ασύνδετο σχήμα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
υφολογία |
asyndeton |
ατάκα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
punchline |
αττική διάλεκτος |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
διαλεκτολογία, ιστορία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία |
Attic dialect |
Αττικισμός |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία |
Atticism |
Αττικισμός στη βυζαντινή εποχή |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία |
Atticism, Byzantine era |
Αττικισμός στη ρωμαϊκή εποχή |
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία |
Atticism, Roman era |
Αττικισμός στην ελληνιστική εποχή |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία |
Atticism, Hellenistic era |
αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία |
arbitrariness of the linguistic signs |
αυθαιρεσία, μερική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γενική γλωσσολογία |
partial arbitrariness |
αύξηση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
augment |
αύξηση εσωτερική: καθαρεύουσα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
internal augment: katharevousa |
αυτόματες ή φωνητικές εναλλαγές |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφοφωνολογία |
automatic or phonetic alternations |
αυτόνομη γλωσσολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές |
autonomous linguistics |
αυτοπαθείς αντωνυμίες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
reflexive pronouns |
αυτοτεμαχιακή φωνολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία |
autosegmental phonology |
αφαίρεση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γενική γλωσσολογία |
abstraction |
αφασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
νευρογλωσσολογία, ψυχογλωσσολογία |
aphasia |
αφηγηματική γραμμή/πλοκή |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου, αφηγηματολογία |
narrative plot |
αφηγηματική φωνή |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου, αφηγηματολογία |
narrative voice |
αφηγηματικός στόχος |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου, αφηγηματολογία |
narrative purpose |
αφήγηση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου, αφηγηματολογία |
narration |
αφηρημένα ουσιαστικά |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
abstract nouns |
αφομοίωση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική, φωνολογία |
assimilation |
άψυχα ουσιαστικά |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
inanimate nouns |
β΄ όρος σύγκρισης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, σύνταξη |
second part of comparison |