προκλιτικά |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
proclitics |
προπαγάνδα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
propaganda |
προσδιορισμός |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
attribute / modifier |
προσεγγιστικό σύμφωνο-φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φωνητική |
approximant consonant |
προσλεκτική ισχύς / δύναμη |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία |
illocutionary force |
προσλεκτική πράξη |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία |
illocutionary act |
προσλεκτική υιοθέτηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία |
illocutionary uptake |
προσλεκτικός ενδείκτης |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία, κειμενογλωσσολογία |
illocutionary marker |
προστακτική |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη |
imperative mood |
προστακτική πρόταση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη, σημασιολογία |
imperative clause |
προστριβόμενο σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
affricate consonant |
πρόσφυμα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
affix |
προσφυματοποίηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μορφολογία |
affixation |
προσωδία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
φωνολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία |
prosody |
προσωδιακή φωνολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία |
prosodic phonology |
προσωπικές αντωνυμίες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη |
personal pronouns |
πρόσωπο |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη |
person |
πρόταση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
clause, sentence |
πρόταση επιθυμίας |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη, σημασιολογία |
clause expressing will |
πρόταση και συμφραζόμενα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, κειμενογλωσσολογία, πραγματολογία |
sentence and context |
πρόταση κρίσης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη, σημασιολογία |
clause expressing thought |
πρόταση, απλή ή πυρηνική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
kernel sentence |
προτασι(α)κή λογική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
propositional/sentential logic |
προτασιακά/κειμενικά επιρρήματα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
sentential/text adverbs |
προτασιακή σημασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
sentence meaning |