Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Οι τάφοι του Κεραμεικού

ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ο χρυσοστέφανος θεός, ο μέγας Ήλιος βγαίνει κι υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει κι αγναντεύει τη χαϊδεμένη κόρη του, την ακριβή του Αθήνα, και μέσα στην αγκάλη του τη σφίγγει σαν πατέρας 5 και τη χορταίνει με φιλιά, και μες στα σωθικά της αφήνει από τη λάβρα του λάβρα, κι από το φως του φως, αίμ’ από το αίμα του, πνοήν απ’ την πνοή του. Και τα παιδιά τ’ ανόθευτα της θυγατέρας του Ήλιου που μες στους κόρφους της ρουφούν του κόρφου της το γάλα, 10 άνθρωποι, δέντρ’, αγρίμια, ανθοί, νερά, βουνά, λιθάρια, πάντοτε νιώθουν μέσα τους, άλλος πολύ, άλλος λίγο, ένα βαθύ ανατρίχιασμα, μια φλόγα, ένα μεθύσι, και το μεθύσι, η φλόγ’ αυτή και η ανατριχίλα, εσ’ είσαι αγάπη της Ζωής, εσύ, σαν πέλαγος μεγάλη!

15 Ζωή! δεν είναι τίποτε γλυκύτερο στον κόσμο απ’ την πεντάμορφη ζωή, την ηλιοφωτισμένη! Ζωή, κι αν έρχεσαι γοργά κι από χαρές γεμάτη, κι αν έρχεσαι με βάσανα και μ’ έγνοιες και μ’ αρρώστιες, ζωή του γέρου και του νιου, της φτώχειας και του πλούτου, 20 με της δουλειάς τον ίδρωτα, με της αργίας τη γλύκα, με την ειρήνην ήμερη, με τους αγρίους πολέμους, και μ’ όλες τις καλοκαιριές και μ’ όλους τους χειμώνες, Ζωή, κι όπως κι α δείχνεσαι, Ζωή, κι ό,τι κι αν είσαι, αν είσαι πράγμα ή όνειρο, καλή κακή κι αν είσαι, 25 χαρά σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια! Ζωή! δεν είναι τίποτε για μας έξω από σένα, ναι! τίποτε ούτ’ αισθάνεται, ούτε που νόημα έχει, και δε μπορείς να βρίσκεσαι παρά όπου λάμπει ο ήλιος, και φτάνεις όπου φτάνουνε κι οι αχτίνες του θεού μας. 30 Από τον ήλιον η ζωή παίρνει ζωή μονάχα. Για μας δεν είναι άλλη ζωή, δεν είναι κόσμος άλλος παρά η ζωή που βλέπουμε κι ο κόσμος που πατούμε. Κι αν λάμπει κι άλλος ουρανός ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια, μυστήρια κι αν μας τριγυρνούν, θεοί κι αν μας προσέχουν, 35 κι αν παραστέκουν γύρω μας αόρατ’ αγγελούδια, δεν ξέρουμε, δεν θέλουμε να μάθουμε· μας φτάνουν τα δυο τα μάτια μας, τα δυο χέρια και η καρδιά μας που μέσα βράζει και χτυπάει κι αισθάνεται και λέει: Αγάπα και ξεφάντωνε, και δούλεψε και ζήσε 40 και προσηλώσου στη ζωή σαν τον κισσό στο δέντρο, και δέσου με την γην αυτή, στρείδι στο βράχο επάνω, και μη σε μέλει πού θα πας τα μάτια σου όταν κλείσεις. Το τρεχαντήρι το γοργό το νοιάζει σε ποιά ξέρα θα σπάσει, σε ποιό πέλαγο θε να χαθεί, πού εγράφτη 45 να σκορπιστούν τα ξύλα του, ποιά φλόγα θα τα κάψει, τί θα γενούν οι ναύτες του σαν πάει χαμένο εκείνο; Ζωή! χαρά, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!

Ω ΤΑΦΟΙ!

Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα, 50 τί θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα λείψανα κόσμου παλαιού και κόσμου περασμένου;

Έρμα, γυμνά κι ασκέπαστα, όμοια τα βρίσκουν πάντα κι οι λάβρες του καλοκαιριού κι οι πάγοι του χειμώνα· σε περασμένην εποχή του Σύλλα η αγριάδα 55 τα σκόρπισεν αλύπητα· στα χρόνια μας μπροστά τους στέκει μ’ ευλάβεια κι ο σοφός και συλλογιέται· και όμως βαθύτερα κι απ’ όσα λεν στο νου του διαβασμένου βαθύτερα, γλυκύτερα μιλούνε στην καρδιά μου. Στο μάρμαρο του Υμηττού, στην πέτρα της Πεντέλης 60 μισόσβηστα σκαλίσματα κι ευγενικές εικόνες, άνθη πελεκητά, χλωμές γραφές, λευκές νεράιδες, δείγματ’ απλά, σημάδια αγνά της λύπης, της αγάπης. Αρχαίοι τάφοι, πια κανείς δεν έρχεται σιμά σας με στέφανα από σέλινο, με θλιβερούς υακίνθους, 65 να σας ραντίσει με κρασί, το μέλι να σας φέρει. Αλλ’ όμως, τάφοι αγνώριστοι, χαρά σ’ εσάς! καντήλα καμιά δεν καίγει επάνω σας, λιβάνι δε μυρίζει, γονατιστός ο υποκριτής μπροστά σας δε χτυπιέται, σωπαίνουν οι αναστεναγμοί, τα δάκρυα πια δεν τρέχουν, 70 και πανηγύρια ανίερα ποτέ δε σας ταράζουν, και σας φυλάγει η μοναξιά κι η σιγαλιά σάς έχει· δε σας ισκιώνουν θλιβερά τα κυπαρίσσια, ω τάφοι, ούτε λουλούδια ολόδροσα φυτρώνουν στα πλευρά σας, ώς και το χόρτο σπάνιο κι ανάρια ανάρια βγαίνει, 75 δυο τρία αγριοβότανα σας συντροφεύουν μόνο, και σα να θέλουν να σας πουν πως ο καιρός και η φύση σκληρά για σας, κρύβουν για σας μονάχα καταφρόνια. Για σας δεν έχει τίποτε κι η Φύσις η μητέρα, δεν έχει τίποτε, γιατί δεν είστ’ εσείς παιδιά της· 80 γιατί μιαν άλλη, όμοια τρανή και δυνατή μητέρα, γαλήνια και αθάνατη και θεία μητέρα, η Τέχνη σας γέννησε, σας γλίτωσεν απ’ του Καιρού τα χέρια, έδιωξεν αποπάνω σας τη θλίψη του θανάτου, έριξ’ επάνω σας το φως των ιερών λειψάνων, 85 κι από την πρώτη τη στιγμή που εβγήκατε καινούρια απ’ τα χέρια της τ’ αγνά, κι ίσαμε τώρα, εκείνη σας ντύνει με τα χέρια της, με τα δικά της πλούτη, με χίλια κάλλη της ζωής, με κάθε τι που είναι παλικαρίσιο κι όμορφο, καλό και τιμημένο! 90 Τάφοι γεμάτοι ενέργεια, τάφοι, ζωή γεμάτοι! Μπροστά σας δε συντρίβομαι και δεν ανατριχιάζω, καθώς την ώρα την πικρή που σκύβω εκεί στην πλάκα αγαπημένου μου νεκρού και φίλου και δικού μου. Δε νιώθω από το φόβο μου τα γόνατα λυμένα, 95 δε βλέπω πως επλάστηκα για χώμα από το χώμα, και πως με ζώνει τ’ Άπειρο που δεν μπορώ να νιώσω. Δε με ταράζ’ η κόλαση με τις φοβέρες μαύρη, και δε με φτάνει της Εδέμ η μυστική ευωδία. Ξέρω πως είμαι άνθρωπος και τί η ζωή στοιχίζει, 100 ξέρω πως είμαι άνθρωπος κι είμαι γι’ αυτό περήφανος! Κι όταν ο μέγας μας θεός και της Αθήνας ο ήλιος μεσημεριάζει ολόφωτος επάνω από τους τάφους δε βρίσκω κι άλλη μια μεριά, πιο άγια, πιο παρθένα για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω 105 τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα άλλη απ’ τους έρημους αυτούς κι ευλογημένους τάφους!

Χαίρετε τάφοι ερημικοί, κι ευλογημένοι τάφοι! πολλά μού φανερώνετε, περίσσια μού εξηγάτε, όμως ανάμεσα σ’ εσάς τρεις μοναχά, τρεις τάφοι, 110 με τρεις εικόνες ζωντανές κι οι τρεις σας πλουτισμένοι είστε παλιοί μου σύντροφοι και αδέρφια μου είστ’ εγκάρδια! Και καθεμία εικόνα σας αυτή είναι κι η ψυχή σας κι έχ’ η ψυχή του καθενός ξεχωρισμένη γλώσσα.

ΔΕΞΙΛΕΩΣ

Κι από το πρώτο μάρμαρο κι από το πρώτο μνήμα 115 ακούω φωνή που χύνεται κι ακούω φωνή που λέει —Εμέ Δεξίλεο με λένε. Εγώ είμαι της Αθήνας το λατρεμένο το παιδί, τ’ αγένειο παλικάρι. Μ’ ανάθρεψαν τα βροντερά τραγούδια του Τυρταίου και τάραξαν τον ύπνο μου τα όνειρα του Αισχύλου. 120 Έξω στο δρόμο, στη δουλειά, στου κάμπου τον αέρα μου ’θρεψε ο ήλιος το κορμί και τ’ άνοιξε σαν άνθος και στο Γυμνάσιον ο θεός που τα βοηθάει τα νιάτα μου το ’πλασεν αρμονικά, σφιχτό, χυτό και ωραίο. Κι εγώ καβάλα, φτερωτός μέσα στους πρώτους πρώτος 125 συντρόφεψα το ιερό της Αθηνάς καράβι κι έλεγα: βάλε μου, θεά, τρανή καρδιά στα στήθη, δώσε φτερά στα πόδια μου και δύναμη στα χέρια να πάω κι εγώ ν’ αγωνιστώ και νικητής να λάμψω στο πήδημα, στο πάλεμα, στο δρόμο, στο λιθάρι, 130 γιατί δεν είναι πιο ακριβή τιμή στο παλικάρι παρά καρδιά από σίδερο σε φτερωμένο σώμα. Κι εγώ ονειρεύτηκα κι εγώ τη χάρη της αγάπης, και σε τραπέζια χαρωπά ροδοστεφανωμένος τους στίχους του Ανακρέοντα τραγούδησα, κι εμπρός μου 135 σπαρταριστές χορεύτριες με λύρες και φλογέρες μ’ αποκοιμίσανε τρελά στης αγκαλιάς τη ζέστη· κι εγώ ονειρεύτηκα κι εγώ της δόξας τη λαχτάρα, άρχοντας, είπα, να υψωθώ και στρατηγός να γίνω, στο θέατρον άξιος ποιητής τα πλήθη να μαγεύω, 140 κι εγώ μια μέρα ν’ ακουστώ βροντόφωνα στην Πνύκα, αστροπελέκι στους κακούς, και με τους φιλοσόφους, εκεί που τρέχει ο Ιλισός γλυκά και που ξαπλώνει δροσάτον ίσκιο ο πλάτανος κι εγώ να ξεδιαλύνω και τα σκοτάδια της ψυχής και τα κρυφά της πλάσης. 145 Αλλ’ ένας αγαθός θεός, που και ποτέ τα μάτια δε σήκωσε αποπάνω μου και πάντα με φυλάγει, αυτός διόρισε για με μια δόξα πιο μεγάλη: Για την πατρίδα ν’ αξιωθώ, να πάω να πολεμήσω! και νά! σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο, 150 κι η Αθήνα με τα ονείρατα πλατωνικά, η Αθήνα ξυπνάει γοργά, αντρειεύεται καθώς η Αθηνά της, γαλήνια κόρη και μαζί Πρόμαχος θεριεμένη. Η Σπάρτη η ανυπόταχτη μας φοβερίζει, η Σπάρτη! Θυμήθηκα τον όρκο μου και αρματωμένος τρέχω 155 σε κυματόπλαστο άλογο θεσσαλικό που έχει χαρά τον πόλεμο και σκάφτει, αφτιάζεται, δε στέκει. Στο χέρι μου ανυπόνομο κουνιέται το κοντάρι, θαρρώ πως μέσα μου η καρδιά βροντοχτυπάει του Κόδρου, θαρρώ, είναι σαν του Αίαντα ψηλό το ανάστημά μου, 160 θαρρώ, το δρόμο ένας θεός μού δείχνει και κανένας, ναι! και κανένας δε μπορεί να κόψει την ορμή μου. Με τον πολέμιο σμίξαμε στον κάμπο της Κορίνθου, ηλιοκαμένος και τραχύς κι ακράτητος Σπαρτιάτης, βοριάς χιμάει επάνω μου πελώριος Σπαρτιάτης. 165 Τα χρόνια μου τα είκοσι πυρώνονται και βράζουν. Της Σπάρτης άντρας είσ’ εσύ, παιδί είμαι της Αθήνας· βοηθάτε με, ίσκιοι πατρικοί των Μαραθωνομάχων! σφιχτά κρατώ με το ζερβί το χαλινάρι, χύνω σα φλόγα τ’ άλογο, πετώ, σκύβω γοργά, τινάζω 170 τ’ ολόμακρο κοντάρι μου, κατάστηθα τον βρίσκω. Στα πόδια εμπρός του αλόγου μου κατρακυλάει και πέφτει, πέφτει κι εκεί που τον πατώ κρυφά τον καμαρώνω· χωρίς να χάσει την ορμή, χωρίς μιλιά να βγάλει, πέφτει και χάνεται και σβει και φοβερίζει ακόμα.

175 Εμέ Δεξίλεο με λεν, παιδί είμαι της Αθήνας, πολέμησα και νίκησα κι εγώ για την πατρίδα. Σε λίγο ο θάνατος ορμάει κι αλύπητα κι εμένα με παίρνει από την γην αυτή, με φέρνει σ’ άλλον κόσμο. Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’ άφησε στον Άδη, 180 μακαρισμένο, αθάνατο, μ’ ανάστησε για πάντα στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης. Ο χρόνος φεύγει, αλλάζει η γη, περνούν λαοί και κόσμοι και πέφτουν και μαραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα. Κι εγώ εδώ πέρα ασάλευτος κι αμάραντος προβάλλω 185 και της πατρίδας τον εχθρό στα πόδια μου τον έχω. Ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία, στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!

ΑΓΑΘΩΝΟΣ ΓΥΝΗ

Κι απ’ του δευτέρου μνήματος το μάρμαρο μιαν άλλη φωνήν ακούω γλυκά γλυκά: Εγώ είμ’ η αγαπημένη 190 γυναίκα εγώ του Αγάθωνα. Απ’ τη στιγμή την πρώτη που μ’ έφερε μες στα αγαθά του αρχοντικού σπιτιού του, μέσα σ’ αυτά με θρόνιασε βασίλισσα, το χέρι με αγάπη μού σφιχτόκλεισε στο χέρι μου και μου είπε: Εγώ θα τρέχω ολημερίς, θα πολεμώ, θα ιδρώνω, 195 οι λάβρες θα με ψένουνε, θα με χτυπούν τα χιόνια· και σα γυρνώ στη θάλασσα και στη στεριά όταν τρέχω, ο στρατιώτης είμ’ εγώ κι ο δουλευτής κι ο άντρας. Αλλ’ όταν θα θυμούμ’ εσέ κι εσέ στο νου θα βάζω, θα ξαλαφρώνω απ’ τη δουλειά, θα λύνομαι απ’ την έγνοια, 200 πάλι θα νιώθω δύναμη, θα ξαναπαίρνω θάρρος, και τον αγώνα απόκοτα θα ξαναρχίζω πάντα. Κι όταν θε να ’ρχομαι σ’ εσέ και όταν θα βρίσκω εσένα κάτω απ’ τη σκέπη του σπιτιού, θα τα ξεχάνω, πόνους, κακίες, του κόσμου τη βοή, της γης τα πλούτη, και όλα, 205 γιατί είσ’ εσύ το ταίρι μου, κι η αληθινή γυναίκα, δέντρο που επλάστη απ’ τους θεούς ν’ ανθεί κρυφά στον ίσκιο! Ουράνιο δέντρο, κάνε μου καρπούς που να μου μοιάζουν! Έτσι μου μίλησε σφιχτά το χέρι μου κρατώντας. Φύγαν τα χρόνια, πέρασαν τα πρώτα μου τα νιάτα, 210 όμως τα πρώτα λόγια του με σίδερο καμένο η αγάπη μού τα χάραξε μες στην καρδιά, και μένουν τα πρώτα λόγια που προτού να τα μιλήσει εκείνος τα είπε η γυναίκεια μου η ψυχή κρυφά στον εαυτό μου.

Σπίτι ζεστό και δροσερό και μ’ άνθη στολισμένο 215 και καταφύγιο της τιμής και της ζωής λιμάνι! μέσα σ’ εσένανε έζησα κρυμμένη, αναπαμένη και κυβερνήτρα και κυρά. Σε κάθε χώρισμά σου, σε κάθε τοίχο και γωνιά, στα πλούσια σου στολίδια, στα πλέον απλά σου πράγματα μοσχοβολάει κι αστράφτει 220 η προκοπή η ατίμητη και η προκοπή η γυναίκεια που και στην ταπεινότερη δουλειάν ευγένεια δίνει. Μήτε που ζήλεψα ποτέ τον κόσμο το μεγάλο, γιατί στο πλάι του άντρα μου τον κόσμον όλον είχα, κλεισμένο μες στο σπίτι μου, κι ο κόσμος όλος είχε, 225 είχε για με δυο ονόματα: αγάπη και φροντίδα. Φροντίδα, αγάπη, προκοπή! καλότυχη η γυναίκα που τη ζωή παντοτινά τηνε περνάει στο σπίτι, κι έχει τον άντρα ίσκιο της και τα παιδιά της δόξα, κι όταν στο δρόμο φαίνεται, χαρά στην τη γυναίκα 230 που τη θωρούν και δε μιλεί κανείς γι’ αυτή, και μόνο καλοτυχίζουν όλοι τους τον άντρα που την έχει. Κι όταν θε νά ’ρθει ο θάνατος, καλότυχη η γυναίκα που θά βρει καθώς ήβρα εγώ την τύχη που της πρέπει. Γιατί με πήρε ο θάνατος αλύπητα κι εμένα. 235 Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’ άφησε στον Άδη. Μακαρισμένη, αθάνατη μ’ ανάστησε για πάντα στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης. Ο χρόνος φεύγει, αλλάζει η γη, περνούν λαοί και κόσμοι και πέφτουν και μαραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα 240 κι ασάλευτη κι αμάραντη εγώ εδώ πέρα σφίγγω στο χέρι μου λαχταριστό το χέρι του ακριβού μου! Ω χάρη, ω νίκη της ζωής, απάντεχη ευτυχία στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!

ΗΓΗΣΩ

Κι από το τρίτο μάρμαρο κι από το τρίτο μνήμα 245 ακούω φωνή που χύνεται κι ακούω φωνή που λέει: Εμέ με κράζουν Ηγησώ· διαβάτη, εμπρός σου στέκει η νέα παρθένα, το λευκό μισανοιγμένο μόλις κρίνο που χέρι ανθρώπινο δεν άπλωσε σ’ εκείνο, δεν το είδε μάτι ανθρώπινο και τα φτερά της αύρας 250 και της αυγής τα δάχτυλα μήτε κι εκείνα ακόμα δεν άγγιξαν τα φύλλα του· εγώ είμ’ η αγνή παρθένα. Έτσι προβάλλει απείραχτο το λυγερό κορμί μου μέσ’ απ’ το φόρεμα που απλά ραμμένο με στολίζει. Τα ολόξανθά μου τα μαλλιά που σκόρπια εκυματούσαν 255 στους ώμους μου και χύνονταν σα φίδια στο λαιμό μου εγώ τα χτένισα σεμνά. Μια κόρη δεν ταιριάζει ποτέ να σέρνει επάνω της τα μάτια των ανθρώπων με αστόχαστα καμώματα και χτυπητά στολίδια. Και πρόσμενα και πρόσμενα πάντα να ’ρθεί μια μέρα 260 ν’ ανοίξω σπίτι, να γενώ γυναίκα και μητέρα, και τότε στη μεγάλη μας θεά, μεγάλο τάμα, τα ολόξανθά μου τα μαλλιά να της τα πάω κομμένα. Στο ιερό της άγαλμα κάθε πρωί και βράδυ γονάτιζα, το στόλιζα με στέφανα από μύρτα 265 κι έκανα δέησην άφωνη στα βάθη της καρδιάς μου: Φώτισε, μεγαλόχαρη, το γέρο μου πατέρα να μου διαλέξει άντρα καλό, νά βρει για μέ άξιο ταίρι, γιατί κι η αγάπη της ζωής που πλημμυρίζει με όλη δεν έχει ακόμα έν όνομα για με, δεν έχει σχήμα. 270 Κοιμούμαι, κι ένα φως λευκό λευκό με περιχύνει κι ο ύπνος απ’ το φως αυτό δεν έπλασεν ακόμα ένα πεντάμορφο όνειρο μ’ ολόχρυσα φτερούγια. Κι έκανα δέησην άφωνη στα βάθη της καρδιάς μου. Και νά που πρόβαλε η χρονιά και σίμωσε και η ώρα 275 να πάμε κόρες διαλεχτές και αρχοντικές παρθένες, να πάμε να κεντήσουμε της Αθηνάς τον πέπλο. Βράδια κι αυγούλες διάβαιναν, μέρες και νύχτες φεύγαν, τα χέρια μας δουλεύανε της Αθηνάς τη δόξα, θαμπώνανε τα μάτια μας απ’ τη φεγγοβολιά της. 280 Πλουμίζεται, χρυσώνεται, γεμίζει λίγο λίγο και λάμπει το αλαφρό πανί το αραχνοκαμωμένο απ’ τα πολλά κεντίσματα κι απ’ τ’ άνθη κι απ’ την Πούλια, κι από τον ήλιο τον ξανθό κι απ’ το χλωμό φεγγάρι κι από τη σκέπη της Νυχτός κι απ’ της Αυγής τα ρόδα· 285 η Νύχτα είν’ αστροστόλιστη, κι η Αυγή τα διώχνει τ’ άστρα. Άλλες κεντούν επάνω του την οργισμένην όψη και το κοντάρι της θεάς και τη φριχτή Γοργόνα κι άλλες κεντούν δεξιά ζερβά και γύρω της κι εμπρός της τους Γίγαντες, ανήμερα θεριά, του κόσμου σκιάχτρα… 290 Κεντούσα, δούλευα κι εγώ· τα δάχτυλά μου ετρέμαν, εχτύπαγε η καρδιά κι αλλού πετούσε ο λογισμός μου. Άλλες κεντούνε δράκοντες κι άλλες κεντούν λιοντάρια κι όλες κεντούν τους Γίγαντες, μαύρους, ασχημισμένους, κι εγώ κεντώ ένα Γίγαντα… το πώς, δεν το γνωρίζω· 295 κι εγώ κεντώ ένα Γίγαντα, ξανθόν, ημερωμένο, και πιο όμορφο από τον Άδωνη, πιο λαμπερό απ’ την Πούλια, κι εγώ κεντώ ένα Γίγαντα, λεβέντη είκοσι χρόνων, κι εγώ κεντάω τον Έρωτα… τα δάχτυλά μου ετρέμαν, εχτύπαγε η καρδιά κι αλλού πετούσε ο λογισμός μου. 300 Α! κι από κείνη τη στιγμή τον είχα εμπρός μου πάντα τον άγνωστο που αντίκρισα με της ψυχής τα μάτια κι έπλασα με τα χέρια μου στο θείο πέπλο επάνω! Και κάθε που ξημέρωναν και κάθε που γυρνούσαν τα Παναθήναια τα τρανά, ξυπνούσα με λαχτάρα 305 και φώναζα της σκλάβας μου νά ’ρθει να με στολίσει με της γιορτής τη φορεσιά την άσπρη σα νυφούλα, να μου χτενίσει τα μαλλιά κι επάνω τους ν’ απλώσει τη σκέπη την ολόμακρη τη μυριοκεντημένη. Κι απάνω απ’ τα στολίδια μου κι απ’ τα χρυσαφικά μου 310 ώρα πολλήν εγύρευα, σκυφτή, λησμονημένη νά βρω το ταιριαστότερο, το πιο όμορφο κι απ’ όλα για το λευκό μου φόρεμα και τη λευκή θωριά μου. Γιατί στα Παναθήναια, σ’ εκείνα καρτερούσα να μου φανεί ο αγνώριστος, να λάμψει εμπρός μου εκείνος, 315 να λάμψει και να τον ιδώ, να τον ξανοίξω αμέσως. Και γνώρισα το θάνατον αντί για τον καλό μου! Παρθένα μυρτοστόλιστη κι απ’ όνειρα γεμάτη με παίρνει από τη γην αυτή, με φέρνει σ’ άλλον κόσμο. Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’ άφησε στον Άδη. 320 Μακαρισμένη, αθάνατη μ’ ανάστησε για πάντα στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης. Ο χρόνος φεύγει, αλλάζ’ η γη, περνούν λαοί και κόσμοι, και πέφτουν και ξεραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα κι ασάλευτη κι αμάραντη εγώ εδώ πέρα στέκω 325 επάνω απ’ τα στολίδια μου με μια γλυκιάν ελπίδα και τον προσμένω και ποτέ δε σβήνεται η ελπίδα, ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!

ΑΡΧΑΙΟΙ ΘΕΟΙ

Ω μνήματα, άγια λείψανα, μακαριστές εικόνες, 330 ω μελιστάλαχτες φωνές, άμποτε πάντα, πάντα μες στα κρυφά του λογισμού, μες στης καρδιάς τα βάθη να σας ακούω, να σας κρατώ, και τα σοφά σας λόγια ποτέ να μην τα λησμονώ. Ναι, δεν αξίζει ο κόσμος χωρίς την Ομορφιά, χωρίς τη Λεβεντιά και δίχως 335 την Αρετή· κι αν πουθενά βρίσκεται τέτοιος κόσμος δεν πρέπει τις αχτίδες του σ’ αυτόν να ρίχνει ο ήλιος. Δεξίλεε, των παλικαριών ατίμητη κορόνα, Κι εσύ, γυναίκα, του σπιτιού διαμάντι, κι εσύ, κόρη, εσύ, λουλούδι του Απριλιού στο μάρμαρο ανθισμένο! 340 Ποτέ, ποτέ δεν παύετε μ’ αγάπη να μιλείτε σ’ εκείνους που τη νιώθουνε τη μυστική σας γλώσσα. Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας Ήλιος υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει στην Αθήνα, στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!