συνομιλιακοί δείκτες [discourse markers]
συνομιλιακοί δείκτες [discourse markers]
Δεν υπάρχει ακόμη ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός του παραπάνω όρου, ούτε καν ένας μόνον όρος, για να στεγάσει το μεγάλο πλήθος των «μικρών» λέξεων που κάθε φυσική γλώσσα διαθέτει, είτε για να δείξει την πληροφοριακή ροή ενός κειμένου (και άρα τη συγκρότησή του), όπως οι διαπροτασιακοί συνδέτες λοιπόν, άλλωστε, επίσης, δηλαδή· είτε για να υποδηλώσει τη στάση του ομιλητή απέναντι στα ίδια τα λεγόμενά του, όπως οι δείκτες ας πούμε, βασικά, βέβαια, φυσικά· είτε, τέλος, για να χαρακτηρίσει τη στάση του απέναντι στον συνομιλητή του, όπως οι δείκτες ξέρεις, άκου να δεις, κοίταξε, ρε, βρε. Σε κάθε περίπτωση, οι συνομιλιακοί δείκτες συνεισφέρουν καθοριστικά στη >συνεκτικότητα του κειμένου / λόγου , δηλαδή στην αίσθηση που έχουν οι συνομιλητές ότι το κείμενο/ λόγος είναι «αρμολογημένο», ότι έχει νόημα, δεν είναι απλώς ένα συνονθύλευμα προτάσεων . Πώς οριοθετείται η κατηγορία των συνομιλιακών δεικτών; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αν σκεφθεί κανείς ότι για καμία γλώσσα δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία ως προς το ποιες λέξεις πρέπει να περιληφθούν στην κατηγορία αυτή. Πάντως, η πρόσφατη έρευνα συγκλίνει σε ορισμένα ταξινομικά κριτήρια, όπως τα παρακάτω: φωνολογικά /λεξιλογικά (οι δείκτες είναι λέξεις ή φράσεις μικρές και με τάση φωνολογικής συρρίκνωσης, π.χ. μήπως ξέρω κι εγώ; > ξέρω κι εγώ; > ξέρω 'γω; > ξέρω 'γω· αποτελούν χωριστή τονική μονάδα μέσα στο εκφώνημα και είναι πολλές φορές δύσκολο να ενταχθούν στις γνωστές γραμματικές κατηγορίες εξαιτίας του σημασιολογικού αποχρωματισμού τους, π.χ. το συνομιλιακό ξέρεις ή βλέπεις· ενώ εξακολουθούν να είναι ρήματα, μπορούν να θεωρηθούν και «μόρια λόγου»)· συντακτικά (ανήκουν στη σύνταξη του κειμένου, όχι των προτάσεων και γι' αυτό βρίσκονται σε θέση είτε εντελώς αρχική στο εκφώνημα είτε παρενθετική: π.χ. βλέπεις, δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά /δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά, βλέπεις)· σημασιολογικά (δεν προσθέτουν ουσιαστικά τίποτε στο περιεχόμενο του εκφωνήματος και, συνεπώς, δεν επηρεάζουν την τιμή αληθείας της πρότασης: π.χ. μπαίνω στο σπίτι, που λες, και τι να δω;)· λειτουργικά (επειδή δεν αναφέρονται μόνο στο αντικείμενο του λόγου αλλά και στην περίσταση επικοινωνίας, μπορούν να αναλυθούν ταυτόχρονα σε διαφορετικά επίπεδα, π.χ. το πρωτοπρόσωπο νομίζω μπορεί να δηλώνει ταυτόχρονα χαμηλή βεβαιότητα αλλά και ευγενική διαφωνία) και υφολογικά (οι συνομιλιακοί δείκτες αφθονούν στον προφορικό διάλογο και εκφράζουν σημασίες όχι τόσο περιγραφικές της πραγματικότητας όσο διαπροσωπικές, δηλαδή σημασίες που συνδέονται με τους κοινωνικούς ρόλους των συνομιλητών ή την έκφραση των συναισθημάτων τους). Βλ. και ενδείκτης.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)