια, τα οποία τρώγω, νομίζω ότι θα επροτιμούσα να τρέφομαι με πίτυρα καθώς εκείνα.
Τους κλίνοντας να με θεωρήσωσιν εκ των ανωτέρω ως βλάκα, παρακαλώ να σκεφθώσι πόσον δύσκολος είναι η θέσις του μη δυναμένου ούτε ως εραστής να παρακαλέσει, χωρίς να γίνει γελοίος, ούτε ως σύζυγος ν' απαιτήσει, χωρίς να γίνει μισητός. Αμφότερα ταύτα τόσον πολύ εφοβούμην, ώστε αν συνέβαινέ ποτε να μ' ερωτήσει η Χριστίνα διατί δεν τρώγω ή διατί δεν έχω διάθεσιν, απεκρινόμην συκοφαντών πότε το στομάχι, πότε την κεφαλήν μου, πότε τα δόντια και άλλοτε τα νεύρα, τον δε πραγματικόν μου πόνον επροσπάθουν ως έγκλημα να κρύψω. Κάλλιστα τω όντι εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήσει, και απιστίας, και ύβρεις, και ξύλον και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το να την αγαπά τις περισσότερον παρ' όσον της αξίζει. Εις τον διαπράξαντα την ανοησίαν να ομολογήσει εις γυναίκα πόσον εξ αιτίας της υποφέρει δεν απομένει άλλο να πράξει, παρά να χωρισθεί αυτής αυθημερόν ή να υπάγει να πέσει εις την θάλασσαν με πέτραν εις τον λαιμόν. Δύο ημέρας μετά την οδυνηράν εκείνην αγρυπνίαν επιστρέψας εκ του γραφείου μου κατά τι ενωρίτερα του συνήθους είδα την Χριστίναν αλλάσσουσαν όψιν και σπεύδουσαν να κρύψει χαρτίον τι, το οποίον εκράτει, όπισθεν του καθρέπτου. Ο νους μου υπήγεν αμέσως εις τον Βιτούρην, και την υποψίαν μου ότι η επιστολή ήτο ιδική του μετέβαλεν εις βεβαιότητα η αυξάνουσα της γυναικός μου σύγχυσις και στενοχωρία. Ουδ' ήτο πλέον δυνατή εις την περίπτωσιν ταύτην η εφαρμογή του συστήματός μου να ανέχομαι τα πάντα εν σιωπή εκ φόβου χειροτέρων, αφού πιθανώτατον ήτο ότι περιείχετο εις τον φάκελον εκείνον η απόδειξις, ότι δεν έμεναν άλλα χειρότερα να φοβηθώ.
Την επικειμένην έκρηξιν επρόλαβεν απότομον άνοιγμα της θύρας, διάχυσις ευωδίας μόσχου και ορμητική εισπήδησις εις την αίθουσαν της ζωηράς ημών δημαρχίνας, ερχομένης να δείξει εις την γυναίκα μου το νέον αυτής επανωφόριον με σειρήτια από πτερά λοφοφόρου. Η Χριστίνα ηναγκάσθει θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθεί, ενώ εγώ, υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερά των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν τον φάκελον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον ήνοιξα. Αντί όμως επιστολής του ρωμαντικού Καρόλου εύρον εντός αυτού τρεις λογαριασμούς των κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου και Γεραλοπούλου δια μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας και άλλα είδη, των οποίων ανήρχετο το άθροισμα εις δραχμάς δύο χιλιάδας επτακοσίας. Το ποσόν ήτο βεβαίως μεγάλον, αλλά πολύ μεγαλυτέρα αυτού η ανακούφισις την οποίαν ησθάνθην εκ της αποδείξεως, ότι άδικον είχα να νομίζομαι συνάδελφος του Χαλδούπη. Η χαρά μου ήτο ως καταδίκου, του οποίου θα μετεβάλλετο ανελπίστως εις απλούν πρόστιμον η θανατική ποινή. Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου, όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν' απολογηθεί και να μ' εξευμενίσει, αντί πάσης άλλης παρατηρήσεως ή παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν: «Μη σε μέλει». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη. Δύσκολον τω όντι ήτο να μαντεύσει πώς συνέβη να θεωρήσω άξιον φιλοφρονήσεων και φιλημάτων το κατόρθωμά της, να σπαταλήσει το εισόδημά μας μιας εξαμηνίας εις διάστημα ολίγων ημερών.
Τους κλίνοντας να με θεωρήσωσιν εκ των ανωτέρω ως βλάκα, παρακαλώ να σκεφθώσι πόσον δύσκολος είναι η θέσις του μη δυναμένου ούτε ως εραστής να παρακαλέση, χωρίς να γίνη γελοίος, ούτε ως σύζυγος ν' απαιτήση, χωρίς να γίνη μισητός. Αμφότερα ταύτα τόσον πολύ εφοβούμην, ώστε αν συνέβαινέ ποτε να μ' ερωτήση η Χριστίνα διατί δεν τρώγω ή διατί δεν έχω διάθεσιν, απεκρινόμην συκοφαντών πότε το στομάχι, πότε την κεφαλήν μου, πότε τα δόντια και άλλοτε τα νεύρα, τον δε πραγματικόν μου πόνον επροσπάθουν ως έγκλημα να κρύψω. Κάλλιστα τω όντι εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήση, και απιστίας, και ύβρεις, και ξύλον και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το να την αγαπά τις περισσότερον παρ' όσον της αξίζει. Εις τον διαπράξαντα την ανοησίαν να ομολογήση εις γυναίκα πόσον εξ αιτίας της υποφέρει δεν απομένει άλλο να πράξη, παρά να χωρισθή αυτής αυθημερόν ή να υπάγη να πέση εις την θάλασσαν με πέτραν εις τον λαιμόν.
Δύο ημέρας μετά την οδυνηράν εκείνην αγρυπνίαν επιστρέψας εκ του γραφείου μου κατά τι ενωρίτερα του συνήθους είδα την Χριστίναν αλλάσσουσαν όψιν και σπεύδουσαν να κρύψη χαρτίον τι, το οποίον εκράτει, όπισθεν του καθρέπτου. Ο νους μου υπήγεν αμέσως εις τον Βιτούρην, και την υποψίαν μου ότι η επιστολή ήτο ιδική του μετέβαλεν εις βεβαιότητα η αυξάνουσα της γυναικός μου σύγχυσις και στενοχωρία. Ουδ' ήτο πλέον δυνατή εις την περίπτωσιν ταύτην η εφαρμογή του συστήματός μου να ανέχωμαι τα πάντα εν σιωπή εκ φόβου χειροτέρων, αφού πιθανώτατον ήτο ότι περιείχετο εις τον φάκελλον εκείνον η απόδειξις, ότι δεν έμεναν άλλα χειρότερα να φοβηθώ.
Την επικειμένην έκρηξιν επρόλαβεν απότομον άνοιγμα της θύρας, διάχυσις ευωδίας μόσχου και ορμητική εισπήδησις εις την αίθουσαν της ζωηράς ημών δημαρχίνας, ερχομένης να δείξη εις την γυναίκα μου το νέον αυτής επανωφόριον με σειρήτια από πτερά λοφοφόρου. Η Χριστίνα ηναγκάσθη θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθή, ενώ εγώ, υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερά των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν τον φάκελλον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον ήνοιξα. Αντί όμως επιστολής του ρωμαντικού Καρόλου εύρον εντός αυτού τρεις λογαριασμούς των κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου και Γεραλοπούλου δια μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας και άλλα είδη, των οποίων ανήρχετο το άθροισμα εις δραχμάς δύο χιλιάδας επτακοσίας. Το ποσόν ήτο βεβαίως μεγάλον, αλλά πολύ μεγαλυτέρα αυτού η ανακούφισις την οποίαν ησθάνθην εκ της αποδείξεως, ότι άδικον είχα να νομίζωμαι συνάδελφος του Χαλδούπη. Η χαρά μου ήτο ως καταδίκου, του οποίου θα μετεβάλλετο ανελπίστως εις απλούν πρόστιμον η θανατική ποινή. Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου, όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν' απολογηθή και να μ' εξευμενίση, αντί πάσης άλλης παρατηρήσεως ή παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν: «Μη σε μέλει». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη. Δύσκολον τω όντι ήτο να μαντεύση πώς συνέβη να θεωρήσω άξιον φιλοφρονήσεων και φιλημάτων το κατόρθωμά της, να σπαταλήση το εισόδημά μας μιας εξαμηνίας εις διάστημα ολίγων ημερών.
Μετ' ολίγον υπήγε να ετοιμασθή δια τον εσπερινόν περίπατον. Αλλ' ο ουρανός εθόλωσεν απροσδοκήτως· έλαμψαν αστραπαί και ήρχισε να βρέχη ποταμηδόν. Εκαθήμην εις το παράθυρον της μικράς αιθούσης μας, παρατηρών τον κατακυλιόμενον από τα ύψη της Άνω Σύρου κίτρινον καταρράκτην παρασύροντα εις το βορβορώδες ρεύμα του φλοιούς πορτοκαλίων, συντρίμματα φιαλών, απόμαχα υποδήματα και πτώματα ορνίθων και ποντικών, όταν αίφνης αντικατέστησε το πανόραμα εκείνο βαθύ σκότος απλωθέν και επί των δύο μου οφθαλμών. Αιτία της εκλείψεως ήσαν αι χείρες της Χριστίνας, ήτις απελπισθείσα να εξέλθη είχεν επιστρέψει αθορύβως και βλέπουσά με αφηρημένον διεσκέδασε να με τυφλώση. Τούτο μου ενεθύμισε περασμένας καλάς ημέρας. Χάρις εις την θεόσταλτον εκείνην καταιγίδα ευρισκόμεθα τέλος πάντων ήσυχοι και μόνοι πρώτην φοράν μετά την επιστροφήν μας. Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσο 'εύγλωττος', ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας το κλείθρον, υπήγε να καθήση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία. Η βροχή είχε μεταβληθή εις κατακλυσμόν, ο άνεμος ανήρπαζε κεραμίδια και αντήχουν αλλεπάλληλοι αι βρονταί. Ήθελα δεν ήθελα μου επέκλωθεν η μοίρα μου να είμαι ρωμαντικός. Τους φλογερούς πόθους και τους νυκτερινούς μονολόγους διεδέχοντο μανδαλώματα της θύρας και εκτάσεις επί διβανίων υπό τους συριγμούς της ανεμοζάλης. Ματαία λοιπόν εφαίνετο η αντίστασίς μου κατά του πεπρωμένου και πολύ προτιμότερον να στέρξω τα πράγματα όπως ήσαν. Πρέπει δε και να ομολογήσω ότι είχεν ολιγοστεύσει κατά πολύ εις διάστημα μιας μόνης ώρας η αντιπάθειά μου κατά του ρωμαντισμού.
Συγκρίνων τω όντι τας ησύχους καθημερινάς απολαύσεις της Κέας προς το ηδυπαθές ρίγος, το οποίον με κατέλαβεν όταν μετά δεκαήμερον εξορίαν μού ένευσε προ ολίγου η Χριστίνα να υπάγω κοντά της, κατήντησα εις το συμπέρασμα ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναταί τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είναι ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζήλειας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού. Μόνος ο διελθών δια τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπερτάτης ηδυπαθείας. Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και όχι καθ' ημέραν καλή.
Οι χοροί εξηκολούθησαν όχι όμως και η ταράττουσα τον ύπνον μου ιδιαιτέρα προς τον Βιτούρην εύνοια της Χριστίνας, η οποία εφαίνετο ήδη προτιμώσα των στεναγμών και των ξανθών πλοκάμων του αισθηματικού νεανίσκου τους μαύρους μύστακας και τους πλατείς ώμους του αρειμανίου ημών φρουράρχου. Μετ' ολίγας όμως ημέρας εύρεν αυτόν χονδράνθρωπον, συγκρίνουσα τους ελληνοπρεπείς τρόπους του προς την έξοχον ευγένειαν, την χάριν και την ευφυΐαν του νεωστί διορισθέντος προξένου της Γαλλίας. Ουδέ τούτου όμως υπήρξε μακρά η βασιλεία. Την κομψότητα του παρισινού φράκου του εσκέπασε μετ' ολίγον η λάμψις της στολής και των παρασήμων του αρχηγού της αγγλικής μοίρας. Έπειτα ήλθεν η σειρά του Iταλού αυτοσχεδιαστού Ρεγάλδη, περιηγουμένου την Ανατολήν προς συλλογήν δαφνών και ταλλήρων, και μη απαξιώσαντος τα συριανά. Τον γέροντα τούτον κύκνον της Νοβάρας διεσκέδασε να κρατήση επί όλον μήνα εις την Σύρον, και εις τοιούτον βαθμόν ν' απομωράνη, ώστε μη αρκούμενος εις όσα έγραφεν εις το λεύκωμά της ακροστίχια, απήγγειλε και από της σκηνής ύμνον 'Εις την Σειρήνα του Αιγαίου', υπερσκανδαλίσαντα τους Συριανούς και προ πάντων τους μη εννοούντας ιταλικά. Αλλ' εγώ ήμην ήδη πολύ ησυχώτερος βλέπων τους ευνοουμένους να διαδέχωνται αλλήλους ως φαντάσματα μυθικής λυχνίας.
Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, 'αλεξικεράτου'. Το μόνον το οποίον εξηκολούθει να με στενοχωρή ήτο, ότι ολίγος της επερίσσευε και δι' εμέ καιρός. Είχον απελπισθή να την ίδω ήσυχον προ της μυριοποθήτου σαρακοστής, όταν διέκοψεν αιφνιδίως τας διασκεδάσεις ο θάνατος του γέροντος Μισέ Λιονή Λεγάμενου, συγγενεύοντος με όλον τον χορευτικόν κόσμον της νήσου. Ουδ' αυτοί, πιστεύω, οι κληρονομούντες περί το εκατομμύριον ανεψιοί του ηκολούθησαν την κηδείαν με περισσοτέραν της ιδικής μου προς τον ευδοκήσαντα ν' αποθάνη ευγνωμοσύνην.
Ως τα κακά, ούτω και τα ευτυχήματα σπανίως έρχονται μόνα. Ολίγας ημέρας μετά την απαλλαγήν μου από τον εφιάλτην των χορών, παραβάλλων προς την 'Εφημερίδα των Κληρώσεων' τας πέντε λαχειοφόρους του Αμβούργου, τας οποίας είχα κληρονομήσει από τον μακαρίτην θείον μου, εθαμβώθην υπό του αριθμού 14.517. Ήτο ο τρίτος κληρωθείς και εκέρδιζε πεντήκοντα πέντε χιλιάδας φιορίνια, υπέρ τας τριακοσίας χιλιάδας συριανάς δραχμάς! Έτρεξα ασθμαίνων ν' αναγγείλω την καλήν είδησιν εις την Χριστίναν, η οποία έλειπεν ευτυχώς εις επισκέψεις. Λέγω ευτυχώς, διότι η απουσία της μ' έδωκε καιρόν να σκεφθώ, ότι πολύ περισσοτέραν θα ησθάνετο προς εμέ ευγνωμοσύνην και κάλλιον θα με αντήμειβεν αν, αντί να με ηξεύρη πλούσιον, με υπέθετεν υπέρ τας δυνάμεις μου πρόθυμον να την ευχαριστήσω. Χωρίς λοιπόν να είπω τίποτε εις κανένα ανεχώρησα μετά τρεις ημέρας εις Βιέννην υπό το πρόσχημα να συμβουλευθώ ειδικόν ιατρόν δια τας ανυπάρκτους ενοχλήσεις του στομάχου, τας οποίας επροφασιζόμην προ δύο μηνών προς απόκρυψιν των ψυχικών μου βασάνων. Εκ Βιέννης εξεπήδησα εις Αμβούργον και, αφού εισέπραξα και ετοποθέτησα το κέρδος μου εις ανώνυμα χρεώγραφα, επανήλθα μετά τρεις εβδομάδας, κομίζων εις την Χριστίναν διπλάσια των όσα με είχε παραγγείλει στολίδια. Παρατηρών την έκπληξιν και την χαράν της κατά το άνοιγμα του κιβωτίου, ανελογιζόμην, συγχαίρων εμαυτόν δια την υποκρισίαν μου, πόσον ευτελεστέρα θα της εφαίνετο η προσφορά μου, αν εγνώριζε την απροσδόκητον μεγαλοδωρίαν της τύχης. Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν' αποκρύπτη τις επιμελώς εις αυτήν δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του. ευγνωμοσύνην.
Oυδεμίαν αισθανόμενος όρεξιν να θαμβώσω τους Συριανούς επροτίμησα πάσης επιδείξεως αθόρυβον και σχεδόν λαθραίαν αύξησιν ευζωίας. Παρήτησα την θέσιν μου, προτείνων ότι θα εκέρδιζα περισσότερα εργαζόμενος δια λογαριασμόν μου, και υπό την πρόφασιν ότι έσταζαν, όταν έβρεχε, δύο ταβάνια, ανεκαίνισα ολόκληρον την οικίαν μου. Τας τοιχογραφίας ανέθεσα εις Iταλόν πρόσφυγα ονόματι Ορσάτην, πρώην σκηνογράφον του θεάτρου της Σκάλας. Ούτος επέτυχε προ πάντων εις την διακόσμησιν του κοιτώνος της Χριστίνας, τον οποίον μετέβαλεν εις τέλειον ανατολικόν οδάν κατά μίμησιν της Ζαΐρας εις το ομώνυμον μελόδραμα του Βελλίνη. Την ομοιότητα συνεπλήρωσαν βαρέα παραπετάσματα της Προύσσας, διβάνιον εστρωμένον με χρυσοκέντητον ύφασμα, προερχόμενον εκ παλαιάς αρχιερατικής στολής, περσικόν μαγκάλι, σκαμνία μ' επικολλήματα μαργαριτομάννας, και επάργυρος βυζαντινή κολυμβήθρα, μεταβληθείσα εις μεγαλοπρεπές ανθοδοχείον. Πάντα ταύτα είχε προμηθευθή ευθηνά ο διακοσμητής κατά τινα εκδρομήν του εις την Νάξον, όπου εσώζοντο ακόμη ικανά λείψανα φραγκοτουρκικής πολυτελείας, και κατώρθωσε να συναρμόση προς άλληλα με τοσαύτην φιλοκαλίαν και ακριβή γνώσιν των κανόνων της αντιθέσεως των χρωμάτων και της διανομής του φωτός, ώστε κατέθελγον αντί να θαμβώνωσι τον οφθαλμόν. Ο αυτός πολύτιμος άνθρωπος μ' εβοήθησε να υφαρπάσω δια πλειοδοσίας ή, ως λέγουν οι Συριανοί, να 'ζευγατίσω', την Mιλανέζαν μαγείρισσαν του επισκόπου της Άνω Σύρου, της οποίας ήσαν ονομαστά καθ' όλας τας Κυκλάδας τα ραβιόλια, η γαριδόσουπα και το νηστίσιμον καπόνι. Η λύπη και η αγανάκτησις του αρχιφλάρου υπήρξε τοσαύτη, ώστε εθεώρησε πρέπον να με καταγγείλη εις τον πρέσβυν του επί 'προσηλυτισμώ'.
Ο καλλωπισμός της φωλεάς της περιώρισε κατά τι το αδιάλειπτον εκτός αυτής πτερύγισμα της Χριστίνας. Την οικοκυρικήν ταύτην διάθεσιν επροσπάθουν να ενθαρρύνω, προσφέρων εις αυτήν παν ό,τι ενόμιζα ότι δύναται να την διασκεδάση: γάστρας καμελιών, συλλογήν γραμματοσήμων, πιάνο χωρίς ουράν, στερεοσκόπιον, διδάσκαλον φωνητικής μουσικής και γάτον της Αγκύρας. Ταύτα εδέχετο με πολλήν ευγνωμοσύνην και εφαίνετο επί τινα καιρόν ενθουσιασμένη. Ημέραν όμως τινά, αφού ηρώτησε την τιμήν των αργυρών σκευών δια το τζάι, τα οποία της είχα προσφέρει δια την εορτήν της, ανέκραξε μετά τινος μελαγχολίας:
― Κρίμα τα τόσα χρήματα. Με αυτάς τας εξακοσίας δραχμάς θα έκαμνα ένα φόρεμα από βελούδον.
― Κάμε, απεκρίθην, και το φόρεμα.
Επήδησεν από την χαράν της, με ησπάσθη και εις τας δύο παρειάς και έτρεξε να το παραγγείλη. Η μανία της δια τα στολίδια εφαίνετο ανεπίδεκτος θεραπείας, αλλ' ευτυχώς δεν μ' έλειπαν τα μέσα να την ευχαριστήσω. Δίκαιον όμως ενόμισα να μεταχειρισθώ αυτήν προς αύξησιν των ιδικών μου απολαύσεων. Προς τούτο την ενέγραψα συνδρομήτριαν εις την 'Chrοnique Elégante' και την 'Vie Ραrisienne', εκ των οποίων δεν εβράδυνε να διδαχθή, ότι η αληθής πολυτέλεια της καθημερινής ενδυμασίας δεν συνίσταται εις το να σκεπάζη, ως αι συριαναί αρχόντισσαι, με ατλάζι και μουαρέν βαμβακεράς καμιζόλας και τσίτινα μεσοφόρια, αλλά πολύ μάλλον εις το να κρύπτη υπό απλούστερον ύφασμα εκατοντάφραγκα υποκάμισα, μεταξίνους περικνημίδας, κεντήματα και δαντέλλας. Ούτω στολισμένη, εντός του χρυσοποικίλτου αυτής κοιτώνος, του οποίου παν κόσμημα και πάσα υφάσματος πτυχή είχε διατεθή υπό εμπείρου τεχνίτου συμφώνως προς τον προορισμόν της, ενώ εκάπνιζεν η αλόη εντός χρυσού θυμιατηρίου και έχυνε το σαπφείριον αυτής φως η κυανή κανδήλα, ωμοίαζεν η Χριστίνα είδωλον εντός ναού. Ουδέ περιωρίσθην επί πολύ εις μόνον τον γαλάζιον φωτισμόν, αλλ' ως ο Δαρβίνος επί της βλαστήσεως των φυτών, ούτως ηθέλησα και εγώ να δοκιμάσω την επίδρασιν επί της φαντασίας και των αισθήσεων παντός χρωματισμού του φωτός. Γλυκύ ήτο το ρόδινον και ποιητικώτατον το θαλασσοπράσινον, αλλ' ασυγκρίτως διεγερτικώτερον αυτών το λάμπον δια του ξανθοχρύσου υαλίου αρχαίας εκκλησιαστικής κανδήλας.
Κατάλληλος προ της εισόδου εις το τέμενος τούτο μυσταγωγία ήσαν βεβαίως τα αρχιερατικά δείπνα, τα οποία μας παρέθετεν η Μιλανέζα. Προς εκτίμησιν της ευλαβούς αυτής προσηλώσεως εις τους κανόνας και τας παραδόσεις της ορθοδόξου μαγειρικής αρκεί να είπω, ότι τον απαιτούμενον προς βράσιμον των αυγών καιρόν ώριζεν ακριβέστατα δια της απαγγελίας δύο Ανe Μaria, και πρώτη εδίδαξε τον ευνοούμενον αυτής ψαράν να σκοτώνη άμα εξήγοντο του δικτύου με βελόνην τα μπαρμπούνια, πριν ή πικράνωσι την σάρκαν των οι σπασμοί μακράς αγωνίας. Τας συναγρίδας έβραζε με παντός είδους αρωματικά βότανα εντός ζωμού αώρων πορτοκαλίων, και τους γάλους, ή, ως τους λέγουν οι Συριανοί, 'κούρκους', έτρεφε με μοσχοκάρυδα τρεις ημέρας πριν τους σφάξη. Το αριστούργημα όμως αυτής ήτο το εφευρεθέν υπό του Πάπα Κλήμεντος Γαγκανέλλη capon magro ή νηστίσιμον καπόνι, οψάριον δηλ. καρυκευμένον με χάβαρα, μύδια, γαρίδας και παντοία άλλα θαλασσινά. Αν και Συριανός, ούτε λαίμαργος είμαι, ούτε φαγάς, τα δε καλά γεύματα εξετίμων προ πάντων δια την έπειτα επερχομένην ιλαράν εκείνην της ψυχής διάθεσιν, ήτις μας κάμνει να λησμονώμεν τα βάσανά μας και να βλέπωμεν ως δια μεγεθυντικού φακού πάσας του βίου τας απολαύσεις. Τοιαύτην τινά ευδιαθεσίαν φαίνονται επιδιώκοντες οι ροφηταί οπίου και χασίς. Ταύτα έχουσι το πλεονέκτημα να ήναι πρόχειρα και ευθηνά, πολύ όμως απέχει η εξ αυτών νοσηρά διέγερσις από την μακαριότητα εκείνην, την οποία γεννά η περί πολυτελή τράπεζαν σύγχρονος ικανοποίησις όλων ημών των αισθήσεων, το θάλπος της εστίας, η επί των αργυρών και κρυσταλλίνων σκευών αντανάκλασις του φωτός, αι αναθυμιάσεις της ανθοδόχης, το θαλάσσιον άρωμα των οστρειδίων, δύο ή τρία ποτήρια γέροντος οίνου και η παρουσία νέας γυναικός, της οποίας ανάπτει βαθμηδόν η όψις και σπινθηρίζει το βλέμμα.
Ο χειμών επανέφερε τους χορούς με όλας αυτών τας ενοχλήσεις και ανησυχίας. Ταύτας όμως εμετρίαζε πολύ η καθ' ημέραν αυξάνουσα πεποίθησίς μου ουχί εις την αγάπην ή την αρετήν, αλλ' εις την φιλαρέσκειαν και τον εγωισμόν της γυναικός μου, τον ικανόν να την αποτρέψη από πάσαν επικίνδυνον τρέλλαν. Η Χριστίνα δεν ανήκε βεβαίως εις το γένος των τρυγόνων και των περιστερών, αλλά πολύ μάλλον, των παγωνίων. Οι πόθοι της εφαίνοντο περιοριζόμενοι εις το να θαμβώνη τας Συριανάς δια της πολυτελείας των εσθήτων της, και να ράπτη εις την άκραν αυτών πολυπληθές επιτελείον θαυμαστών. Eκ τούτων οι μεν επίσημοι ξένοι ήσαν ευτυχώς διαβατικά και κάπως μαδημένα υπό της ηλικίας πτηνά, της δε αυτόχθονος νεολαίας αι αισθηματικαί φράσεις είχαν μεγάλην ομοιότητα με τα ερωτικά δίστιχα, εις τα οποία τυλίγουν οι ζαχαροπλάσται τας καραμέλας. Έπειτα, όση και αν ήτο η μετριοφροσύνη μου, δεν ηδυνάμην να μη έχω πεποίθησίν τινα εις τα ιδικά μου έκτακτα συζυγικά προσόντα, την συγκατάβασιν, την υποκρισίαν, την υπομονήν μου, την αποχήν από πάσαν απαίτησιν και την πρόθυμον πληρωμήν παντός λογαριασμού.
Αληθές είναι, ότι υπέφερα πολύ όταν την έβλεπα να τρίβη τους γυμνούς ώμους της εις τας χρυσάς επωμίδας ναυτικού, ή ν' αποσύρεται εις μίαν γωνίαν και επί πολλήν ώραν να κρυφομιλή όπισθεν του ριπιδίου της, και ακόμη περισσότερον όταν ευθύς μετά την επιστροφήν μας μου έλεγε 'Καλήν νύκτα'. Αλλ' η πείρα με είχε διδάξει να εξετάζω τα πράγματα και υπό τας δύο επόψεις. Η δε άλλη έποψις ήτο ότι, αν εφέρετο καλύτερα μαζί μου, θα την ηγάπων βεβαίως πολύ ολιγώτερον, αφού δια μόνης της δυσπιστίας, της ζηλείας και της ανησυχίας δύναται ο πόθος να διατηρηθή ακμαίος. Η πρώην πεζή γνώμη μου, η περιορίζουσα την ευτυχίαν εις την απαλλαγήν από τοιούτων βασάνων είχε μεταβληθή εξ ολοκλήρου άμα έφθασα να εννοήσω πόσον συντελούσι ταύτα προς κορύφωσιν της ηδυπαθείας. Άδικον λοιπόν και κάπως αχάριστον θα ήτο να παραπονεθώ κατά της γυναικός μου, διότι έπραττεν ακριβώς όσα έπρεπε να πράττη δια να καταστήση γλυκύτερα τα φιλήματά της. Αν είχα καθ' ημέραν σύζυγον δεν θα είχα εκ διαλειμμάτων εκτάκτου ποιότητος ερωμένην.
Ταύτα εσκεπτόμην χλιαράν τινα εσπέραν της Tεσσαρακοστής, καπνίζων μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους μεμψιμοίρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον δια τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας. Αντί να δυσανασχετώ δια ταύτας, ενόμιζα ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη δοξάσω τον Θεόν, αναλογιζόμενος ότι δεν ήμην ακόμη τριάντα ετών, ότι είχα τριάντα χιλιάδας δραχμάς εισόδημα, τριάντα εις το στόμα μου στερεούς οδόντας, στόμαχον στρουθοκαμήλου, γυναίκα ικανήν να ενσαρκώση τα όνειρα Συβαρίτου και μαγείρισσαν την οποίαν θα μ' εζήλευεν ο Ταλλεϋράνδος. Τον βίον μου έβλεπα να εκτείνεται έμπροσθέν μου ως μακράν παράταξιν από καλά δείπνα, διαφανή σύννεφα δαντέλλας, λαμποκοπήματα μαύρων οφθαλμών και παντός χρώματος κανδήλας.
Ηι Συριαναίς...
ΚΛΕΩΝ ΡΑΓΚΑΒΗΣ
ΟΙ ΣΥΡΙΑΝΕΣ
Λευκά κοσμούν την άνοιξη τa βυσσινιά λουλούδια·
τη Σύρα πάντα έμψυχα λουλούδια ωραΐζουν.
Παντού τις βλέπεις ζωηρές σαν νέα πεταλούδια·
καθώς σε νοιώσουν σαν τρελές ευθύς σε τριγυρίζουν,
και είναι όλες νόστιμες,
προ πάντων οι μελαχρινές.
Αχ ψυχή μου, Συριανές.
Τα γαλανά, ή κάστανα ωραία των ματάκια
σαν δόλιοι από παντού λησταί παραφυλάττουν,
γλυκός μαγνήτης σε τραβούν κοράλλινα χειλάκια
κι απ’ την μισήν απόστασιν προθύμως σ’ απαλλάττουν,
και είναι όλες νόστιμες,
προ πάντων οι μελαχρινές.
Αχ ψυχή μου, Συριανές.
Ναι, πλην σε παίρνουν πληρωμή βαριά και τιμημένη.
Οι πονηρές την δύστυχη σε παίρνουνε καρδιά σου,
και σε φωτιές και βάσανα εκείνη η καημένη
πληρώνει και την ηδονή και την κοντή χαρά σου,
μα είναι όλες νόστιμες,
προ πάντων οι μελαχρινές.
Αχ ψυχή μου, Συριανές.
Σειρήνες καστανόφθαλμες, δεν χώριζαν οι άλλες
απ’ την καρδιά το σώμα της οι παλαιές σειρήνες.
Εκείνη με την πήρατε, ανοίξτε τις αγκάλες,
και τούτο πάρτε το φτωχό μαζί καθώς εκείνες.
Σαν είσθε όλες νόστιμες,
προ πάντων οι μελαχρινές.
Αχ, ψυχή μου, Συριανές!
<Κλέων Ραγκαβής, «Ηι Συριαναίς» (ποίημα), Άλγη – Λυριακαί ποιήσεις, Λειψία (1893)
Η Σύρα...
ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΣΤΙΑΣ
Η ΣΥΡΑ
Όταν ο άνθρωπος είναι βαρύθυμος και τα βάσανα του πικραίνουν τη ζωή θέλει με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από τις καθημερινές αλυσίδες πούχει περάσει στα χέρια του η ανάγκη και προσπαθεί να πετάξει με το νου του σε τόπους ήσυχους, όπου ζουν άνθρωποι απλοί, σε μέρη που γνώρισε όταν ήταν παιδί. Παρόμοια ταξίδια είναι πολλές φορές αληθινή λύτρωση και ανάπαυση και ύπνος γλυκός μ’ ελπιδοφόρα όνειρα.
Τέτοια ανάγκη σπρώχνει και μένα να γράψω για τη Σύρα. Δεν αφηγούμαι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ούτε πρόκειται να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σε μέρη αξιοθέατα ή πλούσιες πολιτείες ή σε χώρες παράξενες κι’ εξωτικές. Θα τον ταξιδέψω στη μικρή πατρίδα, στο ήσυχο νησί όπου οι άνθρωποι εδώ, και χρόνια τώρα, δεν γνωρίσανε άλλη χαρά από την ικανοποίηση που μας χαρίζει ο μόχθος που κατανικάει τα μεγάλα φυσικά εμπόδια.
ε θα κουράσω τον αναγνώστη μου σοφίες πολύ ύποπτες, αραδιάζοντας τάχα γνώσεις ιστορικές, για την αρχαία ιστορία του νησιού, από την εποχή του Ομήρου κι’ ακόμα πριν. Πιστεύω —αφού το λένε οι ιστορικοί— πως η Σύρα στα προχριστιανικά χρόνια θα είχε κάποτε και βασιλέα και θέατρο και βουλευτήριο και το φιλόσοφο το Φερεκύδη και ένα ηλιοτρόπιο. Αυτά όμως δεν μπορεί νάχουν καμιά σημασία για μας. Ούτε όλοι μαζί κάνουν το θησαυρό που κεντά τη φαντασία μας και κάνει την ψυχή μας να φτερουγίζει προ τα εκεί. Η απλότητα, η ταπεινή ζωή και οι απλές συνήθειες που έμπασε στο νησί η χριστιανοσύνη κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και επίμονα κατόπιν καλλιέργησαν αφοσιωμένοι ιερωμένοι καθ’ όλο το μεσαίωνα και ως τα νεώτερα και τα τωρινά χρόνια είναι ότι εδημιούργησε σ’ αυτό το νησί την ατμόσφαιρα της αρετής που και σήμερα ακόμη την αισθάνεται κανείς αν θελήσει να προσέξει τη ζωή στην Απάνω χώρα και στα χωριά. Δεν λέω πως οι άνθρωποι εκεί είναι ενάρετοι και η κακία δεν βρίσκει μέρη και άσυλα να θρονιαστεί. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θάταν παραδοξολόγημα, αλλά λέω πως είχε τόσο οργανωθεί η χριστιανική ζωή ώστε το κακό να φαντάζει πιο ζωηρά, η αντίθεση καλού και κακού νάναι πιο έντονη και να διακρίνεται χωρίς φόβο να μπερδευτεί κανείς, σαν το άσπρο με το μαύρο.
Η Σύρα είναι πολυβασανισμένος τόπος και οι άνθρωποι πάλεψαν πολύ για να κάνουν γόνιμη τη γη του νησιού. Πέτρα πολλή και κοιτάσματα μεταλλικά δεν βοηθούσαν τους φτωχούς καλλιεργητές. Μα κι αυτοί δεν άφησαν γωνιά που να μη τη σκαλίσουν. Βρήκαν τρόπο ν’ αναζητήσουν δίκαιη γη και πάνω στα βουνά. Στον Πύργο, στο Σύριγγα με τ’ αθάνατο νερό, στο Βόλακα, στο Πισκοπειό, στην Κυπερούσα. Και δεν τους έλλειψε η υπομονή. Τα εμπόδια τους είχαν διδάξει, τους είχαν κάνει πολυπείρους. Ο μπάρμπα Γιωργάλας, ένας παλαϊκός πατριαρχικός τύπος στα Τελιού, ένα παραλιακό χωριό, καθισμένος στο ποτιστικό του και κάτω από την κρεβατίνα που ζύγιαζε πάνω στα κεφάλια μας τα τσαμπιά τα σταφύλια, τα ξυλομαχαιρούδια, μαύρα και ζουμερά, μου ξηγούσε πως δοκιμάζανε τη γη. Σκάβανε λίγο και βγάζανε το χώμα κι έπειτα το ξανάβαζαν στο τόπο του. Κι αν γιόμιζε ο λάκκος και περίσσευε χώμα το χωράφι ήταν αγαθό, αν όμως δεν γιόμιζε ο λάκκος η γη ήταν αχαμνή.
Και στο λόφο που έχτισαν τη χώρα τους και σ’ αυτόν ακόμα βρήκαν τρόπο να σκάψουν, ν’ αναζητήσουν, να φυτέψουν. Δεν τους έφτανε η θέα που από το ψήλωμά τους αγνάντευαν μακριά τη θάλασσα κι έβλεπαν ολοκάθαρα τη Δήλο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Νάξο, αλλά ήθελαν κάτω στα πόδια του ολόασπρου λόφου τους να στρώνουν οι λαχανόκηποι πράσινο χαλί.
Υπάρχει μια παράδοση που λέει πως η Σύρα ήταν εύφορη, με καλή και άφθονη βοσκή, με πολλά και θρεμμένα πρόβατα, γλυκό κρασί και καλό σιτάρι. Οι άνθρωποί της δεν γνώριζαν αρρώστιες αλλά γερνούσαν και χωρίς πόνους και βάσανα εύρισκαν ήρεμο και γλυκό θάνατο.
Κανείς δεν είναι σίγουρος αν η παράδοση αυτή είναι σωστή. Ούτε όμως μπορούμε να τη θεωρήσουμε ψεύτικη επειδή η γη του νησιού δεν παρουσιάζει σήμερα τέτοιο πλούτο. Το νησί πέρασε κι αυτό τα βάσανά του. Οι μεγάλοι σεισμοί του 4ου αιώνος μ.Χ. και ο λοιμός την εποχή του Ιουστινιανού άλλαξαν τη σύνθεση της γης του και σκόρπιζαν τους ανθρώπους του. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι φτωχοί νησιώτες κάθε λίγο και λιγάκι είχαν τους πειρατικούς στόλους στο κεφάλι τους που τους αφάνιζαν σε τέτοιο βαθμό, που για καιρό ξεφτούσε όλος ο ρυθμός της ήσυχης ζωής τους.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως ποτές δεν τους απόλειψε η πίστη και η ελπίδα. Από το τίποτα σχεδόν έχτισαν τα χωριά τους: Τη Βάρη, το Μάνα, τα Χρούσα, την Παρακοπή, τη Ντελαγράτσια, το Κίνι, το Γαλισσά κι άλλα πολλά. Και δεν άφησαν κορφή βουνού και λόφου που πάνω της να μην στήσουν ένα βωμό ευχαριστίας στο Θεό. Μικρά εξωκκλήσια άσπρα σαν περιστέρια, επάνω σε φαλακρές κορφές και στις ρεματιές και στους κάμπους. Πίστη και δουλειά, εκκλησιά και χωράφι ήταν η παλιά Σύρα.
Ταξίδεψα σε πολλά μέρη και εγνώρισα γεωργούς και ποιμένες και τους κουβέντιασα για να μάθω τις συνήθειές τους και να δω τη μάθησή τους στα γεωργικά, μα λιγοστοί φανέρωσαν πως ήξεραν τόσο βαθειά να κυβερνήσουν τη γη τους όσο οι Συριανοί. Κατέχουν τα μυστικά της γης τους και ξέρουν πώς να σπέρνουν τα χορταρικά και τα γεννήματα, πώς να κεντρώνουν τα δένδρα και τα κλήματα, πώς να κυβερνούν τους καρπούς και τα κρασιά για να μην αφανίζονται, πόσο παχιά και υγρή πρέπει νάναι η γη για το σιτάρι και πόσο δεύτερη για το κριθάρι. Ρεγουλάριζαν το νερό για τα όσπρια με μαγκανοπήγαδα που τα γύριζε ένα γαϊδούρι όλο υπομονή και καρτερία. Στα ξερά μέρη φύτεψαν συκιές που έχουν γεμίσει όλο το νησί πολλών λογιών σύκα: Τα γλυκομάρωνα, που ξηραίνονται στον ήλιο και ψήνουνται στους φούρνους, τα ξυνομάρωνα, πούναι γλυκά σαν το καθάριο μέλι, οι αμπουρκούνες, σύκα προφαντά και θρεμμένα, τα λουμπάρδικα, μαύρα απόξω και κόκκινα σαν αιμοστάτες από μέσα και στο στόμα ζάχαρη. Και τα άσπρα και τα μαύρα σύκα είναι γλυκά και θρεφτικά. Και οι ελιές δεν απολείπουν από το νησί. Ο Τουρνεφώρ μιλάει για παλιά ελαιοτριβεία στον Κοϊμό και στο Γύρι. Κι αν σήμερα οι ελιές είναι λιγοστές και δεν μπορεί να γίνει παραβολή με την Μιτυλήνη, την Κρήτη, τα Εφτάνησα, τη Μεσσηνία και τα Σάλωνα όμως ο τρόπος που έχουν οι Συριανές να φτιάνουν τις ελιές τσακιστές και κολυμπάδες μοσκομυρουδάτες με το μάραθο, δείχνουν παλιά μαστοριά που δεν βγαίνει παρά από αφθονία καρπών. Γιατί οι παληοί χρονογράφοι και ταξιδιώτες μιλάνε και για πολλά σταφύλια. Κι αυτά είναι λιγοστά σήμερα. Το τραγούδι όμως το λέει ολοκάθαρα.
Να ’χα νερό του Σύριγγα, σταφύλι από τα Χρούσα
κι ένα κλωνί βασιλικό από την Κυπερούσα.
Όσο για τα ζαρζαβατικά αυτά είναι καθαρό πλούτος του νησιού. Τα προφαντά ζαρζαβατικά της Σύρας γεμίζουν τις ελληνικές αγορές.
Την πρόωρη βλάστηση τη χρωστά στη γη. Όσο για το κυνήγι της, που απαθανάτισε ο μακαρίτης Ορφανίδης στο Τίρι-Λίρι, αυτό έρχεται με τους αγέρηδες που φυσούν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο άφθονο και ζηλευτό. Από το βοριά δε φοβάται η Σύρα. Ο νοτιάς όμως τη χτυπά κατάφατσα και αχρηστεύει το λιμάνι της.
Αν θες να γνωρίσεις το Συριανό φύγε από την Ερμούπολη κι ανέβα στη Χώρα ή έβγα στο χωριό. Απάντησα γέρους φαμελίτες ενενηντάρηδες γερά κόκαλα. Τους γέρους αυτούς, αν και αδύνατους πια για δουλειά, τους είδα ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά, να σταματούν στα καντούνια για να πάρουν την ανάσα τους και πάλι να σέρνουν το βήμα τους ως τον Άη Γιώργη ή ως την Παναγία τους Καρμήλου, στο παλιό μοναστήρι των Ιησουϊτών, ή ως τον Άη Γιάννη στο μοναστήρι των Καπουτσίνων που είναι ακόμα πιο παλιό. Και πίσω τους είδα τις γριές σκυφτές και μαυρομαντηλούσες καθημερινή και σκόλη να μπαίνουν στην εκκλησιά να πουν ένα ροδάριο.
Το μάτι μου ποτέ δε στάθηκε στον πολιτισμένο τόνο που παρουσιάζει η ζωή στην Ερμούπολη με τις πλατείες της, τα καφενεία της, τη λέσχη της, τα μαγαζιά της, τις φάμπρικές της. Οι ταβέρνες της μόνο δίνουν ένα τόνο γραφικό στη ζωή της, που δεν έχει κανένα άλλο δικό της χρώμα. Μόλις όμως ξεπέρναγα το Παυσίλυπο κι αντίκριζα τα σκαλιά άσπρα και γραφικά, αναθυμόμουν την παλιά σκάλα του Ιακώβ κι ένοιωθα πως γλιστρούσα από την πεζότητα και περνούσα σε μια ζωή απλή, με νόημα βαθύ. Ένοιωθα μέσα στο μοναστήρι των Ιησουϊτών ή των Καπουτσίνων το λεπτό άρωμα της πίστης που θερμαίνει το λευκό βράχο. Στη Σύρα υπάρχει αληθινή θρησκευτική ζωή και κάθε φαμίλια έχει βοηθήσει με τα μέσα της και τον τρόπο της σ’ αυτό το κατόρθωμα, το άξιο ιερατείο της.
Αν είναι όμως δουλευτάδες και θρήσκοι οι Συριανοί δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο γλεντζέδες και μερακλήδες στον έρωτα, στο κρασί και στον καπνό. Λίγοι άνθρωποι τόσο εύθυμα τραγούδησαν τον έρωτα όσο οι γέροι Συριανοί στα γλέντια τους. Πρόχειρα αυτοσχέδια δίστιχα ερωτικά και παινετικά τραγουδιούνται στις κοπέλες και στα ζευγάρια που κι αυτά απαντούν με το ν ίδιο τρόπο. Πλούσιες ηχηρές ρίμες θησαυροί λέξεις με κάποτε τις συλλαβές του ενός στίχου περισσότερες ή λιγότερες. Οι φανατικοί δασκάλοι του μέτρου ας συχωρέσουν τους απλούς αυτούς ανθρώπους.
Στου Σεβαστιά τ’ ανήφορο θα στήσω καλτερήμι
Για να περνούν οι λεύτερες να κάνουνε σεήρι.
Και βλέπεις τους νιούς, φραγκοραφτάδες ή τυπογράφους —αυτές οι δυο τέχνες είναι οι πιο διαδομένες στην απάνω Χώρα— τα βράδια που σχολνάνε με το βασιλικό στο χέρι να καρτερούν τις όμορφες κοπέλες στα καντούνια να τις κρυφοκουβεντιάσουν, να τους χαρίσουν το βασιλικό να τις ορκίσουν στην αγάπη τους. Κι ύστερα η παντρειά, η νόμιμη παντρειά μπρος στον παπά που ευλογά την ένωσή τους και το σπιτικό τους. Από τότες αρχίζει το νοικοκυριό, που σε παλιότερα χρόνια ήταν πιο πλούσιο και πατριαρχικό.
Το σιτάρι που το άλεθαν οι ανεμόμυλοι με τα οχτώ πανιά —λείψανα αυτών των μύλων βλέπομε και σήμερα στα Βαπόρια και στο βουνό της Αγιαπαρασκευής— γινόταν γλυκό και νόστιμο ψωμί. Τόψηναν οι φούρνοι των σπιτιών. Τα χωρικά σπίτια έχουν και σήμερα τέτοιους φούρνους. Κι οι σοδιές ήταν πλούσιες, το λάδι και το κρασί δεν απόλειπε, ούτε τα χοιρινά τα σύγλινα, οι κοπανιστές κι οι φημισμένες οι λούζες και τα συριανά λουκάνικα.
Είπα πάρα πάνω πως το νησί είναι πολυβασανισμένο. Δεν είπα ψέμματα. Αν οι Συριανοί δεν είχαν τόση πίστη στο Θεό και τόση αγάπη στο νησί τους θάχαν φύγει, θάχαν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ανέμου εδώ και πολλούς αιώνες. Η ζωή τους κατά τον μεσαίωνα ήταν ένας αδιάκοπος πόλεμος με τους πειρατές. Και οι Τούρκοι δεν τους άφησαν ήσυχους. Πολύ πριν από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος Σύρου Ανδρέας Κάργας και ο εφημέριος Μιχαήλ κρεμάστηκαν στα 1617 στο κατάρτι της Τούρκικης Φρεγάδας ως εχθροί του Σουλτάνου.
Είπα στην αρχή πως δεν αφηγούμαι εντυπώσεις ταξιδιωτικές ούτε πρόκειται να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σε μέρη αξιοθέατα ή πλούσιες πολιτείες ή σε χώρες παράξενες κι εξωτικές. Πρέπει σ’ αυτά να προσθέσω πως διόλου δεν είναι σκοπός μου να του γνωρίσω τη σύγχρονη όψη των πραγμάτων και να του πω ξερά και ανούσια πράματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το ταξίδι της ψυχής μου. Είναι δικαίωμά μου στα τέτοια πετάγματα του νου, να σταματήσω όπου βρίσκω τη χαρά, σε χωριά ή σε καλύβες, σ’ εκκλησιές ή μοναστήρια, σε καντούνια φτωχικά, στους αγριόσκινους ή τις αλυγαριές κι όχι στα χρυσάνθημα των περιβολιών, ή στα θαύματα της βιομηχανίας και τους θησαυρούς της κοσμικής ζωής. Δικό μου έργο δεν είναι αυτό. Αποζητώ την ψυχή των πραγμάτων και δεν νοιάζομαι για πράγματα αυτά καθ’ εαυτά όσο νοιάζομαι για τα βαθύτερα νοήματα που συμβολίζουν. Κι η Σύρα που είδα κι έζησα είναι ένα κομμάτι από τα λιγοστά στο Αρχιπέλαγος που με την απλή ζωή και την αρετή, φανέρωσε μια ψυχή, μια πνευματικότητα στο πέρασμα των αιώνων. Τί σχέση έχει αν αυτά είναι άγνωστα στους πολλούς ή και σε όλους, ή αν είναι χαμένα για τα μάτια των βιαστικών και των προκατειλημμένων. Φτάνει που για άλλους —αδιάφορο λίγους ή πολλούς— θα σταθούν καταφύγιο, θα σταθούν πράσινες ολόδροσες οάσεις που σ’ αυτές θα τρέξουν για να γλυτώσουν την ψυχή τους που από ώρα σε ώρα κινδυνεύει να χαθεί. Έτσι ένα πρωινό στα χαράματα μόλις ξεμπαρκάρισα πριν πάω στο σπίτι μου, τρεχάτος ανέβηκα τα λευκά σκαλιά της χώρας και ξημερώματα μπήκα στον Άη Γιάννη του μοναστηριού των Καπουτσίνων και τράβηξαν σε μια γωνιά γνώριμη κι αγαπητή. Ο πατέρας Τιμόθεος έλεγε την πρώτη λειτουργία και γονατιστοί άκουγαν, την πρωινή εκείνην ώρα, τη θεία προσευχή γέροι και νέοι, γριές και κορίτσια, νοικοκυρές και δουλευτάδες και μικρά παιδιά που βοηθούσαν το λειτουργό. Πρωί ακόμα ξεκίνησα να κατέβω από τη μεριά του Σαμπαστιά προς το σπίτι μου και κάθε καντούνι και κάθε εκκλησιά και κάθε χτύπος καμπαναριού μου ιστορούσαν μια ιστορία απλή σαν παραμύθι κι όμορφη σαν τραγούδι που μου ησύχαζε κάθε τρικυμία της ψυχής και κάθε πονηριά του νου.
Μια Συριανοπούλα, ποτίζοντας τα βασιλικά της και τα γαρούφαλα, τραγούδαγε αγναντεύοντας στην κορφή τη λευκή εκκλησιά τ’ Άη Γιωργιού:
Άγιε μου Γιώργη Συριανέ μην κάνεις άδικο σε με.
Κωστής Μπαστιάς, «Η Σύρα», περ. Ελληνικά Γράμματα, τ. 41, 15.2.1929.
Οι βραδυνές καμπάνες...
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
[…] Φτιάχνονται οι χαραχτήρες των ανθρώπων κι από τον τόπο όπου αρχινούν τα χρόνια τους. Παίρνουν πολλά απ’ τα ήθη του, απ’ όσα εκεί βρίσκουν κι όσα γίνονται. Γιατί κι η οικογένεια που πλάθει το παιδί με ιδέες κι αισθήματα πορεύεται κι αυτή κατά πως της ορίζουν οι συνθήκες κι οι ανάγκες μες στον τόπο της· κατά πώς της το θέλει η κοινωνία του με νόμους, με συνήθειες, με κρίσεις… Κι αν βγαίνουν κάποιοι απείθαρχοι που αρνούνται να προσαρμοστούν σε όσα ορίζει ο τόπος και σηκώνουν παντιέρα άλλης ζωής, πρωτότυπης, δικής τους, πάλι κι αυτοί την ανταρσία τους την κάνουν σε όσα βρήκαν, πάλι κι αυτοί το χαραχτήρα τους τον φτιάχνουν με πράματα του τόπου τους.
Σαν αρχινάς λοιπόν να ιστορείς πώς τράβηξε η ζωή κάποιων ανθρώπων απ’ τα χλωρά τους χρόνια, πρέπει πρώτα για να τους δεις σωστά να ξεφυλλίσεις τα κατάστιχα του τόπου τους, να μπεις και στον περίγυρο του κόσμου τους.
Έτσι έρχεται τώρα ο λόγος για τη Σύρα των τεσσάρων παιδιών —του Άγγελου, του Γιωργή, του Σήφη, του Μαθιού— που προχωρούσαν φίλοι, συντροφιά, να μπουν στην εφηβεία, κι από κει να βγουν στο μέγα πλάτεμα που είναι όλο σταυροδρόμια, στον ξανοιγμένο κόσμο. Μπορεί πολλά της να ’χουν ειπωθεί, να ’χουν γραφεί. Όμως μπορεί και τα ίδια με αυτά που συνταιριάζονται να δείξουν πάλι φρέσκα, να πέσουν σάμπως φύλλα, σε μια νεροσυρμή που παίρνει κι άλλα. Εκείνος που θα διαβάσει, θε να κρίνει…
Το νησί στη μέση των Κυκλάδων, κέντρο κύκλου που τον κυκλώνουν κι άλλοι· όλο το Αιγαίο πέλαγος, η Ελλάδα. Από τη μια μπάντα ο σθεναρός κορμός της, από την άλλη η Μικρασία, πανάρχαιη ελληνική με όνειρα τότε λευτεριάς. Πάνω η Μακεδονία, η Ρωμυλία, η Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, πιο μέσα κατά τη Μαύρη Θάλασσα και πέρα ως τον Καύκασο άλλοι Έλληνες. Κάτω η Κρήτη, οι πελαγίσιοι δρόμοι για την Κύπρο, την Αίγυπτο κι αλλού… Σε σταυροδρόμι καραβιών που πάνε και που φέρνουν την Ελλάδα. Γίνηκε γρήγορα, απ’ τη θέση της, καρδιά. Καρδιά του νέου κράτους που φτιαχνόταν ύστερα από τη λευτεριά της Επανάστασης. Ζωντάνεψε απ’ την κίνηση του λιμανιού της, άρχισε αλισβερίσι μερκαντίλικο, δεχόταν ξένους που έφερναν ιδέες κι άνοιγαν μαγαζιά, νέες δουλειές. Ψυχώθηκε, σαρκώθηκε ζωή. Και το ένα έφερνε το άλλο. Το αλισβερίσι προκοπή, τα μαγαζιά πελάτες κι απ’ τα άλλα Κυκλαδόνησα, τα πλοία με τις ανάγκες τους καρνάγια, ταρσανάδες. Όλα μαζί φτουρούσαν τη ζωή σαν το ζυμάρι που το φουσκώνει η ζέστα πριν το ψήσιμο. Και μοναχά της έλειπε για να προκόψει πιότερο ακόμα ο κόσμος ο πολύς, το ανθρωπομάνι που αυγατίζει τις δουλειές κι αφήνει κέρδη. Οι ντόπιοι λιγοστοί δεν έφταναν για να γεμίσουν τ’ ανοίγματα που γίνονταν. Κι οι πιο πολλοί τους άσχετοι με τούτα. Ξωμάχοι, δουλευτάρηδες της γης, συνηθισμένοι ν’ αγκομαχούν σε δύσκολα χωράφια και να ’χουν την ελπίδα στ’ αμπέλια, στα μελίσσια και στον καρπό των μυγδαλιών. Μα εκεί που βγαίναν μαύροι οιωνοί ότι το πιο μεγάλο θάμα της ανάπτυξης που πήγαινε να γίνει θα έσβηνε πριν την ώρα του, άρχισαν να μαζεύονται ξενοτοπίτες στο νησί, κόσμος πολύς. Πρώτα πρόσφυγες ρημαγμένοι από τη Χίο, που γλύτωσαν απ’ τις σφαγές των Τούρκων και θάρρεψαν ότι εδώ, που είχαν περάσει οι Καθολικοί κι ο Πάπας έριχνε τη φροντίδα του, θα ήταν πιο φυλαγμένοι να μην πέσουν σε άλλους κατατρεγμούς. Πέντε χιλιάδες τούτοι μαζεμένοι. Από κοντά τους και τρεις χιλιάδες Ψαριανοί, της συμφοράς κι αυτοί, αφανισμένοι απ’ το κατακαμένο νησί τους. Πού να ιστορείς τα πάθη τους… Είναι βιβλία ολόκληρα κατάστιχα. Τώρα έχει σημασία πως όλοι αυτοί, έτσι που βγήκαν απ’ τα σακατεμένα τους πλεούμενα άκληροι, απελπισμένοι και ικέτες, φανήκαν από την πρώτη ώρα πρόθυμοι να δουλέψουν, να μοχθήσουν, γιατί έτσι μονάχα θα επιζούσαν. Και ρίχτηκαν με ζήλο σε ό,τι βρίσκαν κι έπαιρναν την ελπίδα από τούτο πως αρχινά η ζωή τους μ’ ένα σπόρο. Ήτανε τόση η θέλησή τους να φτιαχτούν, που, άμα τους κοίταζες πάνω στην προκοπή τους, τους έβλεπες ξανά σαν τότες που ριχνόντουσαν στη θάλασσα για να πιαστούν στα πλοία του λυτρωμού τους. Τούτοι με τον αγώνα τους σήκωσαν πάρα πάνω την άνθηση της Σύρας. Με την πείρα της ρημαγμένης προσφυγιάς έκαναν τη δεκάρα τους κομπόδεμα κι από αυτό δα το λίγο έριξαν τα θεμέλια κι έχτισαν σπίτια και μαγαζιά. Κατέβασαν ιδέες για δουλειές. Άνοιξαν μικροφάμπρικες, κλωστήρια, υφαντουργεία, και πέρα από τν πόλη τα ταμπάκια, που, άμα περνούσες από κει, σε χτύπαγε η μυρωδιά των δουλεμένων τομαριών, μα τη συχώραγες. Άνοιξαν και πρακτορεία διάφορα για τα ταξίδια πλοίων, για ασφάλειες, γραφεία που αντιπροσώπευαν επιχειρήσεις ξένες. Γίνηκαν ντόπιοι-πρόσφυγες όλοι μαζί ένας κόσμος, κατέβασαν την πόλη και την άπλωσαν γύρω από το λιμάνι, αφού τώρα χανόταν ο φόβος των κουρσάρων που την κούρνιαζε ψηλά πάνω στους λόφους. Την έκαναν κέντρο οικονομικό, του εμπορίου, για όλη την Ελλάδα που μεγάλωνε. Βρήκαν και τ’ όνομά της, που της ταίριαζε. Ερμούπολη. Τι, αν ήταν η Αθήνα αφιερωμένη στη χάρη της σοφής Θεάς, η πολιτεία τους, έτσι που γνώριζε ακμή με τα εμπόρια, έπρεπε να τιμάει τον προστάτη της Ερμή. Κι ως τούτος να το χάρηκε και να την ευλογούσε πιο πολύ, της έφερε και τράπεζες που άνοιξαν παραρτήματα και προξενεία πολλών χωρών για δίκοπα συμφέροντα. Τότε πήραν να φθάνουν κι Έλληνες απ’ τη Σμύρνη κι απ’ την Κωνσταντινούπολη, σαν να προαισθανόντουσαν ότι έτσι που άνοιγε πανιά κι αρμένιζε η Ελλάδα για το μεγάλωμά της, θα έφτανε ημέρα, γρήγορα ή αργά, που θα ξεσπούσε μίσος των Τούρκων για τους Έλληνες σε όλη τη Μικρασία. Το πρόβλεπαν. Και σήκωναν νοικοκυριά και βιός και τα έφερναν στη Σύρα. Και ήθη ακόμα. Άρχισε η εκτίμηση της ομορφιάς, της ανοιχτής ζωής, της αρχοντιάς. Χτίστηκαν σπίτια μέγαρα με δυο και τρία πατώματα, με μαρμαρένια φρούσια και μαντώματα και κάγκελα που το χυτό μαντέμι τα κεντούσε. Μέσα τους τα ταβάνια τα στόλιζαν ζωγράφοι, γυψαδόροι, τις σκάλες και τις πόρτες τους τεχνίτες, κι από μακριά φερμένοι. Και γιόμιζαν οι κάμαρες μ’ έπιπλα ακριβά, χρυσούς καθρέφτες, κρεμαστές λάμπες από οπαλίνα ή φαρφουρί, όμορφα βάζα και διαλεχτά σερβίτσια με σφραγίδες. Βγήκε ο πλούτος κι έξω από τα σπίτια. Στα μόνιππα που στένευαν τους δρόμους, με άλογα και στολίσματα να λάμπουν απ’ την πάστρα, στα ντυσίματα, σύμφωνα με τη μόδα της Ευρώπης, στις λέσχες με τη διάχυτη αρχοντιά και μες στο θέατρο όταν ερχόταν θίασος. Μα πιο πολύ ακόμα έδειχνε ο πλούτος στις εκκλησιές που χτίζονταν. Περίλαμπρες, μεγάλες με βαριά πελεκητά αγκωνάρια και σμιλεμένα τέμπλα. Μέσα, το κάθε τι τέχνη πολύτιμη. Εικόνες, πολυέλαιοι, καντήλια, ακόμα και τα κιλίμια κάτω. Όλα χυμένος πλούτος…
Αλλά καθώς δεν είναι πουθενά να υπάρχει μονάχα η απάνω τάξη, έτσι και στην Ερμούπολη είχε η κοινωνία σκαλοπάτια. Την αριστοκρατία της, που φτιάχτηκε απ’ το χρήμα και συνάχτηκε με τ’ αρχοντόσπιτά της πάνω στην εμπατή των καραβιών για να τα πρωτοβλέπουν όσοι έρχονταν, και τους φτωχούς, τους άκληρους, στη δούλεψη των άλλων. Και θα έλεγες πως ήταν ίσο μοίρασμα, σαν να ήταν κάθε τάξη και πλατύσκαλο. Όσο για την παρέα των παιδιών, πατούσε και στα τρία σκαλοπάτια. Ο Άγγελος κι ο Γιωργής ξαδέρφια —δίδυμες οι μητέρες τους—, μεγάλωναν μέσα σε καλοπέραση. Αρχοντικά τα σπίτια τους στη συνοικία των πλούσιων. Οι πατέρες τους, γνωστοί στους πλοιοκτήτες, κρατούσαν το εμπόριο στα χέρια τους. Ο τρίτος, ο Μαθιός, έβγαινε από πιο κάτω, όπου οι οικογένειες πάνε ίσα βάρκα ίσα γιαλό, χωρίς περίσσια πράματα, αλλά και χωρίς στέρηση. Ο πατέρας του είχε έρθει ορφανεμένο προσφυγόπουλο απ’ τις σφαγές της Χίου, έρημο, τρομαγμένο και πάλεψε να στυλωθεί. Όπου μπορούσε δούλευε. Μάζεψε συρμαγιά κι άνοιξε μαγαζί στην αγορά, κεράδικο. Κι απέ, μικρός προχώρησε, έφτιαξε οικογένεια. Πρώτο παιδί ο Μαθιός. Κι ο τέταρτος της συντροφιάς, ο Σήφης, πρώτος κι αυτός. Και μόνος. Παιδί της φτώχειας και της μισής ορφάνιας. Η μάνα του από μακριά φερμένη, σάμπως να μη θυμόταν από πού, δούλευε μεροδούλι μεροφάι. Ξενόπλενε. Μούσκευε ολημερίς στις αλισίβες. Κι ως να της ήταν κούραση πιο βαριά οι θύμησές της δεν μίλαγε για τον νεκρό πατέρα, που το παιδί δεν γνώρισε. Τον άφηνε να χάνεται μέσα σε περασμένη καταιγίδα. Κι ανάσταινε μονάχη της τον Σήφη.
Η παιδική αθωότητα δεν βλέπει και δεν θέλει τον κόσμο μοιρασμένο. Τα παιδιά δεν λογαριάζουν φράχτες σαν τραβούν για τις ωραίες φιλίες τους. Τους φτάνει να ταιριάζουν στα παιχνίδια και σε όσα ψάχνουν για να προχωρούν το πλάτεμα του κόσμου και να μπαίνουν μες στο μυστήριό του. Έτσι κι αυτά τα τέσσερα παιδιά που η συγγένεια, η γειτονιά κι η τύχη τα συνάντησαν, έδειχναν τόσο πολύ να συμφωνούν σε όλα, που δέθηκαν σφιχτά σάμπως αδέρφια. Χαίρονταν τη φιλία τους. Μάταια, στην αρχή, του Γιωργή η μητέρα που περηφανευότανε πολύ γιατί ο σύζυγός της ήταν πρόξενος, του έκανε παρατήρηση. «Τί πράματα είναι αυτά; Εσύ κι ο Άγγελος να κάνετε παρέα με το παιδί της πλύστρας…». Ούτε αυτός ούτε κι ο ξάδερφός του λογάριασαν τα λόγια της. Έδειξαν πως ο φίλος τους άξιζε την αγάπη τους και πως δεν θα δεχόντουσαν με τίποτα να τον απαρνηθούν. Γιατί κι αν ήταν και φτωχός, ήταν παιδί με κρίση και φιλότιμο. Κι άσε που σε ό,τι διάλεγαν έμπαινε τούτος πρώτος. Έτσι έσμιγαν στο σχολειό και στο ξεφάντωμα. Μαζί μια συντροφιά, πότε να παίζουν μες στις γειτονιές, πότε να γυροφέρνουν στο λιμάνι, για να μαζεύουν, από βαπόρια που έμπαιναν, μάθηση άλλου κόσμου, ή να χάνονται ως τα σούρουπα σ’ έρημα ράχτα του νησιού και σε πλαγιές απόμακρες. Είχαν πολλά να λένε. Ό,τι και να γινόταν στο νησί το έφερναν στην κουβέντα τους. Κάμποσα τα μεγάλωναν, καθώς δεν είχαν πείρα ούτε και κρίση. Και τούτα τους θαμπώναν και τους σάστιζαν. Τους έβαζαν στον πειρασμό να τα ζυγώσουν κι αν είχαν και μυστήριο, να μπουν μέσα σ’ αυτό να το γνωρίσουν. Έτσι τους τράβηξε από την αρχή κι η υπόθεση του Θεόφιλου Καΐρη. Τα σχόλια που γίνονταν κι εδώ για τις θεωρίες του κι άναβαν συζητήσεις στις βεγγέρες και μες στα καφενεία. Τί ήταν αλήθεια τούτος; Άθεος ή σοφός, που με τη γνώση του άγγιζε την αλήθεια του Θεού; Για αγάπη, για πλησίασμα; Ή για να τον κρατάς παράμερα απ’ τον κόσμο, για προφύλαξη; Και ποιος μπορούσε να τον κρίνει σωστά, δίκαια, έτσι που η φήμη φτούριζε το θεϊκό του κήρυγμα και του άλλαζε το νόημα; Έμπαιναν τα παιδιά σε απορίες. Κι όπως σε κάθε εποχή τα βιαστικά παιδιά θέλουν να δρασκελούν στη νέα που έρχεται, έτσι κι αυτά τα τέσσερα ζητούσαν, περνώντας απ’ το θόρυβο που σήκωνε ο Καΐρης να βρεθούν χρόνια, ζαμάνια πιο μπροστά, στο πνεύμα του άλλου αιώνα. Γι’ αυτό όταν ακούστηκε ότι θα δικαζότανε στη Σύρα, το λογαριάσαν τύχη τους. Θα ήταν κοντά στο γεγονός, μέσα στην άψα του, θα έβλεπαν ίσως, θ’ άκουγαν σωστά. Κι από την ώρα που έφτασε θέλησαν να τον δουν. Βρέθηκαν στο μουράγιο όπου τον κατεβάζανε δεμένο. Κι ύστερα έξω απ’ το δικαστήριο, κι αυτά μέσα στον κόσμο που τον έβριζε και τον εβλαστημούσε. Μα σαστισμένα και βουβά, γιατί τους φάνηκε με την πυκνή γενειάδα του και τα χυτά μαλλιά του βιβλικός, θαρρείς κι αυτός προφήτης ή και πρόδρομος. Κι η αδιάκριτη γυναίκα, που τον ακολουθούσε και που τον συμπαράστεκε στη μοίρα του, και τούτη σεβαστή στην καρτερία της και στη βουβή της φρόνηση. Ήθελαν τν ελπίδα πως η δίκη του θα πήγαινε καλά. Ήθελαν να βγει αθώος, χωρίς να μπορούν να πουν το λόγο. Όχι από κρίση το ήθελαν —τ’ άγουρα χρόνια, τα χλωρά δεν έχουν κρίση—, μα από ένστιχτο το ήθελαν· από τη χάρη που δίνει η αθωότητα στα πλάσματα ν’ αγγίζουν την αλήθεια της ζωής. Μα πικραθήκαν. το δικαστήριο του όρισε φυλακή, τον καταδίκασε. Κι ο κόσμος έξω σύμφωνος, αλάλαζε. Μπολιάστηκε το πάθος. Φούντωσε η Σύρα έχθρα. Φανατίστηκε. Σφάλισε αυτιά και μάτια. Δεν είδε και δεν άκουσε τίποτ’ απ’ την ψυχή του. Ούτε για όσα περνούσε μέσα στο υγρό κελί του, όπου σε νύχτα αχάραγη αρρώσταινε. Αγνόησαν πως πέθανε. Και βγήκε μόνο έγνοια για να χωθεί στο χώμα σιωπηλά, καθώς ψοφίμι ζώου, χωρίς ψάλσιμο. Κι απέ την άλλη νύχτα, βγήκε η έγνοια του φανατισμού μη και μολύνει τούτο τη γη που τον εμούλωξε.
Μα να που, πριν περάσει μια εβδομάδα, ο Άρειος Πάγος στην Αθήνα έβγαλε άλλη απόφαση. Έριχνε αυτή τη σκοτεινή της καταδίκης του και τον αθώωνε.
Έφτασε η αναίρεση στη Σύρα. Κι ήταν κιόλας αργά. Αργά και για τον κόσμο τον πολύ που είχε ριχτεί σε άλλα κι άλλα τον έπαιρνε η ζωή να συλλογιέται. Μονάχα λιγοστοί ένιωσαν στην ψυχή τους ένα δάγκωμα. Και την αρχή κάποιας ντροπής. Και τότε ήταν που η παρέα των παιδιών ξανάφερε το θέμα στις κουβέντες τους.
—Ήταν αθώος, λοιπόν.
—Όμως τον πέθαναν.
—Και του έχωσαν στο λάκκο του ασβέστη…
Με τους συλλογισμούς έβγαζαν συμπεράσματα. Και τότες μέσα τους νωρίς βλαστάρησε ο σπόρος που τους έσπειρε η αδερφή του αθώου. Το αίσθημα της ευθύνης. Μικρούλι ακόμα, φυλλαράκι σε παιδιακίσια ανεμελιά, όμως βλαστάρησε…
Βιάστηκε ο κόσμος του νησιού να κλείσει την υπόθεση Καΐρη γιατί η καινούργια απόφαση που ήρθε απ’ την Αθήνα του έβγαζε την ντροπή της ενοχής. Την πέταξε απ’ τα στόματα και δεν τη συζητούσε πουθενά, κι είχε μονάχα έγνοια ανομολόγητη να ξεχαστεί το θέμα όσο πιο γρήγορα, να πάψει να υπάρχει και σαν θύμηση. Γιατί όσο αυτό θα ερχόταν σε συζήτηση, τόσο και θα φαινόταν ότι η κοινωνία του νησιού που έπρεπε να δείχνει εύρωστη κι υγιής κι άξια για πρωτεύουσα είχε σαράκι μέσα της κι αρρώσταινε. Ήταν ανάγκη να πάρουν πάλι όσοι είχαν εκτεθεί στον πόλεμο εναντίον του Καΐρη, το κύρος των αλάθητων που ανέβαζαν με τη σωστή τους κρίση και τα έργα τους ψηλά την πολιτεία, σε πρωτεύουσα. Κι ως όλοι αυτοί, που ήταν πολλοί, να είχαν αποζητήσει μια βοήθεια για να θαφτεί το θέμα, τους ήρθε η ευκαιρία μ’ ένα άλλο.
Ήταν μια ομάδα ακροβάτες που έφθασαν στη Σύρα κι είχαν μαζί τους κι ένα θηριοδαμαστή με τρία λιοντάρια. Ερχόντουσαν να δώσουν παραστάσεις, περαστικοί για τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, όπου θα συναντούσαν κάποιους άλλους, παλιάτσους, ακροβάτες, και γυμναστές σκυλιών και θα έφτιαχναν ένα μεγάλο θίασο. Αμέσως μόλις βγήκαν στο λιμάνι από τι σικελιώτικο καράβι που τους έφερε, απλώθηκε η φήμη τους σε όλο το νησί και σε άλλα γύρω, γιατί έτυχε την ώρα εκείνη να σαλπάρουν δυο από τα κυκλαδίτικα καΐκια που μπαινόβγαιναν στη Σύρα κι έδειξαν σαν να σήκωσαν το νέο στ’ άλμπουρά τους. Στόμα με στόμα μέσα σε λίγη ώρα το γεγονός απ’ το μουράγιο ανέβηκε ίσαμε το ψηλότερο σπίτι της πολιτείας κι όλος ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους, καθώς πριν από χρόνια σαν τους ξάφνιαζαν καμπάνες για κουρσάρους. Μα τώρα δεν αλάλαζαν, δεν έτρεχαν ν’ αμπαρωθούν στο κάστρο. Κατηφόριζαν, χύνονταν κατά τους ταρσανάδες όπου αυτοί οι ξένοι τράβηξαν τα κάρα τους κι έστηναν τα τσαντίρια τους. Ήθελαν να τους δουν, γιατί πρώτη φορά ξεμπάρκαραν στον τόπο τέτοιοι άνθρωποι. Κι όσο βεβαιωνόντουσαν και τους παρατηρούσαν με τα έξυπνα σκυλιά τους, τις μαϊμούδες τους που σέρναν με αλυσίδες και τα φυλακισμένα σε κλουβιά άγρια λιοντάρια τους, τόσο κι έκαναν όρεξη να ’ρθουν τις άλλες μέρες να δουν παράστασή τους. Τα παιδιά αποξεχνιόντουσαν εκεί, χάζευαν και ρωτούσαν κάποιον απ’ τους φερμένους που μισοκαταλάβαινε τη γλώσσα κι είπε πως ήταν Έλληνας κάπου απ’ την Ιταλία, στην Καλαβρία. Τί εκεί υπάρχουνε χωριά ελληνικά που τα έφτιαξαν παλιά, πολύ παλιά, κυνηγημένοι κι έχουν κληρονομιά τους φυλαγμένη τη γλώσσα κι άλλα διάφορα δικά μας. Τούτος λοιπόν ήταν του συναφιού ο δραγουμάνος. Κι αποκρινόταν σε όσα τον ερωτούσαν τα παιδιά, έτσι φουσκωμένα, που να τους προξενεί το ενδιαφέρον να ’ρθουν να δουν το θέαμα. Κι ήταν ανάμεσά τους τα εξαδέρφια. Ο Άγγελος κι ο Γιωργής. Κι ήρθαν σε λίγο κι οι μικρότεροί τους. Ο Γιάννης κι ο Μιχάλης. Του πρώτου ο Γιάννης αδερφός, του δεύτερου ο Μιχάλης. Χάζευαν ώσπου άρχισε το βράδυ ν’ αργοπέφτει παγωμένο κι άναψαν τα τσαντίρια λαδοφάναρα και πρόχειρα μαγκάλια. Τότε γυρίσανε τα σπίτια τους κι εκόμισαν στο δείπνο όσα είχαν δει.
—Θα δείξουν σπουδαία πράματα, είπε ο Γιωργής θαυμάζοντας, την ώρα που η μητέρα του, η Ελισάβετ Ράλλη, κένωσε απ’ τη σουπιέρα την ψαρόσουπα, ζεστή με το αυγολέμονο. Τέσσερις άνθρωποι θα ισορροπούνε όρθιοι ο ένας πάνω στον άλλο!
—Κι αυτός που έχει γυμνάσει τα λιοντάρια θα μπει μαζί τους σε μια μεγάλη κλούβα, πρόσθεσε ο Μιχάλης, ο μικρός, που ήταν μονάχα οχτώ χρονών.
—Να πάμε να τους δούμε σε παράσταση. […]
Κώστας Ασημακόπουλος, κεφ. 2ο, Οι βραδυνές καμπάνες, Χαζηνικολής, Αθήνα χ.χ.έ., 21990
Μετάβαση στο σημείο: Βιώνοντας την ακμή και την παρακμή