επιτελεστικό ρήμα [performative verb]
επιτελεστικό ρήμα [performative verb]
Το ρήμα που, όταν εκφωνηθεί στο α΄ πρόσωπο οριστικής ενεστώτα σε κύρια πρόταση, ταυτίζεται με την επιτέλεση της γλωσσικής πράξης που δηλώνει. Τέτοια είναι τα ρήματα υπόσχομαι, συγχαίρω, παρακαλώ, διαβεβαιώνω κ.ά. π.χ. Σου υπόσχομαι να μελετήσω το θέμα σου, σας συγχαίρω για τον γάμο σας -όχι όμως και υποσχέθηκε να μελετήσει το θέμα, τους συνεχάρη για τον γάμο τους.
Βλ. και γλωσσική πράξη.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)