Γλωσσολογικοί όροι

Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Όρος/θέμα Παραπομπές Πεδίο Αγγλικά
γλωσσική κοινότητα κοινωνιογλωσσολογία, εθνογλωσσολογία linguistic community
γλωσσική μειονότητα κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας linguistic minority
γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, εθνογλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας language shift
γλωσσική μονάδα γενική γλωσσολογία linguistic unit
γλωσσική ποικιλία κοινωνιογλωσσολογία language variety
γλωσσική ποικιλότητα / ποικιλομορφία κοινωνιογλωσσολογία linguistic diversity
γλωσσική πολιτική κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας language politics
γλωσσική πολιτική στην Ε.Ε. κοινωνιολογία της γλώσσας E.U. language policy
γλωσσική πραγμάτωση / επιτέλεση γενική γλωσσολογία, σύνταξη linguistic performance
γλωσσική πράξη πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας speech act
γλωσσική προκατάληψη-στερεότυπα κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας language prejudice, stereotypes
γλωσσική συρρίκνωση κοινωνιογλωσσολογία language attrition/shrinking
γλωσσικό αισθητήριο και σαφήνεια γενική γλωσσολογία
γλωσσικό δάνειο σημασιολογία, λεξικολογία, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή loanword
γλωσσικό ζήτημα ιστορία της γλώσσας, κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας language question
γλωσσικό λάθος απόκτηση της γλώσσας, ψυχογλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία language error
γλωσσικό λάθος στην ξένη γλώσσα εκμάθηση της γλώσσας, κοινωνιογλωσσολογία language errors in a foreign language
γλωσσικό ολίσθημα / γλωσσική παραδρομή απόκτηση της γλώσσας, ψυχογλωσσολογία lapsus
γλωσσικό σημείο γενική γλωσσολογία linguistic sign
γλωσσικό σύστημα γενική γλωσσολογία linguistic system
γλωσσικό υλικό γενική γλωσσολογία linguistic material
γλωσσικός αποκλεισμός κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας linguistic exclusion
γλωσσικός άτλας διαλεκτολογία linguistic atlas
γλωσσικός δανεισμός σημασιολογία, λεξικολογία, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή linguistic borrowing
γλωσσικός δανεισμός: παραδοσιακά πεδία χρήσης σημασιολογία, λεξικολογία, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή borrowing, traditional fields of language use