Γλωσσολογικοί όροι

Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Όρος/θέμα Παραπομπές Πεδίο Αγγλικά
λέξη, πλήρης μορφολογία, λεξικολογία full word
λέξη: πρώτη ύλη και κανόνες λεξικολογία, μορφολογία word: raw material and rules
λέξημα σημασιολογία, λεξικολογία lexeme
λεξικά της νέας ελληνικής λεξικογραφία Modern Greek dictionaries
λεξικά: είδη λεξικογραφία dictionaries: types
λεξική αμφισημία σημασιολογία lexical ambiguity
λεξική διάχυση ιστορική γλωσσολογία, κοινωνιογλωσσολογία lexical diffusion
λεξική επεξεργασία ψυχογλωσσολογία word processing
λεξική κατηγορία σύνταξη lexical category
λεξική λέξη μορφολογία, λεξικολογία lexical word
λεξική σημασία σημασιολογία lexical meaning
λεξική φράση λεξικολογία, σύνταξη lexical phrase
λεξική φωνολογία φωνολογία lexical phonology
λεξικής απόφασης, δοκιμασία ψυχογλωσσολογία lexical decision task
λεξικό μόρφημα μορφολογία lexical morpheme
λεξικό-λεξικά μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική Lexicon
λεξικογραφία λεξικογραφία lexicography
λεξικολογία λεξικολογία lexicology
λεξιλογική έκρηξη απόκτηση της γλώσσας lexical explosion
λεξιλόγιο λεξικολογία vocabulary
λεξιλόγιο και κοινωνικές-πολιτισμικές ανάγκες λεξικολογία, γλωσσική επαφή vocabulary and social-cultural needs
λεξιλόγιο της ελληνικής, ιστορικά ζητήματα ιστορία της γλώσσας, λεξικολογία, γλωσσική επαφή, κοινωνιογλωσσολογία Greek vocabulary: historical questions
λεπτομέρειες (παραγράφου) κειμενογλωσσολογία details (of a paragraph)
λήμμα λεξικογραφία, γένη/είδη λόγου entry
λόγια δάνεια λεξικολογία, κοινωνιογλωσσολογία learned loanwords