κοινωνιογλωσσολογία [sociolinguistics]

κοινωνιογλωσσολογία [sociolinguistics]

Με την ευρύτερη έννοια του όρου, κοινωνιογλωσσολογική μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε μελέτη έχει στο επίκεντρό της τη σχέση γλώσσας και κοινωνίας. Ωστόσο, η κοινωνιογλωσσολογία στοιχειοθετείται πριν από 35 περίπου χρόνια ως τομέας της γλωσσολογίας με πολύ πιο εξειδικευμένο αντικείμενο: τη γλωσσική διαφοροποίηση (ποικιλότητα ) ανάλογα με την κοινωνική δομή. Η αντίληψη ότι η γλώσσα δεν είναι ενιαία και αμετάβλητη δεν ήταν βέβαια καινοφανής, εφόσον η αλλαγή της γλώσσας διαχρονικά βρισκόταν ανέκαθεν στο επίκεντρο της ιστορικής γλωσσολογίας . Εξάλλου, η κοινωνιογλωσσολογία εμφανίζει πολλές αναλογίες με τη διαλεκτολογία, από την οποία ήταν γνωστό ότι μια γλώσσα διαφέρει από τόπο σε τόπο (οριζόντια διαφοροποίηση) και επιμερίζεται σε γεωγραφικές ποικιλίες (διαλέκτους )· έτσι και η κοινωνιογλωσσολογία υποστηρίζει ότι μια γλώσσα ποικίλλει από τη μία κοινωνική ομάδα στην άλλη στον ίδιο γεωγραφικό χώρο (κάθετη διαφοροποίηση) και περιλαμβάνει κοινωνικές ποικιλίες (κοινωνιολέκτους) .

Στην κλασική εκδοχή της κοινωνιογλωσσολογίας (γνωστή και ως κοινωνική διαλεκτολογία ή ποικιλική γλωσσολογία), με κύριο εισηγητή τον αμερικανό γλωσσολόγο William Labov, η κοινωνία εκλαμβάνεται ως δεδομένη, αποτελούμενη από κοινωνικές ομάδες που οριοθετούνται βάσει δημογραφικών χαρακτηριστικών (μορφωτικό επίπεδο, εισόδημα, επάγγελμα, ηλικία, φύλο κ.λπ.). Η συσχέτιση αυτών των χαρακτηριστικών, που θεωρούνται εξωγλωσσικά, με γλωσσικά στοιχεία τα οποία αντλούνται από τον φυσικό λόγο (όχι δηλαδή με ερωτηματολόγια, πειράματα κ.λπ.), και πάντα σε συνάρτηση με άλλες συμφραστικές και υφολογικές παραμέτρους, θεμελίωσε τη βασική θέση της κοινωνιογλωσσολογίας: όχι μόνο ποικίλλει η χρήση της γλώσσας (ακριβέστερα: η πραγμάτωση ορισμένων γλωσσικών στοιχείων) ανάλογα με την ομάδα στην οποία ανήκει το ομιλούν άτομο αλλά, επιπλέον, η γλωσσική διαστρωμάτωση παρακολουθεί την κοινωνική. Οι συνέπειες όμως των κοινωνιογλωσσολογικών θέσεων για τη μελέτη της γλώσσας και της γλωσσικής χρήσης είναι πολύ μεγαλύτερες, δεδομένου ότι ουσιαστικά αμφισβητούνται (και ανατρέπονται) ορισμένες θεμελιακές παραδοχές της δομικής αλλά και γενετικής μετασχηματιστικής γλωσσολογίας . Πρώτα από όλα η κοινωνιογλωσσολογία, σε αντίθεση με τη διαλεκτολογία, προσέγγισε το φαινόμενο της (συγχρονικής) γλωσσικής ποικιλότητας σφαιρικά και κατέδειξε τη σημασία του για τη μελέτη της γλωσσικής αλλαγής , καθιστώντας άκυρη τη στεγανότητα συγχρονίας -διαχρονίας . Επιπλέον, ανέδειξε την κανονικότητα που διέπει τη χρήση της γλώσσας και απέδειξε με τον τρόπο αυτό τη μη αναγκαιότητα της εμμονής στην ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος . Τέλος, εδραίωσε την άποψη ότι οι ερευνητικές υποθέσεις για τη γλώσσα οφείλουν να γειώνονται στη γλωσσική πραγματικότητα ως έχει (σε αντιδιαστολή προς την εκτίμηση των ομιλητών/τριών γι' αυτή την πραγματικότητα) και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της εμπειρικής μεθοδολογίας στη γλωσσολογία.

Η αποδοχή της ποικιλότητας ως σύμφυτου χαρακτηριστικού της γλώσσας είναι κοινή σε όλες προσεγγίσεις της σχέσης ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνία. Πέραν όμως αυτού υπάρχουν διαφοροποιήσεις τόσο ως προς το ειδικότερο αντικείμενο όσο και ως προς τις επιστημολογικές ή άλλες παραδοχές της καθεμίας. Πλησιέστερη προς τη λογική της κλασικής κοινωνιογλωσσολογίας είναι η κοινωνιολογία της γλώσσας, η οποία αναπτύχθηκε σχεδόν παράλληλα με την πρώτη: και οι δύο αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως ανεξάρτητη από τη γλώσσα και προκρίνουν τις ποσοτικές μεθόδους. Η κοινωνιολογία της γλώσσας όμως εστιάζεται στον αντίκτυπο της γλωσσικής ποικιλότητας (με τη μορφή της κοινωνικής πολυγλωσσίας, θεσμικής διγλωσσίας κ.ά.) πάνω στην κοινωνία και εξετάζει ζητήματα όπως οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα, η εναλλαγή κωδίκων , η γλωσσική πολιτική και ο συνακόλουθος γλωσσικός προγραμματισμός κλπ.

Στον αντίποδα των δύο αυτών σχολών κινούνται η ανάλυση συνομιλίας και η διεπιδραστική κοινωνιογλωσσολογία, που έχουν τις καταβολές τους σε μη κυρίαρχες μορφές της κοινωνιολογίας κατά τη δεκαετία του '60 (π.χ. εθνομεθοδολογία), ή/και την εθνογραφία της επικοινωνίας. Στις περιπτώσεις αυτές υποστηρίζεται ότι οι κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι προκατασκευασμένες αλλά συγκροτούνται μέσα από τη γλωσσική διεπίδραση, η ενδελεχής ανάλυση της οποίας, με ποιοτικές μεθόδους, φωτίζει και όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Η ανάλυση συνομιλίας επικεντρώνεται στις διαδικασίες που εφαρμόζουν τα συνομιλούντα άτομα προκειμένου να «παραγάγουν» από κοινού μια συνομιλία· τις διαδικασίες αυτές επιχειρεί να τις συναγάγει από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η διαδοχή των εκφωνημάτων σε μια συγκεκριμένη συνομιλία, με απώτερο στόχο την ανάδειξη των κανονικοτήτων που διέπουν γενικότερα τη συνομιλία. Από την άλλη μεριά, η διεπιδραστική κοινωνιογλωσσολογία στρέφεται προς τις διαδικασίες βάσει των οποίων κατά τη γλωσσική διεπίδραση ένα άτομο συμπεραίνει τις επικοινωνιακές προθέσεις των άλλων και διαπραγματεύεται το νόημα των εκφωνημάτων του. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε μη γραμματικά /λεξιλογικά στοιχεία της διεπίδρασης (π.χ. αλλαγή κώδικα, ρυθμός κ.ά.) που βοηθούν να στοιχειοθετηθεί το συμφραστικό υπόβαθρο για την επιδιωκόμενη ερμηνεία ενός εκφωνήματος σε μια συγκεκριμένη στιγμή της διεπίδρασης. Τέλος, η κριτική ανάλυση του λόγου δεν περιορίζεται στην αποδοχή της γλωσσικής διεπίδρασης/πρακτικής ως λίκνου της κοινωνικής σημασίας και της δόμησης της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά αναγνωρίζει ρητά τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε γλωσσικές-κοινωνικές πρακτικές και δομές, και υπογραμμίζει τον ρόλο της ιδεολογίας στη διαμόρφωσή τους.

Θ. -Σ. Παυλίδου

Πηγές

  • Αρχάκης Α. & Μ. Κονδύλη. 2002. Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα: Νήσος.
  • Holmes, J. 2001. An Introduction to Sociolinguistics. 2η έκδ. Λονδίνο: Longan.
  • Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία: Βασικές έννοιες. Αθήνα: Μεταίχμιο.
  • Παυλίδου, Θ.-Σ. 1998. Κοινωνιογλωσσολογία. Παραδοτέο του υποχρεωτικού μεταπτυχιακού μαθήματος. Τομέας Γλωσσολογίας, Α.Π.Θ.
  • Wardaugh, R. 2001. An Introduction to Sociolinguistics. 4η έκδ. Οξφόρδη: Blackwell.