τροποποιητής [modifier]
τροποποιητής [modifier]
Κάθε ονοματική ή ρηματική φράση μπορεί να τροποποιηθεί σημασιολογικά με την προσθήκη ενός γνωρίσματος. Η προσθήκη αυτή συνεπάγεται στένεμα της σημασίας της φράσης, αφού οι τροποποιητές είναι προσδιοριστές, δηλαδή συστατικά που περιορίζουν το σημασιακό πεδίο μιας ονοματικής ή ρηματικής φράσης. Συνεπώς, ο τροποποιητής είναι σημασιακός περιοριστής. Τα επίθετα, οι μετοχές, οι αναφορικές προτάσεις ή ορισμένες προθετικές φράσεις λειτουργούν ως τροποποιητές ονοματικών φράσεων. Παραδείγματα: πλούσιοι καθηγητές, επιμορφωμένοι καθηγητές, καθηγητές που οδηγούν ακριβά αυτοκίνητα, καθηγητές σε επαρχιακά λύκεια. Τα επιρρήματα και οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις είναι τροποποιητές ρηματικών φράσεων. Παραδείγματα: μαγειρεύει παράξενα, μαγειρεύει με τον δικό του τρόπο, μαγειρεύει, γιατί αγαπά τη γυναίκα του. Τροποποίηση μπορεί να εφαρμοστεί και σε υψηλότερο γλωσσικό επίπεδο, αυτό της πρότασης ή εκείνο της προσλεκτικής πράξης (δήλωσης, αξιολόγησης, πρόβλεψης, προσταγής, υπόσχεσης, αίτησης κλπ.) που επιτελούμε, όταν μια πρότασή μας νοηθεί σε πλαίσιο λόγου . Έτσι, αν δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι για την αλήθεια ενός προτασιακού περιεχομένου, εισάγουμε συστατικά που περιορίζουν τη δέσμευσή μας απέναντί του. Αν, πάλι, θέλουμε να μειώσουμε ή να αυξήσουμε την ισχύ μιας προσλεκτικής πράξης, χρησιμοποιούμε επίσης κατάλληλους τροποποιητές. Χαρακτηριστική περίπτωση τροποποιητών αποτελούν τα τροπικά ρήματα (μπορεί, πρέπει), τα τροπικά επιρρήματα (ίσως, πιθανόν, σίγουρα, ασφαλώς, οπωσδήποτε, αναμφίβολα), οι τροπικές εκφράσεις (για μένα, προσωπικά, κατά τη γνώμη μου) και τα πρωτοπρόσωπα δοξαστικά (νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι, θεωρώ, υποθέτω), που λειτουργούν ως επιστημικοί τροποποιητές, δείχνουν δηλαδή τον βαθμό (α)βεβαιότητας του ομιλητή για την προσλεκτική πράξη που επιτελεί ή για την αλήθεια του περιεχομένου της ομόλογης πρότασης. Για παράδειγμα, η κατηγορηματική δήλωση βρέχει μπορεί να τροποποιηθεί είτε «υποβιβαζόμενη» (πρέπει να βρέχει, ίσως βρέχει, νομίζω ότι βρέχει) είτε «αναβιβαζόμενη» (σίγουρα βρέχει, είμαι βέβαιος ότι βρέχει).
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)