Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Μένιππος ἢ Νεκυομαντεία (1-2)


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[1] Ὦ χαῖρε μέλαθρον πρόπυλά θ᾽ ἑστίας ἐμῆς,
ὡς ἄσμενός σ᾽ ἐσεῖδον ἐς φάος μολών.
ΦΙΛΟΣ
Οὐ Μένιππος οὗτός ἐστιν ὁ κύων; οὐ μὲν οὖν ἄλλος, εἰ μὴ ἐγὼ παραβλέπω· Μένιππος ὅλος. τί οὖν αὐτῷ βούλεται τὸ ἀλλόκοτον τοῦ σχήματος, πῖλος καὶ λύρα καὶ λεοντῆ; πλὴν ἀλλὰ προσιτέον γε αὐτῷ. χαῖρε, ὦ Μένιππε· πόθεν ἡμῖν ἀφῖξαι; πολὺς γὰρ χρόνος οὐ πέφηνας ἐν τῇ πόλει.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ἥκω νεκρῶν κευθμῶνα καὶ σκότου πύλας
λιπών, ἵν᾽ Ἅιδης χωρὶς ᾤκισται θεῶν.
ΦΙΛΟΣ
Ἡράκλεις, ἐλελήθει Μένιππος ἡμᾶς ἀποθανών, κᾆτα ἐξ ὑπαρχῆς ἀναβεβίωκεν;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Οὔκ, ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἔμπνουν Ἀΐδης μ᾽ ἐδέξατο.
ΦΙΛΟΣ
Τίς δὴ αἰτία σοι τῆς καινῆς καὶ παραδόξου ταύτης ἀποδημίας;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Νεότης μ᾽ ἐπῆρε καὶ θράσος τοῦ νοῦ πλέον.
ΦΙΛΟΣ
Παῦσαι, μακάριε, τραγῳδῶν καὶ λέγε οὑτωσί πως ἁπλῶς καταβὰς ἀπὸ τῶν ἰαμβείων, τίς ἡ στολή; τί σοι τῆς κάτω πορείας ἐδέησεν; ἄλλως γὰρ οὐχ ἡδεῖά τις οὐδὲ ἀσπάσιος ἡ ὁδός.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ὦ φιλότης, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀΐδαο
ψυχῇ χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίαο.
ΦΙΛΟΣ
Οὗτος, ἀλλ᾽ ἦ παραπαίεις· οὐ γὰρ ἂν οὕτως ἐμμέτρως ἐρραψῴδεις πρὸς ἄνδρας φίλους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Μὴ θαυμάσῃς, ὦ ἑταῖρε· νεωστὶ γὰρ Εὐριπίδῃ καὶ Ὁμήρῳ συγγενόμενος οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἀνεπλήσθην τῶν ἐπῶν καὶ αὐτόματά μοι τὰ μέτρα ἐπὶ τὸ στόμα ἔρχεται. [2] ἀτὰρ εἰπέ μοι, πῶς τὰ ὑπὲρ γῆς ἔχει καὶ τί ποιοῦσιν οἱ ἐν τῇ πόλει;
ΦΙΛΟΣ
Καινὸν οὐδέν, ἀλλ᾽ οἷα καὶ πρὸ τοῦ· ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῦσιν, τοκογλυφοῦσιν, ὀβολοστατοῦσιν.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ἄθλιοι καὶ κακοδαίμονες· οὐ γὰρ ἴσασιν οἷα ἔναγχος κεκύρωται παρὰ τοῖς κάτω καὶ οἷα κεχειροτόνηται τὰ ψηφίσματα κατὰ τῶν πλουσίων, ἃ μὰ τὸν Κέρβερον οὐδεμία μηχανὴ τὸ διαφυγεῖν αὐτούς.
ΦΙΛΟΣ
Τί φής; δέδοκταί τι νεώτερον τοῖς κάτω περὶ τῶν ἐνθάδε;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Νὴ Δία, καὶ πολλά γε· ἀλλ᾽ οὐ θέμις ἐκφέρειν αὐτὰ πρὸς ἅπαντας οὐδὲ ἐξαγορεύειν τὰ ἀπόρρητα, μὴ καί τις ἡμᾶς γράψηται γραφὴν ἀσεβείας ἐπὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυος.
ΦΙΛΟΣ
Μηδαμῶς, ὦ Μένιππε, πρὸς τοῦ Διός, μὴ φθονήσῃς τῶν λόγων φίλῳ ἀνδρί· πρὸς γὰρ εἰδότα σιωπᾶν ἐρεῖς, τά τ᾽ ἄλλα καὶ πρὸς μεμυημένον.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Χαλεπὸν μὲν ἐπιτάττεις τὸ ἐπίταγμα καὶ οὐ πάντῃ εὐσεβές· πλὴν ἀλλὰ σοῦ γε ἕνεκα τολμητέον. ἔδοξε δὴ τοὺς πλουσίους τούτους καὶ πολυχρημάτους καὶ τὸ χρυσίον κατάκλειστον ὥσπερ τὴν Δανάην φυλάττοντας—
ΦΙΛΟΣ
Μὴ πρότερον εἴπῃς, ὦγαθέ, τὰ δεδογμένα πρὶν ἐκεῖνα διελθεῖν ἃ μάλιστ᾽ ἂν ἡδέως ἀκούσαιμί σου, τίς ἡ ἐπίνοιά σοι τῆς καθόδου ἐγένετο, τίς δ᾽ ὁ τῆς πορείας ἡγεμών, εἶθ᾽ ἑξῆς ἅ τε εἶδες ἅ τε ἤκουσας παρ᾽ αὐτοῖς· εἰκὸς γὰρ δὴ φιλόκαλον ὄντα σε μηδὲν τῶν ἀξίων θέας ἢ ἀκοῆς παραλιπεῖν.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[1] Σε χαιρετώ, παλάτι μου, πύλες τ᾽ αρχοντικού μου,
χαρούμενος σ᾽ αντίκρισα, ξανά στο φως σαν ήρθα.
ΦΙΛΟΣ
Αυτός δεν είναι ο Μένιππος ο κυνικός; Όχι, δεν είναι άλλος, αν δεν με γελούν τα μάτια μου. Ο Μένιππος, ολόκληρος. Τί νόημα έχει όμως αυτή η παραξενιά στην εμφάνισή του, ο ταξιδιωτικός σκούφος και η λύρα και το δέρμα του λιονταριού; Θα πρέπει μάλλον να τον πλησιάσω. Γεια χαρά, Μένιππε· κι από πού μας έρχεσαι; Πολύ καιρό τώρα δεν έχεις εμφανιστεί στην πόλη.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Απ᾽ τα λημέρια των νεκρών, του σκοταδιού τις πύλες,
ήρθ᾽ από κει που ο Άδης ζει, θεούς απ᾽ άλλους χώρια.
ΦΙΛΟΣ
Ηρακλή μου, είχε πεθάνει ο Μένιππος, χωρίς να το πάρουμε είδηση, κι έπειτα, ξανά από την αρχή, ξαναγύρισε στη ζωή;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Όχι, αλλ᾽ ακόμη ζωντανό με δέχτηκε ο Άδης.
ΦΙΛΟΣ
Και ποιά λοιπόν ήταν η αιτία αυτού του καινούριου και παράξενου ταξιδιού;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Η νιότη με ξεσήκωσε κι η τόλμη δίχως σκέψη.
ΦΙΛΟΣ
Πάψε, ευλογημένε, να απαγγέλεις τραγωδία, και πες μου έτσι απλά, αφήνοντας ήσυχους τους ιάμβους, τί είναι αυτή η εμφάνιση; Τί σου χρειάστηκε το ταξίδι στον κάτω κόσμο; Στο κάτω κάτω το συγκεκριμένο δρομολόγιο δεν είναι κάτι ευχάριστο, ούτε και αξιοζήλευτο.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Με κατέβασε, φίλε, στον Άδη
η μεγάλη ανάγκη που υπήρχε
του Θηβαίου Τειρεσία του μάντη
η ψυχή να μου δώσει χρησμό.
ΦΙΛΟΣ
Φίλε, μήπως δεν είσαι στα καλά σου; Γιατί αλλιώς δεν θα απάγγελλες έτσι στίχους ραψωδιών στους φίλους σου.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Μην απορείς, φίλε μου. Πρόσφατα έκανα παρέα με τον Ευριπίδη και τον Όμηρο, και, δεν ξέρω πώς, γέμισα με στίχους, και το μέτρο μου ᾽ρχεται από μόνο του στο στόμα. [2] Πες μου, όμως, πώς είναι τα πράγματα πάνω στη γη, και τί κάνουν οι άνθρωποι στην πόλη;
ΦΙΛΟΣ
Τίποτε καινούριο, αλλά τα ίδια, όπως και πριν· αρπάζουνε, καταπατούνε τους όρκους τους, ασκούνε τοκογλυφία, ζυγίζουνε τα κέρματά τους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αξιοθρήνητοι και κακομοίρηδες· δεν έχουν ιδέα τί λογής θεσμοί άρχισαν να ισχύουν πρόσφατα στον κάτω κόσμο, και τί λογής ψηφίσματα εγκρίθηκαν με ψηφοφορία εναντίον των πλουσίων, από τα οποία, μά τον Κέρβερο, δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ξεφύγουν.
ΦΙΛΟΣ
Τί λες; Αποφασίστηκε κάτι καινούριο στον κάτω κόσμο για τους εδώ;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Βεβαίως, μά τον Δία, και πολλά μάλιστα· μόνο που δεν επιτρέπεται να τα δημοσιοποιεί κανείς σε όλους ούτε να αποκαλύπτει τα απόρρητα, μήπως και μας κάνει κάποιος μήνυση για ασέβεια στο δικαστήριο του Ραδάμανθη.
ΦΙΛΟΣ
Σε καμιά περίπτωση, Μένιππε, για τ᾽ όνομα του Δία, μην αρνηθείς να μιλήσεις σε κάποιον που είναι φίλος σου. Άλλωστε θα τα πεις σε άνθρωπο που ξέρει να κρατά το στόμα του κλειστό, και επιπλέον είναι και μυημένος.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Δύσκολη παραγγελιά μού παραγγέλλεις, και όχι εντελώς μέσα στο πλαίσιο της ευσέβειας. Αλλά για χάρη σου θα πρέπει να το τολμήσω. Αποφασίστηκε λοιπόν αυτοί οι πλούσιοι, με τις μεγάλες περιουσίες, που κρατάνε το χρυσάφι κλειδαμπαρωμένο σαν τη Δανάη—
ΦΙΛΟΣ
Μη μου πεις, καλέ μου φίλε, τί αποφασίστηκε, προτού μου διηγηθείς εκείνα που θα λαχταρούσα πάρα πολύ να ακούσω, για ποιό δηλαδή σκοπό αποφάσισες την κάθοδο στον κάτω κόσμο, ποιός σε καθοδήγησε στο ταξίδι σου, κι έπειτα με τη σειρά όσα είδες κι όσα άκουσες ανάμεσα σ᾽ εκείνους. Είναι βέβαια φυσικό εσύ, που είσαι ευαίσθητος στην ομορφιά, να μην παραλείψεις τίποτε από όσα άξιζε τον κόπο να δει και να ακούσει κανείς.