κωδικοποίηση [codification]
κωδικοποίηση [codification]
Το στάδιο στη διαδικασία τυποποίησης μιας γλώσσας κατά το οποίο συντάσσονται λεξικά και εγχειρίδια γραμματικής. Σε προηγούμενο στάδιο έχει επιλεγεί η γλωσσική ποικιλία που θα αποτελέσει την πρότυπη και επίσημη γλώσσα. Στόχος της κωδικοποίησης είναι τόσο η παγίωση της γλωσσικής μορφής μέσω του ελέγχου της πολυτυπίας και πολυμορφίας όσο και η διαμόρφωση μιας νόρμας , η οποία θα καθορίζει τη γλωσσική χρήση του προφορικού και γραπτού λόγου. Στον ελληνικό χώρο π.χ. κατά τον 19ο αιώνα, μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, επιλέχτηκε η καθαρεύουσα ως η ποικιλία που θα αναδεικνυόταν σε επίσημη γλώσσα του κράτους και ακολούθησε συνειδητή προσπάθεια κωδικοποίησής της με τον καθαρισμό της από ξένες λέξεις και με τη σύνταξη λεξικών, γραμματικών εγχειριδίων κλπ. Στη συνέχεια, ως αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού των αρχών του 20ού αιώνα, ακολούθησαν συνειδητές ενέργειες για την κωδικοποίηση της νέας ελληνικής (δημοτικής), που είχαν ως καρπό τους τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1938) και το Συντακτικό του Τζάρτζανου (1946), έργα-σταθμούς για τη διαμόρφωση της νόρμας της νέας ελληνικής. Στη νεότερη εποχή, οι προσπάθειες κωδικοποίησης της δημοτικής εντείνονται μετά την καθιέρωσή της ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους (1976), οπότε έχουμε σημαντικά μεγαλύτερη παραγωγή γραμματικών εγχειριδίων και λεξικών.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)