ένθημα [infix]
ένθημα [infix]
Σπάνια κατηγορία μορφημάτων , τα οποία εντίθενται μέσα στη ρίζα · π.χ. στα αρχαία ελληνικά μα-ν-θάνω (βλ. και μόρφημα)
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)