Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Γενικός συμφραστικός πίνακας
Αναζήτηση για: "κλαί"
- κλαίγαμε (9)
- ΑΝΑ ΕΠ200 00 0006 010Κοιτάζαμε τις φωτογραφίες, κλαίγαμε μόνοι μας το βράδυ στη φωτιά για κάποιαν
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 066ψηλές ταράτσες, πλάι στις γλάστρες, κλαίγαμε σιωπηλοί και λυπημένοι, μικροί
- ΡΙΤ ΓΤΚ02 00 0003 006Σφίγγαμε την καρδιά μας σα γροθιά. Δεν κλαίγαμε. | Σφίγγονταν κι οι καρποί στα
- ΡΙΤ ΑΓΡ02 03 0002 077Δεν πείραζε, γιόκα μου, που κάποτε κλαίγαμε, | το κλάμα ξαλαφρώνει την καρδιά.
- ΡΙΤ ΑΓΡ02 07 0003 019Καθόμαστε | στις αντίθετες όχθες και κλαίγαμε. Ώσπου ανέβαινε η σιωπή και μας έπνιγε.
- ΡΙΤ ΥΠΟ06 00 0067 007χειροκροτούσαμε όρθιοι, επευφημούσαμε, κλαίγαμε | πετώντας ένα ένα τα ρούχα μας
- ΡΙΤ ΠΥΛ07 00 0001 1603σκουντούσε ο ένας τον αγκώνα του αλλουνού — κλαίγαμε κάτου απ’ την κουβέρτα
- ΡΙΤ ΠΥΛ07 00 0001 1604ομολογούσαμε ένας ένας την αϋπνία μας — κλαίγαμε μαζί | ύστερα αγκαλιαζόμαστε κι
- ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0012 503ξένους. | Εμείς, παιδιά, δε θέλαμε. Κλαίγαμε. Πότε να προσφέρουμε | μιαν ανθοδέσμη
- κλαίγαν (14)
- ΣΧΤ ΠΑΡ01 00 0007 015μαύρη θήκη του βιολιού | Κλαίγαν και λέγαν | πως κανένα θαύμα
- ΣΧΤ ΠΕΡ01 00 0008 012τα διωγμένα ψάρια | κλαίγαν στο βουνό | κι ένα λυσσασμένο
- ΡΙΤ ΕΑΡ01 00 0001 051Σα δυο παιδιά ορφανά | που κλαίγαν μες στο βράδυ | χωρίς ψωμί
- κλαίγανε (10)
- ΠΑΛ ΠΡΚ00 03 0005 010στης καρδιάς μου τα βαθιά | λιμασμένα κλαίγανε παιδιά, | σα χορδές χτυπήσαν
- ΠΑΛ ΠΕΝ00 03 0009 022ποιός θα το πιστέψει; | τα λουλούδια κλαίγανε μαζί μου. | Τα λουλούδια είν’ από
- ΣΕΦ ΜΘΣ00 00 0004 027γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς | κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά | κι άλλες
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 158μέσα στη βροχή κάποιο παιδί και κλαίγανε μαζί του τα πουλιά, τα δέντρα και τα
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 159τα σπίτια. | Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί κλαίγανε οι άνθρωποι; | Σ’ ένα κλεισμένο σπίτι
- ΡΙΤ ΓΔΚ03 00 0003 300(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας)· | κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα —
- ΡΙΤ ΚΓΚ06 00 0021 006όμως κανένας δε γελούσε. Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια, | ξεβάφαν τα
- ΡΙΤ ΔΧΤ06 00 0001 366μην ακουστεί που τα κορίτσια κλαίγανε | μέσα στον ύπνο τους.
- ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0012 447μαζεύτηκαν κάτω στο δρόμο, γονάτιζαν, κλαίγανε. Ο τρελός, ξεκούμπωτος, | χτυπούσε
- ΡΙΤ ΤΧΝ09 00 0001 460ρήτορες | φωνάζαν πάνω στα μπαλκόνια, κλαίγανε, σκουπίζαν τον ιδρώτα τους, | πίεζαν
- κλαίγε (5)
- ΠΑΛ ΣΑΤ00 02 0021 013ή τύχη ή πρόνοια. | Γέλα, αγάπαγε, κλαίγε, μίσαε, χτύπα.
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 548η Πατρίδα των Ελλήνων· | κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά. | 138.
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 548η Πατρίδα των Ελλήνων· | κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά. | 138.
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 246τη μαλακή ράχη των μοσκαριών. Και κλαίγε το βράδυ γερμένη στο παράθυρο την ώρα
- ΡΙΤ ΥΔΡ03 00 0001 1812δούλεψε κι εσύ. | Γέλα, κλαίγε κι όλο λέγε, | το παιδί: ζωή.
- κλαίγει (2)
- ΒΡΝ ΠΘΜ00 02 0004 003κρύψει | το απόφωτο η ρεματιά που κλαίγει | το σέρνει μαραμένο να το ρίψει.
- ΠΑΛ ΑΣΖ00 07 0003 05('42)να σε γυρεύει ο βουτηχτής και να σε κλαίγει ο κόσμος. | Φέρνει σου τα ζαφείρια
- κλαίγεται (2)
- ΠΑΛ ΦΛΟ00 02 0002 105σκισμένο, σκεβρωμένο, | να κλαίγεται, να δέρνεται μπροστά σας και να σκούζει | του
- ΕΛΥ ΝΕΦ00 04 0004 006αγάπη απ’ το παράθυρο κι ύστερα κλαίγεται και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.
- κλαίγοντας (19)
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0011 054Κι όταν ξαναπήγε, του είπαν | κλαίγοντας οι δυο ψυχές: | —«Δυο κορμιά ξερά μάς
- ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0003 038πέσουν τ’ άρρωστα φιλιά | να πέσουν κλαίγοντας απ’ τα παράθυρα | τα νέα λιγόζωα
- ΣΧΤ ΠΑΡ01 00 0014 018μου είναι ξύλινα | με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά | δεν ξέρω πώς
- κλαίγουμε (1)
- ΕΓΓ ΚΡΟ02 00 0046 005Κι αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους, | Και η χαρά μας είν’ τρανή που
- κλαίγουν (2)
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 τ’ αρνιά, οπού ορφάνεψαν και κλαίγουν με βελάσματα συχνά· κατά δαύτονε
- ΣΛΜ ΔΛΓ02 00 0001 ώς πότε θα ακολουθούν να μας κλαίγουν οι ξένοι και να μας ξαναθυμούν τες δόξες
- κλαίγω (7)
- ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0006 055Έκλαιγαν όλα τα φτωχά. Μόνος εγώ δεν κλαίγω, | επέτρωσαν τα σπλάχνα μου κι ούτε
- ΒΡΝ ΚΡΘ00 02 0011 007το χαμό: | «από το πείσμα μου εγώ κλαίγω· | δεν σ’ αγαπάω, σ’ επιθυμώ!»
- ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 025εδάκρυσα κι εγώ. | Δεν κλαίγω τη βαρκούλα, | δεν κλαίγω τα πανιά,
- ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 026Δεν κλαίγω τη βαρκούλα, | δεν κλαίγω τα πανιά, | μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
- ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 027δεν κλαίγω τα πανιά, | μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα, | που πάει στην ξενιτιά.
- ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 029που πάει στην ξενιτιά. | Δεν κλαίγω τη βαρκούλα | με τα λευκά πανιά,
- ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 031με τα λευκά πανιά, | μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα | με τα ξανθά μαλλιά. Σ.τ.Ε. Οι δύο
- κλαίει (228)
- ΑΝΑ ΣΝΧ00 00 0007 012ατέλειωτο | Και μια γυναίκα ίσως να κλαίει σε μια γωνιά | Το στήθος της να το τρυπά
- ΑΝΑ ΣΝ300 00 0008 009πια ν’ αγοράσεις | Και το παιδί να κλαίει | Κι εσύ τίποτα δεν μπορείς πια ν’
- ΑΝΑ ΣΝ300 00 0008 011πια ν’ αγοράσεις | Και το παιδί να κλαίει και να ζητά | Τίποτα τίποτα πια.
- κλαίεις (3)
- ΒΡΤ ΑΝΕ09 01 0004 001Άγγελον Σούνδιαν | —Γύναι! τί κλαίεις, διατί πενθοφορείς, στενάζεις; | Προς τί
- ΒΡΤ ΑΝΕ09 01 0013 084παρά αέρα καθαρόν να βλέπεις και να κλαίεις. | Πώς υπομένεις να θεωρείς μ’
- ΚΑΛ ΛΡΑ00 00 0003 071ιε΄ | Τί κλαίεις; την κατάστασιν | αγνοείς της ψυχής μου·
- κλαίμε (23)
- ΑΝΑ ΥΓ.00 00 0111 001που ψάλλουμε, τί ωραία μνημόσυνα που κλαίμε.
- ΚΒΦ ΑΠΚ00 00 0013 014κι επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε, | καθώς τους γελαστούς μας τους
- ΠΑΛ ΤΠΜ00 03 0002 007ο χορός κι ο έρως συντροφεύουν, | και κλαίμε τις καρδούλες μας, τα πόδια, τα πουγκιά μας,
- κλαιν (15)
- ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0006 045σκιασμένα | από παρόμοιο φάντασμα να κλαιν εκεί σιμά μου | και να ζητούν λίγο ψωμί
- ΒΡΝ ΕΛΚ00 03 0010 039σου κάσα. | Και θα ’ναι Κυριακή, να κλαιν ολόημερα οι Ελλάδες | και θα σε γράφουν
- ΚΒΦ ΑΝΓ00 01 0011 020ο θρήνος. | Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κι αισθήματα. | Πικρά για μας ο Πρίαμος
- κλαίνε (124)
- ΑΝΑ ΕΠΧ00 00 0006 019Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια | («Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια»
- ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0008 006πως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε. | Επήγε στην τριανταφυλλιά
- ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0002 053ρόδο, | ποιός πόνος το φανέρωνε; πώς κλαίνε τέτοια μάτια; | ✳
- κλαίοντας (11)
- ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0007 151έπιασεν, όχι θανάτου φόβος, | και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το ’να του το χέρι | το
- ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0001 521μου! | Πάρε, παιδί μου, την ευχή που κλαίοντας σου δίνω, | και τρέξε, τρέξε
- ΒΡΝ ΕΛΚ00 03 0012 044σουσάμι. | Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! —«Πάρε μου ένα!» | —«Περπάτα!» και μου
- κλαίουν (4)
- ΒΡΤ ΣΤΧ01 00 0001 062τόσες χήρες να φωνάζουν, ορφανά τόσα να κλαίουν | χωρίς δάκρυ ένα να χύσει, γιατί
- ΚΒΦ ΚΡΜ00 01 0023 014ως μικρά παιδία | και ως μικρά παιδία κλαίουν, κλαίουν όλοι, | τα τείχη βλέποντες
- ΚΒΦ ΚΡΜ00 01 0023 014παιδία | και ως μικρά παιδία κλαίουν, κλαίουν όλοι, | τα τείχη βλέποντες της
- ΣΛΜ ΔΛΓ02 00 0001 κάνουν τους άλλους να γελούν, και κλαίουν και ελπίζουν και φοβούνται και
- κλαίουνται (1)
- ΠΑΛ ΤΑΦ00 05 0001 134τρανεύουν, | δέρνουνται μαύρα και κλαίουνται και σβηούνται σ’ αγέλαστες πέτρες
- κλαίουσα (2)
- ΚΑΛ ΛΡΑ00 00 0010 094Χίου· τας χείρας | άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα | λέγει τοιάδε·
- ΠΑΛ ΔΣΣ00 06 0013 015σα να ήταν αδερφή σου, | σαν την κλαίουσα την ιτιά | στο κρινάκι του γιαλού γειρτή,
- κλαίουσαν (1)
- ΚΒΦ ΑΠΚ00 00 0009 013Εξάγει | από τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν. | Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του