Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Επιστολή
Φαρμάκ’ είναι τ’ αχείλι μου και μαύρ’ είν’ η καρδιά μου απ’ τον καιρό που σ’ έχασα, μονάκριβ’ έρωτά μου! Του κάκου τόσες της ζωής χαρές και τρικυμίες, της νιότης τα ονείρατα, του κόσμου οι ιστορίες, 5 τριγύρω μ’ ανυπόμονα πετούν και θορυβούνε και τη στολή του τραγουδιού γυρεύουν να ντυθούνε· τ’ αφήνω κι απελπίζονται, και φεύγουν πεισμωμένα, παιδιά που τα παράτησεν η μάνα γυμνωμένα. Μα όταν σε στοχάζομαι, —κατάλευκα λουλούδια 10 χθες σ’ άγριο βάτο έβλεπα γεμάτον απ’ αγκάθια— για σένα έχω μοναχά παρθενικά τραγούδια στης ερημιάς τα βάσανα, στης ξενιτιάς τα πάθια. Να ’ξερες… κάθε δειλινό, την ώρα που θα σβήσει ο ήλιος μες στη θάλασσα, στο βράχο ανεβαίνω 15 και κάμπο, θάλασσα, ουρανό, βουνά, χωριά, τη φύση του Μάη τη γιορτιάτικη κοιτάζω, και προσμένω. Αλλά του κάμπου οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα. Και το γλυκάνισο, σπαρτό στ’ αλώνι’ αράδα αράδα, 20 η πιο χλωρή και πρόσχαρη απ’ όλες πρασινάδα, κι εκειά τα στάχυα τα ξανθά που όλο τα πειράζει τ’ αέρι ερωτικότατο κι είναι γεμάτα νάζι, κι οι παπαρούνες, ωσάν νιες τρελές και ξαναμμένες μες στα ανθισμένα κλήματα, μητέρες προκομμένες, 25 και οι ελιές οι ταπεινές, μα πλούσιες περίσσια, κι οι λυγερές καλόγριες, τα μαύρα κυπαρίσσια, και το βουνό με τις ψηλές χιονόστρωτες κορφές του κι ο βράχος με τα σχίνα του και τις αλισφασκιές του κι η λιόκαφτη χωριάτισσα, και το λευκό κοπάδι, 30 και το χωριό το ήμερο, και τ’ άγριο λαγκάδι, όλες αυτές οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα για να μου δώσουνε σωστή του Μάη την εικόνα· τώρα δε φτάνουν από με να διώξουν το χειμώνα. 35 Όταν ρημάζει ο χωρισμός την άτυχη καρδιά μας κι η πρασινότερη άνοιξις είν’ ερημιά μπροστά μας· το κρυσταλλένιο το νερό απ’ του βουνού τη ράχη μες σε θολό γυαλί θολή πάντα θωριά θε να ’χει. Στη θάλασσα το μάτι μου μονάχα όταν γυρίσει, 40 βρίσκει μεθύσ’ ηδονικό, παράξενο μεθύσι. Η θάλασσα που στον κρυφό και φοβερό της όγκο φωλιάζει κάθε κεραυνός, και κάθε αρμονία, απ’ του φιλιού τη στεναξιά ώς του θεριού το βόγκο, μου δίνει με την όψη της γλυκά παρηγορία 45 κι ελπίδα με το κύμα της που στ’ ακρογιάλι σβήνει. Ανώτερη κι από τη γη κι απ’ τον αιθέρα εκείνη γιατί κι οι δυο με όλα τους την έχουνε μοιράνει, κάνει για μένα θαύματα που ο Θεός δεν κάνει· όταν σ’ αυτή τη θάλασσα που τόσο με μεθάει 50 ο ήλιος κάθε δειλινό να πέσει αργοκινάει, θαρρώ πως πάει, αγάπη μου, ο ήλιος να σε φέρει, και ρόδ’ αφήνει πίσω του σα να μου λέει: καρτέρει. Και νά! κι από το σύννεφο εκείνο που προβάλλει ωσάν κανέναν άγγελο να κρύβει χρυσομάλλη, 55 κι απ’ τ’ άλλο που σα μενεξές θεόρατος πετιέται, κι απ’ τον αφρό που στην κορφή του κύματος γεννιέται και μέσ’ απ’ το απέραντο των ρόδων περιβόλι, απ’ όλη αυτή τη θάλασσα κι από τη δύση όλη, το κάθε ροδοσύννεφο, το κάθε κρινοκύμα 60 εσένα ξεσκεπάζει· πότ’ ενός γλάρου έχεις φτερά, πότε νεράιδας βήμα, τώρα θεάς μυστήριο, τώρα παιδούλας νάζι. Μ’ απλώνεις τα χεράκια σου, μου γνεύεις, με κοιτάζεις, μ’ ευφραίνεις με χαμόγελο, με δάκρυο με σπαράζεις, 65 και πότε κράζεις «έρχομαι», και πότε κράζεις «έλα…». Α! τί γεννά του χωρισμού, της μοναξιάς η τρέλα! Εις της αυγής τον ουρανό έν’ άστρο καμαρώνω που μόνο λαμπυρίζει· και του δικού μας έρωτος τον ουρανό στολίζει 70 ένα φιλάκι μόνο. Σαν των καρδιών μας την αυγή, σαν της αυγής τα κάλλη ένα μονάχα όνειρο κι ο ύπνος μου προβάλλει· στην αγκαλιά μου οδηγεί κάθε νυχτιά εσένα κι ατέλειωτο, απαράλλαχτο, πληθαίνει ολοένα 75 το πρώτο και το ύστερο φιλάκι μας εκείνο, από καημό και παρθενιά χρυσής στιγμούλας κρίνο. Κι όταν ξυπνώ, κι οι τέσσαρες της κάμαράς μου τοίχοι μου δείχνουν ολοφάνερα της νιότης μου την τύχη, αχ! όλα είναι όνειρα, στοχάζομ’, εδώ χάμου, 80 κι ένα δεν είναι όνειρο μονάχα: η ερημιά μου! Μάιος 18… *
|