Ερμούπολη
Ερμούπολη της Σύρου
Συγκρότηση ενότητας: Έφη Πέτκου- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Κάτω Σύρος-Ιστορικό Κέντρο Η θρησκευτική ζωή στην Ερμούπολη
Η μεγάλη χίμαιρα...
M. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ
(Α΄απόσπασμα σσ. 46-51)
Στην προκυμαία του μικρού λιμανιού ένα βαθύχρωμο πλήθος, πρόσμενε ασάλευτο, να φουντάρει το καράβι. Οι άνθρωποι αυτοί δέχονταν κατακέφαλα την πύρη του μεσημεριού με απάθεια. Ήσαν ναυτικοί, με ρούχα φτωχικά μα φροντισμένα· γυναίκες με δίχως χαρούμενο χρώμα στο ντύσιμό τους. Παιδιά σιωπηλά, που παρακολουθούσαν τη μανούβρα του καραβιού με μάτια στοχαστικά. Κι όταν οι πρυμάτσες δέθηκαν στο μώλο, όλος αυτός ο κόσμος ανέβηκε στο κατάστρωμα. Κάθε ναύτης πήρε τους δικούς του σε μια γωνιά· τους φίλησε τρυφερά, παραδόθηκε στα φιλιά τους· κι άρχισε μαζί τους μακριά και χαμηλόφωνη συνομιλία. Έπρεπε να ειπωθούν τα όσα συνέβηκαν στα δυο και περισσότερα χρόνια του χωρισμού, εκείνα που δεν μπόρεσαν να εκφραστούν με την πένα πάνω στο χαρτί. Τα λόγια έφευγαν προμελετημένα απ’ τα χείλια, που ανάδευαν νευρικά, μηχανικά. Συνομιλία τις πιότερες φορές ξερή, τυπική, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που ο δεσμός τους είναι περισσότερο νοητός παρά αυθόρμητος· που η αγάπη υποβάλλεται απ’ τη συνείδηση και δεν πηγάζει απ’ καρδιά. Ο άντρας που κάθε δυο ή τρία χρόνια πλαγιάζει για μια βδομάδα στο κρεβάτι της γυναίκας του· που κάθε εικοσιτέσσερες μήνες μόλις προφταίνει να φιλήσει τα παιδιά του. Παιδιά αγνώριστα γι’ αυτόν, σπαρμένα πάνω στη σαστιμάρα μιας ολιγοήμερης παραμονής, γεννημένα όταν αυτός βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου· ειδωμένα τόσο ανάρια, που κάθε φορά είναι αλλιώτικα, αγνώριστα, ξένα…
Μια μαύρη σκιά προβάλλει στη σκάλα της γέφυρας. Μια γυναίκα ως πενηνταπέντε χρόνων, αδύνατη, άδροση. Το κορμί της είναι τυλιγμένο σε φόρεμα κατάμαυρο, πλατύ, που πέφτει ως τους αστραγάλους. Μαύρο μαντήλι σκεπάζει το κεφάλι της, αφήνοντας λεύτερο μόνο το περίγραμμα της μορφής· μιας μορφής από κιτρινισμένο παλιό φίλντισι, με μάτια μεγάλα και κατάμαυρα που ακτινοβολούν ζωή δυνατή και μυστική. Προχωρεί κατά το Γιάννη — που σκυμμένος στην κουπαστή έδινε οδηγίες στο λοστρόμο, κάτω στο κατάστρωμα — και τον αγγίζει στον ώμο. Αυτός γυρίζει απότομα. Φως χαρούμενο χύνεται στο πρόσωπό του. Αρπάζει τη μαυροφόρα γυναίκα, την σφίγγει στην αγκαλιά του με πάθος. Τον αγκαλιάζει κι αυτή· με χείλια τρεμάμενα αποθέτει στα μάγουλά του δυο φιλιά. Κι ύστερα γυρίζει τ’ ανήσυχα και σκοτεινά μάτια της κατά τη Μαρίνα, που στέκεται παράμερα.
—Μαρίνα· η μητέρα μου, λέει ο Γιάννης.
Η Μαρίνα πλησιάζει τη γερόντισσα· σκύβει και της φιλάει το χέρι, ενώ τα άδροσα χείλια της μητέρας ακουμπάν στα ξανθά μαλλιά. Κι ύστερα οι δυο γυναίκες, μην μπορώντας να μιλήσουν, κοιτάζονται, αναμετριώνται. Η κοπέλα με το όμορφο κι ολόδροσο κορμί, το ρόδινο και πάγκαλο πρόσωπο, τα μεγάλα γαλανά μάτια, τα γεμάτα στοχασμό κι αυτοκυριαρχία. Κι η γριά η ρικνωμένη, με το ξεραμένο κεφάλι και τη φλογερή ματιά, που ανασκαλεύει τις ψυχές ανήσυχα. Ματιά όπου καθρεφτίζεται ο τρόμος του ριζικού, ο ακλόνητα ριζωμένος στην καρδιά της θυγατέρας της γυναίκας, της μάνας του θαλασσινού.
Ο γάμος τους γίνηκε ύστερ’ από μια βδομάδα, στον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο.
Όλος ο καλός κόσμος της Σύρας ήταν προσκαλεσμένος. Κι ήρθε ο καλός ο κόσμος, με περιέργεια και συμπάθεια, να θαυμάσει το νιο κι όμορφο ζευγάρι. Ο Γιάννης έλαμπε από χαρά, και χαμογελούσε με τα κάτασπρα δόντια του. Η Μαρίνα, με μάτια στυλωμένα πέρα, μακριά, ονειρευόταν.
«Το ριζικό μου το παράξενο… Εγώ, ήταν για να γονατίσω κάτω από τις σπασμένες αψίδες κάποιας γοτθικής σκοτεινής εκκλησιάς, πλάι σ’ έναν άντρα με χρυσάφι στα μαλλιά και σταχτί σίδερο στα μάτια. Πώς θα έλαμπαν οι διάφανοι κι ολόχρωμοι άγιοι στα στενόμακρα παράθυρα, εκείνη τη μέρα! Πώς θ’ ακτινοβολούσαν το μυστικό τους σύμβολο οι τρεις ρόδακες του ναού, πάνω στο καινούργιο μυστήριο της ζωής μου! Το μεγάλο όργανο θα σκόρπαγε, με μακρόσυρτους μυκηθμούς, την ηχητική μεταφυσική έξαρση του Μπαχ. Ένα πλήθος σκοτεινόχρωμο, με το κεφάλι σκυφτό στ’ ανοιχτό προσευχητάρι, θα συμμετείχε στο μυστήριο, μέσα σε σιγή υποβλητική. Κι όταν στηριγμένη στο χέρι του άντρα μου, θα ’βγαινα στην κεντρική πύλη, την πλαισιωμένη γρανίτινους άγιους με μορφές τυραγνισμένες, μια αραιή ψιλοβροχή θα δρόσιζε την άχρωμη πλατεία με τα σταχτιά σπίτια. Έτσι πρέπει να ήταν.»
Τώρα, δεν συλλογιέται πια. Τώρα, η φαντασία της ξεστρατίζει σε οράματα. Βλέπει μια μορφή πάγκαλη, που λάμπει ολάκερη, σαν ένα κομμάτι του ήλιου. Είναι ένα πνεύμα· ένας θεός φωτεινός, γεννημένος από ανάερη νύφη μέσα στα κλαδιά μιας ροδοδάφνης του Ελικώνα. Γιος του Δία ή του Απόλλωνα, με τη μοναδική ομορφιά της αφθαρσίας στα μάτια, με το χαμόγελο των αθανάτων στα χείλη. Καθώς κοιμόταν αμέριμνος κάτω από ’να πλατάνι, στο φαράγγι των Τεμπών, οι σκανταλιάρες οι Αύρες κι ο παιγνιδιάρης ο Ζέφυρος τον ανάγειραν σιγανά, δίχως να νιώσει τίποτα, και τον έφεραν στη χώρα του Βοριά. Ήθελαν να παίξουν, να γελάσουν μαζί του οι πονηρές Αύρες και ο χαδιάρης Ζέφυρος. Ήθελαν να διασκεδάσουν με το ξάφνιασμά του, όταν θα ξυπνούσε κάτω από μια μηλιά με λουλούδια μουσκεμένα από την ατέλιωτη βροχή των ατλαντικών συννέφων. Κι αλήθεια, όταν ξύπνησε, ο θεός καμώθηκε τάχα πως θύμωσε με το καλόκαρδο αστείο. Τράβηξε το αφτί του Ζέφυρου· κι απείλησε τις Αύρες πως θα τις παραδώσει στα χάδια των τραγοπόδαρων σατύρων με την πλακουτσωτή μύτη και τα κίτρινα μάτια. Κι αυτές, κρυμμένες μέσα στα λουλούδια της μηλιάς, ξεκαρδίζονταν πονηρά, γαργαλεμένες από την εικόνα της αποτρόπαιης ηδονικής απειλής.
Έξαφνα ο θεός είδε, μέσα στο παχύ χορτάρι του ισόπεδου κάμπου, μια γυναίκα. Μια κοπέλα ξανθή, με κάτασπρο δροσερό κορμί και μάτια καταγάλανα, που ατένιζαν τα χαμηλά αργοκίνητα σύννεφα τ’ ουρανού. Κι ήταν τόσο αλλιώτικα όμορφη, που ο Έλληνας θεός αποφάσισε, γυρνώντας στη φωτεινή του πατρίδα, να την πάρει μαζί του.
—Έλα μαζί μου, όμορφη κόρη — της είπε. Έλα στην Ελλάδα…
Η κοπέλα του ’ριξε πονηρή ματιά και χαμογέλασε. Ήθελε να πάει μαζί του. Μα καθώς ο θεός την πλησίασε, έτοιμος να την ανασηκώσει στα στιβαρά του χέρια, από τα έγκατα της γης ξεπετάχτηκαν οι Τρολ· από τα σύννεφα χίμηξαν, καβάλα στα πελώρια άτια τους, οι πάνοπλες Βαλκυρίες, ουρλιάζοντας κι απειλώντας με τα μυτερά τους κοντάρια. Οι κακομούτσουνοι νάνοι κι οι παρθένες πολεμίστριες περικύκλωσαν την κόρη με τα γαλάζια μάτια, έτοιμοι να την υπερασπιστούν από την ξένη απειλή.
—Όχι! ούρλιαξαν. Δεν θα σ’ αφήσουμε να την πάρεις!
Μα ο θεός γέλασε. Τα βαθυκύανα φρύδια του έριξαν αστραπές. Με παραμελημένη χάρη ξεκρέμασε το τόξο από τον ώμο του και τ’ όπλισε με βέλος μυτερό. Ήταν θεός Έλληνας, γιος του Δία του λαμπρού, που είναι ο θεός των θεών του λαού των λαών. Δεν είπε λόγο· μόνο σημάδεψε τους Τρολ και τις Βαλκυρίες. Μπροστά στην ατάραχη απειλή και την ανώτατη δύναμή του, οι ανήμερες παρθένες χαμήλωσαν τ’ άγρια μάτια τους· κι οι σιχαμένοι νάνοι κρύφτηκαν σαν τυφλοπόντικοι στο χώμα τους, μην μπορώντας να υποφέρουν την ηλιογέννητη ομορφιά του. Τότε ο θεός πήρε την ξανθή κοπέλα στην αγκαλιά του. Κι αυτόν τον ανάγειραν στα φτερά τους ο Ζέφυρος κι οι Αύρες. Πέρασαν κάμπους και βουνά, ποταμούς και θάλασσες. Έφτασαν σ’ έναν ουρανό που άστραφτε ηλιόφωτος κι ολογάλανος. Κι από κει κατέβηκαν σ’ ένα ολόχρυσο νησί, που ορθωνόταν στη μέση του μαβιού πελάγου. Ο θεός έχοντας πάντοτε την κοπέλα στην αγκαλιά του, μπήκε σ’ ένα ναό από κάτασπρο μάρμαρο. Εκεί, στη μέση του ναού, στεκόταν ένας νέος άντρας, με πρόσωπο χρώμα σταριού και μάτια φωτερά.
—Να! του είπε ο θεός. Να! Σου έφερα μια όμορφη γυναίκα από τις χώρες του βοριά!
Κι απόθεσε μαλακά την ξανθιά κοπέλα, πλάι στον άντρα με το πρόσωπο χρώμα σταριού…
Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα· πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα· οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γέρο ιερέα, με τα λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τ’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας.
Τώρα ο Αντώνης Παπαδάκης — ο κουμπάρος — αλλάζει τα στέφανα. Ύστερα, ο ιερέας τους παίρνει από το χέρι και τους οδηγεί στο μυστικό χορό του Ησαΐα, ενώ ο κόσμος συνωστίζεται ολόγυρά τους γελώντας, φωνάζοντας ευχές και ραίνοντάς τους με κουφέτα και ρύζι. Γίνεται ακαταστασία, οχλαγωγία, που κάθε άλλος ξένος θα την έκρινε αντίθετη στην ιερότητα του τόπου. Μα η Μαρίνα, που είχε θρέψει τη γνώση της με τ’ όραμα της Αρχαίας Ελλάδας, βλέπει την Ελλάδα της γνώσης της να ζει πάντοτε ίδια κι ανάλλαχτη, γοητευτική κι ανάλαφρη.
Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ’ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμίγοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει· της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά. Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίνει το ριζικό της.
—Λοιπόν, είσ’ ευχαριστημένη απ’ το σπίτι μας; ρώτησε ο Γιάννης.
Η Μαρίνα, αντί ν’ αποκριθεί, ακούμπησε το κορμί της στο κορμί του κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί ολόγυρα, στους ορίζοντες. Περιεργάστηκε, τη θαλασσινή λίμνη που σχηματίζει το συμμετρικό περιδέραιο της Άντρος, της Γυάρου, της Τήνος, της Μύκονος και της Δήλος, με κέντρο τη Σύρα.
—Σε προειδοποίησα, ξαναείπε ο Γιάννης, ότι εδώ, στο Πισκοπιό, το χειμώνα είναι ερημιά…
—Δεν μ’ ενδιαφέρει ο κόσμος. Σ’ αγαπώ. Θέλω να χαρώ την αγάπη σου μέσ’ την ερημιά.
Ο Γιάννης χαμογέλασε […]
Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα 171995, σ. 46-51.
Η μεγάλη χίμαιρα...
M. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ
(Γ΄απόσπασμα, σσ. 88-92)
Ο ανήφορος, ο αντίθετος βίαιος άνεμος κι οι στοχασμοί την είχαν αναγκάσει να περπατάει με κεφάλι σκυφτό. Κι όταν έξαφνα το ανάγυρε, αντίκρισε το μεγάλο κάτασπρο κτίριο της Παναγίας. Στάθηκε να το κοιτάξει, να το κρίνει. Τίποτα το εξαιρετικό από άποψη αισθητική. Ο ακαλλιέργητος αρχιτέκτονας, αντί να εμπνευσθεί από τα θαυμαστά πρότυπα των κυκλαδίτικων ναών, θέλησε να κάνει δουλειά «ευρωπαϊκή» κι αντέγραψε, με πολύ κακό γούστο, τις γραμμές που συναπαντούμε στις εκκλησίες της Νότιας Ιταλίας. Οπωσδήποτε το σύνολο είχε κάποια μεγαλοπρέπεια, έκανε κάποιαν εντύπωση.
Διάβηκαν την πλακόστρωτη αυλή, ανέβηκαν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και μπήκαν στο εσωτερικό του ναού. Είχε λειτουργία, μα το εκκλησίασμα δεν ήταν πυκνό — καμιά εκατοστή άνθρωποι πάνω κάτω. Η Μαρίνα στάθηκε σε μιαν απόμερη γωνιά και περιεργάστηκε τα πάντα, με μάτι έξυπνο και διαπεραστικό. Αισθητικώς, το εσωτερικό δεν άξιζε περισσότερο από το εξωτερικό. Παντού φόρτος διακοσμητικός, αρκετά κακόγουστος. Αλλά το πλήθος κι η ποικιλία των αφιερωμάτων έδιναν εντελώς αλλιώτικη ατμόσφαιρα στο σύνολο. Χιλιάδες ασημένια και χρυσά αντρείκελα, που παρίσταναν τα πιο ετερόκλητα πράματα, ήσαν κρεμασμένα από την οροφή, μπροστά στα εικονίσματα, κάτω από τα καντήλια, πάνω στους τοίχους. Έβλεπες ομοιώματα ανθρώπων ή μελών του ανθρώπινου κορμιού, καράβια, σπίτια, γελάδες άλογα, δέντρα, καρδιές, βάρκες, ή και τους πιο απίθανους συνδυασμούς όλων αυτών των αντικειμένων. Ο Γιάννης παρακολούθησε την ερευνητική ματιά της· και της μουρμούρισε:
—Καθένα από αυτά μαρτυράει κάποιο από τ’ αμέτρητα μικροδράματα της ζωής των ανθρώπων. Είναι ο άρρωστος, που γυρεύει την υγεία του· ο μελλοθάνατος, που δέεται για τη ζωή του· η μητέρα, που αγωνιά για το άρρωστο παιδί της· η στείρα γυναίκα, που λαχταράει να καρπίσουν τα σπλάχνα της· ο καπετάνιος, που την ώρα της τρικυμίας έταξε το καράβι του στην Παναγία· ο χρεωμένος νοικοκύρης, που παρακάλεσε την Παρθένα να του γλυτώσει το σπίτι από τον ανικανοποίητο δανειστή· ο χωριάτης, που θα πεινούσε αν ψοφούσε η άρρωστη γελάδα του· η γυναίκα του ναύτη, που θέλει να μην πάθει κακό ο αγαπημένος της· η κοπέλα, που ανησυχεί για την αγάπη του καλού της…
Η Μαρίνα κούνησε το κεφάλι, χωρίς να αποκριθεί. «Ναι, δράματα. Η ζωή, η υγεία, ο πλούτος, ο έρωτας… Όλα όσα πλαισιώνουν και στηρίζουν την φυσιολογική ευτυχία μας. Ωφελιμιστική αντίληψη του θεϊκού· όπως ακριβώς στην αρχαία Ελλάδα, όπου τριάντα χιλιάδες θεοί είχαν διαμοιρασθεί ορθολογικά τις φροντίδες για τις ανάγκες των ανθρώπων. Άραγε έρχεται κανείς εδώ, να γυρέψει απ’ τη θεότητα τη δύναμη της αντοχής στη σωματική και την ψυχική οδύνη; Το λυτρωμό απ’ το συναίσθημα της δυστυχίας; Τη συχώρεση για τις κακές του πράξεις; Την ελπίδα μιας γαληνεμένης μεταθανάτιας ζωής;»
Πάλι χαμογέλασε με σκεπτικισμό· και κοίταξε το θαυματουργό εικόνισμα, το ντυμένο χρυσάφι αμύθητης αξίας πετράδια. Όλα τούτα τα πλούτη δόθηκαν αμοιβή στην ύλη που εκπροσωπεί το αγαθοποιό πνεύμα, για το λόγο ότι το αγαθοποιό πνεύμα ενέργησε ανάμεσα απ’ την ύλη που το εκπροσωπεί. Θυμήθηκε τη μεγάλη κι αποτυχημένη επαναστατική προσπάθεια των Ισαύρων. Οι ιστορικοί κρίνουν ότι απέτυχε γιατί γίνηκε πολύ νωρίς· πως η πνευματική στάθμη του Η΄ αιώνα δεν ήταν ώριμη να την δεχτεί· πως αν δυσάρεστες πολιτικές εξελίξεις δεν την εμπόδιζαν, η μετακομνήνεια περίοδος θα ήταν η ιδεώδης για την επιτυχία της. Τι ανόητοι που είναι οι πάνσοφοι ιστορικοί, αφού δεν κατάλαβαν πως η θρησκευτική νοοτροπία των λαών είναι πρωτίστως υπόθεση κλίματος! Από τη μετακομνήνεια ελληνική περίοδο ως σήμερα πέρασαν εφτά αιώνες, που έφεραν τη λουθηροκαλβινική ανατροπή, την αναμόρφωση του Καθολικισμού και, στερνά, τον επιστημονικόν ορθολογισμό, που δίνει μάχη κρατερή με το θεό. Κι όμως, οι σημερινοί Έλληνες — οι νοήμονες, οι καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι — επιμένουν, στο θρησκευτικό πεδίο, να αγνοούν τις ανάμεσα στα δυο άκρα διαβαθμίσεις. Ή λατρεύουν το θεό με την αντιπνευματική και ύποπτα ειδωλολατρική αντίληψη του Θεοδώρου Στουδίτη· ή απορρίπτουν την ύπαρξή του με την ορθολογική άρνηση του Ντάρουϊν και του Καρλ Μαρξ. «Τι λαός των άκρων! Υπάρχει άραγε θρησκευτικότητα αγνώς πνευματική; Ή μονάχα αντιπνευματική δεισιδαιμονία;»
—Πρόσεχε! της ψιθυρίζει ο Γιάννης, σκουντώντας την μαλακά. Θα βγουν τα Άγια…
Οι ψαλμωδίες είχαν σταματήσει, ενώ η πιο απόλυτη σιωπή προμηνύει κάτι το εξαιρετικό. Στη βορεινή πύλη του ιερού παρουσιάστηκαν τα λευκοφόρα παιδιά με τα ξεφτέρια και στάθηκαν. Την ίδια στιγμή, μια παράξενη κίνηση ανατάραξε το εκκλησίασμα. Όλοι τους κοιτούσαν χαμηλά, το δάπεδο του διαδρόμου, απ’ όπου θα περνούσε η ιερή πομπή. Κοίταξε κι η Μαρίνα. Κι αυτό που είδε την έκανε να ξαφνιαστεί: καμιά δεκαριά άνθρωποι είχαν ξαπλωθεί μόνοι τους χάμω, ανάσκελα, στο φάρδος του στενού διαδρόμου. Άλλους δυο τους βοηθούσαν να ξαπλώσουν, γιατί ήσαν τυφλοί και δεν έβλεπαν. Έναν άλλο, παραλυτικό, τον πήραν απ’ το φορείο του και τον άπλωσαν. Κι ακόμα ένα — μια κοπέλα με μάτια απλανή — την ανάγκαζαν να ξαπλώσει· κι αυτή δεν ήθελε, αντιστεκόταν, δίχως όμως να βγάλει φωνή από τα πεισματικά σφαλιγμένα χείλια της. Στο τέλος την ξάπλωσαν και την κρατούσαν ακίνητη απ’ τους ώμους και τα πόδια.
Η ιερή πομπή ξεκινάει. Μπροστά προχωρούν τα παιδιά με τις λαμπάδες και τα ξεφτέρια. Πίσω ο διάκος με το θυμιατό. Τελευταίος ο παπάς, κρατώντας το δισκοπότηρο. Τα παιδιά αρχίζουν να δρασκελάν τα ξαπλωμένα κορμιά. Ύστερα, ο διάκος· ύστερα ο παπάς. Οι πρώτοι τρεις ξαπλωμένοι μένουν απαθείς. Ο τέταρτος αναταράζεται, αλλά οι πλαϊνοί όρθιοι σκύβουν και τον συγκρατούν. Η Μαρίνα δυσφορεί, γυρνάει τα μάτια της αλλού. Κι έξαφνα μια δαιμονική κραυγή της ξεσκίζει τ’ αυτιά. Γυρίζει να ιδεί. Και βλέπει την κοπέλα, που ουρλιάζει σπαράζοντας σε κρίση υστερική. Τέσσερις άνθρωποι έχουν πέσει απάνω της, να την συγκρατήσουν. Μα ο δαίμονας που φωλιάζει στα σπλάχνα της, της δίνει δύναμη υπερφυσική. Χέρια και πόδια τινάζονται με σπασμό τετανικό· όλο το κορμί συστρέφεται στις πιο απίθανες στάσεις, ξεφεύγοντας από τις οχτώ στιβαρές παλάμες που προσπαθούν αν το δαμάσουν. Απ’ το παλλόμενο στέρνο της αναδύεται το απαίσιο, το απάνθρωπο ουρλιαχτό, συνεχές κι απαραμείωτο. Ο κόσμος έχει ταραχθεί. Όλα τα πρόσωπα είναι ωχρά, συσπασμένα· στα μάτια πλανιέται ο πανικός. Μα η ιερή πομπή προχωρεί σιγανά και μεγαλόπρεπα ατάραχη, δρασκελώντας τα πανάθλια κορμιά. Τα πέρασε όλα. Δεν απομένει παρά ένας γέροντας τυφλός, απαθής κι ανόητος. Τα πρώτα παιδιά τον δρασκελάν με προσοχή, δίχως να τον αγγίζουν. Μα εκείνο που κρατούσε το λάβαρο δεν πρόσεξε· τον σκούντησε ελαφρά, με το πόδι. Με μιας, ο γέροντας αρχίζει να βογκάει βαριά, αγωνιακά· ένα μουγκρητό βαθύφωνο και κυματιστό, σαν ρόγχος επιθανάτιος, σαν κραυγή λύκου που ’πεσε σε παγάνα κι αντικρίζει την απελπισία του θανάτου. Λίγο πιο πέρα, η κοπέλα κατάφερε να ξεφύγει απ’ τα χέρια που την ακινητούσαν. Όρθια, με μάτια τρελά, ξεσχίζει τη μπλούζα, γυμνώνει τα στήθη της και τα προτείνει. Το ουρλιαχτό της έχει μεταλλάξει σε γέλιο κτηνώδες, ασελγές, αποτρόπαιο. Η Μαρίνα, αρπάζει το μπράτσο του Γιάννη.
—Πάμε! Πάμε!
Έξω, ο ήλιος του πρωινού καλοκαιριού σκορπάει χαρούμενο φως στην άσπρη πολιτεία, στη βαθυκύανη θάλασσα, στο γαλανό ουρανό, στις λουλουδισμένες ροδοδάφνες. Όλα τα πάντα είναι ωραία, γαληνεμένα, αρμονικά και χαμογελαστά. Η Μαρίνα, με στέρνο κυματιστό, ανασαίνει τη βίαιη πνοή του μελτεμιού. Τα μάτια της ημερεύουν· στο πρόσωπό της, μαζί με το αίμα ξανάρχεται η ηρεμία.
—Αν δεν έχεις αντίρρηση, λέει, θα προτιμούσα να φεύγαμε αμέσως για τη Μύκονο.
—Το μελτέμι είναι δυνατό για να περάσουμε τον Τσικνιά…
—Έχε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Είσαι θαυμάσιος καπετάνιος. Θα τον περάσουμε τον Τσικνιά…
—Ναι, θα τον περάσουμε, λέει ο Γιάννης. Και χαμογελάει.
Μετάβαση στο σημείο: Κάτω Σύρος-Ιστορικό Κέντρο