Ερμούπολη
Ερμούπολη της Σύρου
Συγκρότηση ενότητας: Έφη Πέτκου- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Άνω Σύρος Η ζωή στην Άνω Σύρο
Στην παλιά καθολική Σύ...
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΣΥΡΟ
Η Σύρος, από τη θάλασσα, είναι σα μια εξαίσια ακουαρέλα. Δυο ψηλοί κωνικοί λόφοι, σκεπασμένοι από τη ρίζα τους ως την κορφή τους με άσπρα, ρόδινα και γαλάζια σπίτια, καθρεφτίζονται πάνω στα γαλήνια νερά.
Οι δυο αυτοί λόφοι είναι δυο κόσμοι.
Ο ένας είναι η νέα πόλη, η Ερμούπολις, που φάνηκε μια εποχή να δικαιολογεί την ονομασία της, γιατί είχε γίνει ένα μεγάλο εμπορικό και ναυτικό κέντρο. Έχει φαρδιούς και ίσιους δρόμους, μεγάλα συμμετρικά σπίτια και μια μεγάλη πλακοστρωμένη πλατεία, όπου τ’ απογέματα μαζεύεται η καλή κοινωνία της Σύρου για ν’ ακούει τη φιλαρμονική να παίζει παλιές όπερες και για ν’ αλληλοκοιτάζεται. Είναι μια πόλη ευπρόσωπη — και ξεπεσμένη. Η ναυτική και εμπορική τις κίνηση είναι, σήμερα, ασήμαντη. Τα περισσότερα καταστήματά της στην παραλία, που τα βράδια φωτίζονται με πολύχρωμα λαμπιόνια, δεν πουλάνε παρά λουκούμια — τα περίφημα συριανά λουκούμια, που όλοι οι ταξιδιώτες των βαποριών της γραμμής θεωρούν καθήκον τους να βγουν και ν’ αγοράσουν για να τα πάνε δώρο στους δικούς τους.
Στη νέα αυτή πόλη κατοικούν οι ορθόδοξοι. Η κορφή του λόφου της στεφανώνεται από μια βυζαντινή εκκλησία, που ο άσπρος της τρούλος λάμπει πάνω στο γαλάζιο του ουρανού. Μέσα στο διάστημα ενός αιώνα, η εκκλησία αυτή έγινε καταφύγιο σε δύο μεγάλες δυστυχίες του γένους: πρώτα οι Χίοι, φεύγοντας τις φλόγες και τους σκοτωμούς των Τούρκων, γέμισαν μια μέρα την αυλή της σαν κοπάδι τρομαγμένα περιστέρια· έπειτα οι Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Σήμερα, η ηλιοφώτιστη αυλή της έχει τη μεγάλη εκείνη θρησκευτική γαλήνη που μοιάζει σαν εκτός καιρού και γεγονότων…
Στον άλλο λόφο —αριστερά σ’ όποιον μπαίνει στο λιμάνι— είναι η παλιά πόλη. Τη στεφανώνει μια πανάρχαια καθολική μητρόπολη, που χρονολογείται, όπως λένε, από τον καιρό του Λουδοβίκου του ΙΒ΄. Τα χρόνια που την επισκέφθηκε ο ταξιδιώτης Τουρνεφώρ, ήταν «η πιο καθολική πολιτεία όλου του Αρχιπελάγους». Είναι και σήμερα, αλλ’ αυτό δε σημαίνει πια μεγάλα πράματα. Ήταν όμως καιρός που ο καθολικισμός γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας σε μερικά από τα νησιά των Κυκλάδων: ο καιρός των Σταυροφοριών και της βενετσιάνικης θαλασσοκρατορίας. Οι μεγάλες οικογένειες με τα ξενικά και χτυπητά ονόματα, που είχαν ριζώσει στα νησιά, ήταν όλες καθολικές. Τα νησιά ήταν τα φέουδά τους. Είχαν μεγάλα κτήματα, ήταν πλούσιες, διευθύνανε τα πάντα. Σήμερα, από τα μεγαλεία αυτά, οι απόγονοι των οικογενειών εκείνων δε διατηρούν παρά τη νοσταλγική τους ανάμνηση. Από την εποχή ακόμα που επισκέφθηκε τα νησιά ο κόμης Γκομπινώ, είχαν πέσει σε μαρασμό. Στο θελκτικό του μυθιστόρημα, την Ακριβή Φραγκοπούλου, ο Γκομπινώ μας τους δείχνει να προσπαθούν να διατηρήσουν στη φτώχεια τους μίαν αξιοπρέπεια, που είναι τόσο συγκινητική, όσο και κωμική, να περιφρονούν το λαό —που τους ανταπόδιδε τα ίσα—, να επιζητούν το αξίωμα του άμισθου υποπρόξενου μιας μεγάλης Δύναμης και να περιμένουν τον τυχαίο ερχομό κανενός ξένου πολεμικού για να κάνουν επίσημες επισκέψεις — δανείζοντας ο ένας στον άλλο μια ξεθωριασμένη βελάδα πρωτοκόλλου… Εκτοπισμένοι από μια ορθόδοξη μικροαστική τάξη δραστήρια και έξυπνη, ακτήμονες, οι απόγονοι αυτοί δεν είχαν παρά τους μάταιους τίτλους και τα μεγάλα σπίτια των προγόνων τους, σπίτια παλιωμένα και σχεδόν αδειανά από έπιπλα, που εξακολουθούν να τα κρατούν ανοιχτά από μια τελευταία φροντίδα αξιοπρέπειας, που δεν ξεγελάει όμως πια ούτε τους ίδιους.
—Λένε: Είμαστε μεγάλες οικογένειες και πρέπει να ’χουμε μεγάλα σπίτια. Αλλά για ποιο λόγο; έλεγε μελαγχολικά η απόγονος μιας τέτοιας μεγάλης οικογένειας στη Σαντορίνη σ’ έναν Άγγλο ταξιδιώτη.
Η μικρή αυτή κοινωνία αποτελεί έναν κόσμο ξεχωριστό. Είν ο ίσκιος μιας εποχής που πέρασε. Σε μια επίσκεψή μου σ’ έν’ από τα νησιά του Αρχιπελάγους, μου έτυχε να συναντήσω σ’ ένα σπίτι δυο ανώτερους καθολικούς ιερωμένους του τόπου. Κ’ οι δυο τους μαζί ήταν η προσωποποίηση του μαρασμού τους ετερόθρησκου αυτού μικρού κόσμου των Κυκλάδων, τα λείψανα ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος. Τα μαύρα ράσα τους και τα μαβιά σκουφιά τους στην κορφή του κεφαλιού τους είχαν κάτι το αξιοθρήνητα ξεθωριασμένο. Καθισμένοι πλάι-πλάι σ’ έναν καναπέ, έμοιαζαν σα δυο πάνινες κούκλες. Είχαν την ακινησία τους και την αναλλοίωτή τους έκφραση. Ο ένας χαμογελούσε ακαθόριστα και αναίτια σαν ένας αβλαβής τρελός. Ο άλλος έσκυβε το γέρικο κεφάλι του πάνω στο στήθος του και νύσταζε. Το θέαμά τους είχε κάτι το μελαγχολικά γελοίο. Κοιτάζοντάς τους, σκεπτόμουν ότι, αν σηκώνονταν να φύγουν, θα ήταν για να γυρίσουν, σα φαντάσματα, στα περασμένα…
Όλη η παλιά καθολική συνοικία της Σύρου έχει το ύφος αυτό: το σβησμένο και το έξω από το παρόν. Όποιος περιπλανιέται σ’ αυτήν, δε βλέπει θορυβώδη κίνηση ζωής. Λίγοι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν τους δρομάκους και τις ατέλειωτες κουραστικές σκάλες. Πότε είναι ένα γέρος καθολικός ιερωμένος με άσπρο ράσο, που εξαφανίζεται μέσα σ’ ένα στενό, έρημο και βαρύ από την αντηλιά· πότε είναι ένας υπαίθριος μικροπωλητής που σπρώχνει μπροστά του ένα δυστυχισμένο γαϊδουράκι χωρίς να διαλαλεί την πραμάτεια του· πότε δυο-τρεις γυναίκες του λαού με κόκκινες στάμνες, που περνάν σαν σκιές της Βίβλου… Η σιωπή κ’ οι εναλλαγές των φωτοσκιάσεων στους κλιμακωτούς αυτούς δρόμους με τα παλιά ασβεστωμένα και χωρίς στέγες σπίτια, μου θύμισαν την Κάσμπα του Αλγερίου —τη συνοικία των ιθαγενών, όπου ο ήλιος καίει σα φούρνος, αλλ’ όπου η σκιά έχε τη δροσιά στέρνας. Δε λείπουν, για να είναι εντελώς η Κάσμπα, παρά το ανατολίτικο μυστήριο, οι σιλουέτες των γυναικών με τα σκεπασμένα πρόσωπα που διαφαίνονται μια στιγμή στο άνοιγμα ενός παράθυρου, κ’ οι πληγιασμένοι ζητιάνοι με τα χυμένα μάτια, τα όμοια με ασπράδι αυγού, που θρηνωδούν τραγουδιστά κοντά στις βρύσες… Εδώ κανένα μυστήριο, αλλά μια μεγάλη ειρήνη μαρασμού, που το φως την εμποδίζει να είναι πένθιμη. Γάτες χασμουριούνται μπροστά σε πόρτες σπιτιών, λουλούδια στολίζουν τους γέρικους φαγωμένους τοίχους, κι από τις μισάνοιχτες ξώπορτες βλέπει κανείς αυλές με κληματαριές απ’ όπου κρέμεται ένα κλουβί φλύαρου καναρινιού. Κάποτε περνάτε κάτω από μια καμάρα που ενώνει δυο σπίτια του δρόμου ή εμπρός από ένα ετοιμόρροπο σπιτάκι με γραφική ξύλινη λότζια, που σας θυμίζουν Ιταλία…
Φθάνει έτσι κανείς, από εικόνα σε εικόνα, ως την κορφή του λόφου. Εδώ η ειρήνη δεν έχει το χαρακτήρα που της δίνουν τα παλιά πράματα, το χαρακτήρα της νύστας και της μοιρολατρίας. Είναι φωτεινή και αιώνια. Φωτεινή και αιώνια επίσης είναι η θέα που απλώνεται, πανοραματική, από κει πάνω. Όλη η καθολική συνοικία μοιάζει σα να κατρακυλάει προς τη θάλασσα. Το μάτι αγκαλιάζει έρημες ταράτσες σπιτιών, σερπετούς δρομάκους όλους σκαλοπάτια, πλακοστρωμένες αυλές και μικροσκοπικούς κήπους περιτειχισμένους με πέτρες. Κατά την πλευρά του Πύργου, η ψηλότερη κορφή του νησιού δείχνει τις ραβδώσεις των φαραγγιών της, απ’ όπου κατεβαίνει το λίγο νερό που τροφοδοτεί την παλιά βρύσης της πόλης, όπου μαζεύονται οι γυναίκες του λαού και γεμίζουν τις στάμνες τους. Μερικές σειρές κυπαρισσιών σημειώνουν τη θέση των νεκροταφείων, όπου κοιμούνται οι νεκροί των δύο θρησκευμάτων. Και κάτω, η θάλασσα απλώνει την απέραντη γαλανή επιφάνειά της, τη γεμάτη ακτινοβολήματα χρυσού φωτός. Μερικά νησιά διακρίνονται στα βάθη του θαλασσίου ορίζοντα, ατμώδη και ανάερα: η Τήνος, η Μύκονος, και πιο πέρα, μοναχική και ξεχασμένη από τη ζωή, η Δήλος…
Μου είχαν πει ο η Σύρος δεν έχει φυσικές ομορφιές. Άλλοι πάλι μου είχαν εξυμνήσει την ομορφιά της Ντέλλα Γκράτσια, της εξοχής όπου πηγαίνουν και παραθερίζουν οι πλούσιοι κάτοικοί της. Δυσπιστώ κατά κανόνα στις τρέχουσες γνώμες, πουθενά όμως αλλού όσο στη Σύρο δεν εδικαίωσα τόσο πολύ τη δυσπιστία μου. Η φημισμένη της Ντέλλα Γκράτσια είναι μια εξοχή που έχει, είναι αλήθεια, κάποια πρασινάδα —πράμα αρκετά σπάνιο στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού—, αλλά οι πομπώδεις επαύλεις που έχουν χτίσει οι πλούσιοι κάτοικοι είναι αξιοθρήνητου γούστου. Ασχημίζουν, με τα χρώματά τους, τους πύργους τους και τα αγάλματά τους, ένα τοπίο που, δίχως αυτές, θα ήταν απλώς κοινό. Αντίθετα, αγάπησα την παλιά καθολική Σύρο, που πεθαίνει σιγανά κάτω από τον ίσκιο της γέρικης μητρόπολής της — αγνάντια στη θάλασσα που δεν τη διαπλέουν πια οι γαλέρες της Βενετίας και της Γένοβας…
Η ομορφιά της δεν είναι απλώς η μελαγχολική και παράδοξη ομορφιά που αποτυπώνει, τόσο στα πρόσωπα, όσο και στα πράματα, ο θάνατος. Πλάι στη σύγχρονη πόλη την εμπορική και νεοπλουτική, η παλιά πολιτεία δημιουργεί μίαν αντίθεση συγκινητική. Θυμίζει τις γερασμένες αρχόντισσες που διατηρούνε στα μαραμένα τους χαρακτηριστικά τα ίχνη μιας εξαϋλωμένης ομορφιάς και στη μελαγχολία του βλέμματός τους μακρινά οράματα μεγαλείων. Τα βράδια, όταν ανάβουν τα φώτα της προκυμαίας στην Ερμούπολη κι ακούονται ήχοι φωνογράφων κι ο κόσμος πηγαινοέρχεται στην πλακοστρωμένη πλατεία, η παλιά Σύρος απομένει σιωπηλή και σχεδόν σκοτεινή. Ίσως να ήταν μια εποχή που η ζωή της νέας πολιτείας να τη γέμιζε ζήλεια και πικρία. Σήμερα όμως αισθάνεται κανείς ότι την αφήνει αδιάφορη. Έχει την υπέρτατη αδιαφορία των ανθρώπων που, χωρίς ακόμα να έχουν πεθάνει, έχουν παύσει ν’ ανήκουν στη ζωή…
Επίθυρα χεράκια...
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ
ΕΠΙΘΥΡΑ ΧΕΡΑΚΙΑ
Στο Φανάρι, στη Σμύρνη και στη Σύρα,
πάντα πολύ σας πρόσεξα,
μπρούντζινα εσάς για κρούσιμο χεράκια
στις ξώθυρες των ήσυχων σπιτιών.
Κλεισμένα,
σας έβαλε ο τεχνίτης να κρατάτε
μια σφαίρα σαν κορόμηλο μικρή.
Στιλβωμένα πάντα περιμένετε.
Ο δρόμος είναι ήσυχος.
Όπου να ’ναι κάποιος θα ’ρθει [¼]
Στον παράλιο δρόμο ενός νησιού
που τον είχε μαρμαρώσει το φεγγάρι,
φιλέρημος και μεταμεσονύκτιος,
στημένο είχα τ’ αυτί
ν’ ακούσω το Θεό.
Ήταν κλειστές οι πόρτες των σπιτιών,
άγγελοι σιωπής καθόνταν στα κατώφλια τους [¼]
Μπάρας Αλέξανδρος, «Επίθυρα χεράκια», Ποιήματα 1933-1953, Αθήνα, Ίκαρος, 1953, σ.
Ένα πρωί...
ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΩΙ
Του γονικού μας το παράθυρο
Με το ανθισμένο του περβάζι
Σαν πλαίσιο εικόνας ήταν, που έδειχνε
Πάντα μιαν άνοιξη να οργιάζει.
Ανάμεσά τους ο κόσμος φάνταζε
Με μιαν αχνή ντυμένος γάζα,
Που των αιθέρων και της θάλασσας
Αντιφεγγίζαν τα γαλάζα.
Μα ένα πρωί ξύπνησα ανήσυχος
Με μια βαριάν εντός μου λύπη
Για κάτι που ποτέ δε γνώρισα
Και τo ’νιωθα όμως πως μου λείπει.
Κι εκεί που πάντα έλεγα, νa ’μενα,
Την ευτυχία για να προσμένω,
Το πρωτοξύπνητο ένιωσα είναι μου
Ένα πρωί φυλακισμένο.
Κι αχ του σπιτιού μας το παράθυρο,
Που ευώδαε πάντα από το δυόσμο,
Ένα πικρό πρωί μου φάνηκε
Ότι μου κρύβει όλο τον κόσμο.
Λέων Κουκούλας, «Ένα πρωί» (ποίημα), τυπ. Πυρσός, Αθήνα, 1934.
Σύρα...
ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ
ΣΥΡΑ
Απ’ την άσπρη κορφή, την Άνω Χώρα,
κι απ’ την Ανάσταση κι ως το λιμάνι,
τα πάντα την καρδιά μου έχουν γλυκάνει
γιατί ευγένεια ευωδιάζουν την κάθε ώρα.
Δε σας πρωτογνωρίζω τάχα τώρα;
Γιατί φέρνετε ό,τι πια μου ’χει πεθάνει:
κάτι που ξέχυναν οι Βενετσιάνοι
για τάχα οι Φαναριώτες. Βάζει πλώρα
τώρα η καρδιά μου για τα περασμένα
θωρώντας αρχοντιές κατ’ απ’ τα χείλια
κι απά στα μάτια που ’ναι ιστορημένα
με ντελικάτα ευγενικά κοντύλια.
Γι’ αυτό τώρα για σένα κρούω τη λύρα,
καινούργια και στερνή μου αγάπη, Σύρα.
Σύρα, Δεκέμβρης 1918
Φώτος Γιοφύλλης, «Σύρα» (ποίημα), περ. Αναγέννησις, (Ερμούπολη), τ. 18, 1.1.1919.
Η Αρχόντισσα του Αιγαί...
ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ
Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΣΥΡΑ
(απόσπασμα)
Στης Σύρας τον ανήφορο
κανέλα και γαρίφαλο
Ήτανε πολύ πρόσφατη η γνωριμιά με τον Αντρέα και τους δικούς του και δεν είχα καταφέρει ακόμα να τον καταλάβω καλά. Ώρες-ώρες νόμιζα πως τον γνώριζα χρόνια κι άλλοτε πάλι πως τον έβλεπα μόνον εκείνη τη στιγμή. Έτσι ξαφνιάστηκα, όταν ύστερα από το άδικο βρέξιμο που φάγαμε, τον είδα να χαμογελάει στην ένοχη αδελφή του και όταν αγρίεψα να μου λέει:
—Άσε τα παιδιά να παίξουν.
—Μα δεν είναι παιχνίδια αυτά, του απαντάω νευριασμένη. Όμως εκείνος το βιολί του. Χαμόγελο και καλαμπούρι με τις μικρές σα να μην ήταν ο ίδιος που πριν λίγα δευτερόλεπτα απάγγελνε ονειροπαρμένος στίχους στα γλαροπούλια.
—Βρίσκω πως είναι ώρα για φαγητό, πετάχτηκε ξαφνικά ο Κρίστοφερ. Αυτός ο θαλασσινός αέρας με κάνει να πεινάω σα λύκος.
—Κι ο θαλασσινός κι ο βουνίσιος, τον κάρφωσε η Σαρλότα. Τα ίδια δε λες και στην Ιρλανδία;
Μαζέψαμε τους δυο μικρούς και την Αλεξάντρα και πήραμε τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω.
—Για πού πάμε τώρα; ρώτησα τον Αρχηγό.
—Λέω να κάνουμε ένα ανέβασμα στην Άνω Σύρα.
—Α! όνειρο, είπα. Μόνο ας μείνουμε ν’ απολάψουμε και τ’ Απανωσύρια.
—Τ’ Απανωσύρια; Τί είναι αυτά; ρώτησε η Αναστάζια.
Πριν προλάβει ν’ απαντήσει κανένας άλλος πετάχτηκα εγώ:
—Τ’ Απανωσύρια είναι μια εκδήλωση του Δήμου της Άνω Σύρας που την ετοιμάσανε οι ντόπιοι κι οι ξενιτεμένοι Απανωχωρίτες για να προβάλλουνε τον τόπο τους. Γίνεται 8, 9, και 10 Ιουλίου.
—Ναι, ναι, να πάμε, να πάμε φωνάξανε οι υπόλοιποι.
Μιλώντας και γελώντας φτάσαμε στο λιμάνι και πήραμε τον Κεντρικό δρόμο στο δεξί μας χέρι –την οδό Ερμού– που έφτανε μέχρι την Πλατεία. Τώρα αυτή η Πλατεία ονομαζόταν Πλατεία Μιαούλη ενώ παλιότερα τη λέγανε Πλατεία Όθωνα. Ο δρόμος ήταν λιθόστρωτος.
Μ’ άρεσε η Πλατεία γιατί ήτανε γεμάτη ολάσπρα μάρμαρα και καταπράσινα δέντρα. Το ’πα του Αντρέα.
—Βλέπεις εδώ αντίκρυ το κτίριο με τη φαρδιά καλλίγραμμη σκάλα; με ρωτάει. Είναι το Δημαρχείο, νεοκλασικού ρυθμού πάνω σε σχέδια του Τσίλλερ. Έχει μια ωραία αίθουσα για δεξιώσεις κι εκεί στεγάζονται τώρα και τα Δικαστήρια. Παραδίπλα είναι η Βιβλιοθήκη, και το μπαλκόνι που βλέπεις πάνω απ’ αυτήν είναι του Εκπολιτιστικού μας συλλόγου. Η είσοδό του είναι από τον στενό δρόμο. Κι αυτό είναι ένα θαυμάσιο κτίριο. Εκεί στεγάζεται η Λέσχη μας κι επίσης γίνονται διαλέξεις, οι Εκθέσεις ζωγραφικής και γενικά όλες οι πνευματικές εκδηλώσεις. Τα κοίταζα όλα με πολύ ενδιαφέρον.
—Ελπίζω να τα δούμε κι από κοντά, είπα.
—Ναι αλλά όχι τώρα. Όλα μαζί δε γίνονται. Πάμε να πάρουμε δυο ταξί να μας πετάξουνε ως την Άνω Σύρα. Την τριγυρνάμε, τρώμε κάπου εκεί και τ’ απόγιομα παρακολουθούμε και τ’ Απανωσύρια. Έτσι δε θα χαλάσουμε καμιά καρδιά, είπε ο Αντρέας.
—Γιατί να πάρουμε ταξί; ρώτησε η Αναστάζια που αγαπούσε τον ποδαρόδρομο. Είναι πολύ μακριά από δω;
Ε, βέβαια, της απάντησε ο Αρχηγός. Είναι περίπου τεσσεράμισι χιλιόμετρα κι έπειτα πρέπει να ’μαστε ξεκούραστοι για να καλοδούμε την Άνω Σύρα…
—Ώσπου να το καταλάβουμε βρεθήκαμε κιόλας στη Συριανή Ακρόπολη. Και ξαφνικά μια επανάσταση έγινε μέσα μου. Χάθηκε από μπροστά μου ο ξερακιανός βράχος που εμπόδιζε τους καπεταναίους να περάσουνε, χάθηκαν ο ξανθός Θεούλης που προστάτευε το νησί και το ωραίο νεοκλασικό Δημαρχείο. Τα μάτια μου γέμισαν απ’ τα γραφικά, ανηφορικά καλντερίμια, τις ολόασπρες στοές που ενώνανε τα σπίτια μεταξύ τους και τις όμορφες παλιές εκκλησίες. Ήταν μια γνήσια Μεσαιωνική Πολιτεία κι ένιωθα πως η γοητεία της με είχε αιχμαλωτίσει!
Ο Αντρέας προχωρούσε μπροστά. Με το ανάλαφρο βήμα του ανέβαινε δυο-δυο τα σκαλοπάτια των δρόμων και κάθε λίγο σταματούσε και με κοιτούσε θριαμβευτικά, σα να ’θελε να βεβαιωθεί πως η καλή ιδέα που είχε ν’ ανεβούμε δω πάνω μας είχε ικανοποιήσει. Όλη η ομάδα ακολουθούσε τον Αρχηγό και σε κάθε στροφή ζωηρά επιφωνήματα ταράζανε την ησυχία της ασάλευτης πολιτείας.
Προσπαθούσα να καταλάβω αν τα σπίτια αυτά με την χαρακτηριστική τους αρχιτεκτονική ήταν κατοικημένα ή εγκαταλειμμένα. Θα μπορούσα να συμπεράνω το δεύτερο, αν όλες σχεδόν οι καμινάδες δε βγάζανε καπνό.
Απορροφημένη όπως ήμουνα να κοιτάζω πότε δεξιά και πότε αριστερά την κουκλίστικη πολιτεία, δεν κατάλαβα πως οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν. Μπροστά μου ήταν ένα πλατύσκαλο που οδηγούσε σε τρία ανηφορικά δρομάκια. Σίγουρα θα ’χαν ακολουθήσει το ένα απ’ αυτά. Ποιο όμως; Στάθηκα αναποφάσιστη.
—Τί με νοιάζει; σκέφτηκα, κάπου θα τους ξαναβρώ. Εξάλλου ο Αντρέας μας είχε πει, όπως ερχόμασταν με το αυτοκίνητο, πως θα πηγαίναμε πρώτα απάνω στην κορφή που είναι ο Άι Γιώργης. Από κει, είχε πει, θα βλέπαμε μια θέα μοναδική.
Καθώς στέκομαι σα μαγεμένη και θαυμάζω τα ιδιόρρυθμα, ξύλινα μπαλκόνια που έχουν σχεδόν όλα τα σπίτια κει πάνω, μια κρυστάλλινη φωνή αρχίζει ν’ ακούγεται δροσερή και γάργαρη σαν το καθάριο νερό της πηγής:
Στης Σύρας τον ανήφορο
κανέλα και γαρίφαλο…
Προχωράω προς το μέρος που βγαίνει η φωνή.
—Θα ’ναι καμιά λυγερόκορμη κοπέλα, σκέφτηκα, π ου θα κατεβαίνει το καλντερίμι μ’ ένα σταμνί στον ώμο κι ένα μαντήλι στο κεφάλι. Στρίβω την πρώτη γωνιά μα δε βλέπω κανένα. Η φωνή όμως εξακολουθεί ν’ ακούγεται πιο καθαρά και πιο κοντά:
κανέλα και γαρίφαλο…
Ανεβαίνω τα πρώτα σκαλάκια που βλέπω μπροστά μου και στρίβω δεξιά. Τεντώνω τ’ αυτί να καταλάβω από πού έρχεται η μελωδία.
ανήφορο, κανέλα και γαρίφαλο…
Τώρα ακούγεται δω κοντά, σχεδόν δίπλα μου. Τι συμβαίνει λοιπόν; Κοιτάζω ολόγυρα. Δε φαίνεται κανένας. Μα το Συριανό δίστιχο πλανιέται διάχυτο στα στενά της παλιάς πολιτείας. Σηκώνω πάλι το κεφάλι ψηλά. Εκεί πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα ξύλινα μπαλκόνια διακρίνω επιτέλους μια φιγούρα κρυμμένη ανάμεσα σε ασπροβαμμένες τενεκεδένιες γλάστρες με γαρουφαλιές. Στέκομαι.
—Καλό βράδυ, λέω δυνατά και περιμένω.
Το τραγούδι σταματάει.
—Καλό να ’χεις κοπέλα μου, απαντάει μια φωνή. Και μια κυρία, μια παλιά Αρχόντισσα παρουσιάζεται. Το κεφάλι της είναι στολισμένο με μια μαντήλα κι από μέσα ξεπροβάλλουν άσπρες τουφίτσες μαλλιών.
—Πώς βρέθηκες εδώ, κόρη μου; με ρωτάει με μια φρέσκια, νεανική φωνή.
Της εξηγώ:
—Χάθηκα αλλά δε με νοιάζει. Νιώθω τόσο όμορφα σ’ αυτή τη φιλόξενη γωνιά του νησιού! Πολύ ευγενικά η Αρχόντισσα με προσκαλεί:
—Κόπιασε μέσα… αλήθεια ποιο είναι τ’ όνομά σου;
—Ολίβια.
—Κόπιασε, λοιπόν, Ολίβια να σε τρατάρω ένα λουκούμι.
Δεν αρνούμαι γιατί τρελαίνομαι να περιεργαστώ κι από μέσα ένα τέτοιο σπίτι. Η κυρία με κοιτάζει επίμονα.
—Δε μοιάζεις Ελληνίδα, μου λέει.
Της εξηγώ πάλι τι είμαι. Με ξανακοιτάζει.
—Ιρλανδία, είπες; Δεν έχω ακούσει αυτό τον τόπο ποτέ.
Δε μου φαίνεται περίεργο. Κλεισμένη μέσα στο Φράγκικο καταφύγιό της πώς μπορεί να ξέρει πως υπάρχουνε κι άλλα μέρη αλλιώτικα από τα δικά της;
—Αυτά τα ξύλινα μπαλκόνια που έχουν όλα τα σπίτια δω πέρα γιατί τα ’χουν;
—Ποια είπες;
Της δείχνω.
—Α! Τα σκαλούνια; Τα ’χουμε για να πηγαίνουμε στην ταράτσα.
—Κι αυτές τις πλατιές πέτρες που βλέπω δίπλα στα παράθυρα σε τί τις χρησιμοποιείτε; Με κοιτάζει με καλοσύνη και μετά σκύβει και μ’ εμπιστεύεται:
—Βλέπεις που τις έχουμε όλες κατά το βοριά; Γνέφω ναι, αν και δω που τα λέμε, δεν το ’χω καθόλου παρατηρήσει.
—Είναι τα … ψυγεία μας! λέει και γλυκοχαμογελάει. Αφήνουμε δω πάνω το γάλα, το κρέας, το κανάτι με το νερό, για να τα διατηρούμε δροσερά. Τι να κάνουμε, παιδάκι μου , βλέπεις εμείς εδώ δεν έχουμε τις σύγχρονες βολές.
Κούνησα το κεφάλι.
—Και νερό από πού παίρνετε;
—Από την Πηγή, κάτω απ’ τον Άι Θανάση, μου απαντάει με περηφάνια. Κι είναι εξαιρετικό νερό. Στάσου να σε τρατάρω ένα ποτήρι μαζί με το λουκουμάκι που σου ’ταξα.
Για δυο λεπτά εξαφανίζεται. Το μάτι μου ερευνάει το μέσα του σπιτιού. Γυρίζει πάνω στους κάτασπρους τοίχους, στα στενά νησιώτικα παραθυράκια, στις τράβες από τα σκοίνα και τα καλάμια που είναι κολλημένες στο ταβάνι. Ένα καλόγουστο τζάκι στη γωνιά και μια σταμνοθήκη παρακάτω, δίνουν στην απλή κάμαρα μια ξέχωρη προσωπικότητα.
Η Αρχόντισσά μου γυρίζει με το δίσκο της.
—Έλα κόρη μου, πιες νεράκι να δροσιστείς. Που λες τα παλιά τα χρόνια πηγαίνανε όλες οι γυναίκες κάτω στη χαράδρα, στον Άι Θανάση. Εκεί χώρια από το γάργαρο νερό που ’τρεχε από την πηγή, είχε και πέτρινες σκάφες και πολλές πλένανε τα ρούχα τους κει κάτω.
—Και πώς τα μεταφέρανε;
—Με ζώα, βέβαια. Το νερό που πίνανε το κουβαλούσανε μέσα σε σταμνιά στους ώμους.
—Και δε κουράζονταν;
Η κυρία μου σήκωσε τους ώμους.
—Δεν ξέρω είπε, εγώ δεν έχω κουβαλήσει ποτέ. Όμως όταν νιώθανε κούραση ακουμπούσανε τα σταμνιά τους στα γκουμπιστράκια που τα ’χανε φτιαγμένα επί τούτου. Πριν όμως από μερικά χρόνια, μας βάλανε βρύσες στους δρόμους κι έτσι γλιτώσαμε από τα πολλά πηγαινέλα στην Πηγή, καμάρωσε η γριούλα.
—Είσαστε τυχεροί, της είπα καθώς σηκωνόμουνα να φύγω.
—Ναι, ναι, συμφώνησε καλοσυνάτα.
—Έχετε την πιο όμορφη θέα του νησιού από δω πάνω από το λόφο κι είσαστε και μακριά από τη φασαρία και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Η Κυρία με χτυπάει στον ώμο.
—Χάρηκα που σε γνώρισα, παιδί μου, είπε κι ακόμα φχαριστιέμαι που σ’ αρέσει το μέρος μας. Μήπως σου ’χει πει κανένας πότε πρωτοκατοικήθηκε; Θαρρώ το 300 μ.Χ. Μα τι στα λέω αυτά εγώ. Αν θέλεις να τα μάθεις, σύρε στην Πιάτσα στο Κέντρο της Χώρας. Εκεί θα βρεις τον Αλέκο, τον κουρέα. Απ’ αυτόν θα μάθεις ό,τι θέλεις.
Την χαιρέτησα κι ακολούθησα το δρομάκι που μου ’δειξε για να φτάσω στον Άι Γιώργη. Ήμουνα σίγουρη πως θα με ψάχναμε και θ’ ανησυχούσανε για μένα.
Από μακριά είδα όλο το τσούρμο μαζεμένο, έτοιμο να κατεβεί. Έκανα τα χέρια χωνί και τους φώναξα:
—Μην κουνιόσαστε, έφτασα!
Μερικά δρομάκια ακόμα, λίγες ανηφοριές και να ’μαι στον Άι Γιώργη. Ο Αντρέας φαινότανε πραγματικά αναστατωμένος.
—Έλα λοιπόν Ολίβια, μου φώναξε μόλις με είδε. Τι έγινες; Χάθηκες;
—Του ’πα πως θα σε απήγαγε κανένας Ιππότης του Μεσαίωνα διάκοψε ο Κρίστοφερ, μα δε θέλει ούτε να τ’ ακούσει.
Τους είπα για την Κυρία μου, για το λουκούμι, το νερό της Πηγής και το Συριανό δίστιχο:
Στης Σύρας τον ανήφορο…
όμως δεν ξέρω γιατί, είχα την εντύπωση πως παρόλο που ήμουνα πια εκεί, ο Αντρέας δε φαινότανε να έχει ησυχάσει. Πήγα κοντά του:
—Θύμωσε ο Αρχηγός που ένας από το κοπάδι ξεστράτισε; τον πείραξα.
Δε μ’ αποκρίθηκε αμέσως. Με κοίταξε όμως βαθιά στα μάτια και σιγανά, τόσο σιγανά που αμφιβάλλω αν τ’ άκουσε κανένας άλλος μουρμούρισε:
—Δε θύμωσε, Ολίβια. Ανησύχησε. Κι αμέσως μετά συνέχισε να μιλάει για τον Άι Γιώργη.
—Που λέτε, παιδιά, η πρώτη εκκλησιά χτίστηκε το 1200 μ.Χ. αλλά ξαναχτίστηκε κι άλλες φορές. Το 1652 έγινε Μητρόπολη. Αυτή που βλέπουμε τώρα είναι του 1834.
Μπήκαμε μέσα.
—Τι είναι αυτό το ασημένιο καραβάκι; ρώτησε η Αναστάζια.
—Τάμα των Γάλλων, της απάντησε. Υπάρχει και κάποιο έγγραφο που το συνοδεύει αλλ’ αυτό το φυλάνε στην Επισκοπή.
Ήθελα να βρω την ευκαιρία να ξαναπάω κοντά του και να ξαναδώ στα μάτια του κείνη τη λάμψη που διέκρινα όταν μου είπε πως «ανησύχησε» με την εξαφάνισή μου. Προσπαθούσα να βρω μια σπουδαία ερώτηση να του κάνω, όμως δε μου ’ρχόταν καμιά στο νου μου. Ξαφνικά φωτίστηκα:
—Δε μου λες, Αντρέα είπα πλησιάζοντας, αυτή η εκκλησιά είναι και η πρώτη Μητρόπολη;
—Όχι, βέβαια. Μέχρι το 1652 ήταν ο Άι Γιάννης.
—Και μετά τι έγινε ο Άι Γιάννης;
—Από το 1634 παραχωρήθηκε στους Καπουκίνους. Παλιά λειτούργησε εκεί και το Δημοτικό σχολειό.
Φοβάμαι πως θα συνέχιζα και μ’ άλλες πολλές και ίσως κουτές ερωτήσεις για να τον κάνω ν’ ασχοληθεί λίγο πιο «στενά» μαζί μου, αλλά επενέβηκε η Σαρλότα.
—Έχει κι άλλες εκκλησιές δω πάνω;
—Ου! Μπόλικες! Και παλιές. Μια απ’ αυτές είναι η Παναγιά που χτίστηκε το 1581. Είναι το Μοναστήρι των Ιησουϊτών που την λέγανε και Δεκάρμενη. Έπειτα είναι η εκκλησιά του Σαν Μπαστιά που χτίστηκε το 1728 από τάμα των Συριανών μετά την επιδημία της Πανούκλας, ο Άι Αντώνης του 1886, ο Άγιος Νικόλαος το 1780, η Αγία Τριάδα που χτίστηκε το 1670 σαν ιδιοκτησία του καθολικού παπά Κωνσταντίνου Κομνηνού. Ύστερα οι Γάλλοι την παραδώσανε στους Καπουκίνους και τελικά με Τούρκικο φιρμάνι δόθηκε στους Ορθόδοξους.
—Για πού πάμε τώρα; ρώτησε η Σάσα που ’χε αναψοκοκκινήσει από την μεγάλη ζέστη και την πορεία.
—Τώρα πάμε για φαγητό, είπε ο Αρχηγός, εκτός αν έχετε αντίρρηση. Ξέρω ένα μικρό ταβερνάκι που ’χει εκλεκτούς μεζέδες. Είστε; Εμείς εδώ στη Σύρα καλοτρώμε!!
Κανένα δε μπορούσε ν’ αφήσει ασυγκίνητο η πρότασή του. Ένιωθα να ’χω μια διαβολεμένη πείνα κι η ιδέα να φάμε όλοι παρέα μ’ ενθουσίαζε. Ο Αντρέας μας μάζεψε μπροστά του και μας μέτρησε.
—Είμαστε σωστοί; τον πείραξα.
—Εσύ μη μιλάς, μ’ απάντησε κι η φωνή του ήταν πάλι απαλή σα μελωδία. Άλλη φορά θα φέρω ένα ζευγάρι χειροπέδες. Έτσι δε θα σε χάνω από τα μάτια μου.
Γιολάντα Πατεράκη, Η Αρχόντισσα του Αιγαίου (Σύρα), Νικόδημος, Αθήνα 2000, 47-58.
Το βυσσινί φουστάνι...
ΛΟΥΚΡΗΤΙΑ ΔΟΥΝΑΒΗ
ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΙ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ο ΓΑΜΟΣ
Όπως πάει το τραγούδι, τα δικά μου λόγια… Οι βιολιτζήδες και το σαντούρι ηπαίζανε το σκοπό, περιμένανε τη νύφη να βγει από την πόρτα της, για να τη συνοδέψουνε στην εκκλησία. Μέσα, τηνε στολίζανε και τραγουδούσανε:
Σήμερον λάμπει ο ουρανός,
σήμερον λάμπει η μέρα,
στολίζουν τζιαί τη νιόνυμφη
με την πολλή μανιέρα.
Α! Για στολίστε τη καλά
η μαρκαριταρένη
απού την έστει’ η μάνα της
μες στα γρουσά χωσμένη.
Ε την τζιάμε τζαι δείτε την
τζι αν έστει’ αχτύπιν πέτε
ε σαν τον ήλιο τον γρουσόν
την ώρα που γεννιέται.
Φωνάζετε τη μάνα της
να ’ρτει να τηνε ζώσει
τζαι να της δώσει την ευτζή
τζαι να την παραδώσει.
Η μάνα λιβανίζει. Την παραδίδει στον πατέρα και αναχωρούν.
Πιο κάτω, στο σπίτι του γαμπρού, η πεθερά πηγαινοερχούντανε και αρωτούσε:
—Όλα έτοιμα;
Άλλα ηπερίμενε από το γιο της. Νύφη με προίκα, με πολλά μπαούλα, με δικό της σπίτι, κι αν είχε και λίγες λίρες δε θα έβλαφτε. Η νύφη, φτωχή, νόστιμη και νοικοκυρά, δεν της έφτανε, γιατί της πεθεράς αρέσανε πολύ τα μεγαλεία. Ο γιος, φαναρατζής το επάγγελμα, με σπασμένα γαλλικά, ένεκα της «ξένης» γειτόνισσας, γυναίκας ναυτικού λοστρόμου.
Αίφνης, ήσβησε η λάμπα. Γρουσουζιά, είπανε. Από την έπαρση που είχε η πεθερά, χοντρή η ίδια, πάντα στάγκωνε σε κάθε πόρτα, μέχρι και την ελληνική σημαία είχε φρεσκοσιδερώσει, και που κανείς δεν ήξερε τι θα έκανε τη γαλανόλευκη στο γάμο.
—Καλέ θεια, πότε θα ντυθείς;
—Βοήθα, να βάλω τον κορσέ μου, άκου, να σφίξεις όσο αντέχεις.
Η ανιψιά ήβαλε όλη τη δύναμή της να σφίξει τα κορδόνια του κορσέ, για να συμμαζέψει του πισινού το κατρακύλισμα.
—Καλέ θεια, θα σκάσεις.
—Σφίξε, που σου λέω, και άσε τις τσιριτσάντζουλες.
—Καλέ θεια, θα ζοριστεί το άντερό σου.
—Λίγο ακόμα και τελέψαμε.
—Καλέ θεια, είσαι καλά;
—…
—Παναγιά μου, Πανάχραντό μου, βοήθα.
Αναψοκοκκινισμένη η πεθερά, γύρεψε την τσάντα της.
—Τη σημαία μην ξεχάσομε.
Απότομη η ανηφόρα, ξεφυσούσε η πεθερά, δύσκολα τα πράματα, είπε και κρεμάστηκε στο χέρι του γαμπρού. Κάθε σκαλάκι και αέριο…
—Καλέ μάνα, τι μυρωδιά παστώθηκες και βρώμισε ο τόπος;
—Τη δουλειά σου εσύ.
Όπου εκειδανά στη στρίψη του δρόμου, στο πιο απότομο σκαλί, πέφτει φαρδιά-πλατιά η πεθερά, ακούνητη και αλληθωρισμένη. Ηστάθηκε όλο το κάλεσμα και χάζευε την ξαπλωμένη.
—Τα κορδόνια να λασκάρομε, είπε η ανιψιά.
Ανεβάζουνε δα το μεσοφόρι της, τα κρέατά της ξεχυθήκανε απάνω στα σκαλάκια και βρώμα!!…
—Φέρτε ένα σεντόνι, είπε η Φιφίνα.
—Καλέ, αφού έχομε τη σημαία, είπε η Αντωνία.
Τότες ξεδιπλώνουνε τη φρεσκοσιδερωμένη, μεγάλη ήτανε, με χίλια βάσανα ξαπλώνουν μέσα την αναίστητη, ήτονε θεόβαρη, πάει ο γαμπρός να βοηθήσει,
—Μη, του λέει ο κουμπάρος, μην πάθεις καμιά πτώση…
Τέσσερις άντρες που βλαστημούσανε τηνε σηκώσανε από τις τέσσερις άκριες της σημαίας, συμπούρμπουλοι κατηφορίσανε στο σπίτι του γαμπρού.
Στείλανε ειδοποίημα στις βιολιτζήδες, να σωπάσουν τα βιολιά, και όλοι ηγυρίσανε στα σπίτια τωνε. Την άλλη μέρα, οι κουμπάροι, η νύφη και ο γαμπρός, ηπήγανε μονάχοι στην εκκλησιά του Αι-Γιωργιού για να στεφανωθούνε.
Το ψέμα του Νικόλα...
ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ ΦΡΕΡΗΣ
ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ
Ο Νικόλας εσήκωσε το σίδερο από τη σκάρα, εσάλιωσε το μεσιανό δάχτυλο του δεξιού χεριού του και το άγγιξε τιναχτά στην πλάκα του σιδέρου. Δεν το βρήκε όσο τόθελε ζεστό και φώναξε στη γυναίκα του:
—Μαρία, βάλε δυο-τρία κάρβουνα στο σίδερο… Μα κάνε γλήγορα, να τελειώσω για να προφτάξω να ξαορέψω…
Η Μαρία πρόβαλε στην πόρτα της κάμαρας που δούλευε ο άντρας της. Ήταν ανασκουμπωμένη κι είχε τυλιγμένο το κεφάλι της μ’ ένα τουλπάνι.
—Τρίβω τα μπακίρια, Νικόλα… Μόνο ας τα βάλει η Μαριόγκα, είπε και γύρισε στην κουζίνα.
Ο Νικόλας έρριξε μια ματιά στη Μαριόγκα. Κι η μαθήτρια άφησε τη δουλειά της, πήρε το σίδερο και βγήκε στο αυληδάκι που ήταν τα κάρβουνα μέσα σ’ ένα κασάκι του πετρελαίου. Ύστερα γύρισε, απόραψε το κουμπί που έραβε σ’ ένα σακάκι και ξαναβγήκε στην αυλή. Ο βοριάς είχε ανάψει τα κάρβουνα και το σίδερο είχε κιόλας κορώσει. Τόφερε μέσα.
—Τέλειωσα, μάστορη, είπε, παίρνοντας και κρεμώντας το σακκάκι στη ράχη μιας καρέκλας. Τι να κάνω τώρα;
—Ξαορεμένη είσαι; τη ρώτησε ο Νικόλας.
—Όχι, μάστορη…
—Ε, να πηαίνεις για να προκάνεις…
—Είναι ακόμα ένα σακάκι που θέλει κουμπιά…
—Άσ’ τα… Θα τα κολλήσω ’γω… Είναι του Βαφιαδάκη, τσ’ είναι ιδιότροπος… Δες τι ώρα κάνει το ρολόι…
—Περασμένες τέσσερις, είπε η Μαριόγκα κοιτάζοντας από την ανοιχτή πόρτα στο διπλανό δωμάτιο.
Ο Νικόλας πήρε από την τσέπη του γελέκου του ένα πεντόφραγκο και τόδωσε στη μαθήτρα.
—Ένα τριάρι μονάχα κάνει να μου δίνεις, μάστορη, είπε η Μαριόγκα.
—Κράτα το… Χριστούγεννα είναι αύριο.
—Να ’σαι καλά… Τσ’ από χρόνου, μάστορη.
—Τσ’ από χρόνου, Μαριόγκα…
Η μαθήτρια τυλίχτηκε σ’ ένα πυκνοπλεγμένο μαβί μποξαδάκι, χαιρέτησε τη Μαρία και βγήκε στο δρόμο.
Όξω ο βοριάς θέριζε. Έριχνε χιονόνερο. Τα γύρω νησιά ήταν χαμένα μέσα στην καταχνιά. Ξεχώριζε θαμπά μονάχα η Τήνος, που ήταν κι αυτή φορτωμένη με μαύρα βαριά σύννεφα.
Η Μαριόγκα τράβηξε κατά την Παναγιά, που ξομολογούσαν από το πρωί οι Πατέρες.
Στην κουζίνα η Μαρία είχε αποτελειώσει το τρίψιμο των μπακιριών κι άρχισε να τοποθετεί ένα ένα πάνω στο ράφι —δυο τεντζερέδες, ένα μεγάλο κι ένα μικρό, ένα ταψί κι ένα ταψάκι, μια κατσαρόλα, ένα κατσαρόλι κι ένα κατσαρολάκι, δυο μπρίκια, το γουδί με το γουδοχέρι του κι ένα μαγκάλι με σκαλίσματα που το σκέπασμά του είχε πάνω στη κορφή ένα μισοφέγγαρο. Μοναχοκόρη, η Μαρία, πήρε για προίκα όλο το μπακιρικό της μακαρίτισσας της μητέρας της. Μπακιρικό σταλμένο από τη Σμύρνη σε χρόνια περασμένα από τον παππού της, πούκαμε χρόνια και χρόνια καβάσης σε προξενείο. Και ξαφνικά η Μαρία φώναξε:
—Ιιιι!… Λωλάθηκα, καλέ;… Κι άρχισε να ξανακατεβάζει όσα μπακίρια είχε βάλει πάνω στο ράφι.
Έριξε στην πλάτη της ένα μποξά και βγήκε στην πίσω αυλή.
—Ροζίνα!… Ροζίνα!… Ροζίνα!… φώναξε όλο και πιο δυνατά την κόρη της. Μαρησύ Ροζίνα δε ακούς που σε φωνάζω τσαί ξεπάγιασα;
Ένα κοριτσάκι ως δέκα χρονών πρόβαλε στο αντικρινό παράθυρο και μέσα από το τζάμι της έγνεψε τι θέλει.
Η Μαρία της έκανε νόημα να γυρίσει στο σπίτι. Το κορίτσι μισάνοιξε το τζαμιλίκι κι απάντησε φωναχτά:
—Νωρίς είναι ακόμα… Βλέπω την άμια καλογριά που κάνει το σπήλιο του Αντώνη…
—Έλα γλήγορα που σε θέλω… Γλήγορα σου λέω… Να μη το ξαναπώ, έκανε η Μαρία και τραβήχτηκε στην κουζίνα.
Σε λίγο ήρθε κι η Ροζίνα λαχανιασμένη από το τρέξιμο.
—Τι θες, καλεσύ;
—Ξέχασα τις κόλες για τα ράφια… Πάρε δυο θαλασσιές από το μπακάλικο του μπάρμπα Λιναρδή τσαί πες του να τις γράψει…
Η Ροζίνα στο μεταξύ είχε βγάλει από το σκρίνιο το μποξοδάκι της και τυλιγόταν.
—Κι άμα πάρεις τις κόλες, να πας αντίκρυ στης άμιας Καρμέλας του Δασκαλακιού να μας τις κόψει, που ξέρει τσαί κόβγει όμορφα… Κατάλαβες;…
—Ναι, κατάλαβα…
—Το νου σου… Με όμορφο τρόπο… Να χτυπήσεις την πόρτα που θα ’ναι κλειστή γιατί κάνει κρύο… Τσ’ άμα σου ανοίξει, να πεις: «Χαίρετε, άμια Καρμέλα»… Κατάλαβες;
—Ναι…
—Πάλι ναι!… Πάλι ναι!… «Μάλιστας», σου ’πα να λες… Πες το…
—Μάλιστας, είπε η Ροζίνα.
—Τσαι να της πεις: «Μου ’πε η μαμά μου πολλά πολλά προσκυνήματα τσαι τι κάνει ο μουσιού Ζαν»… Κι άνε σου πει πως σηκώθηκε, να πεις «μπράβο»… Κι άνε σου πει πως είναι ακόμα στο κρεβάτι, να λυπηθείς τσαι να μη μιλήσεις… Κατάλαβες;!
—Ναι… μάλιστας…
—Τσ’ ύστερα να της πεις: «Άμια Καρμέλα, σας παρακαλεί η μαμά μου ας κόβετε τις κόλες για τα ράφια μας;» Τσ’ άμα τις κόψει τσαι σου τις δώσει, να πεις «φχαριστώ τσαι τη Λαμπρή με το καλό να μας τις ξανακόψετε»… Άντε… Τσαι μη κοντοστέκεσαι στο δρόμο μη μου πουντιάσεις…
Η Ροζίνα έκανε να φύγει, μα η Μαρία τη σταμάτησε.
—Στέκα τσαι πες μου από την αρχή τι σου ’πα να πεις…
Η Ροζίνα ξεροκατάπιε, πήρε αναπνοή κι άρχισε να τα λέει κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της: «Θα χτυπήσω την πόρτα κι άμα μου ανοίξει θα πω “Χαίρετε, άμια Καρμέλα. Μου ’πε η μαμά μου πολλά προσκυνήματα τσαι τι κάνει το Δασκαλάτσι…”»
—Όχι!… Όχι!… φώναξε η μητέρα της… Όχι το Δασκαλάτσι… Είναι παρατσούκλι… «Ο μουσιού Ζαν», σου ’πα να πεις.
—Ναι, μάλιστας, «ο μουσιού Ζαν», σιγώπε η Ροζίνα. Κι άνε μου πει πως είναι ακόμη στο κρεβάτι θα πω «μπράβο», κι άνε μου πει πως σηκώθηκε θα λυπηθώ και δε θα μιλήσω…
—Θώριε, θώρι το αχαΐρευτο, ξεπίτηδες θαρρείς το κάνει τσαι τα λέει ανάποδα, είπε φουρκισμένη η Μαρία… Να ε βάλει σε μπελάδες με τις γειτόνισσες χριστουγεννιάτικα…
—Ίντα να σου κάνω… Έτσι μούρθανε, έτσι τα ’πα…
—Ήπρεπε να μην είναι η μέρα που ’ναι και σούλεγα ’γω… Άντε μέσα να κάτσεις με τον μπαμπά σου… Θα πάω μοναχή μου, είπε η Μαρία.
Και φεύγοντας μουρμούρισε: μια δουλειά δεν μπορεί να μου κάνει το ζουριασμένο…
Άμα τέλειωσε ο Νικόλας το σιδέρωμα, πήρε τα τέσσερα σακάκια και τη ρεντικότα που ’χε ράψει με νυχτέρια κείνη τη βδομάδα της μεγάλης φούργιας, τα τύλιξε μέσα σε μια κλαδωτή πάνα και τάβαλε απλωτά πάνω στον πάγκο για να μην τσαλακωθούν. Φόρεσε ύστερα το πανωφόρι του και την τραγιάσκα του και μπήκε στη σάλα να πάρει πάνω από το σκρίνιο το ευχολόγιό του.
—Φεύγεις, Νικόλα; τον ερώτησε η Μαρία από την κουζίνα.
—Ναι, πάω για ξαγοριά πριν πέσει κόσμος…
—Άμα γυρίζεις, πέρνα να πάρεις τη Ροζίνα από την άμια καλογριά… Μούφαγε την τσεφαλή μου το πεισματάρικο να ξαναπάει τσαι την άφησα… Βλέπει που κάνουνε το σπήλιο…
Ο Νικόλας πήρε το ανήφορο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι ο Τζώρτζης το Βαπόρι γύριζε κι άναβε τα φανάρια. Άμα έφτασε ο Νικόλας στην Παναγιά, μπήκε μέσα, γονάτισε σ’ ένα πάγκο, έκανε το σταυρό του κι άρχισε —όπως μπορούσε με το φτωχό μυαλό του— την προετοιμασία του για την εξομολόγηση. Η εκκλησιά ήταν γεμάτη από γυναίκες και κορίτσια που περίμεναν τη σειρά τους να ξομολογηθούν. Κάτω στην εκκλησιά ξομολογούσαν τις γυναίκες τέσσερις Πατέρες στα εξομολογητήρια και πάνω στο μοναστήρι άλλοι Πατέρες ξομολογούσαν τους άντρες στα κελιά. Έτοιμος τώρα ο Νικόλας με τη «συντριβή και την απόφαση» βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του —τη συντριβή για τα κρίματά του και την απόφαση να μη ξαναπέσει πια σ’ αυτά, όσο μικρά κι αν ήταν—, ανέβηκε στο μοναστήρι να ξαγορευτεί. Εκεί στο μακρύ διάδρομο, με το μεγάλο ρολόι στο βάθος, πολλοί άντρες, άλλοι καθισμένοι στους πάγκους του διαδρόμου, άλλοι χαμηλοκαθισμένοι στις φτέρνες τους με τη ράχη τους ακουμπισμένη στον τοίχο κι άλλοι όρθιοι περιμένανε να βγουν εκείνοι που ξομολογιόνταν για να περάσουν αυτοί. Όλοι άνθρωποι εργατικοί, στενά δεμένοι μεταξύ τους από χαρές και λύπες, κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, με τα χωρατά τους στον καφενέ και τα όμορφα τραγούδια τους στην ταβέρνα, αμίλητοι τώρα σα να μην ήξερε ο ένας τον άλλο, είχανε πέσει σε βαθειά συλλογή. Στοχάζονταν πόσο μεγάλη κι άγια είναι τούτη η νύχτα των Χριστουγέννων κι αγωνίζονταν να συλλάβουν τη μεγαλοπρέπειά της και να μπούνε βαθιά στ’ ασύλληπτα μυστήριά της. Πότε πότε μονάχα ακουόταν κανένας βαθύς αναστεναγμός και τούτα τα λόγια που φτάνουν πάντα κι ανεμπόδιστα στον Ουρανό: «Χριστέ μου, ας είναι για τη δόξα σου». Θα ’ταν κάποιος γέρος παππούς που στέναζε γιατί του πήρε ξαφνικά ο θάνατος ένα από τα εγγόνια του. Θα ’ταν κάποιος πατέρας που ’χε βαριάρρωστο παιδί. Θα ’ταν ίσως κάποιο παλικάρι που την κοίταζε, μα κείνη δεν το κοίταζε. Κι όλοι τούτοι οι πόνοι —του θανάτου, της αρρώστιας και του έρωτα— κι άλλοι ακόμη πόνοι που δοκιμάζει η φτωχή ανθρώπινη καρδιά, προσφέρονταν εκείνη την Άγια Νύχτα —σμύρνα, χρυσός και λίβανος— για τη δόξα του Χριστού μας.
Ο Νικόλας κατέβασε τη «δουλειά» στο μαγαζί. Κάτω στο Γιαλό. Έπαιρνε δουλειά από τον πιο δύσκολο μάστορη, το Βενιέρη, πούραβε το αρχοντιλίκι του τόπου εκείνου του καλού καιρού.
—Έλα, Νικόλα, του ’πε ο μάστορης, καθώς τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί. Μες στην ώρα ήρθες…
Ήταν εκεί ο σιορ Αντώνης ο Μαυροκορδάτος, προσωποποίηση της αξιοπρέπειας. Ρεντικότα, μιραμπώ, γάντι, γκέτες, μπαστούνι με σφαιρική ασημένια λαβή. Έτσι ντυμένος ήρθε στον κόσμο κι έτσι ντυμένος έφυγε. Κι η ρεντικότα ήταν εκεινού.
—Σιορ Αντώνη, να τη φορέσετε να δούμε μη θέλει τίποτα…
Ο σιορ Αντώνης είχε περάσει από το μαγαζί να πληρώσει. Ήξερε πως ο ράφτης του ποτέ δε θα τόκανε να στείλει λογαριασμό μαζί με τα ρούχα. Και ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Δεν μπορούσε παρά να είχε ανάγκη από λεπτά.
Χωρίς να μιλήσει εμπήκε στο δοκιμαστήριο. Ξοπίσω του πήγε ο μάστορης. Πήγε κι ο Νικόλας για να καμαρώσει το «έργον των χειρών του». Μα τι μπορούσε να θέλει η ρεντικότα κομμένη και ρεγουλαρισμένη από το Βενιέρη και ραμμένη από το Νικόλα, που η βελονιά του ήταν όμοιο γαζί κι η μιζέρια του στη δουλειά άλλο πράμα;
—Τι λέτε, σιορ Αντώνη; ρώτησε ο μάστορης ευχαριστημένος.
—Ωραία, πολύ ωραία, έκαμε ο Μαυροκορδάτος ρίχνοντας μια κρυφή ματιά στον καθρέφτη. Ύστερα γύρισε κι είπε στο Νικόλα:
—Είσαι τεχνίτης αντάξιος του μάστορή σου… Μπράβο σου… Παντρεμένος είσαι;…
—Μάλιστας, απάντησε ο Νικόλας προσπαθώντας να μαντέψει τι σχέση θα μπορούσε να ’χει η παντρειά με την τέχνη του.
—Έχεις παιδιά; ξαναρώτησε ο σιορ Αντώνης.
Ο Νικόλας τώρα άρχισε να τα χάνει. Ήξερε πως ο Μαυροκορδάτος ήταν λιγόλογος κι οι ερωτήσεις που τούκανε του φαίνονταν παράξενες.
—Έχει ένα… Ένα κοριτσάκι, πρόλαβε ν’ απαντήσει ο μάστορης.
—Πέρασε, σε παρακαλώ, από το γραφείο μου πριν πας στο σπίτι σου, είπε στο Νικόλα ο σιορ Αντώνης.
Ύστερα ευχήθηκε σ’ όλους του μαγαζιού καλά Χριστούγεννα κι έφυγε.
—Σαν τι να με θέλει μάστορη; ρώτησε ο Νικόλας.
—Για κανένα ρεγάλο…
—Έτσι λέω κι εγώ με το νου μου… Μα γιατί δε μου τόδινε εδώ;
—Αλήθεια… Γιατί δε σου τόδινε εδώ;
—Μπορεί να ’ναι τίποτις άλλο, είπε ο Νικόλας.
—Πήγαινε και θα δούμε, έκανε ο μάστορης.
—Ναι, θα πάω για να δούμε…
Κοντεύουν μεσάνυχτα. Ο βοριάς έχει κόψει. Ο ουρανός είναι ξάστερος. Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν —το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, τα τζάμια των φαναριών απόψε αστράφτουνε. Ο Τζώρτζης το Βαπόρι άφησε ανεβασμένα τα φιτίλια και τα σοκάκια είναι φωτισμένα όσο καμιάν άλλη βραδιά.
Από νωρίς αρχίζουν οι πιστοί ν’ ανηφορίζουν κατά τον Άι-Γιώρη ξεκινώντας απ’ όλες τις γειτονιές της Απάνω Χώρας. Γριούλες και γεροντάκια, αντρόγυνα κι αρραβωνιασμένοι, νέοι και νέες και παιδιά που κάθε τόσο κοντοστέκονται για να σπάσουν καρύδια, φουντούκια και μύγδαλα πάνω στις πλάκες των πεζουλιών. Ξεκίνησαν από τα σπίτια τους οι καλογριές κι οι μπεΐνες, μαζί τους κι η σόρα Κοντσέμπτα, που, άμα την ντάμωναν τα παιδιά, πες για να κρυφογελάσουν, πες από ευλάβεια, της έλεγαν:
—Άμα καλογριά, ας είναι παινεμένος…
—… ο Χριστός μας τέκνα μου, ο Χριστός μας, απαντούσε κείνη στερεότυπα.
Κρατώντας το μπαστουνάκι της με το αριστερό χέρι ξεκίνησε από το αρχοντικό της κι η κοκόνα η Σβίλιαριτς που είχε αδελφό πρόξενο στην Κάτω Χώρα. Κι ήταν όλες τυλιγμένες από την κεφαλή με μαύρους μποξάδες, εχτός από τις νέες, παντρεμένες κι ανύπαντρες, που φορούσαν λεπτά, μάλλινα, πολύχρωμα λαχούρια με κρόσσια μακριά, φερμένα από την Πόλη και τη Σμύρνη. Και πρώτη ανάμεσα στις πρώτες η Μαργαρώ, ο Χάμως με καπέλο. Μια καπελαδούρα από βυσσινί βελούδο μ’ ένα τεράστιο παράξενο πουλί με τεντωμένες τις φτερούγες του.
Ανέβαιναν κι ο Νικόλας με τη Μαρία, που, όσο κι αν είχε κουραστεί κείνη τη μέρα, έδειχνε ξεκούραστη και γελαστή. Βαστούσε αλαμπρατσέτα το Νικόλα κι όλο τούλεγε για το φουστάνι και την κούκλα που τους αγόρασε. Θα τρελαθεί η Ροζίνα του Άι-Βασιλειού που θα της τη δώσουν. Και το φουστάνι… Τί όμορφο φουστάνι!
—Νικόλα μου, νά ’σαι καλά, άντρα μου… Σε φχαριστώ, Νικόλα μου…
Και λογάριαζε πως θα τό ’χε ραμμένο την αρχιχρονιά και θα πήγαινε στολισμένη —όπως καμιάν άλλη φορά— στο «Φιλόπτωχον Λαχείον».
Ο Άι-Γιώρης είχε γεμίσει από νωρίς. Άμα φτάσανε ο Νικόλας κι η Μαρία, ο Όρθρος πήγαινε να τελειώσει και θ’ άρχιζε η Ψαλτή. Η εκκλησιά έλαμπε από τα πολλά κεριά. Μονάχα το Άγιο Βήμα είχε κάπου εκατό λαμπάδες και κεριά που τ’ άναβαν από πολλή ώρα πριν τέσσερα παιδιά ντυμένα παπαδάκια.
Η Μαρία βρήκε τόπο να καθίσει στον τελευταίο πάγκο, πλάι στην ξαδέλφη της την Πετρίνα. Ο Νικόλας οικονομήθηκε σ’ ένα πάγκο που αντίκριζε το Σπήλιο. Και βάλθηκε να βλέπει τα διάφορα. Δεν ήταν εκείνη Φάτνη φτιαχτή. Ολόκληρη η Βηθλεέμ, όπως ήταν άμα γεννήθηκε ο Χριστός, είχε, λες, μεταφερθεί με τρόπο θαυματουργικό στη γωνιά εκείνη του Άι-Γιώρη. Η Παναγιά κι ο Ιωσήφ θαρρούσες πως θα σου μιλούσαν κι ο Χριστούλης μέσα στο παχνί μόνο που δεν κουνούσε. Τέτοια ζωντάνια είχαν τα μικρά χρωματιστά αγάλματα. Κι ήταν γύρω βοσκοί και πρόβατα κι ένα βόδι που άχνιζε το Θείο Βρέφος για να το ζεστάνει κι ένα γαϊδουράκι που έμοιαζε σα να το ’χε πάρει ο ύπνος. Ήταν κι οι τρεις Μάγοι με τα δώρα, ψηλά το αστέρι που τους οδήγησε στη Βηθλεέμ, άγγελοι εδώ κι εκεί κι όσα βλέπει κανένας στην εξοχή. Βουνά και κάμποι, δέντρα και βοσκοτόπια, περιβόλια με μαγκανοπήγαδα, ανεμόμυλοι που γύριζαν κι έδιναν με τον τρόπο αυτό ζωή και κίνηση και σ’ όλα τ’ άλλα πράματα που έστεκαν ασάλευτα.
Κι ήρθε η στιγμή να μεταλάβουν οι πιστοί. Σηκωθήκανε πρώτα οι άντρες κι ένας-ένας, δυο-δυο προχωρούσαν κι έμπαιναν στο Ιερό και γονάτιζαν μπροστά το Άγιο Βήμα. Έκανε κι ο Νικόλας, το σταυρό του κι από γονατιστός που ήταν σηκώθηκε να πάει να μεταλάβει. Μα άκουσε μέσα του μια φωνή —κείνη τη δύστροπη φωνή που ’χει δύσκολο τον έπαινο κι εύκολη την κατηγορία— να του λέει:
—Κάτσε κάτω, ψεύτη!… Πού πας, ψεύτη!… Κριματισμένη είναι η ψυχή σου, ψεύτη!… Γέλασες τη γυναίκα σου, ψεύτη!…
Κι ο Νικόλας ένιωσε ν’ ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι του και να τον πνίγει. Θάμπωσε το βλέμμα του, τα γόνατά του λύγισαν και ξαναβρέθηκε γονατιστός δίχως να το θέλει.
Κι άρχισε ν’ αποκρίνεται στον έλεγχο της μυστικής φωνής.
—Δε φταίω… δε φταίω… Η Μαρία το πρωτώπε… «Τόσο ακριβό φουστάνι πήγες και μου αγόρασες, Νικόλα μου… Και για το παιδί μας τέτοια κούκλα!…» Ποτέ μου δεν την είχα ξαναδεί τόσο χαρούμενη τη Μαρία… Κι είπα να την αφήσω να το πιστεύει πως αγόρασα εγώ το φόρεμα και την κούκλα του παιδιού μας… Δεν είναι κρίμα… Δεν μπορεί να ’ναι κρίμα.
Και με τη σκέψη τούτη ησύχασε ο Νικόλας κι έκανε να ξανασηκωθεί. Μα η μυστική φωνή, αμετάπειστη, τον κράτησε γονατιστό στη θέση του.
—Πώς πας να μεταλάβεις με ψέμα στην ψυχή… Δεν τα πλήρωσες συ. Ούτε το φουστάνι της Μαρίας κι ούτε την κούκλα της Ροζίνας σου… «Πήγαινε κι αγόρασε όποιο φουστάνι λες πως θ’ αρέσει στη γυναίκα σου κι όποια κούκλα θ’ αρέσει του παιδιού σου και πες να στείλουνε σε μένα το λογαριασμό». Άλλος τα πλήρωσε. Ο σιορ Αντώνης ο Μαυροκορδάτος τα πλήρωσε κι άφησες τη γυναίκα σου να πιστέψει πως τα πλήρωσες εσύ… Κάτσε κάτω ψεύτη!… Δεν μπορείς να μεταλάβεις!…
—Και τώρα πού να ξαναξαγορευτώ; Κανένας παπάς δεν είναι εύκαιρος… Είναι όλοι στη Λειτουργιά… Και τι θα λέει η Μαρία; ρώτησε τη μυστική φωνή ο Νικόλας ζητώντας το έλεός της.
Μα η φωνή πάλι του αποκρίθηκε:
—Κάτσε κάτω, ψεύτη!…
Οι άντρες είχαν πια τελειώσει. Είχε έρθει η σειρά των γυναικών, που προχωρούσαν με τάξη και γονάτιζαν μπροστά στα κάγκελα που χωρίζουν το Ιερό από το χώρο των πιστών. Νάτη κι η Μαρία που πήγαινε να μεταλάβει. Την είδε ο Νικόλας και μια ιδέα ήρθε στο νου του.
—Να το κάνω έτσι; ρώτησε τη μυστική φωνή.
Κι η μυστική φωνή δεν του απάντησε… Δεν του ’πε ναι. Μα δεν του ’πε κι όχι. Κι ο Νικόλας σηκώθηκε από τη θέση του, έκανε το γύρο της εκκλησιάς και στάθηκε κοντά στον πάγκο που καθόταν η Μαρία. Και την περίμενε να γυρίσει. Αιώνας του φάνηκε τούτο το σύντομο διάστημα.
—Παναγιά μου, σύντρεξέ με σε τούτη τη δύσκολη στιγμή, είπε βλέποντας με πόνο την εικόνα της «Παναγίας της Ελπίδος»…
Ώσπου είδε τη Μαρία να γυρίζει στη θέση της μ’ ενωμένες τις παλάμες της μπροστά στο στήθος της, με χαμηλωμένα τα μάτια της και με σφιγμένα τα χείλη της. Την άφησε να γονατίσει κι ύστερα πήγε κοντά της, γονάτισε κι αυτός πλάι της και σιγά της είπε:
—Μαρία, δεν είναι αλήθεια πως τ’ αγόρασα εγώ το φουστάνι και την κούκλα της Ροζίνας μας… Ο σιορ Αντώνης Μαυροκορδάτος μας τ’ αγόρασε για ρεγάλο που τούραψα όμορφα τη ρεντικότα του… Ψέματα σου το ’πα, Μαρία, ψέματα!…
Κι η Μαρία, που κατάλαβε τη μεγάλη στενοχώρια του αντρός της, του ’πε χαμογελώντας για να τον ησυχάσει:
—Δεν ήτανε ψέμα, Νικόλα μου… Δεν ήτανε ψέμα… Χωρατό ήτανε… Και δεν είναι κρίμα να κάνεις ένα χωρατό στη γυναίκα σου… Μόνο άντε να μεταλάβεις…
—Να πάω, Μαρία;… Να πάω;…
—Να πας, Νικόλα μου, να πας…
—Να πας… να πας, άκουσε να του λέει κι η δύστροπη φωνή από μέσα του, μαλακωμένη τώρα.
Και μονάχα τότε ο Νικόλας το αποφάσισε. Περίμενε να μεταλάβουν όλες οι γυναίκες. Ύστερα πλησίασε στα κάγκελα και φοβισμένος γονάτισε στην άκρη άκρη.
Άμα τον είδε ο Επίσκοπος, που ο ίδιος κοινωνούσε σε κείνη τη Λειτουργία τους πιστούς, παραξενεύτηκε. Ποια ήταν η αφορμή που δεν είχε πάει ο Νικόλας με όλους τους άλλους άντρες να μεταλάβει;
Ο Νικόλας διάβασε στο βλέμμα του Επισκόπου την απορία του. Κι άρχισε πάλι ν’ ανησυχεί. Και νομίζοντας πως ο Επίσκοπος ήξερε το ψέμα του και δίσταζε να τον μεταλάβει, άμα τον πλησίασε είπε ψιθυριστά και τρέμοντας από συγκίνηση και αγωνία:
—Για χωρατό τόκανα. Μονσινιόρε… Για χωρατό… Δεν είναι κρίμα… Μου το ’πε τσ’ η Μαρία… Μόνου μετάλαβέ με τσ’ έννοια σου…
Βελισάριος Φρέρης, «Το ψέμα του Νικόλα», Συριανές ηθογραφίες, Καλός Τύπος, 1970.
Η Σύρα...
ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΣΤΙΑΣ
Η ΣΥΡΑ
Όταν ο άνθρωπος είναι βαρύθυμος και τα βάσανα του πικραίνουν τη ζωή θέλει με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από τις καθημερινές αλυσίδες πούχει περάσει στα χέρια του η ανάγκη και προσπαθεί να πετάξει με το νου του σε τόπους ήσυχους, όπου ζουν άνθρωποι απλοί, σε μέρη που γνώρισε όταν ήταν παιδί. Παρόμοια ταξίδια είναι πολλές φορές αληθινή λύτρωση και ανάπαυση και ύπνος γλυκός μ’ ελπιδοφόρα όνειρα.
Τέτοια ανάγκη σπρώχνει και μένα να γράψω για τη Σύρα. Δεν αφηγούμαι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ούτε πρόκειται να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σε μέρη αξιοθέατα ή πλούσιες πολιτείες ή σε χώρες παράξενες κι’ εξωτικές. Θα τον ταξιδέψω στη μικρή πατρίδα, στο ήσυχο νησί όπου οι άνθρωποι εδώ, και χρόνια τώρα, δεν γνωρίσανε άλλη χαρά από την ικανοποίηση που μας χαρίζει ο μόχθος που κατανικάει τα μεγάλα φυσικά εμπόδια.
ε θα κουράσω τον αναγνώστη μου σοφίες πολύ ύποπτες, αραδιάζοντας τάχα γνώσεις ιστορικές, για την αρχαία ιστορία του νησιού, από την εποχή του Ομήρου κι’ ακόμα πριν. Πιστεύω —αφού το λένε οι ιστορικοί— πως η Σύρα στα προχριστιανικά χρόνια θα είχε κάποτε και βασιλέα και θέατρο και βουλευτήριο και το φιλόσοφο το Φερεκύδη και ένα ηλιοτρόπιο. Αυτά όμως δεν μπορεί νάχουν καμιά σημασία για μας. Ούτε όλοι μαζί κάνουν το θησαυρό που κεντά τη φαντασία μας και κάνει την ψυχή μας να φτερουγίζει προ τα εκεί. Η απλότητα, η ταπεινή ζωή και οι απλές συνήθειες που έμπασε στο νησί η χριστιανοσύνη κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και επίμονα κατόπιν καλλιέργησαν αφοσιωμένοι ιερωμένοι καθ’ όλο το μεσαίωνα και ως τα νεώτερα και τα τωρινά χρόνια είναι ότι εδημιούργησε σ’ αυτό το νησί την ατμόσφαιρα της αρετής που και σήμερα ακόμη την αισθάνεται κανείς αν θελήσει να προσέξει τη ζωή στην Απάνω χώρα και στα χωριά. Δεν λέω πως οι άνθρωποι εκεί είναι ενάρετοι και η κακία δεν βρίσκει μέρη και άσυλα να θρονιαστεί. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θάταν παραδοξολόγημα, αλλά λέω πως είχε τόσο οργανωθεί η χριστιανική ζωή ώστε το κακό να φαντάζει πιο ζωηρά, η αντίθεση καλού και κακού νάναι πιο έντονη και να διακρίνεται χωρίς φόβο να μπερδευτεί κανείς, σαν το άσπρο με το μαύρο.
Η Σύρα είναι πολυβασανισμένος τόπος και οι άνθρωποι πάλεψαν πολύ για να κάνουν γόνιμη τη γη του νησιού. Πέτρα πολλή και κοιτάσματα μεταλλικά δεν βοηθούσαν τους φτωχούς καλλιεργητές. Μα κι αυτοί δεν άφησαν γωνιά που να μη τη σκαλίσουν. Βρήκαν τρόπο ν’ αναζητήσουν δίκαιη γη και πάνω στα βουνά. Στον Πύργο, στο Σύριγγα με τ’ αθάνατο νερό, στο Βόλακα, στο Πισκοπειό, στην Κυπερούσα. Και δεν τους έλλειψε η υπομονή. Τα εμπόδια τους είχαν διδάξει, τους είχαν κάνει πολυπείρους. Ο μπάρμπα Γιωργάλας, ένας παλαϊκός πατριαρχικός τύπος στα Τελιού, ένα παραλιακό χωριό, καθισμένος στο ποτιστικό του και κάτω από την κρεβατίνα που ζύγιαζε πάνω στα κεφάλια μας τα τσαμπιά τα σταφύλια, τα ξυλομαχαιρούδια, μαύρα και ζουμερά, μου ξηγούσε πως δοκιμάζανε τη γη. Σκάβανε λίγο και βγάζανε το χώμα κι έπειτα το ξανάβαζαν στο τόπο του. Κι αν γιόμιζε ο λάκκος και περίσσευε χώμα το χωράφι ήταν αγαθό, αν όμως δεν γιόμιζε ο λάκκος η γη ήταν αχαμνή.
Και στο λόφο που έχτισαν τη χώρα τους και σ’ αυτόν ακόμα βρήκαν τρόπο να σκάψουν, ν’ αναζητήσουν, να φυτέψουν. Δεν τους έφτανε η θέα που από το ψήλωμά τους αγνάντευαν μακριά τη θάλασσα κι έβλεπαν ολοκάθαρα τη Δήλο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Νάξο, αλλά ήθελαν κάτω στα πόδια του ολόασπρου λόφου τους να στρώνουν οι λαχανόκηποι πράσινο χαλί.
Υπάρχει μια παράδοση που λέει πως η Σύρα ήταν εύφορη, με καλή και άφθονη βοσκή, με πολλά και θρεμμένα πρόβατα, γλυκό κρασί και καλό σιτάρι. Οι άνθρωποί της δεν γνώριζαν αρρώστιες αλλά γερνούσαν και χωρίς πόνους και βάσανα εύρισκαν ήρεμο και γλυκό θάνατο.
Κανείς δεν είναι σίγουρος αν η παράδοση αυτή είναι σωστή. Ούτε όμως μπορούμε να τη θεωρήσουμε ψεύτικη επειδή η γη του νησιού δεν παρουσιάζει σήμερα τέτοιο πλούτο. Το νησί πέρασε κι αυτό τα βάσανά του. Οι μεγάλοι σεισμοί του 4ου αιώνος μ.Χ. και ο λοιμός την εποχή του Ιουστινιανού άλλαξαν τη σύνθεση της γης του και σκόρπιζαν τους ανθρώπους του. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι φτωχοί νησιώτες κάθε λίγο και λιγάκι είχαν τους πειρατικούς στόλους στο κεφάλι τους που τους αφάνιζαν σε τέτοιο βαθμό, που για καιρό ξεφτούσε όλος ο ρυθμός της ήσυχης ζωής τους.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως ποτές δεν τους απόλειψε η πίστη και η ελπίδα. Από το τίποτα σχεδόν έχτισαν τα χωριά τους: Τη Βάρη, το Μάνα, τα Χρούσα, την Παρακοπή, τη Ντελαγράτσια, το Κίνι, το Γαλισσά κι άλλα πολλά. Και δεν άφησαν κορφή βουνού και λόφου που πάνω της να μην στήσουν ένα βωμό ευχαριστίας στο Θεό. Μικρά εξωκκλήσια άσπρα σαν περιστέρια, επάνω σε φαλακρές κορφές και στις ρεματιές και στους κάμπους. Πίστη και δουλειά, εκκλησιά και χωράφι ήταν η παλιά Σύρα.
Ταξίδεψα σε πολλά μέρη και εγνώρισα γεωργούς και ποιμένες και τους κουβέντιασα για να μάθω τις συνήθειές τους και να δω τη μάθησή τους στα γεωργικά, μα λιγοστοί φανέρωσαν πως ήξεραν τόσο βαθειά να κυβερνήσουν τη γη τους όσο οι Συριανοί. Κατέχουν τα μυστικά της γης τους και ξέρουν πώς να σπέρνουν τα χορταρικά και τα γεννήματα, πώς να κεντρώνουν τα δένδρα και τα κλήματα, πώς να κυβερνούν τους καρπούς και τα κρασιά για να μην αφανίζονται, πόσο παχιά και υγρή πρέπει νάναι η γη για το σιτάρι και πόσο δεύτερη για το κριθάρι. Ρεγουλάριζαν το νερό για τα όσπρια με μαγκανοπήγαδα που τα γύριζε ένα γαϊδούρι όλο υπομονή και καρτερία. Στα ξερά μέρη φύτεψαν συκιές που έχουν γεμίσει όλο το νησί πολλών λογιών σύκα: Τα γλυκομάρωνα, που ξηραίνονται στον ήλιο και ψήνουνται στους φούρνους, τα ξυνομάρωνα, πούναι γλυκά σαν το καθάριο μέλι, οι αμπουρκούνες, σύκα προφαντά και θρεμμένα, τα λουμπάρδικα, μαύρα απόξω και κόκκινα σαν αιμοστάτες από μέσα και στο στόμα ζάχαρη. Και τα άσπρα και τα μαύρα σύκα είναι γλυκά και θρεφτικά. Και οι ελιές δεν απολείπουν από το νησί. Ο Τουρνεφώρ μιλάει για παλιά ελαιοτριβεία στον Κοϊμό και στο Γύρι. Κι αν σήμερα οι ελιές είναι λιγοστές και δεν μπορεί να γίνει παραβολή με την Μιτυλήνη, την Κρήτη, τα Εφτάνησα, τη Μεσσηνία και τα Σάλωνα όμως ο τρόπος που έχουν οι Συριανές να φτιάνουν τις ελιές τσακιστές και κολυμπάδες μοσκομυρουδάτες με το μάραθο, δείχνουν παλιά μαστοριά που δεν βγαίνει παρά από αφθονία καρπών. Γιατί οι παληοί χρονογράφοι και ταξιδιώτες μιλάνε και για πολλά σταφύλια. Κι αυτά είναι λιγοστά σήμερα. Το τραγούδι όμως το λέει ολοκάθαρα.
Να ’χα νερό του Σύριγγα, σταφύλι από τα Χρούσα
κι ένα κλωνί βασιλικό από την Κυπερούσα.
Όσο για τα ζαρζαβατικά αυτά είναι καθαρό πλούτος του νησιού. Τα προφαντά ζαρζαβατικά της Σύρας γεμίζουν τις ελληνικές αγορές.
Την πρόωρη βλάστηση τη χρωστά στη γη. Όσο για το κυνήγι της, που απαθανάτισε ο μακαρίτης Ορφανίδης στο Τίρι-Λίρι, αυτό έρχεται με τους αγέρηδες που φυσούν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο άφθονο και ζηλευτό. Από το βοριά δε φοβάται η Σύρα. Ο νοτιάς όμως τη χτυπά κατάφατσα και αχρηστεύει το λιμάνι της.
Αν θες να γνωρίσεις το Συριανό φύγε από την Ερμούπολη κι ανέβα στη Χώρα ή έβγα στο χωριό. Απάντησα γέρους φαμελίτες ενενηντάρηδες γερά κόκαλα. Τους γέρους αυτούς, αν και αδύνατους πια για δουλειά, τους είδα ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά, να σταματούν στα καντούνια για να πάρουν την ανάσα τους και πάλι να σέρνουν το βήμα τους ως τον Άη Γιώργη ή ως την Παναγία τους Καρμήλου, στο παλιό μοναστήρι των Ιησουϊτών, ή ως τον Άη Γιάννη στο μοναστήρι των Καπουτσίνων που είναι ακόμα πιο παλιό. Και πίσω τους είδα τις γριές σκυφτές και μαυρομαντηλούσες καθημερινή και σκόλη να μπαίνουν στην εκκλησιά να πουν ένα ροδάριο.
Το μάτι μου ποτέ δε στάθηκε στον πολιτισμένο τόνο που παρουσιάζει η ζωή στην Ερμούπολη με τις πλατείες της, τα καφενεία της, τη λέσχη της, τα μαγαζιά της, τις φάμπρικές της. Οι ταβέρνες της μόνο δίνουν ένα τόνο γραφικό στη ζωή της, που δεν έχει κανένα άλλο δικό της χρώμα. Μόλις όμως ξεπέρναγα το Παυσίλυπο κι αντίκριζα τα σκαλιά άσπρα και γραφικά, αναθυμόμουν την παλιά σκάλα του Ιακώβ κι ένοιωθα πως γλιστρούσα από την πεζότητα και περνούσα σε μια ζωή απλή, με νόημα βαθύ. Ένοιωθα μέσα στο μοναστήρι των Ιησουϊτών ή των Καπουτσίνων το λεπτό άρωμα της πίστης που θερμαίνει το λευκό βράχο. Στη Σύρα υπάρχει αληθινή θρησκευτική ζωή και κάθε φαμίλια έχει βοηθήσει με τα μέσα της και τον τρόπο της σ’ αυτό το κατόρθωμα, το άξιο ιερατείο της.
Αν είναι όμως δουλευτάδες και θρήσκοι οι Συριανοί δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο γλεντζέδες και μερακλήδες στον έρωτα, στο κρασί και στον καπνό. Λίγοι άνθρωποι τόσο εύθυμα τραγούδησαν τον έρωτα όσο οι γέροι Συριανοί στα γλέντια τους. Πρόχειρα αυτοσχέδια δίστιχα ερωτικά και παινετικά τραγουδιούνται στις κοπέλες και στα ζευγάρια που κι αυτά απαντούν με το ν ίδιο τρόπο. Πλούσιες ηχηρές ρίμες θησαυροί λέξεις με κάποτε τις συλλαβές του ενός στίχου περισσότερες ή λιγότερες. Οι φανατικοί δασκάλοι του μέτρου ας συχωρέσουν τους απλούς αυτούς ανθρώπους.
Στου Σεβαστιά τ’ ανήφορο θα στήσω καλτερήμι
Για να περνούν οι λεύτερες να κάνουνε σεήρι.
Και βλέπεις τους νιούς, φραγκοραφτάδες ή τυπογράφους —αυτές οι δυο τέχνες είναι οι πιο διαδομένες στην απάνω Χώρα— τα βράδια που σχολνάνε με το βασιλικό στο χέρι να καρτερούν τις όμορφες κοπέλες στα καντούνια να τις κρυφοκουβεντιάσουν, να τους χαρίσουν το βασιλικό να τις ορκίσουν στην αγάπη τους. Κι ύστερα η παντρειά, η νόμιμη παντρειά μπρος στον παπά που ευλογά την ένωσή τους και το σπιτικό τους. Από τότες αρχίζει το νοικοκυριό, που σε παλιότερα χρόνια ήταν πιο πλούσιο και πατριαρχικό.
Το σιτάρι που το άλεθαν οι ανεμόμυλοι με τα οχτώ πανιά —λείψανα αυτών των μύλων βλέπομε και σήμερα στα Βαπόρια και στο βουνό της Αγιαπαρασκευής— γινόταν γλυκό και νόστιμο ψωμί. Τόψηναν οι φούρνοι των σπιτιών. Τα χωρικά σπίτια έχουν και σήμερα τέτοιους φούρνους. Κι οι σοδιές ήταν πλούσιες, το λάδι και το κρασί δεν απόλειπε, ούτε τα χοιρινά τα σύγλινα, οι κοπανιστές κι οι φημισμένες οι λούζες και τα συριανά λουκάνικα.
Είπα πάρα πάνω πως το νησί είναι πολυβασανισμένο. Δεν είπα ψέμματα. Αν οι Συριανοί δεν είχαν τόση πίστη στο Θεό και τόση αγάπη στο νησί τους θάχαν φύγει, θάχαν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ανέμου εδώ και πολλούς αιώνες. Η ζωή τους κατά τον μεσαίωνα ήταν ένας αδιάκοπος πόλεμος με τους πειρατές. Και οι Τούρκοι δεν τους άφησαν ήσυχους. Πολύ πριν από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος Σύρου Ανδρέας Κάργας και ο εφημέριος Μιχαήλ κρεμάστηκαν στα 1617 στο κατάρτι της Τούρκικης Φρεγάδας ως εχθροί του Σουλτάνου.
Είπα στην αρχή πως δεν αφηγούμαι εντυπώσεις ταξιδιωτικές ούτε πρόκειται να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σε μέρη αξιοθέατα ή πλούσιες πολιτείες ή σε χώρες παράξενες κι εξωτικές. Πρέπει σ’ αυτά να προσθέσω πως διόλου δεν είναι σκοπός μου να του γνωρίσω τη σύγχρονη όψη των πραγμάτων και να του πω ξερά και ανούσια πράματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το ταξίδι της ψυχής μου. Είναι δικαίωμά μου στα τέτοια πετάγματα του νου, να σταματήσω όπου βρίσκω τη χαρά, σε χωριά ή σε καλύβες, σ’ εκκλησιές ή μοναστήρια, σε καντούνια φτωχικά, στους αγριόσκινους ή τις αλυγαριές κι όχι στα χρυσάνθημα των περιβολιών, ή στα θαύματα της βιομηχανίας και τους θησαυρούς της κοσμικής ζωής. Δικό μου έργο δεν είναι αυτό. Αποζητώ την ψυχή των πραγμάτων και δεν νοιάζομαι για πράγματα αυτά καθ’ εαυτά όσο νοιάζομαι για τα βαθύτερα νοήματα που συμβολίζουν. Κι η Σύρα που είδα κι έζησα είναι ένα κομμάτι από τα λιγοστά στο Αρχιπέλαγος που με την απλή ζωή και την αρετή, φανέρωσε μια ψυχή, μια πνευματικότητα στο πέρασμα των αιώνων. Τί σχέση έχει αν αυτά είναι άγνωστα στους πολλούς ή και σε όλους, ή αν είναι χαμένα για τα μάτια των βιαστικών και των προκατειλημμένων. Φτάνει που για άλλους —αδιάφορο λίγους ή πολλούς— θα σταθούν καταφύγιο, θα σταθούν πράσινες ολόδροσες οάσεις που σ’ αυτές θα τρέξουν για να γλυτώσουν την ψυχή τους που από ώρα σε ώρα κινδυνεύει να χαθεί. Έτσι ένα πρωινό στα χαράματα μόλις ξεμπαρκάρισα πριν πάω στο σπίτι μου, τρεχάτος ανέβηκα τα λευκά σκαλιά της χώρας και ξημερώματα μπήκα στον Άη Γιάννη του μοναστηριού των Καπουτσίνων και τράβηξαν σε μια γωνιά γνώριμη κι αγαπητή. Ο πατέρας Τιμόθεος έλεγε την πρώτη λειτουργία και γονατιστοί άκουγαν, την πρωινή εκείνην ώρα, τη θεία προσευχή γέροι και νέοι, γριές και κορίτσια, νοικοκυρές και δουλευτάδες και μικρά παιδιά που βοηθούσαν το λειτουργό. Πρωί ακόμα ξεκίνησα να κατέβω από τη μεριά του Σαμπαστιά προς το σπίτι μου και κάθε καντούνι και κάθε εκκλησιά και κάθε χτύπος καμπαναριού μου ιστορούσαν μια ιστορία απλή σαν παραμύθι κι όμορφη σαν τραγούδι που μου ησύχαζε κάθε τρικυμία της ψυχής και κάθε πονηριά του νου.
Μια Συριανοπούλα, ποτίζοντας τα βασιλικά της και τα γαρούφαλα, τραγούδαγε αγναντεύοντας στην κορφή τη λευκή εκκλησιά τ’ Άη Γιωργιού:
Άγιε μου Γιώργη Συριανέ μην κάνεις άδικο σε με.
Κωστής Μπαστιάς, «Η Σύρα», περ. Ελληνικά Γράμματα, τ. 41, 15.2.1929.
Μετάβαση στο σημείο: Άνω Σύρος